«Βιβλικές» ανατροπές οριστικοποιούνται μέσα από την εφαρμογή των νέων μέτρων στα εργασιακά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα εις βάρος της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών. Από την 5η Μαΐου του 2010 (ημέρα ψήφισης του πρώτου Μνημονίου) μέχρι σήμερα, τα αποτελέσματα των πολιτικών οι οποίες έχουν εφαρμοστεί συνοψίζονται στην παραλλαγμένη, κατά το Ματθαίον Ευαγγέλιο, ρήση που θέλει τους...
«μεσοαστούς και μικροαστούς να έσονται φτωχοί και τους φτωχούς να έσονται ακόμη φτωχότεροι». Μετά και την πλήρη εφαρμογή των προσφάτως εγκριθέντων από το Κοινοβούλιο επώδυνων αλλαγών, ο «μεταμνημόνιους» Ελληνας πολίτης, είτε είναι εργαζόμενος είτε συνταξιούχος, θα δει το επίπεδο των ονομαστικών εισοδημάτων του να έχει μειωθεί πάνω από -τουλάχιστον- 30% σε σχέση με τα προ Μνημονίων δεδομένα και, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, έπεται ακόμη πιο «εξοντωτική», τόσο από οικονομικής όσο και από κοινωνικής άποψης, συνέχεια…
Στο πεδίο των εργασιακών και δη των δεδομένων τα οποία αφορούν στον ιδιωτικό τομέα, το μετα-Μνημονίου ΙΙ περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις αλλαγές οι οποίες προωθήθηκαν και υλοποιήθηκαν από τις 5 Μαΐου του 2010 και μετά, όπως αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες αναφέρουν, «είναι σαφές ότι καταργεί το πάλαι ποτέ ισχυρό συλλογικό εργατικό δίκαιο και καθιερώνει το ελαστικό, ατομικό εργατικό δίκαιο». Αυτό σημαίνει ότι εφεξής τόσο η αμοιβή όσο και οι συνθήκες απασχόλησης, καθώς και οι λοιπές παροχές για τον κάθε μισθωτό ξεχωριστά θα διαμορφώνονται «αλά καρτ» με βάση τις ανάγκες της κάθε επιχείρησης. Από την 1η Μαρτίου του 2012 ο ελάχιστος μισθός για τους νεοεισερχομένους έως 25 ετών θα είναι τα 510 ευρώ το μήνα μικτά, για όσους έχουν προϋπηρεσία μικρότερη των 3 ετών θα είναι τα 586 ευρώ το μήνα μικτά και για όσους ήδη έχουν συμπληρώσει πάνω από 9 έτη εργασίας η κατώτατη αμοιβή θα είναι τα 808,9 ευρώ το μήνα μικτά!
Οι βάσεις για την πλήρη ισοπέδωση των εργασιακών και μισθολογικών δικαιωμάτων για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα (αυτούς τους οποίους ο τέως πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου και καθ’ ύλην υπαίτιος για την παράδοση της χώρας στην Τρόικα υποστήριζε μέχρι και την άνοιξη του 2010 ότι δεν θα «άγγιζε» η κρίση) τέθηκαν με το αρχικό Μνημόνιο της 5ης Μαΐου του 2010. Αρχικά προωθήθηκαν, μεταξύ άλλων, αλλαγές για τη μείωση των αποζημιώσεων κατά το ήμισυ και την αύξηση του ορίου των απολύσεων κάθε μήνα, στο διπλάσιο σε σχέση με τα προ Μνημονίου δεδομένα.
Προς τα τέλη του 2010, με το «νόμο Κατσέλη» άρχισε να ξηλώνεται το νομικό πλαίσιο το οποίο μέχρι τότε καθιστούσε ισχυρές τις κλαδικές συμβάσεις ανοίγοντας το δρόμο για την επικράτηση των επιχειρησιακών και των ατομικών συμφωνιών μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Συγκεκριμένα, το αδιαπραγμάτευτο μέχρι τότε δεδομένο, με βάση το οποίο μια «ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση με δυσμενέστερους όρους από μια κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική δεν μπορούσε να είναι επικρατέστερη», ανατράπηκε πλήρως και, ταυτόχρονα, θεσμοθετήθηκε ότι στην περίπτωση σύναψης μιας κλαδικής, αυτή δεν θα ήταν πλέον υποχρεωτικά εφαρμόσιμη για όσους επιχειρηματίες του κλάδου δεν την είχαν υπογράψει, ακόμη και αν την είχε αποδεχτεί η πλειονότητα των εργοδοτών του ίδιου χώρου.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του θεσμού της διαιτησίας, οδήγησε μέσα στο 2011 στην ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο ενισχύοντας τόσο τις επιχειρησιακές, όσο -κυρίως- τις ατομικές συμβάσεις. Ετσι, με δεδομένη τη μείωση της κατανάλωσης και του τζίρου των επιχειρήσεων εξαιτίας της διαρκώς αυξανόμενης ύφεσης, στις περισσότερες επιχειρήσεις οι μισθοί μειώθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους κατά 15% για την πλειονότητα των εργαζομένων χωρίς να συνυπολογίζονται, φυσικά, όσοι απολύθηκαν, καθώς και όσοι έχασαν έως και το 50% -ή και περισσότερο- των αποδοχών τους επειδή με μονομερή εργοδοτική απόφαση εξαναγκάστηκαν σε μερική ή εκ περιτροπής εργασία (σε τετράωρη δηλαδή ημερησίως ή, αντίστοιχα, σε εργασία 3 ή 4 ημερών την εβδομάδα, αντί 5 ή 6 που ισχύει για πλήρη απασχόληση).
Πλέον, με το Μνημόνιο ΙΙ οριστικοποιείται το τέλος εποχής των κλαδικών και η έναρξη μιας νέας, μακρόχρονης περιόδου για τους μισθωτούς κατά τη διάρκεια της οποίας (τουλάχιστον μέχρις ότου η Ελλάδα «βγει» ξανά στις αγορές, δηλαδή μετά το 2020) οι αμοιβές τους θα διαμορφώνονται «αλα καρτ» και, όπως όλα δείχνουν, μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο θα έχουν μειωθεί σε επίπεδο ονομαστικών τιμών (!) έως και 50% -σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, ακόμη περισσότερο- σε σχέση με τα επικρατούντα μέχρι και το 2010 δεδομένα. Στο αποτέλεσμα αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια το γεγονός ότι μπαίνει τέλος στο θεσμό της μετενέργειας και μειώνονται κατά 22% οι κατώτατες αμοιβές της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Μνημόνιο ΙΙ, έπειτα από 3 μήνες όσοι εργαζόμενοι (περίπου 1,9 εκατ. άτομα) είχαν προσληφθεί σε μια επιχείρηση τη στιγμή που ήταν σε ισχύ η κλαδική τους σύμβαση θα σταματήσουν να διέπονται από τους όρους της, εφόσον αυτή έχει καταγγελθεί και παύσει να ισχύει εδώ και 12 μήνες. Ετσι, σε πρώτη φάση ο μισθός τους θα δύναται μονομερώς να περιοριστεί στον βασικό και σε μόλις 4 -από το σύνολο περίπου 60 που ίσχυαν στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας- επιδόματα (θέσης ευθύνης, τέκνου, επικινδυνότητας και εκπαίδευσης) και, στη συνέχεια, με τη σύναψη επιχειρησιακής ή ατομικής συμφωνίας θα μπορούν να «πέσουν» στα νέα, μειωμένα κατά 22%, μισθολογικά επίπεδα της ΕΓΣΣΕ. Το ίδιο θα ισχύσει έπειτα από ένα χρόνο για όσους έχουν υπογράψει συλλογικές συμβάσεις οι οποίες είναι σε ισχύ (υπολογίζεται ότι στην κατηγορία αυτή είναι λιγότερες από 4 κλαδικές και περίπου 70 επιχειρησιακές).
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η κατανάλωση και κατ’ επέκταση ο τζίρος των επιχειρήσεων θα μειωθεί περαιτέρω λόγω της αυξανόμενης ύφεσης, η εξέλιξη αυτή μοιάζει αναπόφευκτη ακόμη και για εργοδότες οι οποίοι επιθυμούν να μη λειτουργήσουν καιροσκοπικά… Μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες, ένας εργαζόμενος ο οποίος μέχρι σήμερα λαμβάνει, για παράδειγμα, 1.600 ευρώ το μήνα μικτά, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το -πιθανότερο όσο κανένα άλλο- ενδεχόμενο να δει τις απολαβές του να μειώνονται στα 808 ευρώ το μήνα μικτά, μέσω μιας νέας ατομικής σύμβασης, την οποία, εάν δεν αποδεχτεί, θα απολύεται με περιορισμένες δυνατότητες δικαίωσης μέσω της δικαστικής οδού.
Νάσος Χατζητσάκος στον «Τύπο της Κυριακής»
Στο πεδίο των εργασιακών και δη των δεδομένων τα οποία αφορούν στον ιδιωτικό τομέα, το μετα-Μνημονίου ΙΙ περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις αλλαγές οι οποίες προωθήθηκαν και υλοποιήθηκαν από τις 5 Μαΐου του 2010 και μετά, όπως αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες αναφέρουν, «είναι σαφές ότι καταργεί το πάλαι ποτέ ισχυρό συλλογικό εργατικό δίκαιο και καθιερώνει το ελαστικό, ατομικό εργατικό δίκαιο». Αυτό σημαίνει ότι εφεξής τόσο η αμοιβή όσο και οι συνθήκες απασχόλησης, καθώς και οι λοιπές παροχές για τον κάθε μισθωτό ξεχωριστά θα διαμορφώνονται «αλά καρτ» με βάση τις ανάγκες της κάθε επιχείρησης. Από την 1η Μαρτίου του 2012 ο ελάχιστος μισθός για τους νεοεισερχομένους έως 25 ετών θα είναι τα 510 ευρώ το μήνα μικτά, για όσους έχουν προϋπηρεσία μικρότερη των 3 ετών θα είναι τα 586 ευρώ το μήνα μικτά και για όσους ήδη έχουν συμπληρώσει πάνω από 9 έτη εργασίας η κατώτατη αμοιβή θα είναι τα 808,9 ευρώ το μήνα μικτά!
Οι βάσεις για την πλήρη ισοπέδωση των εργασιακών και μισθολογικών δικαιωμάτων για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα (αυτούς τους οποίους ο τέως πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου και καθ’ ύλην υπαίτιος για την παράδοση της χώρας στην Τρόικα υποστήριζε μέχρι και την άνοιξη του 2010 ότι δεν θα «άγγιζε» η κρίση) τέθηκαν με το αρχικό Μνημόνιο της 5ης Μαΐου του 2010. Αρχικά προωθήθηκαν, μεταξύ άλλων, αλλαγές για τη μείωση των αποζημιώσεων κατά το ήμισυ και την αύξηση του ορίου των απολύσεων κάθε μήνα, στο διπλάσιο σε σχέση με τα προ Μνημονίου δεδομένα.
Προς τα τέλη του 2010, με το «νόμο Κατσέλη» άρχισε να ξηλώνεται το νομικό πλαίσιο το οποίο μέχρι τότε καθιστούσε ισχυρές τις κλαδικές συμβάσεις ανοίγοντας το δρόμο για την επικράτηση των επιχειρησιακών και των ατομικών συμφωνιών μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Συγκεκριμένα, το αδιαπραγμάτευτο μέχρι τότε δεδομένο, με βάση το οποίο μια «ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση με δυσμενέστερους όρους από μια κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική δεν μπορούσε να είναι επικρατέστερη», ανατράπηκε πλήρως και, ταυτόχρονα, θεσμοθετήθηκε ότι στην περίπτωση σύναψης μιας κλαδικής, αυτή δεν θα ήταν πλέον υποχρεωτικά εφαρμόσιμη για όσους επιχειρηματίες του κλάδου δεν την είχαν υπογράψει, ακόμη και αν την είχε αποδεχτεί η πλειονότητα των εργοδοτών του ίδιου χώρου.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του θεσμού της διαιτησίας, οδήγησε μέσα στο 2011 στην ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο ενισχύοντας τόσο τις επιχειρησιακές, όσο -κυρίως- τις ατομικές συμβάσεις. Ετσι, με δεδομένη τη μείωση της κατανάλωσης και του τζίρου των επιχειρήσεων εξαιτίας της διαρκώς αυξανόμενης ύφεσης, στις περισσότερες επιχειρήσεις οι μισθοί μειώθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους κατά 15% για την πλειονότητα των εργαζομένων χωρίς να συνυπολογίζονται, φυσικά, όσοι απολύθηκαν, καθώς και όσοι έχασαν έως και το 50% -ή και περισσότερο- των αποδοχών τους επειδή με μονομερή εργοδοτική απόφαση εξαναγκάστηκαν σε μερική ή εκ περιτροπής εργασία (σε τετράωρη δηλαδή ημερησίως ή, αντίστοιχα, σε εργασία 3 ή 4 ημερών την εβδομάδα, αντί 5 ή 6 που ισχύει για πλήρη απασχόληση).
Πλέον, με το Μνημόνιο ΙΙ οριστικοποιείται το τέλος εποχής των κλαδικών και η έναρξη μιας νέας, μακρόχρονης περιόδου για τους μισθωτούς κατά τη διάρκεια της οποίας (τουλάχιστον μέχρις ότου η Ελλάδα «βγει» ξανά στις αγορές, δηλαδή μετά το 2020) οι αμοιβές τους θα διαμορφώνονται «αλα καρτ» και, όπως όλα δείχνουν, μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο θα έχουν μειωθεί σε επίπεδο ονομαστικών τιμών (!) έως και 50% -σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, ακόμη περισσότερο- σε σχέση με τα επικρατούντα μέχρι και το 2010 δεδομένα. Στο αποτέλεσμα αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια το γεγονός ότι μπαίνει τέλος στο θεσμό της μετενέργειας και μειώνονται κατά 22% οι κατώτατες αμοιβές της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Μνημόνιο ΙΙ, έπειτα από 3 μήνες όσοι εργαζόμενοι (περίπου 1,9 εκατ. άτομα) είχαν προσληφθεί σε μια επιχείρηση τη στιγμή που ήταν σε ισχύ η κλαδική τους σύμβαση θα σταματήσουν να διέπονται από τους όρους της, εφόσον αυτή έχει καταγγελθεί και παύσει να ισχύει εδώ και 12 μήνες. Ετσι, σε πρώτη φάση ο μισθός τους θα δύναται μονομερώς να περιοριστεί στον βασικό και σε μόλις 4 -από το σύνολο περίπου 60 που ίσχυαν στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας- επιδόματα (θέσης ευθύνης, τέκνου, επικινδυνότητας και εκπαίδευσης) και, στη συνέχεια, με τη σύναψη επιχειρησιακής ή ατομικής συμφωνίας θα μπορούν να «πέσουν» στα νέα, μειωμένα κατά 22%, μισθολογικά επίπεδα της ΕΓΣΣΕ. Το ίδιο θα ισχύσει έπειτα από ένα χρόνο για όσους έχουν υπογράψει συλλογικές συμβάσεις οι οποίες είναι σε ισχύ (υπολογίζεται ότι στην κατηγορία αυτή είναι λιγότερες από 4 κλαδικές και περίπου 70 επιχειρησιακές).
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η κατανάλωση και κατ’ επέκταση ο τζίρος των επιχειρήσεων θα μειωθεί περαιτέρω λόγω της αυξανόμενης ύφεσης, η εξέλιξη αυτή μοιάζει αναπόφευκτη ακόμη και για εργοδότες οι οποίοι επιθυμούν να μη λειτουργήσουν καιροσκοπικά… Μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες, ένας εργαζόμενος ο οποίος μέχρι σήμερα λαμβάνει, για παράδειγμα, 1.600 ευρώ το μήνα μικτά, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το -πιθανότερο όσο κανένα άλλο- ενδεχόμενο να δει τις απολαβές του να μειώνονται στα 808 ευρώ το μήνα μικτά, μέσω μιας νέας ατομικής σύμβασης, την οποία, εάν δεν αποδεχτεί, θα απολύεται με περιορισμένες δυνατότητες δικαίωσης μέσω της δικαστικής οδού.
Νάσος Χατζητσάκος στον «Τύπο της Κυριακής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου