Η κρίση της ευρωζώνης έχει προκαλέσει διαιρέσεις εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας, και συγκεκριμένα η Ελλάδα έχει βρεθεί στο στόχαστρο της κριτικής.
Ζούσε η Ελλάδα πέραν των δυνατοτήτων της;
Είναι οι Έλληνες τεμπέληδες;
Εδώ είναι που έρχονται τα στατιστικά στοιχεία, και λένε μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Η Ελλάδα κινδυνεύει με χρεοκοπία, αλλά σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, αυτό δεν οφείλεται στην τεμπελιά των κατοίκων της.
Αν δούμε τον μέσο ετήσιο όρο ωρών εργασίας, οι Έλληνες δείχνουν ιδιαίτερα εργατικοί.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ότι ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος δουλεύει 2.017 ώρες το χρόνο, πολύ περισσότερο δηλαδή από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Στο σύνολο των 34 χωρών μελών του ΟΟΣΑ, οι Έλληνες είναι οι τρίτοι σκληρότερα εργαζόμενοι, με πρώτους τους Νοτιοκορεάτες.
Από την άλλη, ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος, που αποτελεί υπόδειγμα εργατικότητας, δουλεύει μόλις 1.408 ώρες τον χρόνο!
Η Γερμανία είναι 33η από τα συνολικά 34 κράτη στη λίστα του ΟΟΣΑ, ή 24η από τα 25 ευρωπαϊκά κράτη της λίστας.
Η μόνη άλλη χώρα όπου οι κάτοικοί της εργάζονται λιγότερο, είναι η Ολλανδία, με μέσο όρο τις 1.377 ώρες τον χρόνο!
Συνεπώς, ο μέσος Έλληνας εργάζεται 40% περισσότερο από τον μέσο Γερμανό.
Υπάρχουν όμως και κάποια πιο κρυφά νοήματα πίσω από αυτά τα στατιστικά στοιχεία. Υπάρχουν δυο βασικοί λόγοι για την μεγάλη αυτή διαφορά εργασιακών ωρών μεταξύ των δυο χωρών.
Σύμφωνα με τον στατιστικολόγο της εργασιακής αγοράς του ΟΟΣΑ Pascal Marianna, «η ελληνική αγορά εργασίας συμπεριλαμβάνει πολύ μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων, όπως είναι οι γεωργοί και οι καταστηματάρχες, κάτι που σημαίνει ότι αυτοί εργάζονται περισσότερες ώρες. Οι αυτοαπασχολούμενοι γενικά τείνουν να εργάζονται περισσότερο από αυτούς που έχουν συγκεκριμένο ωράριο βάσει της εργασιακής τους κατάστασης».
Ένας άλλος λόγος, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι και η διαφορά στον αριθμό των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης, μεταξύ των δυο χωρών.
«Στη Γερμανία, η μερική απασχόληση είναι πολύ διαδεδομένη, περίπου μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας…», λέει. Και επειδή τα ετήσια στατιστικά στοιχεία αφορούν όλους τους απασχολούμενους, το μεγάλο ποσοστό αυτών που δουλεύουν με μερική απασχόληση στη Γερμανία, κατεβάζει τον γενικό μέσο όρο. Στην Ελλάδα, η μερική απασχόληση είναι σαφώς μικρότερη.
Έτσι, επειδή οι δυο αγορές εργασίας είναι διαφορετικές στη δομή τους, η όποια σύγκριση μεταξύ τους είναι και δύσκολη.
Αν ληφθούν υπόψη όλες αυτές οι παράμετροι, αφαιρώντας από τους υπολογισμούς τους μερικώς απασχολούμενους, αλλά και τους αυτοαπασχολούμενους, και μετρηθούν μόνο οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, τότε και πάλι αυτό που προκύπτει είναι ότι οι Έλληνες εργάζονται περίπου 10% περισσότερο από τους Γερμανούς.
Αυτό οφείλεται στο ότι οι Γερμανοί εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερες κανονικές άδειες, αναρρωτικές άδειες, άδειες μητρότητας, κλπ, κατά μέσο όρο τέσσερις εβδομάδες περισσότερες από τους Έλληνες.
Τα στοιχεία αυτά αφορούν στους έχοντες εργασία. Όμως, μόλις το 60% του πληθυσμού της Ελλάδας που είναι σε ηλικία για να εργαστεί, εργάζεται. Το αντίστοιχο γερμανικό ποσοστό είναι 72%.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αν εξετάζαμε τον μέσο όρο των ωρών εργασίας όλων όσων είναι σε κατάλληλη ηλικία, διαιρώντας τον συνολικό αριθμό ωρών δια του πληθυσμού, τότε η Γερμανία θα περνούσε μπροστά.
Και όμως, όχι. Η Ελλάδα πάλι νικάει την Γερμανία.
Τότε, αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί χρειάζεται διάσωση η Ελλάδα, και όχι η Γερμανία;
Πρόκειται για ένα σύνθετο ερώτημα, το οποίο μπορεί να απαντηθεί εν μέρει, με κάποιους διαφορετικούς υπολογισμούς.
Παίρνουμε το ΑΕΠ μιας χώρας, και το διαιρούμε με τον αριθμό όλων των εργαζομένων σ αυτήν. Τότε, φαίνεται ότι ο μέσος Γερμανός είναι πιο παραγωγικός από τον μέσο Έλληνα.
Με αυτά τα δεδομένα, η Γερμανία είναι η 8η πιο παραγωγική χώρα (ανά εργαζόμενο) σε όλα τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ, και 7η στην Ευρώπη. Η δε Ελλάδα τερματίζει 24η. Σύμφωνα με τον Marianna, αυτό οφείλεται στον αποτελεσματικό παραγωγικό τομέα της Γερμανίας.
Ακόμη και αν το ποσοστό των απασχολουμένων στον γεωργικό τομέα της Γερμανίας είναι μικρό, ο τομέας αυτός είναι και πάλι πολύ πιο αποδοτικός, κυρίως εξαιτίας της ευρύτερης διάδοσης της τεχνολογίας.
Εν κατακλείδι όμως, ο Marianna προειδοποιεί ότι όλα αυτά τα στατιστικά στοιχεία θα πρέπει να εξετάζονται με επιφύλαξη, λαμβάνοντας υπόψη ότι συλλέγονται από τις στατιστικές αρχές του κάθε κράτους, με την κάθε μια από αυτές να χρησιμοποιεί δική της μέθοδο συλλογής, και επεξεργασίας των πληροφοριών.
BBC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου