Μετά τους μισθούς, τις συντάξεις, τα ακίνητα και οτιδήποτε κινείται, η κυβέρνηση ετοιμάζεται τώρα να βάλει χέρι και στις καταθέσεις που αποτελούν το τελευταίο αποκούμπι των χειμαζόμενων από την οικονομική κρίση φορολογουμένων. Στο υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζονται σενάρια που προβλέπουν την αύξηση της φορολόγησης των καταθέσεων, είτε με αύξηση του σχετικού συντελεστή αυτοτελούς φορολόγησης είτε με προσθήκη του εισοδήματος από τόκους στη φορολογική κλίμακα.
Η αύξηση της φορολόγησης του εισοδήματος από «κεφάλαιο» (ακίνητα, καταθέσεις, κινητές επενδύσεις κ.λπ.) αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της εισπρακτικής πολιτικής για τα επόμενα
χρόνια. Μάλιστα, στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο, που συνοδεύει την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ως πηγή πρόσθετων εσόδων για τη διετία 2013-2014 την εξίσωση της φορολόγησης του εισοδήματος από «κεφάλαιο».
Πληροφορίες από το υπουργείο αναφέρουν ότι εξετάζονται δύο σενάρια αναφορικά με τη φορολόγηση των καταθέσεων.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει την αύξηση του υφιστάμενου συντελεστή φορολόγησης των τόκων από τις καταθέσεις. Ο συντελεστής σήμερα είναι 10% και εξετάζεται η αύξησή του στο 15%. Μάλιστα, η αύξηση αυτή εξετάζεται να συνοδευτεί και από θέσπιση αυτοτελούς φορολόγησης με τον ίδιο συντελεστή και στα εισοδήματα από την άλλη μεγάλη μορφή «κεφαλαίου», τα ακίνητα.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει τη φορολόγηση των τόκων από τις καταθέσεις με βάση την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος. Εφόσον επιλεγεί τελικά αυτός ο τρόπος φορολόγησης, οι τόκοι των καταθέσεων θα φορολογούνται με συντελεστή που θα φτάνει ακόμη και το 45% (για όσους έχουν εισόδημα ύψους άνω των 100.000 ευρώ). Εφόσον επιλεγεί αυτή η λύση, όπως είναι και το πιθανότερο, τότε θα συνεχίσει να γίνεται η παρακράτηση του φόρου των τόκων από τις τράπεζες και στη συνέχεια ο φορολογούμενος θα λαμβάνει μια βεβαίωση από την τράπεζα την οποία θα υποβάλει στην Εφορία μαζί με τη φορολογική του δήλωση. Επίσης, θα δηλώνει κανονικά το ποσό των τόκων που εισπράττει και αυτό θα προστίθεται στο συνολικό του εισόδημα. Εφόσον έχει εισόδημα χαμηλότερο των 5.000 ευρώ ετησίως (όσο είναι δηλαδή το αφορολόγητο όριο), ο φόρος των τόκων που του έχει παρακρατηθεί θα επιστρέφεται. Αν έχει εισόδημα έως 12.000 ευρώ, τότε δεν θα έχει καμία διαφορά, αφού ο συντελεστής φορολόγησης στο τμήμα του εισοδήματος από τα 5.000 έως τα 12.000 ευρώ είναι 10%. Αν έχει υψηλότερο εισόδημα, τότε θα πληρώνει επιπλέον φόρο για τους τόκους των καταθέσεών του.
Σπύρος Δημητρέλης
Η αύξηση της φορολόγησης του εισοδήματος από «κεφάλαιο» (ακίνητα, καταθέσεις, κινητές επενδύσεις κ.λπ.) αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της εισπρακτικής πολιτικής για τα επόμενα
χρόνια. Μάλιστα, στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο, που συνοδεύει την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ως πηγή πρόσθετων εσόδων για τη διετία 2013-2014 την εξίσωση της φορολόγησης του εισοδήματος από «κεφάλαιο».
Πληροφορίες από το υπουργείο αναφέρουν ότι εξετάζονται δύο σενάρια αναφορικά με τη φορολόγηση των καταθέσεων.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει την αύξηση του υφιστάμενου συντελεστή φορολόγησης των τόκων από τις καταθέσεις. Ο συντελεστής σήμερα είναι 10% και εξετάζεται η αύξησή του στο 15%. Μάλιστα, η αύξηση αυτή εξετάζεται να συνοδευτεί και από θέσπιση αυτοτελούς φορολόγησης με τον ίδιο συντελεστή και στα εισοδήματα από την άλλη μεγάλη μορφή «κεφαλαίου», τα ακίνητα.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει τη φορολόγηση των τόκων από τις καταθέσεις με βάση την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος. Εφόσον επιλεγεί τελικά αυτός ο τρόπος φορολόγησης, οι τόκοι των καταθέσεων θα φορολογούνται με συντελεστή που θα φτάνει ακόμη και το 45% (για όσους έχουν εισόδημα ύψους άνω των 100.000 ευρώ). Εφόσον επιλεγεί αυτή η λύση, όπως είναι και το πιθανότερο, τότε θα συνεχίσει να γίνεται η παρακράτηση του φόρου των τόκων από τις τράπεζες και στη συνέχεια ο φορολογούμενος θα λαμβάνει μια βεβαίωση από την τράπεζα την οποία θα υποβάλει στην Εφορία μαζί με τη φορολογική του δήλωση. Επίσης, θα δηλώνει κανονικά το ποσό των τόκων που εισπράττει και αυτό θα προστίθεται στο συνολικό του εισόδημα. Εφόσον έχει εισόδημα χαμηλότερο των 5.000 ευρώ ετησίως (όσο είναι δηλαδή το αφορολόγητο όριο), ο φόρος των τόκων που του έχει παρακρατηθεί θα επιστρέφεται. Αν έχει εισόδημα έως 12.000 ευρώ, τότε δεν θα έχει καμία διαφορά, αφού ο συντελεστής φορολόγησης στο τμήμα του εισοδήματος από τα 5.000 έως τα 12.000 ευρώ είναι 10%. Αν έχει υψηλότερο εισόδημα, τότε θα πληρώνει επιπλέον φόρο για τους τόκους των καταθέσεών του.
Σπύρος Δημητρέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου