Επώδυνες επιπτώσεις για ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρίες, Επιμελητήρια αλλά και το σύνολο της πραγματικής οικονομίας
Νέο ντόμινο επώδυνων εξελίξεων για τα ασφαλιστικά ταμεία, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τα Επιμελητήρια, το σύνολο της πραγματικής οικονομίας και το επίπεδο ζωής των Ελλήνων πολιτών θα είναι το πανάκριβο τίμημα του διαφαινόμενου «κουρέματος» του δημόσιου χρέους που κατέχουν οι ιδιώτες επενδυτές (PSI+), ενώ η...
επόμενη μέρα θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το μεγάλο «στοίχημα» της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Μάλιστα, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι θα απαιτηθεί συνέχιση της εσωτερικής υποτίμησης, η οποία θα επιφέρει περαιτέρω πτώση του βιοτικού επιπέδου κατά 30% σε ορίζοντα τριετίας.
Η απομείωση μέρους του δημόσιου χρέους κατά 50% βάσει της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου αφαιρεί μεν όντως ένα βάρος από τις πλάτες των φορολογουμένων, αλλά η πραγματική, καθαρή ελάφρυνση είναι μικρότερη απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ενώ αντιθέτως τα ανταλλάγματα είναι πολύ μεγάλα, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει ο «ΤτΚ» εδώ και μήνες: ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σημαντικής στήριξης των ασφαλιστικών ταμείων, ακόμα σκληρότερη λιτότητα και έλλειψη ρευστότητας στην αγορά.
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η συμφωνία του περασμένου Οκτωβρίου, μελέτη που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) εκτιμούσε ότι από τη διαγραφή περίπου 103 δισ. ευρώ χρέους στο πλαίσιο ενός «κουρέματος» της τάξεως του 50%, το καθαρό όφελος -δηλαδή, το ποσό που θα εξοικονομείτο μετά την αφαίρεση των χρημάτων για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ.- θα έφθανε μόλις τα 43,6 δισ. ευρώ (περίπου 20% του ΑΕΠ). Την ίδια περίοδο, ο σημερινός πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος (με την ιδιότητα του συμβούλου του Γιώργου Παπανδρέου, τότε) τόνιζε σε άρθρο του στις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Financial Times»: «Μια μη εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι πιθανόν ότι θα οδηγήσει σε περιορισμένα (καθαρά) οικονομικά οφέλη και θα συνεπάγεται σημαντικούς κινδύνους που θα απειλήσουν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις οικονομικές επιδόσεις της ευρωζώνης στο σύνολό της».
Έκτοτε, η άκρως υφεσιακή πολιτική που επιβάλλει η Τρόικα σπρώχνει την ελληνική οικονομία όλο και πιο βαθιά στον γκρεμό και πλέον αποτελεί κοινό τόπο ότι η ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές δεν θα σταθεί αρκετή για να καταστεί μακροπρόθεσμα βιώσιμο το δημόσιο χρέος. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι ιδιώτες ομολογιούχοι υπέστησαν ασφυκτικές πιέσεις, προκειμένου να αποδεχθούν μεγαλύτερες απώλειες. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων κρατικών τίτλων που θα λάβουν περιορίστηκε κοντά στο 3,7%, ενώ οι ζημιές σε όρους καθαρής παρούσης αξίας (NPV) κινούνται στην περιοχή του 70% ή λίγο υψηλότερα, αλλά θα περιοριστούν αν η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια ξεπεράσει τις προβλέψεις και ενεργοποιηθούν έτσι οι ρήτρες ανάπτυξης των νέων ομολόγων.
Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και έπειτα από όλα αυτά, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι προκύπτει «μαύρη τρύπα» 15-20 δισ. ευρώ, η οποία πρέπει να καλυφθεί για να μην ξεπερνά το χρέος το 120% του ΑΕΠ το 2020. Για να κλείσει αυτή η «ψαλίδα», τρεις τρόποι έχουν πέσει στο τραπέζι των σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ των μελών της Τρόικας: (α) «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, (β) «κούρεμα» των ομολόγων των εθνικών κεντρικών τραπεζών, (γ) μείωση του επιτοκίου του πρώτου δανείου προς τη χώρα μας, το οποίο ήταν 4,5%.
Και οι τρεις αυτές λύσεις συνιστούν, όμως, πρόσθετη συνεισφορά του επίσημου τομέα (official sector), κάτι που το Βερολίνο αρνείται πεισματικά μέχρι στιγμής. Αποτέλεσμα αυτής της διελκυστίνδας μεταξύ Γερμανίας-ΔΝΤ είναι η καθυστέρηση στην οριστικοποίηση της συμφωνίας για το PSI+ και, κατά συνέπεια, η παράταση της αγωνίας για τη συνολική έκβαση του ελληνικού ζητήματος.
Λιτότητα, ύφεση και ανεργία για νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Ο «λογαριασμός» του «κουρέματος» κρύβει σημαντικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για το Ελληνικό Δημόσιο, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν αλυσιδωτά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ύστερα από ένα γερό «haircut», μια χώρα μένει εκτός αγορών για τουλάχιστον μία δεκαετία. Χωρίς δυνατότητα δανεισμού από τις αγορές και με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ να χρηματοδοτούν μόνο τις υποχρεώσεις της Ελλάδας προς το εξωτερικό, όλες οι δαπάνες στο εσωτερικό (μισθοί, συντάξεις κ.λπ.) θα πρέπει να καλύπτονται αποκλειστικά από τα έσοδα του κράτους. Οσο οι δυνάμεις της χώρας δεν θα επαρκούν για αυτόν το σκοπό, τόσο μισθοί, συντάξεις και λοιπές δαπάνες θα συρρικνώνονται εκ νέου, σηματοδοτώντας ακόμα ένα γύρο βίαιης εσωτερικής υποτίμησης.
Νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βρεθούν έτσι αντιμέτωπα με μέτρα λιτότητας πολλαπλάσια του ελλείμματος που υπήρχε πριν από το «κούρεμα», με ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων που έλαβαν κατά το παρελθόν και πτώση στις τιμές των ακινήτων τους, ενώ το βαρύ πέπλο της ύφεσης και της ανεργίας θα παραμένει πάνω από τη χώρα.
Πέραν όλων αυτών, τις άμεσες επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους κινδυνεύουν να υποστούν όσοι πολίτες εναπόθεσαν τις αποταμιεύσεις τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Η Τρόικα πιέζει να μην εξαιρεθούν από το PSI και εκτιμάται ότι στα χέρια μεμονωμένων φυσικών προσώπων βρίσκονται κρατικοί τίτλοι συνολικής αξίας 2-5 δισ. ευρώ. Ενα από τα πιθανά σενάρια είναι να εξαιρεθούν από το «κούρεμα» μόνο τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν ομόλογα αξίας έως 100.000 ευρώ – ποσό που αποτελεί επίσης το όριο εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων. Αλλά εκτός από το χρηματικό αυτό όριο, ενδέχεται να τεθούν και πρόσθετα κριτήρια που θα σχετίζονται με τον τρόπο απόκτησης των ομολόγων (δηλαδή, ανάλογα με το αν αγοράστηκαν στην πρωτογενή αγορά ως αποταμίευση-επένδυση ή στη δευτερογενή ως επένδυση-κερδοσκοπία). Εξάλλου, δεν αποκλείεται να «κουρευτούν» αρχικά ακόμα και τα ομόλογα κάτω των 100.000 ευρώ και οι απώλειες να καταβληθούν στους κατόχους τους εκ των υστέρων, όπως συμβαίνει με τα λάθη στο χαράτσι μέσω της ΔΕΗ.
Μάριος Ροζάκος στον “Τύπο της Κυριακής”
Νέο ντόμινο επώδυνων εξελίξεων για τα ασφαλιστικά ταμεία, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τα Επιμελητήρια, το σύνολο της πραγματικής οικονομίας και το επίπεδο ζωής των Ελλήνων πολιτών θα είναι το πανάκριβο τίμημα του διαφαινόμενου «κουρέματος» του δημόσιου χρέους που κατέχουν οι ιδιώτες επενδυτές (PSI+), ενώ η...
επόμενη μέρα θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το μεγάλο «στοίχημα» της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Μάλιστα, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι θα απαιτηθεί συνέχιση της εσωτερικής υποτίμησης, η οποία θα επιφέρει περαιτέρω πτώση του βιοτικού επιπέδου κατά 30% σε ορίζοντα τριετίας.
Η απομείωση μέρους του δημόσιου χρέους κατά 50% βάσει της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου αφαιρεί μεν όντως ένα βάρος από τις πλάτες των φορολογουμένων, αλλά η πραγματική, καθαρή ελάφρυνση είναι μικρότερη απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ενώ αντιθέτως τα ανταλλάγματα είναι πολύ μεγάλα, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει ο «ΤτΚ» εδώ και μήνες: ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σημαντικής στήριξης των ασφαλιστικών ταμείων, ακόμα σκληρότερη λιτότητα και έλλειψη ρευστότητας στην αγορά.
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η συμφωνία του περασμένου Οκτωβρίου, μελέτη που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) εκτιμούσε ότι από τη διαγραφή περίπου 103 δισ. ευρώ χρέους στο πλαίσιο ενός «κουρέματος» της τάξεως του 50%, το καθαρό όφελος -δηλαδή, το ποσό που θα εξοικονομείτο μετά την αφαίρεση των χρημάτων για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ.- θα έφθανε μόλις τα 43,6 δισ. ευρώ (περίπου 20% του ΑΕΠ). Την ίδια περίοδο, ο σημερινός πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος (με την ιδιότητα του συμβούλου του Γιώργου Παπανδρέου, τότε) τόνιζε σε άρθρο του στις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Financial Times»: «Μια μη εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι πιθανόν ότι θα οδηγήσει σε περιορισμένα (καθαρά) οικονομικά οφέλη και θα συνεπάγεται σημαντικούς κινδύνους που θα απειλήσουν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις οικονομικές επιδόσεις της ευρωζώνης στο σύνολό της».
Έκτοτε, η άκρως υφεσιακή πολιτική που επιβάλλει η Τρόικα σπρώχνει την ελληνική οικονομία όλο και πιο βαθιά στον γκρεμό και πλέον αποτελεί κοινό τόπο ότι η ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές δεν θα σταθεί αρκετή για να καταστεί μακροπρόθεσμα βιώσιμο το δημόσιο χρέος. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι ιδιώτες ομολογιούχοι υπέστησαν ασφυκτικές πιέσεις, προκειμένου να αποδεχθούν μεγαλύτερες απώλειες. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων κρατικών τίτλων που θα λάβουν περιορίστηκε κοντά στο 3,7%, ενώ οι ζημιές σε όρους καθαρής παρούσης αξίας (NPV) κινούνται στην περιοχή του 70% ή λίγο υψηλότερα, αλλά θα περιοριστούν αν η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια ξεπεράσει τις προβλέψεις και ενεργοποιηθούν έτσι οι ρήτρες ανάπτυξης των νέων ομολόγων.
Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και έπειτα από όλα αυτά, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι προκύπτει «μαύρη τρύπα» 15-20 δισ. ευρώ, η οποία πρέπει να καλυφθεί για να μην ξεπερνά το χρέος το 120% του ΑΕΠ το 2020. Για να κλείσει αυτή η «ψαλίδα», τρεις τρόποι έχουν πέσει στο τραπέζι των σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ των μελών της Τρόικας: (α) «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, (β) «κούρεμα» των ομολόγων των εθνικών κεντρικών τραπεζών, (γ) μείωση του επιτοκίου του πρώτου δανείου προς τη χώρα μας, το οποίο ήταν 4,5%.
Και οι τρεις αυτές λύσεις συνιστούν, όμως, πρόσθετη συνεισφορά του επίσημου τομέα (official sector), κάτι που το Βερολίνο αρνείται πεισματικά μέχρι στιγμής. Αποτέλεσμα αυτής της διελκυστίνδας μεταξύ Γερμανίας-ΔΝΤ είναι η καθυστέρηση στην οριστικοποίηση της συμφωνίας για το PSI+ και, κατά συνέπεια, η παράταση της αγωνίας για τη συνολική έκβαση του ελληνικού ζητήματος.
Λιτότητα, ύφεση και ανεργία για νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Ο «λογαριασμός» του «κουρέματος» κρύβει σημαντικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για το Ελληνικό Δημόσιο, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν αλυσιδωτά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ύστερα από ένα γερό «haircut», μια χώρα μένει εκτός αγορών για τουλάχιστον μία δεκαετία. Χωρίς δυνατότητα δανεισμού από τις αγορές και με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ να χρηματοδοτούν μόνο τις υποχρεώσεις της Ελλάδας προς το εξωτερικό, όλες οι δαπάνες στο εσωτερικό (μισθοί, συντάξεις κ.λπ.) θα πρέπει να καλύπτονται αποκλειστικά από τα έσοδα του κράτους. Οσο οι δυνάμεις της χώρας δεν θα επαρκούν για αυτόν το σκοπό, τόσο μισθοί, συντάξεις και λοιπές δαπάνες θα συρρικνώνονται εκ νέου, σηματοδοτώντας ακόμα ένα γύρο βίαιης εσωτερικής υποτίμησης.
Νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βρεθούν έτσι αντιμέτωπα με μέτρα λιτότητας πολλαπλάσια του ελλείμματος που υπήρχε πριν από το «κούρεμα», με ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων που έλαβαν κατά το παρελθόν και πτώση στις τιμές των ακινήτων τους, ενώ το βαρύ πέπλο της ύφεσης και της ανεργίας θα παραμένει πάνω από τη χώρα.
Πέραν όλων αυτών, τις άμεσες επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους κινδυνεύουν να υποστούν όσοι πολίτες εναπόθεσαν τις αποταμιεύσεις τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Η Τρόικα πιέζει να μην εξαιρεθούν από το PSI και εκτιμάται ότι στα χέρια μεμονωμένων φυσικών προσώπων βρίσκονται κρατικοί τίτλοι συνολικής αξίας 2-5 δισ. ευρώ. Ενα από τα πιθανά σενάρια είναι να εξαιρεθούν από το «κούρεμα» μόνο τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν ομόλογα αξίας έως 100.000 ευρώ – ποσό που αποτελεί επίσης το όριο εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων. Αλλά εκτός από το χρηματικό αυτό όριο, ενδέχεται να τεθούν και πρόσθετα κριτήρια που θα σχετίζονται με τον τρόπο απόκτησης των ομολόγων (δηλαδή, ανάλογα με το αν αγοράστηκαν στην πρωτογενή αγορά ως αποταμίευση-επένδυση ή στη δευτερογενή ως επένδυση-κερδοσκοπία). Εξάλλου, δεν αποκλείεται να «κουρευτούν» αρχικά ακόμα και τα ομόλογα κάτω των 100.000 ευρώ και οι απώλειες να καταβληθούν στους κατόχους τους εκ των υστέρων, όπως συμβαίνει με τα λάθη στο χαράτσι μέσω της ΔΕΗ.
Μάριος Ροζάκος στον “Τύπο της Κυριακής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου