Βρισκόμαστε στα 1687, στην Αθήνα. Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. Οι Βενετσιάνοι τριγυρίζουν σαν τ’ αγρίμια στη χώρα. Οι Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι στα σπίτια τους.
Σβηστό ήταν το καντήλι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, κοντά στην Αθήνα. Κανείς δεν πηγαίνει ναπροσκυνήσει... Μα, να, κάτω από της όμορφης εκκλησιάς το δρόμο κάποιος προβάλλει... Πάει κατά την εκκλησιά, στέκεται, γονατίζει σε έναν τάφο εμπρός και φιλεί το μάρμαρό του.
Άμοιρε Αθηναίε, χορτάριασε του γονιού σου ο τάφος!
Ξάφνου από τα Τουρκοβούνια, κάποιος άλλος προβάλλει. Η αγριεμένη όψη τον φαίνεται πιο άγρια μέσα στο σκοτάδι. Μα όσο πλησιάζει στην εκκλησιά κοντά, τόσο ημερώνει.
Γιατί κιτρίνισες και τρέμεις σαν κορίτσι, άγριε Γενίτσαρε;
Σε λίγο βλέπει ένα μαύρο πράμα να στέκεται από το κάτω μέρος. Βαθύ σκοτάδι και δε διακρίνει τι να είναι. Μα σε μια ξαφνική αστραπή βλέπει πως ήταν άνθρωπος. Ήταν Βενετσιάνος!
Ο Γενίτσαρος έγινε πάλι Γενίτσαρος, βγάζει το χατζάρι και χύνεται καταπάνω του. Μα κι ο Βενετσιάνος δε χωρατεύει. Σκουντιούνται σαν τ’ αγρίμια και με τα πολλά έρχονται κοντά στον τάφο. Πετιέται ο Αθηναίος με το σπαθί στο χέρι και βρίσκεται μπροστά τους. Τραβηχτείτε από δω! Δε θ’ αφήσω να χυθεί αίμα ανθρώπινο στου πατέρα μου, του γέρο – Χωραφά τον τάφο! Γιατί μια φωνή από δυο στόματα ακούγεται: «Αδερφέ μου!;»
Ποιος το ’λπιζε, ο πρώτος, που μικρό παιδί τον πήραν οι Γενίτσαροι, ο δεύτερος, που παιδάκι τον ξαγόρασαν οι Βενετσιάνοι, και ο μικρός, που τάχα στάθηκε πιο τυχερός, να σμίξουν, και σαν εχθροί, στου πατέρα τους τον τάφο;
Δ. Καμπούρογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου