Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Πόντος

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

Ιδρυτές της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ήταν δύο βυζαντινόπουλα, οι Κομνηνοί Αλέξιος και Δαβίδ. Αυτοί ήταν παιδιά του σεβαστοκράτορα Μανουήλ, γιου του Ανδρόνικου του Α, ο οποίος σκοτώθηκε μαζί με τον πατέρα του κατά την εξέγερση του 1185. Ο Αλέξιος που γεννήθηκε το 1182 και ο Δαβίδ ένα ή δυο χρόνια νωρίτερα, απομακρύνθηκαν από την επαναστατημένη πρωτεύουσα και το 1185 στάλθηκαν στην αυλή της θείας τους, βασίλισσας των Ιβήρων (Γεωργίας) Θάμαρ (1184-1212).
Τον Απρίλιο του 1204, όταν οι Φράγκοι της Δ Σταυροφορίας κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν το βυζαντινό κράτος, οι δύο νεαροί Κομνηνοί, με τη βοήθεια της θείας τους και των Γεωργιανών στρατιωτών, καθώς και τη συνεργασία των Σχολάριων αρχόντων που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και των ντόπιων Πόντιων τιμαριούχων και στρατιωτικών αριστοκρατών, κατέλαβαν την Τραπεζούντα και ίδρυσαν το μεσαιωνικό κράτος του Πόντου. Οι αυτοκράτορες του κράτους αυτού, οι Μεγάλοι Κομνηνοί, όπως ονομάστηκαν από την αρχή ακόμα της βασιλείας τους, αισθάνονταν σαν Ελληνες και συνεχιστές του βυζαντινού κράτους.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι για καιρό είχαν τον τίτλο >. Μόνο αργότερα, ο Μιχαήλ Η’ ο Παλαιολόγος (1261-1282), ανασυσταίνοντας τη βυζαντινή αυτοκρατορία το 1261, ζήτησε από τους αυτοκράτορες της
Τραπεζούντας να σταματήσουν να χρησιμοποιούν την προσηγορία αυτή, που ανήκε αποκλειστικά στους βασιλιάδες της Κωνσταντινούπολης. Τότε, κατά πάσα πιθανότητα, εγκαινιάστηκε από τους Κομνηνούς της Τραπεζούντας ο νέος τίτλος >. Ιβηρία λεγόταν η χώρα των Ιβήρων, η σημερινή Γεωργία, και Περατεία η σημερινή Κριμαία.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και την πολυδιάσπαση της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε μικρά κρατίδια, ανέβηκε για ένα διάστημα στην εξουσία της Αμισού (Σαμψούντας) ένας απόγονος των Γαβράδων, τιμαριωτών του Πόντου, ο Θεόδωρος Γαβράς.
Οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας είχαν για έμβλημά τους το μονοκέφαλο αετό, σε διαστολή με το δικέφαλο της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.

Αλλά και οι τέχνες και οι επιστήμες, και ο πολιτισμός γενικά, άνθησαν στον Πόντο την περίοδο της βασιλείας των Μεγάλων Κομνηνών. Αξιόλογη είναι η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε στις διάφορες πόλεις, και ιδιαίτερα στην Τραπεζούντα, με το χτίσιμο πολλών φρουρίων, εκκλησιών, δημόσιων χτιρίων και ανακτόρων. Οσο για τις επιστήμες, μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασαν η αστρονομία, η φυσική και τα μαθηματικά. Στη σχολή της Τραπεζούντας των θετικών επιστημών σπούδαζαν μαθητές που έρχονταν ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη, όπως και από την Αρμενία. Η ζωγραφική πάλι έφτασε σε μεγάλη ακμή, όπως δείχνουν ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, η οποία αποτελούσε μικρογραφία της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης. Σπουδαίας τέχνης ήταν και οι εικονογραφήσες των ευαγγελίων και των χειρογράφων (δημόσιων, εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών).
Επίσης, αναφέρεται ότι την εποχή των Μεγάλων Κομνηνών χτίστηκαν στον Πόντο 3.000 περίπου χριστιανικές εκκλησίες. Μικροί και μεγάλοι ναοί είχαν ωραίες τοιχογραφίες, αγιογραφίες και διακόσμηση, μωσαϊκά και καλλιτεχνικές μικρογραφίες , που συνέχιζαν αδιάπτωτα τη βυζαντινή παράδοση. Πολλά εικονογραφημένα χειρόγραφα σε εκκλησίες και μοναστήρια είναι σωστά αριστουργήματα, ποντιακής τέχνης, και σώζονται ακόμα και σήμερα στο Αγιο Ορος και σε διάφορα ελληνικά και ξένα μουσεία, ιδιαίτερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και στο Μουσείο Μπενάκη.
Η μικρογραφική τέχνη, ιδιαίτερα στον Πόντο , έφτασε κατά τον 14ο αιώνα σε τέτοια ακμή, ώστε ο ξένος μελετητής Strzygowski να τη συγκρίνει με τη μικρογραφική τέχνη των μαθητών της σχολής του Giotto(Τζιόττο) στην Ιταλία, κα μάλιστα να τη βρίσκει και ανώτερη. Η ακμή τούτη της μικρογραφίας παρουσιάστηκε, όταν όλο το ποντιακό κράτος των Κομνηνών βρισκόταν σε πλήρη άνθηση και το λάμπρυναν όχι μόνο οι επιστήμες αλλά και οι τέχνες, κάθε κατηγορίας, και ο πολιτισμός γενικά. Ανάμεσα στις τέχνες, ξεχωριστή θέση κατείχαν η ψηφιδογραφία, η ζωγραφική των ναών και των ιερών βιβλίων, των ευαγγελίων και των χρυσοβούλων, αλλά και των λαϊκών χειρογράφων, όπως ενός περίφημου που σώθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ευγενιου στην Τραπεζούντα. Σαν σπουδαίο στοιχείο της αγιογραφικής τέχνης στον Πόντο πρέπει να θεωρηθεί και η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, άσχετα αν ο θρύλος τη θεωρεί > ή δημιούργημα του ευαγγελιστή Λουκά.
Τα μοναστήρια του Πόντου, εξάλλου, τον 13ο και 14ο αιώνα ήταν σχολεία σοφίας.
Εκεί καλλιεργούσαν τα μαθηματικά και την αστρονομία, γιατί η Εκκλησία θεωρούσε τις επιστήμες αυτές, πριν ακόμα από την Αναγέννηση στη Δύση, βοηθητικές στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Κληρικοί και κοσμικοί, λοιπόν, διαλεχτά τέκνα του Πόντου, καλλιέργησαν της επιστήμες και διατήρησαν την ελληνική παιδεία, την τέχνη και τον πολιτισμό.
Μεγάλη, λοιπόν, η σημασία του ποντιακού κράτους της Τραπεζούντας για τη διατήρηση και ακτινοβολία της ορθοδοξίας και του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της βορειοανατολικής Μικρασίας. Και τα δύο αυτά εθνικά στοιχεία, προφυλάχτηκαν αρχικά απέναντι στη φράγκικη πλημμυρίδα των Σταυροφόρων και , κατοπινά, απέναντι στη σελτζουκική και τουρκική επέκταση και αφομοίωση.
Ο ιστορικός Joinville, που έγραψε το 1305 την ιστορία του Λουδοβίκου του Αγίου, δίκαια ονομάζει την Τραπεζούντα , ενώ ο βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης , το 15ο αιώνα, αναφέρεται με θαυμασμό στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποκαλώντας την .
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ΑΡΙΘ.2193
Η 19η Μαΐου καθιερώνεται ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδουμε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Ορίζεται η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

Άρθρο 2
Ο χαρακτήρας, το περιεχόμενο, ο φορέας και ο τρόπος οργάνωσης των εκδηλώσεων μνήμης καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών ύστερα από γνώμη των πλέον αναγνωρισμένων Ποντιακών σωματείων.
Άρθρο 3
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα 7 Μαρτίου 1994
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΑΠ. ΑΘ. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα 8 Μαρτίου 1994
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Γ. ΚΟΥΒΕΛΗΣ
Επιτέλους τους ξεριζώσαμε...
(Κεμάλ Ατατούρκ, 13 Αυγούστου 1923)


Η ΕΛΛAΔA TOY ΠONTOY    Mια Ελλάδα σβησμένη βίαια και άδικα απ’ τον παγκόσμιο χάρτη. Μια Ελλάδα που πόνεσε, δάκρυσε, μάτωσε όσο καμιά άλλη. Που ταπεινώθηκε χωρίς να χάσει ποτέ την αξιοπρέπειά της, που υποτάχτηκε παραμένοντας ελεύθερη, που τούρκεψε αλλά δεν έπαψε στιγμή να είναι ελληνική. Κάθε λαός στο ξεδίπλωμα της ιστορίας του στο χρόνο χρεώνεται με μοιραία λάθη. Το δικό μας μεγάλο ιστορικό λάθος υπήρξε ο αφανισμός των Ελλήνων στην Μικρά Ασία. Λάθος που πληρώθηκε και θα πληρώνεται ακριβά όσο τα δάκρυα παραμένουν ακόμη στεγνά και οι μνήμες νωπές στο μυαλό μας. Δεν πρέπει όμως να πέσουμε στην παγίδα να θυμόμαστε τον Πόντο μονάχα σαν μια ανοιχτή πληγή πόνου για την εθνική μας ιστορία.
  Ο Πόντος, πριν καταστραφεί (από τον χάρτη, μα ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ) τόσο βάρβαρα από τους Τούρκους, υπήρξε αστείρευτη πηγή πνεύματος και πολιτισμού. Στάθηκε τόπος όπου οι Ελληνες διέπρεψαν, δημιούργησαν. Η γη του στάθηκε μάνα σπουδαίων ανδρών. Αυτόν τον τόπο της δόξας, της παράδοσης, των γραμμάτων και του Χριστιανισμού έχουμε χρέος να κρατάμε ζωντανό στη μνήμη μας. Τον άλλον Πόντο, του πόνου και του ξεριζωμού, ας τον αφήσουμε κλειδωμένο σε κάποια συρτάρια της ιστορικής μας μνήμης, σαν ένα κακό όνειρο που τάραξε τον ύπνο μας και πέρασε.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ   Σήμερα οι Πόντιοι έχουν ενσωματωθεί λειτουργικά μέσα στην Ελληνική κοινωνία κατέχοντας με αξιοπρέπεια σημαντικές θέσεις σ’ όλους του κλάδους της πνευματικής, επιστημονικής και επαγγελματικής ζωής της χώρας. 1.500.000 περίπου Ελληνες ποντιακής καταγωγής ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Αλλά και άλλες χώρες έχουν δημιουργήσει τον δικό τους μικρόκοσμο και έχουν βρει το λιμάνι μιας νέας πατρίδας. Στην τέως Σοβιετική Ενωση και στις εξορίες της Σιβηρίας ζουν ακόμη 1.000.000 Ελληνες Πόντιοι, 500.000 από τους οποίους διατηρούν με περηφάνεια την Ποντιακή μητρική τους γλώσσα. Αλλο μισό εκατομμύριο Ποντίων βρίσκεται διασπαρμένο σε Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπη και Αφρική. Δίπλα σ’ αυτούς στέκονται με μια αξιοπρέπεια κερδισμένη από τον πόνο, 500.000 Πόντιοι της Τουρκίας, που με χαρακτηριστικό πείσμα διατηρούν σα ζωντανή θύμηση της καταγωγής τους την ποντιακή γλώσσα μέσα στα σπίτια τους.
   Η Ελλάδα είναι μια μάνα που έχει πολλά παιδιά και μια αγκαλιά τεράστια που τα χωράει όλα. Ο Πόντος ήταν και θα είναι πάντα ένα από τα παιδιά της, κι όπως κάθε μάνα η Ελλάδα θα το αγαπά, θα το προστατεύει και θα είναι περήφανη γι' αυτό. Και το ελληνικό αίμα που κυλά στις φλέβες των Ποντίων, σ’ όποια γωνιά του κόσμου αυτού κι αν τους έριξε η προσφυγική μοίρα, γίνεται γέφυρα που τους ενώνει με τη μητέρα τους, γίνεται δύναμη κι ελπίδα.
Ο θρήνος των Ποντίων της Πάφρας Οι Πόντιοι πρόσφυγες θρήνησαν την καταστροφή και την ήττα. Ο παρακάτω θρήνος τραγουδήθηκε από τους Ποντίους της Πάφρας:
Κοίταξε τις πέτρες της Αγκυρας
βλέπε και τα δακρυσμένα μου μάτια.
Μείναμε σκλάβοι των Τούρκων,
για δες της μοίρας τα γραμμένα.
Οι λόφοι της Άγκυρας είναι μονοκόμματοι.
Η Ελλάδα κάηκε, κατακάηκε.
Να τυφλωθείς καταραμένε Άγγλε,
στην Ελλάδα δεν απόμεινε ελπίδα.
Ο στρατός που πήγε για την Άγκυρα,
έμεινε εκεί πεσκέσι στους Τούρκους.
Όσοι μας βοήθαγαν έκαναν πίσω
και τους Έλληνες τους παρέσυρε το κύμα.
  Οι σελίδες που ακολουθούν είναι αφιερωμένες σε όλους τους Ελληνες Πόντιους πατριώτες που έχασαν τη ζωή τους για την Ποντιακή ιδέα και σε όλους αυτούς που αγωνίστηκαν , αλλά και σε αυτούς που αγωνίζονται και στις μέρες μας για τα εθνικά μας ιδεώδη. Η διατήρηση και η διάδοση της Ποντιακής παράδοσης είναι χρέος όλων των Ποντίων.
ΤΣΑΛ , ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΧΝΩ. ΖΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ.
Η γενοκτονία των Ποντίων:
Tο άγνωστο ελληνικό ολοκαύτωμα

Η γενοκτονία των Ποντίων ( 1916 – 1923 ) με 353.000 νεκρούς αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας.
Το Φεβρουάριο του 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923. Η αναγνώριση αυτή, παρόλη την εβδομηκονταετή καθυστέρηση, δικαίωσε ηθικά τον ποντιακό ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο ελληνισμό με την ιστορική του μνήμη. Γιατί η ήττα του 1922, η "νέα τάξη πραγμάτων" που επικράτησε τότε, με την απόλυτη συνενοχή ολόκληρου του ελλαδικού πολιτικού κατεστημένου, περιόρισαν ουσιαστικά όχι μόνο τα γεωγραφικά όρια του ελληνισμού αλλά και τα διανοητικά. Ο περιορισμός των πνευματικών νεοελληνικών οριζόντων είχε άμεση αντανάκλαση στη ελλειματική ιστορική μνήμη των σύγχρονων Ελλήνων.
Τι εννούμε με τον όρο "γενοκτονία" ;
Η γενοκτονία ως όρος διαμορφώθηκε κυρίως στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου. Συγκεκριμένα ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας.
Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις.
Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί. Πως και πότε διαπράχθηκε η γενοκτονία;
Ο ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ( 1461 ) γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του, με αποκορύφωμα τη συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση – γενοκτονία του αιώνα μας.
Επτά χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Τραπεζούντα. Η οθωμανική κατάκτηση του μικρασιατικού Πόντου μπορεί να διαριθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη αρχίζει με την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και λήγει στα μέσα του 17ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι Τούρκοι κρατούν μάλλον ουδέτερη στάση κατά των Ελλήνων του Πόντου. Η δεύτερη αρχίζει στα μέσα του 17ου αιώνα και λήγει με το τέλος του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου. Χαρακτηρίζεται με τη θρησκευτική βία κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιούνται οι ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών. Η τελευταία περίοδος, που τελειώνει το 1922 υποδιαιρείται σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη αρχίζει με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774. Χαρακτηρίζεται από τη συστηματική προσπάθεια των τοπικών αρχών να μην εφαρμόζουν προς όφελος των χριστιανώντους φιλελεύθερους νόμους. H δεύτερη υποπερίοδος αρχίζει το 1908 και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού. Από τους βαλκανικούς πολέμους και από τους επίσημους συμβούλους, των Γερμανών, οι Νεότουρκοι διδάχθηκαν ότι μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και Αρμενίων θα έκαναν πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Οι διάφορες μορφές βίας δεν αρκούσαν για να φέρουν τον εκτουρκισμό.
Η απόφαση για την εξόντωσή τους πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μούσταφα Κεμάλ ( 1919 – 1923 ).
Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο > ιδρύθηκε το 1889. Στο συνέδριο τους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911 πάρθηκε η απόφαση, ότι η Μικρά Ασία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. Η απόφαση αυτή καταδίκασε σε θάνατο διάφορες εθνότητες.
Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να εργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές.
Κατ΄ αρχάς οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας νέα κορίτσια, κακοποιώντας και καίγοντάς τα.
Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου.
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες.
Σύμφωνα με μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915 είναι γραμμένα τα εξής: >
Σκοπός των Τούρκων ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολίσεις των χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.
Το τελικό πλήγμα.
Το 1919 αρχίζει νέος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό.
Στις 19 Μαϊου, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ, εξόντωσε τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας.
Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο.
Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Το τέλος του Πόντου πλησιάζει. Οι φωνές λιγοστεύουν.
Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο υπήρξε το αποτέλεσμα της απόφασης των Τούρκων εθνικιστών για επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων.
Η μοίρα αυτή απετράπη με ένα εξαιρετικά οδυνηρό τρόπο: με τις; γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, Ελλήνων και Αρμενίων, με την υποχρεωτική έξοδο όσων επιβίωσαν και με τη βίαιη τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων, όπως οι Κούρδοι, που συνέχισαν να παραμένουν στην τουρκική, πλέον, επικράτεια.
Οι Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα την παραμονή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1923 είχαν εξοντωθεί 353.000 άτομα. Ακολουθεί μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα. Ενός ανθρώπου που έζησε τη μεγάλη ανθρωποσφαγή.
Ένα χωριό των Κοτυώρων
Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδοσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
"Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν' αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος... Αλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ' αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει... Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι' οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξεσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλοιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ' όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Ετσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι' έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπεδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι' ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την "πατριωτική" του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Η πυρπόληση
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλλες άλλες με τους γέρους γονείς κι' άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον χτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Οταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ' οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρός την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι' όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι' οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι' αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση...
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής... επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν' ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι' απ' έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελλαμένες, έσφιγγαν, αλλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κράυγαζαν "μάνα, μανίτσα!". Οι κοπέλλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι' άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ' αυτιά, φωνές μανιακές και κλάμματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους - χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατήρι τους - πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι' έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι' ακούγονταν μονο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν".
Μαρτυρίες Σοβιετικών
Οι σοβιετικοί υπήρξαν οι βασικοί σύμμαχοι του κεμαλικού εθνικισμού τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του. Πιθανότατα, οι μπολσεβίκοι να αντάλλαξαν με τον τρόπο αυτό την υποστήριξη του παντουρκιστικού κινήματος που δρούσε στη Ρωσία στην Οκτωβριανή τους Επανάσταση.
Οι σοβιετικοί λοιπόν προμήθευσαν τους κεμαλικούς με όπλα, χρήματα, στρατιωτικούς συμβούλους. Η τουρκική αντεπίθεση στο μικρασιατικό μέτωπο κατά τωνελληνικών στρατευμάτων το 1921, οργανώθηκε από τον Μ. Φρούνζε, στρατιωτικό απεσταλμένο των σοβιετικών. Κατά συνέπεια, οι μαρτυρία των αποσταλμένων αυτών έχει ιδιαίτερη αποδεικτική σημασία.
O Φρούνζε, έδωσε μια από τις ελάχιστες μαρτυρίες για τους ηττημένους αντάρτες: "Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Έλληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο... Άλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του... Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου". Ο Φρούνζε περιέγραψε και άλλο ένα περιστατικό. Οταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμάλωτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από τους αιχμαλώτους φώναξε στη σοβιετική αντιπροσωπεία ότι ήταν και αυτοί ένοχοι γιατί ενίσχυαν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το συναίσθημα αυτό των ανταρτών του δυτικού Πόντου ήταν εξαιρετικά έντονο. Ο οπλαρχηγός Κισά Μπατζάκ (Κοντοπόδης) διακύρησσε: "... oι Ρώσοι κομμουνιστές δώσανε όπλα στον Κεμάλ για να χτυπήσει εμάς, του έδωσαν υποστήριξη, απελευθέρωσαν όλους τους Τούρκους στρατιώτες που είχαν συλλάβει αιχμαλώτους όταν μπήκαν στην Τραπεζούντα". Υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές κατέδιδαν τις προσπάθειες προμήθειας οπλισμού των ανταρτών από τη Ρωσία και παρέδιδαν Πόντιους στους Τούρκους.
Ο Φρούνζε έγραφε τα εξής για την πολιτική του Τοπάλ Οσμάν: "...όλη αυτή η πλούσια και πυκνοκατοικημένη περιοχή της Τουρκίας, ερημώθηκε σε απίστευτο βαθμό. Απ' όλο τον ελληνικό πληθυσμό των περιοχών της Σαμψούντας, της Σινώπης και της Αμάσειας απόμειναν μόνο μερικές ανταρτοομάδες που περιπλανιόντουσαν στα βουνά. Εκείνος που έγινε περισσότερο γνωστός για τις θηριωδίες του ήταν ο αρχηγός των Λαζών Οσμάν Αγάς, ο οποίος πέρασε δια πυρός και σιδήρου με την άγρια ορδή του όλη την περιοχή."
Ο Αράλοβ, σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα, ενημερώθηκε στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε. Ο Φρούνζε του είπε ότι είχε δει πλήθος Έλληνες που είχαν σφαγιαστεί, "βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες -γέρους, παιδιά, γυναίκες". Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι επρόκειτο να συναντήσει πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.
Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος: "Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Εχοντας υπ' όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου..." Ο Κεμάλ απάντησε ως εξής στις "επισημάνσεις" του Φρούνζε: "Ξέρω αυτές τις βαρβαρότητες. Είμαι κατά της βαρβαρότητας. Εχω δώσει διαταγές να μεταχειρίζονται τους Έλληνες αιχμαλώτους με καλό τρόπο... Πρέπει να καταλάβετε τον λαό μας. Είναι εξαγριωμένοι. Ποιοί πρέπει να κατηγορηθούν για αυτό; Εκείνοι που θέλουν να ιδρύσουν ένα "Ποντιακό κράτος" στην Τουρκία..."
Ο Φρούνζε στο βιβλίο του "Αναμνήσεις από την Τουρκία" γράφει: "Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγυρίζουν στα βουνά. Το σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων, των γυναικών και των παιδιών εξορίστηκαν σε άλλες περιοχές με πολύ άχημες συνθήκες. Πληροφορήθηκα ότι οι Τσέτες του Οσμάν Αγά (σ.τ.σ. Τοπάλ Οσμάν) έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα. Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. γκρέμισαν όλες τις γέφυρες. Παντού υπήρχαν σημάδια γκρεμίσματος. Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου όσο θα ζω. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σ' ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωταίας κοπέλλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της. Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός άλλου ωραίου κοριτσιού, 7-8 χρονών, με ξανθά μαλιά και γυμνά πόδια. Φορούσε μόνο ένα παλιό πουκάμισο. Απ' ότι καταλάβαμε, το κοριτσάκι καθώς έκλαιγε, έχωσε το πρόσωπό του στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου."
Οι Τούρκοι αρνούνται σήμερα τη σφαγή του 1922 – τη σφαγή των Ελλήνων. Κι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα αποδίδουν στις αναπόφευκτες ακρότητες του πολέμου. Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Η γενοκτονία των Χριστιανών ήταν ένα καλά μελετημένο σχέδιο εξόντωσης όλων των μεινοτήτων της άλλοτε κραταιάς Αυτοκρατορίας. Ένα σχέδιο που άρχισε να εφαρμόζεται από το 1914, με τον πρώτο διωγμό. Και ολοκληρώθηκε μετά την καταστροφή του 1922.

Η στρατηγική σημασία του Πόντου για το Βυζάντιο
Η στρατηγική σημασία του Πόντου ήταν μεγάλη στη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα του Ανατολικού Πόντου. Από τις περιοχές αυτές μπορούσε το ελληνικό κράτος να παρακολουθεί και να ελέγχει τις κινήσεις του κάθε επιδρομέα και , επιπλέον, να του φράζει το δρόμο προς τη Μικρασία. Αποτέλεσμα τούτης της στρατηγικής σημασίας του τόπου ήταν και οι ασταμάτητοι αγώνες ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Περσία, αλλά και τα άλλα ανατολικά, μη χριστιανικά κράτη, για την κατοχή αυτών των εδαφών και την υποταγή των λαών που τα κατοικούσαν. Απ’την άλλη μεριά ο Πόντος, για τους βυζαντινούς , αποτελούσε βάση ανεφοδιασμού και ορμητήριο για τις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Την αναντικατάστατη τούτη στρατηγική σημασία του Πόντου, στον οποίο από τον 5ο αιώνα ακόμα στάθμευε η Legio prima pontica (Πρώτη ποντιακή λεγεώνα), αντιλήφθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Γι’αυτό , με εντολή του ανοικοδομήθηκαν όλα τα παραλιακά ποντιακά φρούρια των πόλεων και, ιδιαίτερα, τα ψηλά και οχυρά τείχη της Τραπεζούντας, όπως και της μικρής τότε γειτονικής πόλης Ριζούντας (Ριζαίου) ανατολικότερα.
Συμβολή στη θωράκιση της αυτοκρατορίας από τα ανατολικά, αποτέλεσε την εποχή τούτη (6ος αιώνας) και η ολοκλήρωση του εξελληνισμού των γηγενών πληθυσμών, με τον εκχριστιανισμό των τελευταίων ειδωλολατρών, της φυλής των Τζάνων. Ετσι το Βυζάντιο κέρδισε μια σκληροτράχηλη φυλή που πλούτισε το στρατιωτικό δυναμικό του κράτους με γενναίους πολεμιστές στα ανατολικά σύνορα.
Την ίδια εποχή η αυτοκρατορία χωρίζεται από τον Ιουστινιανό σε μεγάλες διοικητικές επαρχίες, τα θέματα. Ένα από αυτά , το θέμα της Χαλδίας, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του Πόντου και γίνεται προπύργιο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, ασπίδα και δόρυ για τις βυζαντινές στρατιές, όσες φορές απειλούνταν τα σύνορα του κράτους από τις εχθρικές επιδρομές των Περσών, των Αράβων και , αργότερα , των Τούρκων. Γίνεται ο κυματοθραύστης των αλλεπάλληλων επιθέσεων εναντίον της αυτοκρατορίας.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
 
Οι Ελληνες του Πόντου πριν το Γενικό Πόλεμο του 1914 ανέρχονταν σε 700.000 κατοίκους. Αριθμός που αναγνωρίσθηκε επίσημα από την κυβέρνηση του Κιαμήλ πασσά.
Η στατιστική της Μαύρης Βίβλου, η οποία εκδόθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο του Πόντου στα 1922 αναφέρει:
'οι σφαγέντες και οπωσδήποτε εξολοθρευθέντες Ελληνες του Πόντου από το 1914 μέχρι το 1922 ανέρχονται εις τους εξής αριθμούς:
Περιφέρεια Αμασείας 134.078
Περιφέρεια Ροδοπόλεως 17.479
Περιφέρεια Χαλδείας - Κερασούντας 64.582
Περιφέρεια Νεοκαισαρείας 27.216
Περιφέρεια Τραπεζούντας 38.435
Περιφέρεια Κολωνίας 21.448
Σύνολο 303.238
Μέχρι την Ανοιξη του 1924 το τραγικό μαρτυρολόγιο των Ποντίων περιέλαβε ακόμα 50.000 νεομάρτυρες στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα.
"Η εις ανθώπινον υλικόν απώλειαι των Ποντίων δύναται να υπολογισθεί από του Γενικού πολέμου μέχρι Μαρτίου 1924 εις τριακοσίους πεντήκοντα τρεις χιλιάδες φονευθέντας απαγχονισθέντας και αποθανόντας εκ πείνης, ασθενειών και κακουχιών."
"ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ" Γ. Κ. Βαλαβάνης, σελ. 23 - 24
(σ.σ. Δηλαδή το 50% του πληθυσμού)
Ο ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟ 1918 ΠΟΝΤΟΣ
Ονομασία, έκταση, πληθυσμός.
Πόντος καλείται το παραλιακό τμήμα της Β.Α. Μ.Ασίας, που απλώνεται από την περιοχή της Σινώπης ως το ανατολικό άκρο του Ευξείνου Πόντου (Βατούμ), σε έκταση 71.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων με 2.048.250 κατοίκους την περίοδο εκείνη, από τους οποίους 697.000 ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι.

Λοιπά γεωγραφικά στοιχεία.
α) Βουνά. Σε απόσταση 100 χιλιομέτρων περίπου προς Ν. από την παραλία και σε όλη την έκταση του Πόντου από τα Δ. προς τα Α. εκτείνεται η οροσειρά του Παρυάρδη (Γκιαβούρ νταγ), που χωρίζει τον Πόντο από την υπόλοιπη προς Ν. Μ.Ασία με δύο μόνο κύριες διόδους επικοινωνίας, τη μία από την Αμισό προς τη Σεβάστεια και την ενδοχώρα και την άλλη από την Τραπεζούντα προς την Ερζερούμ και την Ανατολή. Της οροσειράς αυτής κυριότερες διακλαδώσεις από τα Δ. είναι: το βουνό Κεμέρ νταγ (στα Β. της Αμάσειας), Γιλντίζ νταγ (Β. της Σεβάστειας), Καρά νταγ (Β. της Νικοπόλεως), Κεμέρ νταγ (Α. της Αργυρουπόλεως) κλπ.

β) Ποτάμια. Τα κυριότερα ποτάμια που εκβάλλουν όλα στον Εύξεινο Πόντο, από τα Δ. προς τα Α. είναι: ο Άλυς (Κιζίλ Ιρμάκ), ο μεγαλύτερος ποταμός της Μ.Ασίας που χωρίζει τον Πόντο από την Παφλαγονία, και στη συνέχεια ο Ίρις (Γεσίλ Ιρμάκ) που διασχίζει την Αμάσεια και ενώνεται με τον Λύκο ποταμό (Κελκίτ τσάι), ενώ ανατολικότερα έχουμε το Χαρσιώτη και τον Πυξίτη, που εκβάλλουν ο πρώτος κοντά στην Τρίπολη και ο δεύτερος κοντά στην Τραπεζούντα τέλος προς τα σύνορα με τη Ρωσία έχουμε τον Άκαμψη (Τσόρουχ σου) που εκβάλλει κοντά στο Βατούμ.

Δημογραφικά στοιχεία.
α) Πόλεις. Οι κυριότερες πόλεις του Πόντου είναι: η Τραπεζούντα με 50.000 κατοίκους τότε, από τους οποίους 15.000 Έλληνες, η Κερασούντα με 20.000 κατοίκους, από τους οποίους 12.000 Έλληνες, η Τρίπολη με 10.000, από τους οποίους 3.000 Έλληνες, τα Κοτύωρα (Ορντού) με 12.000, από τους οποίους 6.000 Έλληνες, η Αμισός (Σαμψούντα) με 35.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες, η Σινώπη με 15.000, από τους οποίους 4.500 Έλληνες, η Νικόπολη με 1.500 Έλληνες, η Αργυρούπολη με 6.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.500 Έλληνες και η Αμάσεια με 42.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες.

β) Εκκλησιαστική κατάσταση – Εκπαίδευση. Ο Πόντος ήταν χωρισμένος σε 6 μητροπόλεις:
1. τη μητρόπολη Τραπεζούντας με 84 σχολεία, 165 καθηγητές και δασκάλους και 6.800 μαθητές και μαθήτριες,
2. τη μητρόπολη Ροδοπόλεως με 55 σχολεία, 87 καθηγητές και δασκάλους και 3.053 μαθητές και μαθήτριες,
3. τη μητρόπολη Κολωνίας με 88 σχολεία, 94 καθηγητές και δασκάλους και 4.900 μαθητές και μαθήτριες,
4. τη μητρόπολη Χαλδίας – Κερασούντας με 252 σχολεία, 322 καθηγητές και δασκάλους και 24.800 μαθητές και μαθήτριες,
5. τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας με 182 σχολεία, 193 καθηγητές και δασκάλους και 12.800 μαθητές και μαθήτριες και
6. τη μητρόπολη Αμασείας με 376 σχολεία, 386 καθηγητές και δασκάλους και 23.600 μαθητές και μαθήτριες.

γ) Γενικά σε όλο τον Πόντο λειτουργούσαν 1.047 σχολεία με 1.247 καθηγητές και δασκάλους και 75.953 μαθητές και μαθήτριες.
Ανάμεσα στα σχολεία περίφημο ήταν το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, πραγματικός φάρος παιδείας και αγωγής με τεράστια ακτινοβολία, καθώς επίσης και το Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως, το Λύκειο Γουμεράς, το Ημιγυμνάσιο Κερασούντας, το Γυμνάσιο Αμισού κλπ.
Σε σύνολο επίσης 1.131 ναών, 22 μοναστηριών, 1.647 παρεκκλησίων και 1.459 κληρικών της εποχής αυτής περίφημα ήταν για τη διατήρηση και καλλιέργεια του θρησκευτικού φρονήματος και της παιδείας συνάμα τα μοναστήρια Παναγίας Σουμελά, Παναγίας Γουμερά, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος κλπ.

Ιστορικά στοιχεία.
Άν και η ιστορία του Πόντου χάνεται στα βάθη των αιώνων με την Αργοναυτική εκστρατεία και τις πρώτες εγκαταστάσεις των Ελλήνων στα μέρη αυτά ευθύς αμέσως μετά τον Τρωϊκό πόλεμο (1100 π.Χ.), η καθαυτό ιστορία του διαφαίνεται από τις αρχές του Η’ π.Χ. αιώνα με την ίδρυση της Σινώπης από Μιλήσιους αποίκους το 785 π.Χ. και αργότερα των άλλων πόλεων: Τραπεζούντας (756 π.Χ.), Κερασούντας (700 π.Χ.), Αμισού (Σαμψούντας 600 π.Χ.), Κοτυώρων (Ορντού), Τριπόλεως κλπ. Σε όλη τη μακρόχρονη διάρκεια της ζωής του (1100 π.Χ. –1922 μ.Χ.), ένα διάστημα 3.000 χρόνων, ο Πόντος υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα τμήματα του ελληνικού έθνους, στο οποίο ο ελληνισμός της περιοχής αυτής τόσο στα χρόνια της αρχαιότητας και του Μ. Αλεξάνδρου όσο και της ρωμαιοκρατίας και του Βυζαντίου και αυτής της τουρκοκρατίας (1461–1922) δεν έπαυσε να διατηρεί αλώβητη την εθνική του συνείδηση και ακμαίο και υπερήφανο το εθνικό του φρόνημα με ακλόνητη την πίστη στις ακατάλυτες προγονικές του παραδόσεις.Μετά την λήξη του α’ παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) και τη διακήρυξη των νικητών συμμάχων της ΕΝΤΕΝΤΕ για αυτοδιάθεση των λαών, εξέχοντες Πόντιοι (Κ.Κωνσταντινίδης κλπ) συνέλαβαν την ιδέα της δημιουργίας Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, σχεδιάζοντας και χάρτη του «διεκδικούμενου Πόντου», για διευκόλυνση των συμμάχων. Δυστυχώς, το όνειρο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας κυρίως της αντιδράσεως των Μεγάλων Δυνάμεων.

Διωγμοί-Γενοκτονία.
Από την έκρηξη του α’ παγκοσμίου πολέμου (1914) ως την μικρασιατική καταστροφή (1922), οι Νεότουρκοι με τα σκληρά μέτρα που έλαβαν εναντίον των Ελλήνων του Πόντου με τη μέθοδο των εξοριών, βιασμών, σφαγών, εξανδραποδισμών και απαγχονισμών (κατά τον Πανάρετο Τοπαλίδη) εξόντωσαν:
α. κατά την περίοδο 1914-1918………….170.576 Ποντίους
β. κατά την περίοδο 1918-1922………….119.122 Ποντίους
δηλαδή συνολικά………………………..…289.698 Ποντίους
ποσοστό δηλαδή 41,56% σε σύνολο 697.000 Ελλήνων κατοίκων, ενώ κατά τον Γ.Βαλαβάνη οι απώλειες των Ποντίων σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων στην Αθήνα ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922, και 353.000 ως το Μάρτιο του 1924, ποσοστό που ξεπερνάει το 50% του ολικού πληθυσμού των Ελλήνων του Πόντου.
Σημαντικές χρονολογίες

1914. Οι Τούρκοι οργανώνουν φοβερούς διωγμούς ενάντίων των Ελλήνων της Μ. Ασίας.
1915. Ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Ποντιακό Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Ενώ μένεται ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή 1.500.000 Αρμενίων, ενώ αρχίζουν οι πρώτες βιοπραγίες εναντίον του ποντιακού στοιχείου.

1916. Το Δεκέμβριο εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εκτοπισμού και εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που προέβλεπε: "Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης". Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Μόνο η περιοχή τηςΤραπεζούντας είχε γλιτώσει από τη μανία των Τούρκων, διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από το ρωσικό στρατό. Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη το Φεβρουάριο του 1918, ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε το ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και των παραλίων της Γεωργίας.

1920. Οι Πόντιοι πίστευαν ότι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θα έφερνε και οριστικό τέρμα στα δεινά τους, αλλά διαψεύσθησαν. Οι εκκλήσεις τους για να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος δεν εισακούστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπισή του από τις τουρκικές επιδρομές. Σε αντάλλαγμα πρότεινε να προχωρήσουν οι Πόντιοι στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας με τους Αρμένιους, και πράγματι ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 1920 συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Όμως το Νοέμβριο του ιδίου έτους ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ με αποτέλεσμα να συνθηκολογήσουν οι Αρμένιοι και να μείνουν οι Πόντιοι μόνοι τους. Από τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1914-1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι.
1922. Τον Οκτώβριο με μεσολάβηση των συμμαχικών δυνάμεων η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν οι Έλληνες του Πόντου στην Ελλάδα. Το πρώτο καράβι με πρόσφυγες ξεκίνησε από τη Σαμψούντα το Νοέμβριο του 1922 για την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και σε όλη τη διάρκεια του 1923.
1924. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου περιελήφθησαν στη ελληνοτουρκική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Όσοι άνδρες επέζησαν από εκείνους που είχαν συλληφθεί τα προηγούμενα χρόνια και υπηρετούσαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) πέρασαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας είτε μέσω Συρίας.
Από τους 1.220.000 πρόσφυγες, που δέχθηκε η Ελλάδα στη δεκαετία του 1920, δεν είναι σίγουρο το ποσοστό των Ποντίων. Τα ποντιακά σωματεία υπολογίζουν ότι περίπου 400.000 Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, εντασσόμενοι στην ελληνική κοινωνία.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα μετακίνηση Ποντίων προς την Ελλάδα. Οι Πόντιοι της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, λόγω της έξαρσης του εθνικισμού και της οικονομικής δυσπραγίας εγκαταλείπουν τις εστίες τους και έρχονται να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα, κυρίως στις παρυφές των αστικών κέντρων και στις αγροτικές περιοχές της Θράκης.
ΕΘΙΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΕΘΙΜΑ ΣΑΝΤΑΣ

Σουμάδεμαν (αρραβώνας)
Αφού έδιναν το λόγο τους και ώριζαν την ημέρα του αρραβώνα συνήθως Σαββατόβραδο, το μέρος του γαμπρού με όργανα, λύρα, ταούλ (νταούλι), ζουρνάν, αγγείον (γκάιντα), πήγαινε στο σπίτι του κοριτσιού όπου γινόταν ο αρραβώνας . Πρώτα μιλούσαν σχετικά με το > , ύστερα πρόσφεραν τα σουμάδαι, πρώτα δώρα, δηλ. δαχτυλίδι, τσίτι, φοτοδέμια και κατόπιν χόρευαν.
Στα τελευταία χρόνια προσκαλούσαν τον νέον και την νέαν που ήταν να αρραβωνιαστούν και τους έβαζαν να χορέψουν μαζί. Τότε καθένας από τους συγγενείς του νέου έπρεπε να χορέψει με την νέα και αντιστρόφως. Οι δε οργανοπαίκτες κάθε φορά που χόρευε κάποιος με τον ένα ή με την άλλη γονάτιζαν και , δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσουν κάτι. Τότε ο χορευτής αναλόγως της οικονομικής κατάστασής του και της διάθεσής του, χάριζε από 100 παράδες ως ένα ρούβλι και ένα μετζίτι.
Οι πτωχοί για λόγους οικονομίας δεν έκαναν επίσημα αρραβώνα, .
Είχαν την συνήθεια να αρραβωνιάζονται πολύ νωρίς, μερικές μάλιστα γυναίκες όταν ήταν έγκυες, υποσχόταν ότι αν η μια γεννήσει αγόρι και η άλλη κορίτσι , θα γινόντουσαν συμπέθεροι. Και αυτό ήταν το μόνον σουμάδ. Με αυτόν τον τρόπο οι αρραβωνιασμένοι έμεναν αρραβωνιασμένοι απο δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια και όμως κανένας δεν μετάνιωνε. έλεγαν . Τα τελευταία χρόνια μερικοί , μετάνιωσαν και διέλυσαν τον αρραβώνα, έτσι έλειψε το έθιμο να αρραβωνιάζονται μικρά.

Κοριτζακά και λογόπαρμαν
Το απόγευμα του Σαββάτου η μητέρα του κοριτσιού προσκαλούσε τους συγγενείς της , οι οποίοι μετά το φαγητό εχάριζαν διάφορα δώρα ή κάποιο είδος , πουχικά, ή και χρήμα. Και από το μέρος του γαμπρού πήγαινε κάποιος και χάριζε. Η κοπέλα προσκαλούσε χωριστά τις φίλες της και τις συνομήλικές της στις οποίες πρόσφερε . Το βράδυ ο γαμπρός έστελνε μερικούς συγγενείς και φίλους του στο σπίτι της νύφης με όργανο για να πάρουν την συγκατάθεση των συγγενών της νύφης. Μετά την συγκατάθεση το μέρος του γαμπρού πρόσφερε ρακί και τα φορέματα, τα οποία η νύφη θα φορούσε κατά την στέψη. Έτρωγαν και χόρευαν , ενώ δε χορευαν , ο κουμπάρος πήγαινε και έφερνε τον γαμπρό, έδινε την είδηση για αυτό με ένα πυροβολισμό. Χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη, καθένας από τους συγγενείς του γαμπρού χόρευε με τη νύφη κτλ., όπως στον αρραβώνα · προτού δε ξημερώσει διαλυόταν ο χορός και καθένας πήγαινε να κοιμηθεί.
Γάμος
Στις αρχές και στα μέσα του 19ου αιώνα την παραμονήν του γάμου από το βράδυ, έλουζαν τον γαμπρόν μέσα στον στάβλο ενώ έξω από τον στάβλο έπαιζε το ταούλ και ο ζουρνάς, παιδιά δε κρατούσαν στα χέρια τα τριγώνια με φρούτα στις γωνιές τους. Το ίδιο γινόταν και για τη νύφη. Μετά το λουσιμο έβγαιναν στην αυλή για να ξυριστεί ο γαμπρός από τον κουμπάρο. Ενώ γινόταν το ξύρισμα, γυναίκες κατά τους πρώτους χρόνους και γυναίκες με άντρες κατά τους υστερνούς χρόνους χόρευαν γύρω από τον γαμπρό κρατόντας πετσέτες στα χέρια τους . Μετά το ξύρισμα τον χάριζαν.
Την ημέρα του γάμου, προτού γίνει η στέψη κάποιος προσκαλούσε όλο το χωριό χωριστά τον καθένα και μια γυναίκα προσκαλούσε μόνο τους παράνυμφους. Αφού μαζεύονταν αρκετοί , πήγαιναν με όργανα, ταούλ και ζουρνάν χορεύοντας να προσκαλέσουν τον κέλαρον ( σιτιστή του γάμου) και κατόπιν τον κουμπάρο. Στο κάλεσμα του κουμπάρου ένα παιδί κρατούσε δίσκο με φρούτα, ψωμί και ρακί (λέξη τούρκικη) και σκεπασμένο με μαύρο ή κίτρινο τσίτι (λέξη αγγλική) . Ο κουμπάρος έπαιρνε το ρακί και το τσίτι και έβαζε άλλο πιοτό και άσπρο τσίτι. Μόλις φθάναν στο σπίτι του γαμπρού , ετοιμάζονταν για το νυφέπαρμαν. Μπροστά πήγαιναν οι τονανματζήδες, δηλ. αυτοί που πυροβολούσαν στον αέρα, και ακολουθούσαν οι άντρες, μετά ο κουμπάρος, ο γαμπρός και οι παρανυφάδες. Στα πρώτα χρόνια όλοι καβάλα επάνω στ'άλογα, τελευταία όμως πεζοί.
Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης, στεκόταν κάποιος κρατόντας στο κεφάλι τραπέζι, που είχε το μελοβούτορον , δηλ. ψωμί με βούτυρο και μέλι. Ο κουμπάρος πρόσφερε για δώρο συνήθως μια ζώνη και 10-20 γρόσια, έπαιρνε το μελοβούτορον και έτσι άνοιγε ο δρόμος. Τότε παρουσιαζόταν η σπιτονοικοκυρά, η οποία φιλούσε το γαμπρό προσφέροντας αβγά και φρούτα. Ο γαμπρός φιλούσε το χέρι της και έδινε και αυτός φρούτα. Έμπαιναν στο σπίτι ο γαμπρός με τον κουμπάρο, όπου ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη από το χέρι και έβγαιναν έξω. Οι γονείς και οι κοντινοί συγγενεις της νύφης δεν ακολουθούσαν τότε.
Στην εκκλησία κατά το όλοι οι συγγενείς έπαιρναν μέρος στο χορό και χάριζαν μικρό ποσό στον ιερέα. Μόλις έβγαιναν από την εκκλησία οι τονανματζήδες πρώτοι, ύστερα και οι οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν το γαμπρό δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσει κάτι μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του γαμπρού.Μπροστά από την πόρτα του σπιτιου ή στην σάλα τοποθετούσαν τραπέζι, στην οποία οι καλεσμένοι τοποθετούσαν τα δώρα τους σε ρουχισμό και μετρητά. Έμπαιναν μέσα αφού χάριζε την μαέρτσαν (μαγείρισσα) ο κουμπάρος , η νύφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού και οι προσκαλεσμένοι καθόταν να φάνε.
Μετά το φαγητό άρχιζε ο χορός. Μετά τα μεσάνυχτα χόρευαν το θυμιστό χορό. Αυτόν το χορό χόρευαν μόνο όσοι είχαν τις γυναίκες τους μαζί τους, οι δε υπόλοιποι, αν ήθελαν να χορέψουν , έπρεπε να πάρουν κάποιον άλλον ή κάποιαν άλλη για ταίρι. Τα ζευγάρια έπρεπε να 7 ή 9 κτλ. δηλαδή μονά. Στο χορό αυτό κάθε ζευγάρι κρατούσε και δυό κεριά ή λαμπάδες αναμμένες, μπροστά από τους νεόνυμφους ένα παιδάκι κρατούσε λαμπάδα.Μετά από εφτά στροφές άλλαζαν το χορό, έμπαιναν στο χορό και άλλοι. Καθένας από τους συγγενείς της νύφης χόρευε με το γαμπρό και αντιστρόφως, οι δε οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν όλους τους άντρες.
Με το θύμιγμαν ο παπάς , αφού έβαζε ξανά τα στεφάνια στα κεφάλια των νεονύμφων, επεκαμάρωνεν, δηλαδή αφαιρούσε το πέπλο από το κεφάλι της νύφης. Αργότερα παρετήθηκαν να βάζουν ξανά τα στεφάνια, και επεκαμάρωνεν ο κουμπάρος, μετά το θύμιγμα.
Μετά το στεφάνωμα , αφού έτρωγαν άρχιζε ο χορός, μετά ερχόταν οι συγγενείς της νύφης με τους γονείς της, ο χορός σταματούσε και αφού έτρωγαν άρχιζε πάλι ο χορός·προτού έρθουν αυτοί κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βάλει τη νύφη να χορέψει. Προς τα ξημερώματα χάριζαν τη νύφη, αυτή δε φιλούσε τα χέρια τους, έπαιρνα ως δώρα από τον γαμπρό κότες ή κοκόρια και φεύγανε.

Λαλέματα σ' εφτά
Ύστερα από εφτά μέρες, συνήθως όμως την άλλη μέρα από το γάμο, πολλές φορές και μετά ένα χρόνο , οι γονείς της νύφης προσκαλούσαν το γαμπρό . Γινόταν τραπέζι στο γαμπρό, το τηγάν, όλο από αυγά και κότα ψημένη ( τα οποία ο γαμπρός μοίραζε σε όλους ). Τότε η πεθερά χάριζε στο γαμπρό ένα τσαντάι, εκείνος δε ένα μετατζίτι, ακολουθούσε ο χορός. Ο παράνυμφος προσκαλούσε την Πέμπτη και ο κουμπάρος όποτε ήθελε.
Κρύψιμον και στύμνωμαν
Η αρραβωνιασμένη ως την μέρα του γάμου ξέφευγε από τα μάτια του αρραβωνιαστικού της και τους γονείς του. Ούτε βέβαια τους μιλούσε. Αλλά και μετά το γάμο εστίμνωνεν, δηλαδή δεν μιλούσε στον πεθερό, στην πεθερά και μερικούς άλλους συγγενειίς του γαμπρού για ένα και πολλές φορές για δέκα χρόνια ( που τώρα οι νύφες ακονίζουν τη γλώσσα τους για καλά πρωτού παντρευτούν) . Πάντοτε στεκόταν στο πόδι και μακρυά από τζάκι, (δηλ. σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς) ποτέ μπροστά στα πεθερικά της. Ότι ήθελε να πει το έλεγε στον διερμηνέα , τον άντρα της , και αυτός το μετέφερε στους γονείς του.
Χαρ και ποδαροπλύσιμον
Μετά μια ή δυο μέρες από τη μέρα του γάμου, μια γυναίκα μετέφερε από το πατρικό σπίτι της νύφης στο σπίτι του άντρα της το σαντούχ, δηλαδή σαντούκι που είχε μέσα την προίκα της νύφης. Η γυναίκα αυτή έπαιρνε ως δώρο ένα μετζίτι. Τότε η νύφη το απόγευμα πλένοντας τα πόδια καθενός από το σπίτι του πεθερού δώριζε, πουκάμισα , κάλτσες κτλ.και κείνοι της χάριζαν από ένα ρούβλι ως ένα μετζίτι.
Ποτά στο γάμο
Έπιναν πολύ ποτό κυρίως ρακί και ρουμιού, δέκα οκάδες πολλές φορές βαρέλια ολόκληρα ξοδεύονταν. Τα ποτά τα πουλούσε ο επίτροπος της εκκλησίας ή άλλος που ήταν υποχρεωμένος να δώσει ορισμενο αριθμ΄οκάδων, π.χ. για βάπτιση μέχρι τρεις και σπάνια έξι οκάδες, για γάμο μέχρι δώδεκα και σπάνια δεκαπέντε.
Βάπτιση
Το όνομα του παιδιού δινόταν από τον νουνό ή νουνά (δεξάμενος ή δεξαμέντσα) . Συνήθως στο πρώτο παιδί, αν ήταν αγόρι,δινόταν το όνομα του παππού, αν δε ήταν κορίτσι το όνομα της γιαγιάς (καλομάνα), αν δε πιο μπροστά πεθάναν άλλα παιδιά που είχαν γεννηθεί τότε έδιναν το όνομα Ευστάθιος, Ναζή. Το βάπτισμα γινόταν πάντοτε στην εκκλησία. Μετά την εκκλησία άντρες, γυναίκες και παιδια γύριζαν στο σπίτι, στο δρόμο ο παπάς έψελνε τροπάριο, μετά έτρωγαν και χορεύανε. Πολλές φορές γίνονταν πολλά έξοδα για φαγητά και ποτά γι'αυτό τα τελευταία χρόνια περιορίζονταν (εκτός από τον ιερέα, επίτροπον , νουνό και μάρτυρα) να πάνε στο σπίτι του παιδιού.
Τα έξοδα του βαπτίσματος ήταν του νουνού, ο οποίος έπαιρνε μαζί του και έναν μάρτυρα. Ο μάρτυρας έκανε διανομή τα κεριά στην εκκλησία και το ρακί στο σπίτι, έπαιρνε δε ως δώρο ένα ζευγάρι παντόφλες και μαντίλι. Ο νουνός πρόσφερε στον κουμπάρο του ένα ή δύο μπουκάλια ποτού και στην κουμπάρα ένα ρούβλι ως είκοσι γρόσια, αυτή δε πρόσφερε στον κουμπάρο της ένα τσαντάι (ντορβάς) και ένα ή δύο ζευγάρια ορτάροι (τσουράπια) ή κάλτσες, όλα χειροποίητα. Ο νουνός ήταν υποχρεωμένος να κάνει στο βαπτιστικό του τα πρώτα ρούχα και αργότερα να προσφέρει δώρα σε ρούχα ή χρήματα. Τα μικρά παιδιά ήταν υποχρεωμένος να τα ντύσει ο νουνός.
Κηδεία
Μόλις γινόταν γνωστός ο θάνατος, σταματούσαν κάθε δουλειά ως την ταφή . Τον νεκρό τον λούζαν και τον στόλιζαν ανάλογα. Απαραίτητο ήταν και το μοιρολόγι. Μερικοί μάλιστα επιστράτευαν γυναίκες για να συγκινήσουν τον κόσμο. Μετά την ταφήν όλος ο κόσμος γυρνούσε στο σπίτι του νεκρού, και έβαζαν τραπέζι. Στα σαράντα και στο ετήσιο μνημόσυνο ή έβαζαν τραπέζι ή μοίραζαν κολόθαι, δηλαδή άρτος φρέσκος από καθαρό σιτάρι, με ελιές ή τυρί.
Το απόγευμα της κηδείας οι μεν άντρες έπαιρνα μαζί τους ρακί , οι δε γυναίκες σαπούνι, τσίτια κορκοτικά και πήγαιναν στο σπίτι του πεθαμένου για να παρηγορήσουν τους σπιτικούς του . Αυτό λεγόταν χατιρέπαρμαν.
Η Σανταία κοδέσποινα
Οι άντρες όλοι εργάζονταν στην Ρωσία και αλλού και έρχονταν στα σπίτια τους μετά δύο ως πέντε χρόνια. Σαν Σπαρτιάτισες οι γυναίκες διηύθυναν τα σπίτια τους. Από τις πρώτες μέρες της άνοιξης μέχρι το χειμώνα, η Σανταία ήταν αφοσιωμένη στη δουλειά. Το χειμώνα μερικές κατέβαιναν στην Τεμουράν και Σούρμαινα, όπου είχαν λίγα χωράφια και οι άλλες για να εργαστούν στο μάζεμα του καλαμποκιού. Όσες δε έμεναν στη Σάντα έγνεθαν και ύφαιναν σάλαι (μάλλινα υφάσματα) περιζήτητα και τσαντάγιαμε τέχνη κατασκευασμένα και ορτάραι. Πολλές μόνο από αυτή τη δουλειά ζούσαν .Γι'αυτό η πείνα γι'αυτές ήταν άγνωστη . Άλλες αρετές της Σανταίας που σπανίζαν σε άλλα χωριά είναι η κοσμιότητα και αυστηρότητα των ηθών, η πίστη και αφοσίωση στην οικογένεια. Μετά την απόκτηση δύο τριών παιδιών εγκαταλείπει τα νυφικά της ρούχα, αυτές δε που περνάνε τα σαράντα και ονομάζονται μεσοκαιρίτσαι σπάνια χορεύουν.
Η Σανταία θεωρεί αμάρτημα να μην βοηθήσει έναν ζητιάνο οιουδήποτε θρησκείας και αν ήταν και θεωρεί , ότι η ελεημοσύνη .
Πλούσιοι και φτωχοί. Προίκα
Αίσθημα υπερηφάνιας δεν υπάρχει μεταξύ τους, και δεν γίνεται διάκριση μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Γι'αυτό οι πλούσιοι παντρεύουν τις κόρες τους με φτωχούς μεν αλλά τίμιους και εργατικούς, και τους γιους τους παντρεύουν με φτωχά κορίτσια.
Το έθιμο της προίκας δεν υπάρχει, μάλιστα ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να κάνει το νυφικό φόρεμα, είτε φτωχός ήταν είτε πλούσιος. Το νυφικό φόρεμα, ήταν το ίδιο και γι'αυτό κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει αν η νύφη ήταν φτωχιά ή πλούσια.
Τα ρούχα
Οι άντρες φορούσαν σαλβάρ και τσόχαν από σαλ που ύφαιναν οι γυνείκες, και ζουπούναν, δηλ. βαμβακερό φόρεμα (αντί τη σημερινή φανέλα). Στο κεφάλι φορούσαν κουκούλι από κατσάν. Επειδή δε το σαλβαρ έφθανε μόνο ως τα γόνατα, εκτός από τα ορτάραι (χοντρές μάλλινες κάλτσες) φορούσαν και τοζλούχα.
Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.
Πιο πολυτελέστερη ήταν η νυφική φορεσιά που αποτελούνταν :
Απο την τσόχα, κατασκευασμένη από ύφασμα μαχότ με κουλαπτάναι (σιρίτια), Δύο ζουπούνας, η μία από κομάσ ή μουαράν , η άλλη από σαμ (σηρικόν), Σπαλέρ (από κομάσ ή μουαράν) που κάλυπτε το στήθος, διότι η ζουπούνα το άφηνε ανοικτό, Ζωνάρ (σηρικόν ) , Ποχτσά, ποικιλόχρωμο σάλι μεταξοβάμβακο και Κουντούρας (μεσοπότινα).
Βραχιόλια και σκουλαρίκια ήταν άγνωστα. Τα μόνα κοσμήματα ήταν τα δακτυλίδια από δύο ως τρία και ο χρυσός σταυρός με διπλή ή τριπλή αλυσίδα από χρυσό. Μόνον κατά την ημέρα των γάμων ήταν σε χρήσει και το τρέμον , δηλ. δικτυωτό πέπλο μεταξωτό που σκέπαζε το κεφάλι και τους ώμους.
Χοροί
Τρεις μόνον, το αργόν ή ομάλαι, το λαγγευτόν και το θύμιγμαν. Αργότερα το μονόν ομάλαι και τελευταία η αρμενίτσα, η τρυγόνα, το κοτσαγγέλ και ο αντρικός σέρα.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ο Πόντος, γη των ακριτών και προπύργιο του ελληνισμού, αναπτύσσει ενδιαφέρουσα μουσική παράδοση, η οποία διατηρείται ακμαία ακόμη και σήμερα.
Τα τραγούδια του ποντιακού λαού, ένα από τα πιο εξαίρετα μνημεία του ελληνικού λόγου, κινούν την ψυχή τόσο του καλλιτέχνη, όσο και του ακροατή.
Έτσι, δεν είναι νοητό ποντιακό γλέντι, συνάντηση Ποντίων, όπου δεν θα ακουσθούν και δεν θα χορευθούν ποντιακοί χοροί και τραγούδια.
Η λύρα και το τραγούδι καθιερώθηκαν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού όπου ζουν οι Έλληνες Πόντιοι. Ο χορός και το τραγούδι μας συνοδεύουν πάντοτε, σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Γλώσσα, μουσική και χορός αποτελούν τις πιο χαρακτηριστικές μορφές έκφρασης.
Γίνεται ομόφωνα δεκτό, οτι αρχικός δημιουργός ενός δημοτικού τραγουδιού είναι ένα άτομο. Συνήθως το άτομο αυτό είναι μάρτυρας ενός συγκλονιστικού γεγονότος, το οποίο προκαλεί συγκίνηση, ευχάριστη ή θλιβερή εντύπωση. Ο μάρτυρας αυτός δοκιμάζει ψυχική δόνηση και την έντονη ανάγκη να εκφραστεί. Έτσι δημιουργείται η έμπνευση και κατασκευάζεται το λαϊκό τραγούδι.
Αν η έμπνευση του ποιητή περιέχει αληθινή συγκίνηση και υλοποιηθεί ποιητικά, έχουμε το πρώτο ξεκίνημα ενός δημοτικού τραγουδιού. Αν είναι πολύ πετυχημένο, ο λαός το υιοθετεί, το μαθαίνει και το διαδίδει.
Υποστηρίζεται και αυτό: ορισμένα λαϊκά ποιητικά δημιουργήματα περνούν μέσα στο λαό και του προκαλούν αρκετό ενδιαφέρον. Υιοθετεί τότε τη βάση τους και ενδεχομένως τα τροποποιεί ή τα συμπληρώνει σε μερικά σημεία τους. Η διάδοση του δημοτικού τραγουδιού γίνεται από γενιά σε γενιά στα πλαίσια της προφορικής διάδοσης.
Και στα ποντιακά τραγούδια φαίνεται, ότι ακολουθήθηκε αυτή η διαδικασία.
Ωστόσο, οι λαϊκοί οργανοπαίχτες του Πόντου, με κυρίαρχο το λυράρη, είναι οι δημιουργοί των περισσότερων ποντιακών τραγουδιών.
Υμνούν τον έρωτα και ψάλλουν τις συμφορές και τους θριάμβους της Φυλής.
Αγέρωχοι και ολοζώντανοι αποτελούν το επίκεντρο του πανηγυριού και της διασκέδασης. Μ' αυτούς ο γάμος γίνεται χαρά. Αναστατώνουν τις ψυχές και κάνουν τις καρδιές να σκιρτούν. Παίζουν και τραγουδούν ενάντια στο θάνατο, υμνώντας ταυτόχρονα την ποντιακή γη και τις ομορφιές της. Νιώθουν βαθιά τον πόνο και τη χαρά της ζωής και εκφράζουν έτσι σωστά την ομορφιά της.
Γίνεται λόγος γι' αυτούς που ξεριζώθηκαν από τον Πόντο με τη λύρα στο χέρι και το τραγούδι στο στόμα.
Η ποντιακή μούσα δεν σταματά ωστόσο εδώ. Απο γενιά σε γενιά μεταδίδεται η αγάπη για το ωραίο, για το γνήσιο, για το παραδοσιακό. Είναι στοιχεία βασικά για τον Πόντιο.
Το ποντιακό τραγούδι μένει διαχρονικό. Οι ιδέες που απασχολούσαν τους Έλληνες του Πόντου φαίνεται να απασχολούν και τα ποντιόπουλα της νέας εποχής, που στρέφονται σήμερα προς τη μούσα των προγόνων και γίνονται λαμπροί συνεχιστές της δοξασμένης παράδοσης. Αντιδρούν, εν γνώσει της σημαντικότητας της παράδοσης, στις μοντέρνες ιδέες, που έχουν ως μόνο σκοπό την αποπλάνηση των νέων ανθρώπων. Αγαπούν το παλιό ποντιακό τραγούδι, και δημιουργούν παράλληλα νέους ποντιακούς σκοπούς, που ομορφαίνουν τη σημερινή μας ζωή.
Η ανάπτυξη του ποντιακού τραγουδιού μπορεί να τοποθετηθεί σε τρεις μεγάλες χρονικές περιόδους:
Τη βυζαντινή περίοδο από τον 10ο αιώνα με τη δράση των Ακριτών του Πόντου μέχρι την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους το 1461. Τα τραγούδια αυτά αποτελούν τα έπη του ακριτικού κύκλου. Τη μεταβυζαντινή περίοδο, από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, με τα τραγούδια των θρήνων που εκφράζουν από τη μια πλευρά τον πόνο της εθνικής συμφοράς με την άλωση της Πόλης και από την άλλη την κρυφή ελπίδα για την αναγέννηση και αποκατάσταση του έθνους. Τη σύγχρονη περίοδο. Σ' αυτήν δημιουργούνται όλα τα νεότερα τραγούδια της κοινωνικής ζωής - εορταστικά, ερωτικά, γαμήλια, νανουρίσματα - που αποτελούν την πλουσιότατη συνέχιση ποντιακών παραδόσεων.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα ποντιακά τραγούδια είναι η ποντιακή διάλεκτος. Ελληνικότατη και πλούσια σε εκφραστικότητα.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι μέσα στους στίχους των Ποντίων όλοι είναι <<Έλλενοι>>, όλα τα κάστρα και τα κοντάρια << ελλενικά >>, ενώ οι ήρωες και τα παλικάρια είναι << Τραντέλλενοι >>, δηλαδή τριάντα φορές Έλληνες. Φαίνεται ότι ο Πόντιος καλλιτέχνης είχε πλήρη συνείδηση της εθνικής του ταυτότητας και γνώριζε καλά τις ρίζες του.
Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιεί ο ποντιακός λαός είναι έγχορδα, όπως η λύρα, πνευστά, το αγγείο ή φλογέρα, και κρουστά, το νταούλι. Είναι όργανα παραδοσιακά που τα κατασκευάζουν ειδικοί λαϊκοί τεχνίτες. Είναι τα κυρίως μουσικά όργανα των Ποντίων.
Αποκλειστικός συνοδός του τραγουδιού συχνά είναι η λύρα. Η λύρα, ο λόγος, και η μελωδία, δεμένα σφιχτά με το ρυθμό, μιλούν με τον πιο πειστικό τρόπο στην καρδιά του ποντιακού λαού. Δεν έχουν ανάγκη από επιπλέον καλλιτεχνική κάλυψη.
Σπανιότερη είναι η χρήση άλλων οργάνων, όπως το κλαρίνο, το βιολί.
Είναι προϊόντα της βιομηχανίας και τεχνολογίας και για τον ποντιακό λαό μουσικά όργανα <<δάνεια>>, που σπάνια τα εισάγει στη μουσική του για να την ενισχύσει.
Ο ρόλος των ποντιακών τραγουδιών είναι σημαντικός.
Ως μάρτυρες, αγέρωχοι στο πέρασμα των αιώνων, εξιστορούν τη ζωή, τη λεβεντιά, τη χαρά και τη λύπη, την ελπίδα και τα πάθη των Ποντίων.
Καθημερινοί σύντροφοι ομορφαίναν τις ωραίες στιγμές, αναπτέρωναν την ψυχή σε δύσκολες στιγμές. Έτσι, γίνονται τέλειοι εκφραστές της ζωής τους.
Για τους μεταγενέστερους γίνεται έτσι πιο προσιτή η ιστορία των προγόνων, κατανοείται πιο εύκολα, γίνεται ένα μέρος της ίδιας τους της ζωής, ελπίζουν, χαίρονται και υποφέρουν μαζί τους.
Η δυστυχία που υπέστησαν οι Έλληνες στη γη του Πόντου στάθηκε ως θλιβερή έμπνευση των καλλιτεχνών, και πηγή των θρυλικών τραγουδιών. Η υψηλή ιδέα της ελευθεριάς, της αποτίναξης του απολίτιστου βάρους εμπλούτησε πολλούς τραγουδιστές.
Γίνεται αναπαράσταση των διαφόρων επεισοδίων και των περιστατικών του εθνικού και κοινωνικού βίου. Οι τραγουδιστές θυμίζουν στους ακροατές δόξες του παρελθόντος με τρόπο ολοζώντανο και πλούσιο καλλιτεχνικό πνεύμα. Τους εμψυχώνουν και τους δίνουν την ελπίδα πως και πάλι θα έρθει η ανάσταση του βασανισμένου αυτού ελληνικού πληθυσμού.
Εντυπωσιακό, και γι' αυτό αξιοσημείωτο είναι, ότι ο Πόντιος καλλιτέχνης μέσα στην έσχατη ώρα της απελπισίας του και του θρήνου για την εθνική συμφορά καταφέρνει και δίνει παρηγοριά, αφού αντλεί δύναμη από την ελπίδα για την ανάσταση του Γένους.
Η λαϊκή μούσα υπόσχεται ότι, << Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο..>>, δηλαδή << Το Έθνος κι αν σκλαβώθηκε, θ' αναστηθεί και πάλι.. >> .
Αμέσως μετά την πτώση, ο ποντιακός λαός δεν πέφτει μόνο σε αυτοπαρηγοριά, αλλά οραματίζεται την ανάστασή του.
Φεύγοντας, οι ξεριζωθέντες εγκαταλείπουν την πατρώα γη και όλα τα υπάρχοντά τους. Παίρνουν ωστόσο μαζί τους ιερά κειμήλια και λίγο χώμα από τη γη του Πόντου. Αψηφούν το βάρος και τις αποστάσεις. Είναι κάτι από το είναι τους και δεν πρέπει να το αφήσουν πίσω. Έχουν προπάντων τη δύναμη να κουβαλήσουν μαζί τους όχι μόνο μια απλή ανάμνηση του παρελθόντος, αλλά την ίδια πνευματική κληρονομιά τους.
Η μούσα τους, τους συνόδευει και χρόνια μετά τον απάνθρωπο ξεριζωμό, τους θυμίζει τα χρόνια της ακμής του Πόντου.
Μέσα από το τραγούδι βρίσκουν και πάλι παρηγοριά, όπως και σε προηγούμενες περιστάσεις. ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
1. Λύρα: ΚΕΜΕΝΤΖΈ, το βασικό μουσικό όργανο του Πόντου, περισσότερο διαδεδομένο στον Ανατολικό Πόντο και λιγότερο στον Δυτικό
2. Φλογέρα: ΣΙΛΙΑΎΛΙ (χειλίαυλος) ή ΓΑΒAΛ, το χρησιμοποιούν σε κλειστούς χώρους ελλείψει άλλων οργάνων
3. Ζουρνάς: Χρησιμοποιείται σε ολο τον Πόντο. Συνήθως σε ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης ηχητικής έντασης. Το βασικό όργανο στον Δυτικό Πόντο
4. Νταούλι: ΤΑΟΥΛ, όργανο συνοδείας του Ζουρνά και του Αγγείου (σπανίως της λύρας)
5. Γκάϊντα: ΤΟΥΛΟΎΜ ή ΑΓΓΕΙΟ, χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στον Ανατολικό Πόντο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου