Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Η Ελλάδα είναι αλλού…



Οι απλοί καλοί άνθρωποι είναι που συγκροτούν την Πατρίδα. Και πρέπει να φεύγεις από την ιδρυματική ζωή του διαφθορείου της Αθήνα, να τους μιλάς, να τους ακούς, να φας, να πιεις μαζί τους, να τους αγγίξεις κι έτσι να σιγουρεύεσαι πως υπάρχει ελπίδα. Πρέπει να διασχίσεις τον απέραντο και πλούσιο κάμπο των Γιαννιτσών, να περάσεις από την Κρύα Βρύση και ν’ ανεβείς στην Έδεσσα, να δεις τις πλαγιές με τις ανθισμένες κερασιές, τους πυκνούς λόγγους που σκίζουν γάργαρα νερά. Πρέπει να πας στην Αριδαία κι ακόμη πιο ψηλά στα Λουτρά, εκεί στην πλαγιά του Καϊμακτσαλάν, να δεις μέρη πανέμορφα, ιαματικές πηγές που αναβλύζουν από τα σπλάχνα της γης, καταρράκτες κι άγρια φύση ολόγυρα από ένα ορεινό θέρετρο από τα λίγα στην Ευρώπη. Εκεί που ο Αλέξανδρος στρατολογούσε τραχείς πολεμιστές κι έφερνε γερά κοντάρια για τις σάρισες του, τις ίδιες που μετά από δέκα και βάλε χρόνια πόλεμο, αναπαύτηκαν με τους σταυρωτήρες τους καρφωμένους πέρα από τις όχθες του Ινδού. Κρανιά από την Αλμωπία στην γη του Πώρου και των πολεμικών ελεφάντων του.
Με τα υπνοκάναλα και τις λερές φυλλάδες των εργολάβων, με όλες αυτές τις κυρίες με το νεκρό τσιτωμένο μάγουλο και τον πανικό και την απαξίωση που πουλάνε, κοντεύουμε να ξεχάσουμε την αληθινή Ελλάδα, την δύναμη και την ομορφιά των ανθρώπων και των τόπων της.
Οι σκηνοθετημένες ειδήσεις τους με την υποβλητική μουσική από θρίλερ, οι χολερικές και καταστροφολογικές αναλύσεις, η προπαγανδιστική μισθοφορία τους, απέχουν έτη φωτός από τον Λαό μας, τις αξίες του, την Ιστορία του, τις αληθινές δυνατότητες του.
Κάτω από τις στιβάδες της δυσπιστίας και της απόγνωσης που σαν σιδερένια πέπλα άπλωσαν στις ψυχές των Ελλήνων οι μνημονιακοί σκιντζήδες του τουρίστα από την  Μινεσότα, αυτοί που ξέσκισαν την χώρα και διπλασίασαν τα spreads, πάλλεται ακόμη η ρωμαλέα δύναμη του Έθνους.
Βλέπεις με συγκίνηση πόσο άμεσα και με πόση δίψα ανταποκρίνονται στον θετικό λόγο οι αληθινοί άνθρωποι του κόσμου της εργασίας, αρκεί να νοιώσουν ότι τα εννοείς όσα λες.
Δεν περιμένουν φρουφρού κι αρώματα, κολωνακιώτικες ευγένειες και φλώρικες αναλύσεις. Θέλουν σταράτες κουβέντες, με θετικό, αισιόδοξο πρόσημο. Θέλουν λόγο που να ακουμπά στην καρδιά τους, να συνεγείρει την φιλοτιμία και τον πατριωτισμό τους κι ύστερα ν’ ανεβαίνει στο μυαλό τους. Κι εκεί ριζώνει κι απλώνουν τεράστιους κλώνους η δύναμη κι η δημιουργία, σαν δρυς υπεραιωνόβιος. Και τότε το ηθικό γίνεται κίνητρο, το κίνητρο σκέψη κι η σκέψη κοφτερή πράξη.
Ηθικό θέλουν οι άνθρωποι, ενθάρρυνση και σαφείς πρακτικές προτάσεις, που να ‘χουν όμως ερείσματα και νομιμοποίηση στην συλλογική τους μνήμη, στα πατρώα σύμβολα και στις αρχαίες αρετές. Μόλις πεισθούν – και θα πεισθούν – θα γίνουν ορμητικό ποτάμι.
Αδέρφια, έχει εφεδρείες η Πατρίδα. Έχει πλούτο αμέτρητο, γιατί έχει καθαρά βλέμματα και δυνατά, καθαρά χέρια. Στην μόστρα είναι οι χειρότεροι, εδώ στον εθνικό απόπατο του κλεινού Άστεως, εκεί που κάθονται σταυροπόδι τα αποτριχωμένα φουλάρια και τα πούρα με το δαχτυλίδι σε χεράκια όλο τσάκισμα.
Οι καλύτεροι είναι αλλού. Παντού. Στον Πύργο και στο Άργος, στην Πέλλα και στην Βοιωτία, στα νησιά και την Θράκη. Στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης. Στην Διασπορά. Παντού. Είναι ο Παύλος και η Ελένη, η Κατερίνα και ο Λύσανδρος, ο Γιώργος, ο Γαρύφαλλος, ο Βασίλης, πλήθος αμέτρητο από αληθινούς Έλληνες.
Με πήγαν σ’ ένα λιβάδι μέσα σε πανέμορφα δάση, εκεί που ο Ζλάταν κρέμασε τον Άγρα και τον Μίγκα, που μπορούσε να φύγει αλλά δεν άφηνε τον Αρχηγό του. Ένας φίλος έβγαλε μια καινούργια Σημαία και την ανέβασε στον ιστό, δίπλα από την προτομή του εικοσιεπτάχρονου Ανθυπολοχαγού από τους Γαργαλιάνους. Άφησε και λίγα λουλούδια. Αστός ο Τέλλος, αληθινός, γιος εφέτη. Και πήγε εθελοντής μες το βούρκο και την ελονοσία, να πολεμά με τον γκρα και το μαχαίρι. Προδόθηκε και κέρδισε δυο μέτρα σχοινί και το θάνατο στον κλώνο μιας καρυδιάς.
Τι καταλαβαίνουν από αυτό οι παχιές καθεστωτικές μύγες πάνω στα σκατά της σώφρονος διαπλοκής; Ανακυκλωμένοι «προοδευτικοί» κι ενοχικοί νεοφιλεύθεροι «δεξιοί» ξύνουν αμήχανα το κεφάλι μπροστά σε τέτοια υπερβατική θυσία. Τι θα θυσίαζαν αυτοί για τον τόπο; Το ραντεβού για μανικούρ – πεντικιούρ, ίσως… Πάντως όχι το ραντεβού με τον Ελβετό τραπεζίτη τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου