Επειδή το να συμφωνούν όλοι για την ανάγκη αναπτυξιακής μεταστροφής της οικονομίας μας χωρίς να έχουμε συμφωνήσει τον τρόπο και τα μέσα έχει μικρή σημασία. Επειδή, επίσης, το να διαφωνούν απλά κάποιοι για την προτεραιότητα μεταξύ δημοσιονομικής πειθαρχίας και αναπτυξιακών πολιτικών, για τη χρονική στιγμή δηλαδή που αναπτυξιακά μέτρα θα μπούν στις οθόνες του ραντάρ έχει επίσης μικρή πρακτική σημασία. Και τέλος – και σημαντικότερο – επειδή δεν έχει καθόλου σημασία, απλά, να συμφωνούμε ότι συμφωνούμε ή να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, θα ήθελα να πάμε τη συζήτηση ένα επίπεδο πιο κάτω από όσα συζητάμε τις τελευταίες εβδομάδες περί αποτελεσματικότητας του 2ου πακέτου ή συμπεριφοράς των εταίρων μας ή ορθότητας στρατηγικών και τακτικών κινήσεων. Θα ήθελα να πάμε στο επίκεντρο της έως σήμερα πορείας / συζήτησης περί της βιωσιμότητας της
ελληνικής οικονομίας. Όχι, όχι, στο εάν το πακέτο PSI / σύμβαση κλπ είναι βιώσιμο ή όχι. Οι απόψεις των αριθμών είναι γνωστές και τις έχω δεί με τα μάτια μου. Αλλού θέλω να πάω.Πιο βαθιά, στα θεμέλια της κουβέντας, στην “μήτρα” της: στη συνθήκη βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας – την επίτευξη του 120% το 2020, όπως μας έχει διατυπωθεί, όπως έχει γίνει αποδεκτή από όλους, όπως μετριέται με τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και τις παραδοχές της οικονομικής επιστήμης. Θέλω να πάμε εκεί για να δούμε αν είναι γερή ή σαθρή. Για να δούμε εάν μπορούμε να την κουνήσουμε, να την εκβαραρθρώσουμε, γιατί μόνο τότε μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους φόβους του μέλλοντος μας. Μόνο εάν η μήτρα δεν κουνιέται μπορεί να γεννηθεί εμπιστοσύνη και μόνο αν γεννηθεί εμπιστοσύνη θα γεννηθεί ελπίδα. Όλα αυτά αν η μήτρα είναι γερή, αν η συνθήκη που μας είπαν είναι σωστή και μονοσήμαντη. Γιατί είναι τόσο “ακριβή” που χρειάζεται να είναι και μονοσήμαντη!
Κατ´ αρχήν και για να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο να επισημάνουμε κάτι που μπορεί να διαφεύγει της προσοχής μας: η συνθήκη / παραδοχή / αξίωμα “ότι η επίτευξη λόγου χρέους/ΑΕΠ 120% το 2020 είναι η συνθήκη που κρίνει μονοσήμαντα τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους” αποτελεί μία πολιτική θέση παρά μία συνθήκη των αγορών. Θέση πολιτική, αγνώστου πατρός. Μερικοί λένε του ΔΝΤ, άλλοι της ευρωζώνης, κάποιοι της ΕΚΤ και πάει λέγοντας. Το σίγουρο είναι ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει μάθει από επίσημα χείλη ποιού είναι αυτή η συνθήκη – θέσφατο. Μας ενδιαφέρει να ξέρουμε; Αν επηρέαζει τη ζωή μας, εγώ θα ήθελα να γνωρίζω. Και επηρεάζει. Και πολύ.
Κλείστε τα μάτια και θυμηθείτε πόσο ήταν το χρέος μας όταν βγήκαν “απεργία” οι αγορές για εμάς. Ήταν ή δεν ήταν εκεί στο 120%; Αλλά τι γινόταν πριν τον τιτανικό και τις αλχημείες Παπακωσταντίνου, τη διαφημιστική καμπάνια ΓΑΠ περί διεφθαρμένης χώρας και κυρίως πριν το 9%, ή 11% του Παπαθανασίου γίνει 13%, 14%, συγγνώμη 15%+; Μας δάνειζαν οι αγορές ή όχι; πιο ακριβά, αλλά μας δάνειζαν; Ναι, μας δάνειζαν, παρά το 120+% χρέος μας.
Σκεφτείτε ή ψάξετε κάτι άλλο: Η Ιαπωνία, με λόγο χρέους/ΑΕΠ στα 167% και έλλειμμα στα 9,5%, αντιμετωπίζει “απεργία” δανειστών; Αν βαριέστε να ψάξετε, σκεφτείτε εσείς, σαν δανειστές, ποιόν θα δανείζατε σήμερα με μεγαλύτερη ασφάλεια: κάποιο φίλο σας που το χρέος του – σήμερα – είναι στο 100% της περιουσία του, αλλά ξοδεύει περισσότερα από όσα βγάζει και μάλλον του χρόνου θα είναι στο 110% και του παραχρόνου στο 120% ή τον άλλον φίλο σας που κάποτε ξόδευε περισσότερα από όσα έβγαζε, αλλά δυό-τρία χρόνια τώρα κάνει οικονομίες, άλλαξε τρόπο ζωής, βγάζει περισσότερα και μειώνει σταθερά και συστηματικά το μεγάλο χρέος που είχε συσσωρεύσει, έστω και εάν σήμερα το χρέος του είναι στο 125% ή 130%; Και αν δεν τον δανείσετε σήμερα που – ας πούμε έχει μόνο δύο-τρία χρόνια νέου τρόπου ζωής και ακόμα δυσπιστείτε για τη σταθερότητα του χαρακτήρα του και τη δυνατότητα του να διατηρήσει αυτή την μειούμενη πορεία χρέους, μήπως του χρόνου θα το κάνατε; και ας είχε του χρόνου ο δεύτερος 125% χρέος, ενώ ο πρώτος μόνο 120%;
Για να μην πολυλογούμε, αυτή η συνθήκη έχει αποτελέσει έως σήμερα – και θα εξακολουθεί για όσο θα ισχύει – τη μήτρα της δομικής αντίφασης μεταξύ του σπιράλ ύφεσης και της ανάγκης ανάπτυξης. Αυτής της αντίφασης που τελευταία όλοι την διέκριναν… Αυτή η συνθήκη είναι που προκαλεί συνεχώς καραμπόλες λαθών και παραμορφώσεων τόσο σε επίπεδο ελληνικής οικονομίας όσο και σε διεθνές επίπεδο αγορών. Αυτή η συνθήκη δεν επιτρέπει την εισαγωγή αναπτυξιακών μέτρων. Αυτή είναι η συνθήκη-θηλιά στο λαιμό της ελληνικής οικονομίας.
Η συνθήκη βιωσιμότητας στην σημερινή της διατύπωση δημιουργεί την έννοια του χρηματοδοτικού κενού και καθιστά την αναγκαία χρηματοδότηση (funding requirement) για την κάλυψη οποιονδήποτε χρηματοδοτικών κενών (funding gap) απόλυτη προτεραιότητα, ενώ αυτόματα αποκλείει οποιαδήποτε υιοθέτηση εναλλακτικών πολιτικών. Και ας αναρωτηθούμε:
Τι προηγείται;
Η πάση θυσία αναζήτηση της αναγκαίας χρηματοδότησης για να μειωθεί το χρέος από το 167% πριν το PSI ή το [θα δούμε]% μετά το PSI στο 120% το 2020; ή η αναζήτηση εκείνων των πολιτικών που θα επιτρέψουν να αρχίσει το δυνατόν ενωρίτερα μία αξιόπιστη και βιώσιμη διαδικασία μείωσης του χρέους, έστω και εάν το 2020 δεν επιτευχθεί ο λόγος του 120%, αλλά μετατεθεί για 2 ή 3 ή 4 έτη;
Σε ποια από τις δύο καταστάσεις είναι πιο ασφαλής η ελληνική οικονομία;
Στην πρώτη εκδοχή (που ισχύει σήμερα) η πρωταρχική ανάγκη είναι η εξαφάνιση οποιουδήποτε χρηματοδοτικού κενού υπολογίζεται στις ημερομηνίες επιθεώρησης (για να κλείσει η καμπύλη χρέους στο 120% έως το 2020). Αυτή η προτεραιότητα στόχευσης θα ήταν εφικτή εφόσον υπήρχε ήδη επαρκής χρηματοδότηση στο σύστημα. Όμως δεν υπάρχει. Η πρόσθετη χρηματοδότηση, εφόσον είναι δανειακή, θα αντισταθμίζεται από το κόστος της (τόκοι) με συνέπεια μικρότερο καθαρό αποτέλεσμα και συντήρηση του χρηματοδοτικού κενού. Εάν προέρχεται από ίδια κεφάλαια της Ελλάδας θα συμπιέζει την ελληνική οικονομία σε μεγαλύτερη ύφεση και υποβάθμιση της αξίας των στοιχείων προς αποκρατικοποίηση / αξιοποίηση (fire sales). Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να λειτουργήσει η σημερινή εκδοχή είναι να συμβάλουν με ίδια κεφάλαια και οι δανειστές μας, δηλαδή να αποδεχτούν “κούρεμα” των δανείων τους. Αυτό δεν είναι ακόμα το βασικό σενάριο και μέχρι να γίνει θα συμπιέζεται η οικονομία μας.
Στη δεύτερη εκδοχή – κατά την οποία η συνθήκη βιωσιμότητας συνδεθεί με την γρήγορη αναστροφή της καμπύλης χρέους/ΑΕΠ και τη διασφάλιση μίας αξιόπιστης και βιώσιμης καθοδικής πορείας της – η οικονομία μας αποδεσμεύεται από το στρες να συμπληρώνει ίδια κεφάλαια κάθε φορά που το πρόγραμμα παρουσιάζει χρηματοδοτικό κενό, ενόψει της υποχρέωσης να κλείσει η καμπύλη στο 120% το 2020. Ταυτόχρονα αποδεσμεύεται από την ένταση με τους δανειστές, οι οποίοι ούτως ή άλλως έχουν συμφωνήσει μεγαλύτερη διάρκεια δανείου από το 2020 και βασικό τους μέλημα είναι η ασφαλής αποπληρωμή τους. Σε αυτή την (δεύτερη, νέα) εκδοχή, πρώτιστη υποχρέωση της οικονομίας μας καθίσταται η αναστροφή της καμπύλης χρέους στο δυνατόν ενωρίτερο χρόνο και η σταδιακή αξίοπιστη μείωση του χρέους/αεπ, με βιώσιμο τρόπο, έστω και με μικρότερη ταχύτητα. Οι αγορές θα εκτιμήσουν αυτήν ακριβώς τη διάσταση. Αυτή η αλλαγή προτεραιότητας θα μπορέσει να απελευθερώσει τη δυνατότητα υιοθέτησης αναπτυξιακών πολιτικών ως πρόσθετο οπλοστάσιο δημιουργίας ισχυρών και βιώσιμων πλεονασμάτων.
Σε ποια από τις δύο καταστάσεις είναι πιο ασφαλής η ευρωπαϊκή οικονομία;
Στην σημερινή εκδοχή της συνθήκης βιωσιμότητας θα συνεχιστεί η ένταση μεταξύ Ελλάδας και δανειστών για την κάλυψη των συνεχιζόμενων κενών χρηματοδότησης, η οποία θα τροφοδοτεί την αβεβαιότητα επιτυχίας του προγράμματος. Στην δεύτερη εκδοχή, η αναπτυξιακή δυναμική που θα αναπτυχθεί θα άρει την ομίχλη και θα καταστήσει ασφαλέστερη την οικονομία της ευρωζώνης. Αυτή η παράμετρος θα καταστεί πιο σημαντική κατά την ολοκλήρωση του PSI. Το χρηματοδοτικό κενό υπάρχει ακόμα και στην θεωρητική περίπτωση που η συμμετοχή των ιδιωτών ήταν 100% (ούτως ή άλλως λόγω μικροεπενδυτών θεωρητικό ποσοστό). Στην περίπτωση που η συμμετοχή καταλήξει μεταξύ του 85-90% και εκτιμηθεί οτι το ‘ευρύτερο’ κόστος ενεργοποίησης των cacs είναι μεγαλύτερο από το ‘ευρύτερο’ όφελος, τότε το πρόσθετο χρηματοδοτικό κενό – στο ήδη υπάρχον, λόγω της συνθήκης βιωσιμότητας – θα “τραβήξει” την αξιολόγηση των prior actions / προϋποθέσεων που προβλέπεται στον οδικό χάρτη μέχρι την τελική δεσμευτική υπογραφή της δανειακής σύμβασης και η αυριανή συζήτηση θα επικεντρωθεί στην κάλυψη του κενού (αυριανή, δηλαδή αύριο…). Εάν πάλι, η συμμετοχή κυμανθεί σε χαμηλότερα επίπεδα που θα δικαιολογούν / επιτρέπουν ενεργοποίηση cacs (είτε που θα παρέχουν υποχρεωτικά ίδιους όρους ή που θα αποσβένουν ολοκληρωτικά το ποσό που δεν συμμετείχε στο psi) τότε ο φόβος μέλλοντος στη ευρωζώνη θα μετατρέψει τη συζήτηση σε παράνοια, όλα τα θέματα θα βγούν από το τραπέζι, εκτός της κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού με πρώτο θύμα την Ελλάδα.
Τέλος, σε ποια από τις δύο καταστάσεις εκτιμάται να είναι μικρότερη η συνολική ανάγκη δανειακής χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας;
Στην πρώτη εκδοχή η δημιουργία χρηματοδοτικών κενών λόγω της ύφεσης θα αυξήσει τη συνολική χρηματοδοτική ανάγκη. Στη δεύτερη εκδοχή, η απελευθέρωση της δυνατότητας υιοθέτησης αναπτυξιακών πολιτικών κατ’ ελάχιστον θα διατηρήσει τη χρηματοδοτική ανάγκη σε σταθερό επίπεδο και με μεγάλη πιθανότητα θα την μειώσει καθώς η αύξηση του ΑΕΠ θα επιταχύνει την πορεία μείωσης του λόγου χρέους/αεπ.
Αυτές είναι οι τρείς βασικές ερωτήσεις που πρέπει να απαντηθούν (από εκεί που πρέπει να απαντηθούν) έντιμα. Για αυτό το λόγο στην εισαγωγή είπαμε ότι δεν έχει αξία τίποτα παρά μόνο να πάμε βαθιά, στο θεμέλιο και να δούμε αν είναι γερό. Αν ήταν θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε. Δεν είναι όμως. Αλλά μπορεί να αλλάξει. Απλά θέλει γρήγορα γιατί ο χρόνος κυλά και σε κανένα δεν αρέσει ο χρόνος που δεν γεννά ελπίδα.
However
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου