Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Ω ναι! Η κρίση είναι ευκαιρία, του Αντώνη Αντωνάκου

Του Αντώνη Αντωνάκου

Ο Τζέφρυ ήθελε κυβέρνηση με τεκνά και γυμνασμένους. Ήθελε οικολογία, εταιρική ευθύνη, μοντέρνα εργαλεία στη διαχείριση. Η ουτοπία όμως που έχτισε με τους εκατόγχειρες του σκάι και του μέγκα δεν του βγήκε. Για να κρατηθεί έπρεπε να συνθηκολογήσει με τους χοντρούς. Να κάνει συμφωνίες για να μην καταποντιστεί δια παντός και αμετάκλητα. Να στοιχήσει το θατσερικό φραγμέντο της αγοράς με την κομματική ιδρωτίλα στελεχών που γαμούν τη μάνα της για ένα χιλιοστό υπουργικής καρέκλας. Πήρε την εξουσία με τον ελιγμό του κατεργάρη που εξ επαγγέλματος παραπλανεί επʼ ωφελεία του το ποίμνιο που θέλει ηγέτη με σενάριο παροχών. Εστίασε προεκλογικά στη λέξη λεφτά. Αφού τα λεφτά αρέσουν πάντα. Κι αυτό διότι λίγα χρόνια πριν το μυγόχεσμα που έστησε εκσυγχρονισμό, ημιαπασχόληση και κοινωνικό αυτοματισμό οδήγησε στη διαφθορά την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης που αγόραζε και πουλούσε λεφτά με τα λεφτά. Της μεσαίας τάξης που για να συρρικνωθεί και να κάτσει στʼ αυγά της έπρεπε να φουσκώσει σαν παγώνι, να γλεντήσει με πιστωτική στο σκυλάδικο και να συντηρήσει μπετόβεργες για πανωσήκωμα.

    Τα πρώτα μνημόνια πέσανε στα στεγαστικά δάνεια και τις προσδοκίες των πολλών κυβικών. Τα ψιλά γράμματα είχαν φαρμάκια και μια εντοπία προς την πηγή των αποφάσεων. Η χώρα μας στήθηκε πάνω στα δάνεια και τον θαυμασμό των ξένων γιʼ αυτό που υπήρξε κάποτε. Στη νεότερη ιστορία χρεωθήκαμε το δεσποτισμό της άποψης που είχαν οι ξένοι για μας. Απείθαρχοι αλλά και πειθαρχημένοι. Εξεγερμένοι αλλά και λούμπεν. 

    Οι τραγωδίες επωάζονται συστηματικά απʼ τις κοινωνίες που θέλουν να τις αποφύγουν. Ένας λαός που πληρώνει με αίμα περιοδικά την τύχη ή την ατυχία να γεννηθεί σε σταυροδρόμι πολιτισμών, φυσικής ομορφιάς και πλούτου. 

    Δύσκολα παίρνει κάποιος μυρουδιά πως διανύουμε το τελευταία στάδιο ενός κόσμου που τον διαχειρίζεται αυτός που χρειάζεται τις μάζες για να μπορεί να υπάρχει και μόνο. Η τάξη αυτή που ανακυκλώνει και ανακυκλώνεται. Η τάξη που κρατήθηκε με τη συνδρομή μιας διανόησης που κατάντησε γελωτοποιός της αυλής. Η τάξη που είδε μακριά χτίζοντας πάνω στη γενιά του πολυτεχνείου το μέλλον της. Θρέφοντας αριστερές συνειδήσεις με ακροδεξιά στομάχια. Που επινόησε ευρωκομουνισμούς και άλλες παρδαλές αριστεροσύνες χαϊδεύοντας τομάρια που θέλαν το ονοματάκι τους στα βιβλία ιστορίας και στα εγκώμια γλυψιάς κάποιον δήμιων της γραφής. Της τάξης που εξαντλεί την ισχύ των ίδιων των δυνάμεων της. Ζούμε το ζενίθ του θεάματος. 

    Μπορεί να επινοηθεί ακόμα κι η συντέλεια του κόσμου σε απʼ ευθείας μετάδοση μόνο και μόνο για να ερεθίσει την ψυχότροπη ανάγκη του πλήθους. Οι μαυραγορίτες της κατοχής όταν κάποιος τους έψεγε για τη συμπεριφορά τους αντιδρούσαν λέγοντας πως ο πόλεμος είναι ευκαιρία. Πράγματι ο πόλεμος ήταν ευκαιρία γιʼ αυτούς. Αφού μπόρεσαν ως κατσαρίδες να επιβιώσουν μέσα στον κοινωνικό τους  βόθρο έγιναν οι μετέπειτα βιομήχανοι, εφοπλιστές, πολιτικές οικογένειες και διανόηση που αναρχίζει. Έγιναν ιδιοκτήτες παέ, χορηγοί, ευεργέτες. Στις αποθήκες του Παπαστράτου ξεψύχησαν μπόλικοι φθισικοί μα ο Παπαστράτος είναι ευεργέτης για τους γλείφτες αγρινιώτες. Ο Ωνάσης βούλιαζε τα καράβια του για να αρμέγει τις ασφάλειες μα οι δουλοπρεπείς Λευκαδίτες του χτίσανε άγαλμα. Σήμερα βέβαια αναπολούμε αυτούς τους μονοφυσίτες του πλούτου μιας και οι απόγονοι εγίναν πιο ελεεινά καθάρματα. Χτίζουν μηχανισμούς, ιδρύματα, υπερόπλα. Φτιάχνουν τους Τζέφρυ της αγοράς και τις Μαρίες των πολυτεχνείων με τα απωθημένα και τις φροϋδικές σούστες. Στρατολογούν την αύρα και την ξινίλα διορισμένων απʼ τα γεννοφάσκια σε μηχανισμούς για να ξεσκίσουν παιδεία, εργασία και λοιπά άλλα.

    Για να αναγνωρίσεις έναν σύγχρονο μαυραγορίτη αρκεί να ακούσεις απʼ τα χείλη του πως η κρίση είναι ευκαιρία. Σα να λες πως ο καρκίνος είναι ευκαιρία για τους καρκινοπαθείς ή το σύνδρομο καπόζι είναι ευκαιρία για τους οροθετικούς. Όμως η κρίση είναι πράγματι ευκαιρία για το αρπαχτικό που σου κλέβει το μισό μισθό, που σε χαρατσώνει, που σε εξευτελίζει, που σε φτύνει στα μούτρα. Διότι τα χρήματα τα κομμένα και τα ραμμένα κάποιοι τα τρώνε και κάποιοι τα καίνε. Τα γκουρμέ και τα χρυσάφια τους, τα κότερα, οι πουτανιές και οι ελεημοσύνες τους είναι τα οχτάωρα της χαμένης νιότης της μάνας μου. Τα εμφράγματα του πατέρα μου, το ξυλοκόπημα του μπάρμπα μου στην ασφάλεια και η μελαγχολία των φίλων μου για το σκάτεμα της ζωής.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου