Στην περιοχή αυτή υπήρξε η παλιά πρωτεύουσα του αρχαίου Μακεδονικού κράτους, οι ΑΙΓΕΣ. Εδώ υπάρχουν τα Ανάκτορα, το αρχαίο θέατρο και οι Βασιλικοί Τάφοι.
Ο Τάφος του Φιλίππου με τα μοναδικής αξίας ευρήματά του (χρυσή λάρνακα, υδρία, στεφάνια, ασπίδα κ.λ.π.),
που αποτελούν στοιχεία παγκόσμιας ακτινοβολίας. Ο χώρος των Βασιλικών Τάφων με τα στέγαστρά του, είναι ιδιαίτερα επιβλητικός για τον επισκέπτη.
που αποτελούν στοιχεία παγκόσμιας ακτινοβολίας. Ο χώρος των Βασιλικών Τάφων με τα στέγαστρά του, είναι ιδιαίτερα επιβλητικός για τον επισκέπτη.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
Η αρχαία πόλη, που βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες των Πιερίων, ταυτίζεται με βεβαιότητα με τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου της κάτω Μακεδονίας. Ο χώρος κατοικείτο, σύμφωνα με τις ενδείξεις, συνεχώς από την Εποχή της πρώιμης Χαλκοκρατίας (3η χιλιετία π.Χ.), ενώ ήδη κατά την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (11ος – 8ος αιώνας π.Χ.) ήταν ένα σημαντικό πλούσιο και πολυπληθές κέντρο.
Η εποχή όμως της ακμής της πόλης ήταν τα αρχαϊκά (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.) και τα κλασικά χρόνια (5ος και 4ος αιώνας π.Χ.), οπότε αποτελούσε το σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής, έδρα των Μακεδόνων βασιλέων και τόπο όπου συγκεντρώνονταν τα σημαντικότερα πατροπαράδοτα ιερά.
Οι Αιγές ήταν περίφημες στην αρχαιότητα για τον πλούτο των βασιλικών τάφων που βρίσκονταν στην εκτεταμένη νεκρόπολη της πόλης. Τα ευρήματα από τους βασιλικούς τάφους εκτίθενται στο υπόγειο κτίριο – στέγαστρο που προστατεύει τα αρχαία μνημεία, και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Αρχαιολογικού Mουσείου Θεσσαλονίκης.
Οι ανασκαφές στην περιοχή άρχισαν το 19ο αιώνα από τον Γάλλο αρχαιολόγο L.Heuzey. Συνεχίστηκαν μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμαίο τη δεκαετία του ’30. Μετά από το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, την σκυτάλη ανέλαβε ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο οποίος κατά τη δεκαετία του ’50 και ’60 ανέσκαψε το νεκροταφείο των τύμβων.
Παράλληλα, ανασκάφηκε το ανάκτορο από το Αρχαιολογικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τμήμα της νεκρόπολης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το 1977 η σκαπάνη του Μ. Ανδρόνικου έφερε στο φως τους βασιλικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας, ανάμεσα στους οποίους σημαντικότερος ήταν εκείνος του Φιλίππου Β΄ (359-336 π.Χ.), μία ανακάλυψη που θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά γεγονότα του αιώνα μας. Από τότε η ανασκαφή συνεχίζεται και έχει αποκαλύψει σειρά σημαντικών μνημείων.
Τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας – Αιγών είναι:
Οι βασιλικοί τάφοι της Μεγάλης Τούμπας. Στην ομάδα περιλαμβάνονται τρεις Μακεδονικοί τάφοι και ένας κιβωτιόσχημος. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο ασύλητος τάφος του Φιλίππου Β΄ (336π.Χ.) και ένας συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος που ανήκε πιθανότατα στον βασιλιά Αλέξανδρο Δ΄ (310π.Χ.). Οι δύο αυτοί τάφοι κοσμούνται με λαμπρές τοιχογραφίες, έργα μεγάλων επώνυμων καλλιτεχνών.
Οι βασιλικοί τάφοι στα ΒΔ της πόλης. Στην ομάδα περιλαμβάνονται δύο μακεδονικοί τάφοι, ο λεγόμενος “τάφος του Ρωμαίου” ιωνικός, ναόσχημος των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., και ο “τάφος της Ευρυδίκης”, που πιθανότατα ανήκει στη μητέρα του Φιλίππου Β΄ και χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ. Επίσης, τρεις κιβωτιόσχημοι του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. και τέσσερις λακκοειδείς της υστεροαρχαϊκής εποχής.
Το νεκροταφείο των τύμβων. Πρόκειται για την επιβλητική νεκρόπολη της Εποχής του Σιδήρου (11ος-8ος αιώνας π.Χ.), που αποτελείται από περισσότερους από 300 χωμάτινους τύμβους οι οποίοι καλύπτουν συστάδες πλούσια κτερισμένων τάφων.
Το Ανάκτορο και το Θέατρο. Τα δύο πολύ σημαντικά αυτά μνημεία είναι ενταγμένα στο ίδιο οικοδομικό σύνολο, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ. Το ανάκτορο οργανώνεται γύρω από μεγάλη περίστυλη αυλή και περιλαμβάνει ιερό (Θόλοι) αφιερωμένο στον Ηρακλή Πατρώο και πολυτελείς χώρους συμποσίων για τον βασιλιά και τους αξιωματούχους. Σε έναν από αυτούς σώζεται μωσαϊκό δάπεδο.
Το ιερό της Εύκλειας. Βρίσκεται στα βόρεια του Θεάτρου και περιλαμβάνει δύο ναούς του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ., μνημειακό περιστύλιο και σειρά αναθημάτων, ανάμεσα στα οποία και δύο βάσεις από αναθήματα της βασίλισσας Ευρυδίκης, γιαγιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η Ακρόπολη και το τείχος της πόλης. Βρίσκεται στα νότια του οικισμού σε έναν αρκετά απόκρημνο λόφο. Το τείχος εκτείνεται και προς τα ανατολικά της πόλης. Από την Ακρόπολη έχουν ανασκαφεί τμήματα του περιβόλου και του εσωτερικού (οικίες της ελληνιστικής εποχής). Η οχύρωση των Αιγών χρονολογείται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου αρχές 3ου αιώνα π.Χ.).
ΤΟ ΣΤΕΓΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ:
Με την αποκάλυψη των βασιλικών τάφων των Αιγών, το 1977, άρχισε αμέσως η συντήρηση των περίφημων τοιχογραφιών που τους διακοσμούσαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε επιτόπου εργαστήριο συντήρησης για την διάσωση και αποκατάσταση των εξαιρετικά σημαντικών κινητών ευρημάτων που περιείχαν. Για την προστασία των βασιλικών τάφων κατασκευάστηκε το 1993 υπόγειο κτίριο που εγκιβωτίζει και προστατεύει τα αρχαία μνημεία, διατηρώντας σταθερές τις συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, πράγμα απαραίτητο για την διάσωση των τοιχογραφιών.
Το κτίσμα αυτό εξωτερικά έχει τη μορφή χωμάτινου τύμβου, ενώ στο εσωτερικό του εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους.
Το δέος μπροστά στο θάνατο, η αίγλη της βασιλικής λάμψης, η συγκίνηση που γεννά το τραγικό τέλος του βασιλικού οίκου των Τημενιδών, είναι ιδέες σύμφυτες με το χώρο των βασιλικών τάφων των Αιγών. Οι ιδέες αυτές καθόρισαν το σενάριο της έκθεσης, ενώ οι βασικές αισθητικές επιλογές στηρίχτηκαν στην αντίληψη ότι σε ένα χώρο ουδέτερο και σκοτεινό πάμφωτα και θερμά πρέπει να κυριαρχούν μόνο τα αρχαία αντικείμενα.
Ο επισκέπτης που κατηφορίζει στον υπόγειο χώρο των τάφων ξεκινά την περιήγησή του με την αναπαράσταση της Μεγάλης Τούμπας, του μνημείου που σημάδευε τη θέση των βασιλικών ταφών και δεν υπάρχει πια.
Επιτύμβιες στήλες και ευρήματα από τάφους απλών Μακεδόνων, που μετά το θάνατό τους έγιναν γείτονες του βασιλιά, δίνουν το μέτρο σύγκρισης.
Ο κατεστραμμένος τάφος του 3ου αιώνα π.Χ., το γκρεμισμένο ηρώο, τόπος νεκρικής λατρείας των βασιλιάδων, η γοητεία και η θλίψη που αποπνέει η αρπαγή της Περσεφόνης προετοιμάζουν τον επισκέπτη να προσεγγίσει το νεκρό βασιλιά.
Τότε έρχεται στο προσκήνιο ο Φίλιππος. Τα λαμπρά όπλα δίνουν την αίσθηση της δύναμης του ηγεμόνα. Ο σωρός των υπολειμμάτων της νεκρικής πυράς που βρέθηκαν όλα μαζί ριγμένα επάνω στον τάφο θυμίζει το τραγικό ολοκαύτωμα και συγχρόνως υπαινίσσεται το πέρασμα σε μία άλλη διάσταση.
Ακολουθεί η χρυσή λάρνακα που περιείχε τα οστά του αφηρωισμένου βασιλιά Φιλίππου Β΄ και το στεφάνι βελανιδιάς που φορούσε ο νεκρός. Η χρυσή λάρνακα που ζύγιζε 11 κιλά είναι διακοσμημένη στο κάλυμμά της με το μακεδονικό αστέρι και στις πλευρές της με φυτικά κοσμήματα και επίθετους ρόδακες. Το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς είναι το πιο βαρύτιμο στεφάνι που σώθηκε από την ελληνική αρχαιότητα. Αποτελείται από 313 φύλλα και 68 βελανίδια. Ζυγίζει 714 γραμμάρια.
Στον ίδιο χώρο βρίσκεται η χρυσή λάρνακα με τα οστά της βασιλικής συζύγου και το χρυσοκέντητο ύφασμα που τα τύλιγε, και οι δυο χρυσελεφάντινες κλίνες, διαχρονικοί μάρτυρες των λαμπρών βασιλικών συμποσίων.
Οι κλίνες, που ήταν χρηστικά αντικείμενα, είχαν σκελετό από ξύλο και ήταν πλούσια διακοσμημένες με ελεφαντόδοντο, γυαλί και χρυσό. Κατασκευασμένες από το χέρι σπουδαίων αρχαίων καλλιτεχνών, αποτελούν δύο μοναδικά αριστουργήματα της ελληνικής μικροτεχνίας. Στην κλίνη του θαλάμου, στη ζωφόρο της μακριάς πλευράς, υπάρχει ανάγλυφη παράσταση βασιλικού κυνηγιού, στο οποίο συμμετέχει ο ίδιος ο Φίλιππος και ο νεαρός γιός του Αλέξανδρος μαζί με Μακεδόνες αυλικούς.
Στην κλίνη του προθαλάμου, που ήταν διακοσμημένη με ελεφαντοστέινα ανάγλυφα, σε όλες της τις πλευρές, στις μεγάλες ζωφόρους παριστάνονταν μάχες Ελλήνων και βαρβάρων. Με τη συμμετοχή ενός πολύ σημαντικού σύγχρονου ΄Ελληνα καλλιτέχνη, του Χρήστου Μποκόρου, τα αριστουργήματα αυτά που είχαν εντελώς διαλυθεί, ανασυντέθηκαν σε φυσικό μέγεθος και παρουσιάζονται στο κοινό.
Στην τελευταία ενότητα της έκθεσης συναντά κανείς τα ευρήματα από τον τάφο ΙΙΙ, που ανήκει πιθανότατα στον Αλέξανδρο Δ΄, τον γιό του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης, που δολοφονήθηκε από τον Κάσσανδρο το 310 π.Χ.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η ασημένια τεφροδόχος με τα οστά του νεαρού νεκρού, πλαισιωμένη από τα αριστουργηματικά ελεφαντοστέινα ανάγλυφα της κλίνης.
Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, του αρχαιολόγου που έφερε στο φως τους θησαυρούς και είχε τη γνώση και την πνευματική εγρήγορση να τους αναγνωρίσει.
Στο τέλος της πορείας, σε ένα χώρο ειδικά διαμορφωμένο για το σκοπό αυτό, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να ακούν τον ίδιο τον ανασκαφέα να τους ξεναγεί στα μνημεία.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου