Όσο ο κλοιός στένευε γύρω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης την Άνοιξη του 1453, οι βυζαντινοί κατάσκοποι πλήθαιναν στην Αίθουσα του Θρόνου, για να πάρουν τις τελευταίες οδηγίες από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Μια μέρα, απ’ τις πιο κουραστικές για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ένας από τους άντρες της φρουράς του ανήγγειλε την άφιξη του τελευταίου βυζαντινού κατασκόπου απ’ το οθωμανικό μέτωπο. Είχε πρόσωπο χλωμό και ταλαιπωρημένο, σκεπασμένο απ’ τη σκόνη του δρόμου. Φορούσε ρούχα Τουρκμάνου και είχε δεμένο στο κεφάλι του τουρμπάνι ισλαμικό.
Ο Παλαιολόγος αναπήδησε στο θρόνο του κοιτώντας τον υποψιασμένα, όμως – πριν προλάβει να μιλήσει – ο νεοφερμένος έβγαλε το κάλυμμα του κεφαλιού του και έπεσε στα γόνατα για να τον προσκυνήσει φιλώντας την άκρη του στρατιωτικού μανδύα του. Τα μάτια του αυτοκράτορα άστραψαν από χαρά αναγνωρίζοντας τον άντρα.
– Θεοφύλακτε Χρυσολωρά, λίγο έλειψε να ξεγελάσεις κι εμένα με τη μεταμφίεση που έκανες, φώναξε έκπληκτος και τον σήκωσε για να τον αγκαλιάσει.
– Πολυσέβαστε δέσποτα, αν δεν έλεγα το σύνθημα (ΝΟΑ*), δε θα με άφηναν να φτάσω εδώ οι δικοί μας, είπε ανακουφισμένος ο κατάσκοπος και άρχισε να του λέει (με παλλόμενη απ’ τη συγκίνηση φωνή) τα τελευταία νέα από το στρατόπεδο του Μωάμεθ, όπως του τα μετέφερε ο εξαγορασμένος απ’ τους Βυζαντινούς βεζύρης του Χαλίλ πασάς**.
Από τον Μάρτιο ακόμα ο σουλτάνος (αφού διέσχισε τους έρημους κάμπους της Θράκης τρομοκρατώντας τους αγρότες εκεί) κατευθύνθηκε απ’ την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη έχοντας έναν απίστευτο όγκο στρατού μαζί του από φάλαγγες σαρικοφόρων πεζών, ιππέων, Τουρκμένων, Κούρδων και φανατισμένων γενίτσαρων (συγκροτημένων σε ξεχωριστό σώμα) στους οποίους προστέθηκαν τελευταία και 30.000 χριστιανοί, Ευρωπαίοι και Βαλκάνιοι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που εξαναγκάστηκαν να επιστρατευτούν στο πλευρό του.
Όλοι μαζί (συμπεριλαμβανομένων και των ιμάμηδων, των δερβίσηδων, των υπηρετών και άλλων απόλεμων συνοδών του στρατού του σουλτάνου) ξεπερνούσαν τις 200.000 και ήταν στρατοπεδευμένοι στην άπλα της χερσαίας γης του Εξαμιλίου τρομοκρατώντας (απ’ την μια άκρη της θάλασσας ως την άλλη) τους υπερασπιστές των λαβωμένων τειχών της Πόλης.
Η συνάντηση του Νοταρά με τον Παλαιολόγο
Ήδη ο Μωάμεθ βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής απ’ τη Βασιλεύουσα, αφού είχε στήσει τη σκηνή του πέντε μίλια απ’ τη στρατιωτική Πύλη του Πέμπτου (Πύλη του Αγίου Ρωμανού), που ήταν η πιο ευάλωτη των τειχών και γι’ αυτό ανέλαβε ο ίδιος ο αυτοκράτορας να την υπερασπίσει. Ο ανατολικός στρατός του σουλτάνου, ωστόσο, δεν ήταν μαζί του γιατί κάλυπτε την έκταση στα δεξιά του μέχρι τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά, όχι μακριά από τη Χρυσή Πύλη (τη δεύτερη κατά σειρά εισόδου Πύλη στα διπλά Θεοδοσιανά χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης).
Ο ευρωπαϊκός στρατός είχε παραταχθεί, κατά τα λεγόμενα του Βυζαντινού κατασκόπου, στα αριστερά του Μωάμεθ φτάνοντας μέχρι την Ξυλόπορτα, κοντά στον Κεράτιο κόλπο (προς τον οποίο κατευθυνόταν ήδη το τελευταίο μέρος του τουρκικού στόλου), ενώ οι γενίτσαροι είχαν στρατοπεδεύσει μπροστά απ’ τα χαρακώματα και ο στρατός υπό Ζαγανό πασά (συμβούλου του Μωάμεθ) πάνω απ’ τον Γαλατά.
Όταν έφυγε ο Χρυσολωράς από το παλάτι, ο αυτοκράτορας (με σκοτεινιασμένο πρόσωπο) έκανε λίγα βήματα ξέπνοος στην Αίθουσα του Θρόνου και ύστερα ζήτησε να του φωνάξουν τον Λουκά Νοταρά (μέχρι πρότινος αρχιναύαρχό του), για να του πει αν έκανε αυτό που συμφώνησαν για τον Κεράτιο.
Εκείνος τον βεβαίωσε, όταν ήρθε, ότι ξετύλιξαν ήδη τη σιδερένια αλυσίδα του Κεράτιου και την έδεσαν κοντά στον πύργο του Σταυρού (απέναντι απ’ τον Γαλατά), για να μην μπορούν να ορμήσουν μέσα τα πλοία του Μωάμεθ και πλευρίσουν τα τείχη τους. Έμενε μόνο να σφηνώσουν στα άγκιστρα πολύ χοντρά ξύλα πλεγμένα το ένα στο άλλο, ώστε να δημιουργήσουν φράγμα αδιαπέραστο στον εχθρό, όταν επιχειρήσει να το σπάσει για να μπει στο Χρυσοκέρας***.
Η επίσκεψη στα τείχη από τον Παλαιολόγο
Ο αυτοκράτορας τον ευχαρίστησε για ό,τι είχε κάνει από τη θέση του αρχιναυάρχου και του ζήτησε να πάρει τους 100 ιππείς και τους 500 τοξότες και σφενδονίτες που του έστειλε, για να υπερασπιστεί το τείχος από το Πέτριο έως την Πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Μετά στράφηκε στον Σφραντζή, έτοιμος να του αναθέσει κάτι άλλο. Όμως, εκείνος τον πρόλαβε εκδηλώνοντας την επιθυμία να παραμείνει κοντά του ως γραμματέας του. Ο αυτοκράτορας κούνησε το κεφάλι με κατανόηση και γύρισε στον ξάδερφό του δούκα της Μεσοποταμίας Νικηφόρο, που μόλις είχε μπει στην Αίθουσα του Θρόνου, να ελέγξει τους κλειδούχους όλων των στρατιωτικών Πυλών αν είναι στις θέσεις τους.
Ύστερα επισκέφθηκε τα τείχη κοντά στο παλάτι που ήταν ταλαιπωρημένα και απροστάτευτα λόγω λειψανδρίας των υπερασπιστών τους, για να καταλήξει στον Πύλη της Καλιγαρίας. Οι καστρόπορτές της ήταν ορθάνοιχτες και υποδέχονταν μια αλλόφρονη μάζα πλήθους που έτρεχε να βρει προστασία εκεί ειδοποιημένη από τους βιγλάτορες του κάστρου οι οποίοι σάλπισαν έγκαιρα τον κίνδυνο απ’ τα κανόνια του Μωάμεθ.
Κοντά στα γυναικόπαιδα, είχαν περάσει την Πύλη και οι τελευταίοι εθελοντές που έτρεχαν να καλύψουν τα κενά στις ”ορφανές” πολεμίστρες. Ο Παλαιολόγος ανέβηκε στον πύργο και συνομίλησε μαζί τους και με τους βιγλάτορες. Ύστερα, πριν να φύγει, έστρεψε τη θολή του ματιά στις πλησιέστερες και τις πιο μακρινές εικόνες της Πόλης αγναντεύοντας απ’ άκρη σ’ άκρη το παλάτι των Βλαχερνών και το μονό τείχος του Κεράτιου.
Οι προσδοκίες του Παλαιολόγου διαψεύδονται
”Ίσως…, ίσως δεν έχουν χαθεί όλα”, σκέφτηκε με λαχτάρα, μα την ίδια κιόλας στιγμή ο αέρας τού ψιθύρισε τη διάψευση των προσδοκιών του μέσα από τη φωνή του Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος του είχε εξομολογηθεί τον φόβο του ότι ο τουρκικός στόλος (μετά τον αποκλεισμό του Κεράτιου) θα βύθιζε τα βυζαντινά εμπορικά πλοία και μαζί με αυτά τα εφόδια και το στάρι που προοριζόταν για τον πεινασμένο λαό.
Γεμάτος ανησυχία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος άφησε, άρον άρον, την Καλιγαρία και κατευθύνθηκε καλπάζοντας στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού έχοντας στο μυαλό του την τελευταία εικόνα από τον Κεράτιο, όταν είχε πάει να υποδεχτεί τον συμμαχικό πολεμικό στόλο. Ήταν εκεί ο δικός τους (βυζαντινός αυτοκρατορικός) με το δικέφαλο αετό στα κατάρτια των πλοίων του πλάι στο σταυρό, το σύμβολο της Ορθοδοξίας. Πολύ κοντά ήταν και τα πλοία των ξένων (Ελλήνων, Βενετών, Λιγυριανών, Καταλανών και Γενοβέζων της Κρήτης και της Χίου), που είχαν έρθει να τους βοηθήσουν .
Οι δρόμωνες, τα χελάνδια, οι ολκάδες, τα μπριγκαντίνια, οι λιγυριανές, ιβηρικές και κυδωνιάτικες γαλέρες βρίσκονταν σε πολεμική ετοιμότητα κατά μήκος της αλυσίδας που είχε ξετυλιχθεί ήδη στον Κεράτιο Κόλπο, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο Λουκάς Νοταράς.
Τώρα, με την επιστροφή του στο στρατηγείο, ο Κωνσταντίνος αναθυμόταν όλα αυτά που του ζέσταιναν την καρδιά, όπως και το κατόρθωμα των χριστιανικών πλοίων να σπάσουν τον τουρκικό αποκλεισμό με τη βοήθεια του Χιώτη πλοιάρχου Φλαντανελά ο οποίος (μαζί με τον βασιλικό βαπτιστικό Ισαάκιο Νοταρά) είχε βουλιάξει το πλοίο του Καπουδάν πασά και άλλα τουρκικά πλοία σε ναυμαχία στο Χρυσοκέρας.
Η επιστράτευση
Με την ανάμνηση αυτών, ξαρματώθηκε λίγο για να χαλαρώσει, μα τον πήρε ο ύπνος στη θέση του μέχρι που τον ξύπνησαν οι φωνές των φρουρών του για να του πουν πως είχαν έρθει πρέσβεις απ’ τον σουλτάνο στην Πύλη, για να δώσουν μήνυμα του Μωάμεθ για εκείνον. Ο αυτοκράτορας πετάχτηκε αναστατωμένος. Έβαλε πάλι τον φολιδωτό σιδερένιο του θώρακα και γύρισε στη στρατιωτική αίθουσα, για να διαβάσει το μήνυμα χωρίς να δεχτεί τους αγγελιαφόρους. Ήταν η ώρα να στείλει το δικό του μήνυμα στον Μωάμεθ, σε απάντηση του αιτήματός του να παραδώσει την Πόλη αμαχητί με αντάλλαγμα τη ζωή του ίδιου και των υπηκόων του:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν» (μ.τ.φ: Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της· γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας).
Ύστερα κάλεσε τον στενό συνεργάτη, φίλο και γραμματέα του Γεώργιο Σφραντζή, για να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα της τελευταίας γενικής επιστράτευσης πριν την τελική αναμέτρηση με τους Οθωμανούς. Και εκείνος του είπε τη σκληρή αλήθεια: Από τους 30.000 που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα παρουσιάστηκαν μόνο 4.937 (σ.σ: Ο αυτοκράτορας τον παρακάλεσε να μην το κοινοποιήσει αυτό για ευνόητους λόγους). Ανάμεσα στους οικειοθελώς επιστρατευμένους παρουσιάστηκε πρώτος ο Γενοβέζος στρατιωτικός Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο οποίος – αφού έβαλε άλλον επικεφαλής στη θέση του στην Χαρσία Πύλη (Πύλη Αδριανούπολης) – πήρε τους δικούς του και ήρθε στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού (απέναντι από την οποία μετέφερε ο Μωάμεθ τη ”μπομπάρδα” του Ουρβανού), για να πολεμήσει στο πλευρό του Παλαιολόγου.
Η εσωτερική προδοσία
Λίγες μέρες αργότερα, ο γενναίος ”Μαύρος Αρχάγγελος” της Δύσης – υπερασπιζόμενος με αυταπάρνηση την Πύλη του Αγίου Ρωμανού – τραυματίστηκε βαριά σε ”μάχη εκ του συστάδην” με τους Τούρκους, οι οποίοι που μπήκαν στην Πόλη απ’ την αφύλαχτη Κερκόπορτα μετά από εσωτερική προδοσία. Οι 700 άντρες του αποσύρθηκαν αρχικά συντεταγμένα, αλλά – βλέποντας να χειροτερεύει μέρα τη μέρα το τραύμα του αρχηγού τους στο χέρι – αναχώρησαν εσπευσμένα με τον ίδιο και τα πλοία τους απ’ την Κωνσταντινούπολη για την πατρίδα τους, κάνοντας αναγκαστική στάση στη Χίο, όπου πέθανε ο τελευταίος ξένος υπερασπιστής της Πόλης.
Μετά την απόσυρση λόγω θανάσιμου τραυματισμού του Ιωάννη Ιουστινιάνη, η άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατέρρευσε και ο αυτοκράτορας, ακούγοντας τους ήχους των σπαθιών των Τούρκων κοντά του, πέταξε τα αυτοκρατορικά διακριτικά του και έδωσε τον ύστατο αγώνα σαν απλός στρατιώτης εφορμώντας έφιππος πάνω στους άπιστους που τον είχαν περικυκλώσει.
Ήταν ημέρα Τρίτη, 29 Μαῒου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων. Ο αυτοκράτορας, μέσα στην παραζάλη της μάχης, άργησε να το καταλάβει. Κάποια στιγμή μόνο ένιωσε στον αέρα την έντονη οσμή αίματος.
Είχε μείνει μόνος με τους Οθωμανούς δαίμονες να λυσσομανούν να τον κατασπαράξουν. Το άλλοτε αγέρωχο βλέμμα του έμοιαζε τώρα με βλέμμα πληγωμένου ζώου που υπέφερε και είχε την επίγνωση του επερχόμενου θανάτου. Έβλεπε πως δεν υπάρχει σωτηρία και γι’ αυτό φώναξε με σπαρακτική φωνή την αγωνία του για την ταπείνωση που τον περίμενε στο ξεψύχισμά του: «Η Πόλις αλίσκεται, κι εγώ ζω έτι; Ουκ έστι τις των Χριστιανών λαβείν την κεφαλήν εμού;» (μ.τ.φ: Η Πόλη χάνεται κι εγώ ζω ακόμα; Δεν βρίσκεται κάποιος απ’ τους Χριστιανούς να μου πάρει το κεφάλι;).
Φόρος τιμής στον Παλαιολόγο
Δευτερόλεπτα μετά, στην εσωτερική πλευρά της Πύλης του Αγίου Ρωμανού, ένας μαυριδερός Οθωμανός τού έπαιρνε το κεφάλι με μια σπαθιά αγνοώντας ποιον σκότωσε, λόγω των ρούχων χωρίς διακριτικά που φορούσε. Έτσι ο τελευταίος αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέρασε στην αθανασία βρίσκοντας το θάνατο σαν απλός στρατιώτης. Ένας απλός στρατιώτης που έπεσε σαν Λεωνίδας της Σπάρτης στο πεδίο της μάχης αφήνοντας υποθήκη χρέους και θυσίας στον Ελληνισμό.
Υπερασπίστηκε την πατρίδα του μέχρις εσχάτων, σφραγίζοντας με το θάνατό του το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μιας ένδοξης αυτοκρατορίας που έζησε 1.123 χρόνια και 18 ημέρες διαφυλάσσοντας και μεταγγίζοντας – ως κιβωτός του Ελληνισμού – την αρχαιοελληνική διανόηση, την ορθόδοξη πίστη και τον προγονικό πολιτισμό μας.
Ερμηνευτικά:
* Το ”ΝΟΑ” (”ΝΙΚΑ Ο ΑΕΤΟΣ”) ήταν ένα από τα συνθήματα των Βυζαντινών κατασκόπων
** Ο φιλοχρήματος Τσανταρλί Χαλίλ πασάς, δωροδοκούμενος απ’ τους Βυζαντινούς βεζύρης του Μωάμεθ, έπαιζε τον ρόλο του κατασκόπου. Ήταν, σημειωτέον, ο πρώτος που πληροφόρησε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο για το κανόνι του Ουρβανού και την επικινδυνότητά του. Ο Χαλίλ πασάς ήταν επικεφαλής των μετριοπαθών Οθωμανών, που προτιμούσαν τις ειρηνικές διαπραγματεύσεις από τη σύγκρουση με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου