Πριν από
λίγες μέρες δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε
νομοθετική πρωτοβουλία, σύμφωνα με την οποία θα υπογράφονται μεταξύ της
κυβέρνησης και των συνδικάτων Συλλογικές
Συμβάσεις Εργασίας. Εκ πρώτης όψεως το μέτρο φαίνεται ότι κινείται σε
θετική κατεύθυνση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει ισονομία αφού και στο
Δημόσιο Τομέα θα εφαρμοστούν διατάξεις που ίσχυσαν για δεκαετίες στον Ιδιωτικό
Τομέα. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα
είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση θα υπογράφει γενική Συλλογική
Σύμβαση Εργασίας μόνο με την ΑΔΕΔΥ. Δηλαδή,
η ΑΔΕΔΥ πλέον θα διαπραγματεύεται τα μισθολογική ζητήματα όλων των Δημοσίων
Υπαλλήλων, συνεπώς και των εκπαιδευτικών. Επομένως,
ΟΛΜΕ και ΔΟΕ δεν θα έχουν κανένα δικαίωμα να θέσουν μισθολογικά ζητήματα. Με
την προτεινόμενη ρύθμιση επιχειρεί η Κυβέρνηση να φιμώσει τα πιο δυναμικά
σωματεία του Δημοσίου. Στην ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ εκχωρείται το δικαίωμα να
διαπραγματευτούν μόνο θεσμικά αιτήματα και να υπογράψουν Ειδική Συλλογική
Σύμβαση Εργασίας. Μάλιστα, εάν η ΑΔΕΔΥ
υπογράψει τη Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ δεν έχουν ούτε το
δικαίωμα της απεργίας για οικονομικά ζητήματα. Εάν τα εκπαιδευτικά συνδικάτα διαφωνούν για τους
όρους της Γενικής Συλλογικής Σύμβασης
Εργασίας, δεν έχουν το δικαίωμα να την
καταγγείλουν, γιατί δεν ανήκουν στους κοινωνικούς εταίρους που
διαπραγματεύτηκαν τη συμφωνία.
Είναι προφανές ότι η υπερψήφιση της ανωτέρω τροπολογίας
θα δημιουργήσει σοβαρότατα προβλήματα στα εκπαιδευτικά συνδικάτα και θα
αφαιρέσει κεκτημένα δικαιώματα δεκαετιών.
Οι υποστηρικτές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης, οι
κυβερνητικοί συνδικαλιστές των ΣΥΝΕΚ, αντιτείνουν ότι με το προηγούμενο
καθεστώς δεν υπήρχαν καν διαπραγματεύσεις. Ουδέν πιο αναληθές αυτού. Η απουσία
θεσμικού πλαισίου έδινε τη δυνατότητα στην ΟΛΜΕ να καταθέτει τα οικονομικά της
αιτήματα στον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας, και αυτός συνεννοείτο με τον Υπουργό
Οικονομικών για την ικανοποίηση ή μη των αιτημάτων μας. Με το υφιστάμενο
σύστημα η ΟΛΜΕ έθεσε συχνά πολλά ειδικά μισθολογικά ζητήματα. Π.χ. τα τρίμηνα
αρχικά, το επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης, το ζήτημα των αμοιβών των
συναδέλφων για την ενασχόληση τους στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, το επίδομα των
176 ευρώ που μόνο οι εκπαιδευτικοί και οι νοσοκομειακοί δεν το πήραν κ.α. Τώρα
η δυνατότητα αυτή αφαιρείται από την ΟΛΜΕ. Εάν
πραγματικά η Κυβέρνηση επιθυμεί να θεσμοθετήσει τις σχέσεις της με τα συνδικάτα, θα πρέπει να δώσει στις
Ομοσπονδίες, και συνεπώς και στην ΟΛΜΕ, το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης των
μισθολογικών ζητημάτων.
Την ίδια περίοδο καταγράφεται η
πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ψήφιση νόμου, σύμφωνα με τον οποίο θα
εκλέγονται οι Διευθυντές Σχολικών
Μονάδων από τον Σύλλογο Διδασκόντων.
Μάλιστα, οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης πρότασης δηλαδή οι
συνδικαλιστές των ΣΥΝΕΚ μιλάνε για θετική εξέλιξη και απορούν, γιατί κάποιοι
είναι αντίθετοι σε αυτή τη διαδικασία Άμεσης Δημοκρατίας. Όμως η Κυβέρνηση θα τοποθετήσει νέους Διευθυντές Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης κάνοντας χρήση του νόμου 3848/10, του περιβόητου νόμου
Διαμαντοπούλου, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση κατήγγειλε ως
αντιεκπαιδευτικό. Για να σωθούν τα προσχήματα, θα γίνουν στο νόμο αυτό κάποιες
ανεπαίσθητες αλλαγές.
Και εδώ τίθενται τα ακόλουθα
ερωτήματα:
·
Αφού
πραγματικά πιστεύουν στην Άμεση
Δημοκρατία, γιατί δεν γίνονται οι επιλογές των Διευθυντών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με εκλογή από τους
συναδέλφους που υπηρετούν στη συγκεκριμένη περιοχή; Άλλωστε ο κόσμος της
εκπαίδευσης είναι μικρός και όλοι γνωριζόμαστε.
·
Γιατί
δεν επιλέγονται οι Περιφερειακοί
Διευθυντές Εκπαίδευσης με εκλογή από τους συναδέλφους της Πρωτοβάθμιας και
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που υπηρετούν στην Περιφέρεια; Θα μπορούσε να
ισχυριστεί κάποιος ότι είναι αδύνατον να γνωρίζουν οι εκπαιδευτικοί
Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης μιας Περιφέρειας τους υποψηφίους.
Το πρόβλημα όμως αυτό λύνεται εύκολα με τη δημοσιοποίηση του βιογραφικού των
υποψηφίων και την θετική γνωμοδότηση του Συλλόγου Διδασκόντων που υπηρετεί ο
υποψήφιος. Γιατί λοιπόν, δεν προχωρούν
στην εκλογή Στελεχών και στις ανώτερες βαθμίδες;
·
Γιατί
στοχοποιούνται οι Διευθυντές
Σχολικών Μονάδων ως δήθεν εκφραστές της μνημονιακής πολιτικής στο χώρο της
εκπαίδευσης και μένουν στο απυρόβλητο οι Σχολικοί Σύμβουλοι που είχαν
ενεργότερη συμμετοχή στις διαδικασίες αξιολόγησης; Πού αποσκοπεί αυτός ο
σκόπιμος διαχωρισμός;
Είναι λοιπόν προφανές ότι η επιλογή Διευθυντών Σχολείων με άμεση εκλογή εξυπηρετεί συγκεκριμένες στοχεύσεις
της Κυβέρνησης:
·
Επιδιώκεται
να επικρατήσει ένα διχαστικό κλίμα
στα σχολεία και να σπάσει η ενότητα των εργαζομένων. Είναι βέβαιο ότι σε πολλές
σχολικές μονάδες, όπου θα υπάρχουν δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι, και πιέσεις θα
ασκηθούν στους συναδέλφους από τους υποψηφίους και προσωπικές φιλίες θα
διαταραχθούν και αντιπαραθέσεις θα υπάρχουν.
·
Επιδιώκεται
η δημιουργία δύο ομάδων στα σχολεία,
αυτή που στήριξε και εξέλεξε τον Διευθυντή και αυτή που επέλεξε τον αποτυχόντα
υποψήφιο. Επειδή η εκλογή δεν αποτελεί εχέγγυο ομαλότητας εντός του Συλλόγου,
είναι πιθανόν αρκετοί Διευθυντές να ακολουθήσουν ρεβανσιστική πολιτική σε βάρος των συναδέλφων που δεν τους ψήφισαν,
ενώ πιθανά θα τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης οι υποστηρικτές του Διευθυντή.
·
Επιδιώκεται να εκλεγούν Διευθυντές
Σχολείων που πρόσκεινται στην Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση και η κυβερνητική παράταξη διαπίστωσαν ότι οι
συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ που επιθυμούν να γίνουν Διευθυντές δεν έχουν τα
απαραίτητα προσόντα για να καταλάβουν τις θέσεις. Αντελήφθησαν ότι εάν προχωρούσαν
στην επιλογή Διευθυντών με το προηγούμενο σύστημα, θα υποχρεώνονταν να
εκτελέσουν πληθώρα υποψηφίων που έχουν περισσότερα προσόντα, αλλά δεν είναι αρεστοί. Τώρα με την εκλογική διαδικασία θα
επιδιώξουν να διαχωρίσουν τους υποψηφίους σε «δημοκρατικούς» δηλαδή σε αυτούς
που ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ και σε «μνημονιακούς» δηλαδή σε αυτούς που ψήφισαν άλλα
κόμματα.
·
Επιχειρείται
η μπαχαλοποίηση του σχολείου και η δημιουργία ενός νέου δικτύου πελατειακών
σχέσεων. Ο κομματικά επιλεγμένος
Περιφερειακός Διευθυντής και ο φιλικά
προσκείμενος Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ,που θα προκύψει με τις
κρίσεις, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εκλογή Διευθυντών Σχολείων, αφού οι
φιλικά προσκείμενοι προς την κυβέρνηση υποψήφιοι Διευθυντές είναι βέβαιο ότι θα
επικαλεστούν τις καλές τους σχέσεις με τη Διοίκηση, προκειμένου να
προσεταιριστούν την πλειοψηφία των συναδέλφων.
·
Επιδιώκεται
η στοχοποίηση και η συκοφάντηση των εν ενεργεία Διευθυντών των Σχολείων, επειδή εκτέλεσαν τις εντολές των
ανωτέρων τους. Αποσιωπάται το γεγονός
ότι μεγάλο μέρος των εν ενεργεία Διευθυντών Σχολείων σφαγιάστηκαν στις
προηγούμενες κρίσεις , γιατί δεν ήταν αρεστοί από την τότε Διοίκηση. Εξαιτίας
των μαζικών αποχωρήσεων, λόγω του συνταξιοδοτικού, οι συνάδελφοι αυτοί ανέλαβαν
μετά από κάποιο διάστημα τη Διοίκηση Σχολικών Μονάδων. Είναι ευτράπελο η κυβερνητική συνδικαλιστική παράταξη (ΣΥΝΕΚ) να
κατηγορεί αυτούς τους ανθρώπους ως εκφραστές της μνημονιακής πολιτικής, ενώ
πριν μερικά χρόνια κατήγγειλε την καρατόμηση τους για πολιτικούς λόγους.
Είναι προφανές ότι κυβέρνηση και ΣΥΝΕΚ προσπαθούν να εξευτελίσουν και να
αμαυρώσουν το σύνολο των Διευθυντών Σχολείων και να δημιουργήσουν μία νέα κατάσταση στα
σχολεία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.
Εν κατακλείδι, η
κυβέρνηση επιχειρεί:
·
Με
τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας να
αφαιρέσει από την ΟΛΜΕ το δικαίωμα να διαπραγματεύεται τα μισθολογικά ζητήματα
του κλάδου.
·
Με
την εκλογή Διευθυντών Σχολικών Μονάδων
να διχάσει τους συναδέλφους, να διασπάσει την ενότητα του κλάδου και να
απενεργοποιήσει την ΟΛΜΕ ως μηχανισμό διεκδίκησης.
Είναι στο χέρι των
συναδέλφων να ματαιώσουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Νίκος
Παπαχρήστος
Μέλος
Δ.Σ ΟΛΜΕ
Με
τη Δ.Α.Κ.Ε Δ.Ε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου