Η προχθεσινή δραματική κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας να
ανεβάσει τα επιτόκια δανεισμού από το 7,75% στο 12,5% έγινε σε μια
προσπάθεια να βάλει φρένο στην ραγδαία κατάρρευση της τουρκικής λίρας, η
οποία μέσα σε ένα μόλις χρόνο έχει χάσει 10% έναντι του δολαρίου. Όπως
μια σειρά άλλες πολυδιαφημισμένες αναδυόμενες οικονομίες η Τουρκία έχει
δει μια διαφυγή μεσοπρόθεσμων επενδύσεων να χάνονται. Η Άγκυρα
στηρίζονταν πάρα πολύ σε αυτού του είδους τις επενδύσεις για να καλύψει
το έλλειμμα της, το οποίο ανέρχεται σε 60,8 δις δολάρια.
Μέχρι πρόσφατα την Τουρκία βοηθούσε σημαντικά σε αυτή την προσπάθεια
με μεγάλη εισροή κεφαλιών από το εξωτερικό, η πολιτική νομισματικής
επέκτασης που ακολουθούσε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η απόφαση των ΗΠΑ να αρχίσουν να αποσύρουν σταδιακά αυτή
την πολιτική
έχει περιορίσει σημαντικά την πρόσβαση της Άγκυρας σε φθηνά κεφάλαια, με
αποτέλεσμα η Τουρκία να κάνει ότι είναι δυνατόν για να σταθεροποιήσει
τη λίρα, γνωρίζοντας παρόλα αυτά ότι τα μέτρα που παίρνει δεν θα έχουν
αποτελέσματα σε βάθος χρόνου.
Ένας λόγος για αυτό είναι ότι την οικονομική κρίση επιβαρύνει
σημαντικά η συνεχιζόμενη πολιτική κρίση η οποία αναμένεται να ενταθεί
όσο πλησιάζουμε στις εκλογές του Μαρτίου, των Προεδρικών εκλογών του
Αυγούστου και των βουλευτικών εκλογών του 2015.
Οι ξένοι επενδυτές είχαν εκνευριστεί με την τουρκική κυβέρνηση και
την ανορθόδοξη μέθοδο που εφάρμοζε για να υπερασπίσει τη λίρα. Τα
πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν τον
ωθούν στο να μη θέλει να εφαρμόσει μέτρα που θα φρενάρουν την οικονομία
και σαν αποτέλεσμα θα πλήξουν πολιτικά το κόμμα του και τον ίδιο στις
εκλογές.
Πριν τη δραματική απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας για την αύξηση των
επιτοκίων ο Πρωθυπουργός δημόσια την καλούσε να μην υποκύψει στο λόμπυ
των επιτοκίων το οποίο προσπαθούσε όπως είπε, να υποσκάψει των ανάπτυξη
της Τουρκίας. Από το ξεκίνημα των αναταραχών στο πάρκο Γκεζί το 2013 ο
Ερντογάν κατηγορούσε το συγκεκριμένο λόμπυ ότι υποκινούσε τις
διαδηλώσεις για να ανατρέψει την κυβέρνησή του.
Η καχυποψία του Ερντογάν απέναντι στα υψηλά επιτόκια πηγάζει από την
εποχή της ανατροπής από το στρατό της ισλαμικής κυβέρνησης του κόμματος
της Ευημερίας το 1997. Τότε ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης και είχε
καταδικαστεί σε δέκα μήνες φυλακή για την απαγγελία ενός ποιήματος που
ασκούσε κριτική στο στρατό. Η εποχή εκείνη ήταν ταραχώδης και για την
τουρκική οικονομία με διψήφια νούμερα πληθωρισμού και ιδιαίτερα υψηλά
επιτόκια εξωτερικού δανεισμού για την κάλυψη του ελλείμματος του
προυπολογισμού. Τότε η παραδοσιακή πολιτική ελίτ της Τουρκίας που είχε
στην ιδιοκτησία της τις τράπεζες κατηγορήθηκε για κερδοσκοπία κατά τη
διάρκεια της κρίσης, οπότε έκανε τον Ερντογάν να θέλει πεισματικά την
εξάλειψη του ελλείμματος και τη δημιουργία μιας νέας οικονομικής ελίτ,
μόλις κατέλαβε την εξουσία το 2002.
Η αντίθεσή του στην πολιτική των υψηλών επιτοκίων αποτελεί προσπάθεια
του τούρκου Πρωθυπουργού να προειδοποιήσει εναντίον μιας επανάληψης του
παρελθόντος.
Δυστυχώς για αυτόν η νέα οικονομική ελίτ που στήριξε βρίσκεται στο
κέντρο των σκανδάλων διαφθοράς που ερευνά η δικαιοσύνη με αποτέλεσμα να
απειλείται η ίδια η πολιτική του παρακαταθήκη και το πολιτικό του
μέλλον.
Το κίνημα του Ιμάμη Γκιουλέν, που ελέγχει σημαντικό μέρος τον
τουρκικών ΜΜΕ, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας, αλλά και μέρος
κυβερνητικών αξιωματούχων, έχει βάλει στόχο τη σημαντική μείωση της
πολιτικής δύναμης του Ταγίπ Ερντογάν στις επερχόμενες εκλογές.
Όλο αυτό το σκηνικό δημιουργεί μια εκρηκτική κατάσταση πολιτικά και
οικονομικά, με αποτέλεσμα η γείτονα χώρα να τρίζει επικίνδυνα κάτι που
θα αποτελέσει δυσμενή εξέλιξη και για τη χώρα μας σε αυτή την κρίσιμη
περίοδο.
Η Ελλάδα σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, έχει
συμφέρον να υπάρχει πολιτική και οικονομική σταθερότητα στην Τουρκία.
Οτιδήποτε άλλο ενέχει τον κίνδυνο να πλήξει τη σκληρή και επίπονη
προσπάθεια της χώρας μας να εξέλθει από τη δεινή οικονομική κρίση.
Τόμας Τζέφερσον
antinews.gr
antinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου