Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Η ανατομία της προσωρινής ήττας της στρατηγικής των Σκοπίων


Ο υπουργός Εξωτερικών Πέτρος Μολυβιάτης με τον γ.γ. του ΝΑΤΟ Anders Fogh Rasmussen και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Barack Obama.
Παρά τις έντονες προσπάθειες και τη στήριξη μερικών χωρών, η πρόσφατη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ δεν έληξε θετικά για τα συμφέροντα της πΓΔΜ. Η απογοήτευση ήταν τόση μάλιστα, που οδήγησε τον πρωθυπουργό Γκρούεφσκι να δηλώσει ότι οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ επιδεικνύουν ενδιαφέρον να “υπηρετήσουν τα συμφέροντα της Ελλάδος με οποιοδήποτε κόστος.” Αντίθετα με αυτήν την εκτίμηση, το δυσάρεστο αποτέλεσμα για τα Σκόπια δεν είναι αποτέλεσμα μιας έκρηξης φιλελληνισμού των Συμμάχων, αλλά προϊόν της στρατηγικής λογικής και των πραγματικών δεδομένων που επικρατούν στην κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών και όχι μόνο. Το βασικό στρατηγικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα Σκόπια είναι το γεγονός ότι φιλοδοξούν να εισέλθουν σε μια στρατιωτική συμμαχία όπου η συμμετοχή νέων μελών εγκρίνεται με ομοφωνία και όπου μέλος είναι ένα κράτος
εναντίον του οποίου τρέφουν επεκτατικές βλέψεις. Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, τα Σκόπια επιλέγουν την επίκληση προς τις χώρες – μέλη της Συμμαχίας, για να πιέσουν την Ελλάδα να άρει την προϋπόθεση της “καλής γειτονίας” ως κριτήριο για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία της στρατηγικής της επίκλησης είναι οι Σύμμαχοι να έχουν την επιθυμία και την ικανότητα να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να υποχωρήσει. Για να ισχύσει αυτό, είναι απαραίτητο να πληρούνται μια σειρά από λογικές προϋποθέσεις. Παρακάτω, οι λογικές αυτές προϋποθέσεις διατυπώνονται υπό μορφή ερωτήσεων. (Οι ερωτήσεις αυτές θεωρούν ως υπόθεση εργασίας ότι όλες οι χώρες – μέλη θέλουν η πΓΔΜ να ενταχθεί κάποια στιγμή στο ΝΑΤΟ.)
1. Τα κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ έχουν τη δυνατότητα να πιέσουν την Ελλάδα; Ο πρώτος κρίσιμος παράγοντας, για να επιτύχει η στρατηγική της επίκλησης, είναι να υπάρχουν Σύμμαχες χώρες με τη δυνατότητα να ασκήσουν αξιόπιστες πιέσεις στην Ελλάδα με σκοπό να άρει το κριτήριο της καλής γειτονίας. Η ύπαρξη δυνατότητας είναι όμως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επιτυχία της στρατηγικής της επίκλησης, καθώς δεν είναι σίγουρο ότι οι χώρες με τη δυνατότητα να ασκήσουν πιέσεις στην Ελλάδα έχουν και το κίνητρο να το κάνουν. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στις επόμενες προϋποθέσεις.
2. Τα κράτη – μέλη που μπορούν να πιέσουν την Ελλάδα έχουν κάποια προτίμηση σχετικά με την τελική κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ονομασία; Αν οι χώρες – μέλη αξιολογούν τη συνταγματική ονομασία των Σκοπίων ως περισσότερο επιθυμητή από οποιαδήποτε άλλη που μπορεί να προκύψει από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, τότε έχουν σημαντικό κίνητρο να πιέσουν την Ελλάδα να άρει τον όρο της “καλής γειτονίας.” Αντιθέτως, αν οι Σύμμαχοι είναι αδιάφοροι σχετικά με την τελική ονομασία και απλώς επιθυμούν την όσο πιο γρήγορη άρση της διαφωνίας, τότε έχουν απλά κίνητρο να πιέσουν οποιαδήποτε χώρα εκτιμούν ότι θα υποχωρήσει γρηγορότερα. Εναλλακτικά, μπορεί απλά να ζητήσουν και από τις δύο χώρες να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις ώστε να επιλυθεί το θέμα το συντομότερο δυνατόν.
3. Τα κράτη – μέλη που μπορούν να πιέσουν την Ελλάδα και δεν έχουν ιδιαίτερη προτίμηση για την τελική ονομασία, θεωρούν την πίεση στην Ελλάδα ευκολότερη από την πίεση στα Σκόπια; Ένα κράτος μπορεί να επιλέξει να ασκήσει πιέσεις στην Ελλάδα, αν θεωρήσει ότι το κόστος και το ρίσκο των πιέσεων αυτών είναι μικρότερο από το αντίστοιχο κόστος και ρίσκο των πιέσεων προς τα Σκόπια. Εναλλακτικά, ένα κράτος μπορεί να πιέσει, αν η πιθανότητα να υποκύψει η Ελλάδα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την πιθανότητα να υποχωρήσουν τα Σκόπια.
Για να είναι σε θέση μια χώρα – μέλος της Συμμαχίας να πιέσει την Ελλάδα, πρέπει η ανάλυση των δεδομένων που αφορούν τη χώρα αυτή να απαντά θετικά σε τουλάχιστον δύο από τις τρεις παραπάνω ερωτήσεις, μια εκ των οποίων πρέπει αναγκαστικά να είναι η πρώτη.
Ποιοι είναι οι στρατηγικοί υπολογισμοί πάνω στους οποίους βασίστηκε η πεποίθηση των Σκοπίων ότι τα κράτη – μέλη θα υποστηρίξουν την αίτηση εισόδου της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ πιέζοντας την Ελλάδα; Η στρατηγική των Σκοπίων φαίνεται να βασίστηκε σε δύο γεγονότα.
Α. Η καταδίκη της Ελλάδος από το Διεθνές Δικαστήριο. Κύριο ρόλο στη ρητορική της πΓΔΜ και των χωρών που την στήριξαν έπαιξε το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Το κύριο πρόβλημα του επιχειρήματος αυτού είναι ότι δεν μεταβάλλει πρακτικά τις λογικές προϋποθέσεις που ορίστηκαν παραπάνω. Πρώτον, η απόφαση του ΔΔ δεν δίνει σε κάποια χώρα που δεν κατείχε τη δυνατότητα να πιέσει την Ελλάδα κάποιο μηχανισμό για να την εξαναγκάσει να υποχωρήσει. Δεύτερον, δύσκολα μπορεί μια απόφαση του ΔΔ να αλλάξει τις προτιμήσεις των χωρών – μελών, σχετικά με το αν η πΓΔΜ πρέπει να έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το συνταγματικό της όνομα. Επίσης, μια απόφαση του ΔΔ δύσκολα μπορεί να καθιστά ευκολότερη την άσκηση πιέσεων προς την Ελλάδα. Το επιχείρημα της Ελλάδας περί κριτηρίου “καλής γειτονίας” βασίζεται σε μια απλή και στέρεη λογική: δεν μπορεί μια χώρα η οποία επιθυμεί να εισέλθει σε μια συμμαχία να διατηρεί επεκτατική συμπεριφορά, συμβολισμούς και ρητορική εις βάρος ενός από τα κράτη – μέλη της συμμαχίας.
Β. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει έντονα οικονομικά προβλήματα. Η ελληνική εξάρτηση από τον εξωτερικό δανεισμό μπορεί να οδήγησε την ηγεσία των Σκοπίων στην υπόθεση ότι θα είναι ευκολότερο για κάποιο από τα κράτη – δανειστές της Ελλάδας να πιέσουν τη χώρα να αποδεχτεί την άνευ όρων είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
Όπως έχουμε ξαναγράψει, δεν είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική οικονομική αδυναμία οδηγεί αυτόματα σε μειονεκτική θέση απέναντι στα Σκόπια. Αρχικά, είναι εμφανές ότι η εξάρτηση από τον εξωτερικό δανεισμό δίνει τη δυνατότητα σε ένα δανειστή να απειλήσει την Ελλάδα με παύση της χρηματοδότησης, σε περίπτωση που αυτή δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του.
Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει όμως αυτόματα ότι ο δανειστής έχει κίνητρο να χρησιμοποιήσει αυτή τη δυνατότητα. Πρώτον, δεν είναι απαραίτητο ο δανειστής να πληροί το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή να μη θεωρεί την άνευ όρων ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ επαρκώς επιθυμητό στόχο, ώστε να είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε εκβιασμό της Ελλάδας. Επίσης, δεν σημαίνει αυτόματα ότι ο δανειστής είναι διατεθειμένος να απορροφήσει το ρίσκο του οικονομικού εκβιασμού της Ελλάδος, καθώς ένας ανοιχτός εκβιασμός μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε πολιτική αστάθεια σε μια ιδιαίτερη περίοδο για το διεθνές οικονομικό σύστημα. Είναι διατεθειμένοι οι δανειστές της Ελλάδος να ρισκάρουν μια ελληνική πολιτική αναταραχή αυτήν την περίοδο, για να μπορεί η πΓΔΜ να χρησιμοποιεί τη συνταγματική της ονομασία;
Συμπέρασμα
Με την ανάλυση που προηγήθηκε παρουσιάστηκαν οι λογικές προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται, για να μπορέσει η στρατηγική της επίκλησης να στεφθεί με επιτυχία.
Οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρώθηκαν μέχρι τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Σικάγο. Το γεγονός αυτό φαίνεται είτε διέφυγε της προσοχής της πολιτικής ηγεσίας των Σκοπίων είτε αγνοήθηκε με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι η προσωρινή ήττα της στρατηγικής αυτής. Μετά από αυτήν την αποτυχία, οι στρατηγικές επιλογές των Σκοπίων είναι δύο: α. μπορούν να συνεχίσουν να ψάχνουν για μεθόδους να άρουν τις αντιρρήσεις της Ελλάδος, χωρίς να χρειαστεί να κάνουν οποιαδήποτε ουσιώδη υποχώρηση ή β. μπορούν να προσέλθουν με καλή θέληση στις διαπραγματεύσεις και να καταλήξουν μαζί με την Ελλάδα σε μια κοινά αποδεκτή λύση.
Σε περίπτωση που τα Σκόπια επιλέξουν να συνεχίσουν την αντιπαράθεση με την Ελλάδα, η χώρα πρέπει να επιμείνει στο γεγονός ότι η κρατική και εθνική υπόσταση των Σκοπίων δεν μπορεί να διαμορφωθεί εις βάρος της περιφερειακής σταθερότητας, της ιστορικής πραγματικότητας, της λογικής και των ελληνικών συμφερόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να θέτει την “καλή γειτονία” ως όρο για τη συμμετοχή των Σκοπίων στους μεγάλους δυτικούς οργανισμούς και να παραμένει σε επιφυλακή για οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια αλλαγής της στρατηγικής κατάστασης από την πλευρά των Σκοπίων.
Ευριπίδης Τσακιρίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου