Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Στην Κωνσταντινούπολη, 559 χρόνια πριν, όταν έγινε η άλωσή της από τους Τούρκους στις 29 Μαΐου του 1453, έλαβε χώρα κι ένα γεγονός που κάνει τους Κρητικούς να αισθάνονται ιδιαίτερα υπερήφανοι για τους προγόνους τους.

Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας Γεώργιος Φραντζής, φίλος και μυστικοσύμβουλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Πρωτοβεστιάριος και Μέγας Λογοθέτης στην Κωνσταντινούπολη, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της άλωσης, γράφει: (1)

«Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί
τους». Θέλοντας να δείξει στους δικούς του στρατιώτες ότι η αφοσίωση στο καθήκον και η αυτοθυσία αμείβεται, ώστε να παραδειγματιστούν.

Για τους Κρήτες που έλαβαν μέρος, ως εθελοντές μαχητές, στην άμυνα της Βασιλεύουσας κάνει λόγο και ένας άγνωστος ποιητής το 15ο αιώνα σε έργο του με τίτλο: «Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», τονίζοντας πως όσοι σώθηκαν επέστρεψαν με ένα καράβι, φέρνοντας το θλιβερό μήνυμα της Άλωσης της Πόλης.


Περισσότερες πληροφορίες, όμως, για τους Κρητικούς αυτούς μας δίνει ένα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο του 1460, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και συντάχθηκε με βάση τις διηγήσεις ενός εκ των διασωθέντων Κρητικών, του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού.


Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια και με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης. Αρχηγός τους ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός. Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ' Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός. Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν έφτασαν οι Κρήτες στην Βασιλεύουσα, επάνδρωσαν τους 3 πύργους (που αναφέραμε), από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της.(2)


Σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια, οι Κρήτες τις λίγες στιγμές της ξεκούρασης, ανάμεσα στις πολλές ώρες της μάχης, τραγουδούσαν, προτρέποντας σε ηρωισμούς και αυτοθυσίες(3). Κατά την προφορική παράδοση και όπως αυτή καταγράφεται από το μεγάλο μουσικό Κωνσταντίνο Παπαδάκη ή Ναύτη(4), ο οποίος διέσωσε τις μαρτυρίες παλιότερων μουσικών, όπως του Νικόλαου Κατσούλη ή Κουφιανού (1877-1947), του Μαριαναντρίκου (1858-1938) και άλλων, οι πολεμιστές από τη Μεγαλόνησο συνδυάζοντας την πανάρχαιη πυρρίχια κρητική μουσική, τις μαντινάδες και το βυζαντινό μέλος, συνέθεσαν δύο νέες μελωδίες (σκοπούς), τις οποίες αυτοί που σώθηκαν(5) γυρίζοντας τις έφεραν στην Κρήτη.


Κατά τη λαϊκή πίστη, οι μελωδίες αυτές διαδόθηκαν στην επαρχία Κισσάμου και διατηρήθηκαν στα τοπικά τραγούδια (ως μελωδία και χωρίς να χορεύονται) μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, όπου στο γάμο κάποιου Πατερομάνου στα Πατεριανά Λουσακιών Κισσάμου, με κουμπάρους Γραμπουσιανούς καπεταναίους, ο περίφημος βιολάτορας Στέφανος Τριανταφυλλάκης ή Κιώρος (6) από το Γαλουβά Λουσακιών Κισσάμου, προσκεκλημένος στο γλέντι, μετά από παραγγελία των οπλαρχηγών για χορό, έπαιξε με το βιολί του τους δύο τιμημένους μουσικούς σκοπούς. Στις μέρες μας οι σκοποί αυτοί λέγονται «πρώτος χανιώτικος» και «δεύτερος χανιώτικος» ή «κισσαμίτικος».


Οι καπεταναίοι, υπό τη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργούσαν κάποιοι τοπικοί επαναστατικοί σχεδιασμοί εναντίον των Τούρκων και θέλοντας να τιμήσουν τους Κρητικούς που επέστρεψαν από την Πόλη, φαίνεται πως χόρεψαν έναν παλιό κρητικό χορό, πιθανόν μετασχηματίζοντας τα βήματά του, πάνω στις δύο μελωδίες που έπαιξε ο Κιώρος. Έτσι λέγεται ότι διαμορφώθηκε ο «χανιώτικος συρτός», ο «βασιλιάς» των κρητικών χορών. Ένας χορός μοναδικός, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω του ξεχωριστού χορευτικού τρόπου απόδοσής του στην επαρχία Κισσάμου, όπου στον κύκλο του χορού χορεύουν πάντα οι εκάστοτε δύο πρώτοι και του πολύ μεγάλου αριθμού συνοδευτικών μελωδιών (μουσικών σκοπών), δημιουργήματα σπουδαίων μουσικών(7) του 19ου και του 20ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου