Η εκπαίδευση αποτελεί ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης ενός πολιτισμένου κράτους. Στη χώρα μας σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις επαγγέλλονται διαχρονικά τη βελτίωση της. Είναι άλλωστε σε γενικές γραμμές μια προτεραιότητα της ελληνικής οικογένειας, η όσο το δυνατόν καλύτερη εκπαίδευση των παιδιών της. Αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες- συνήθως ημιτελείς- για τη βελτίωση της εκπαίδευσης. Στο ίδιο πλαίσιο και η σημερινή κυβέρνηση έχει εξαγγείλει και προσπαθεί να υλοποιήσει αρκετά νέα πράγματα. Κάθε πρωτοβουλία, κάθε εξαγγελία, κάθε προσπάθεια πρέπει να αντιμετωπίζεται με θετική διάθεση, έστω κι αν πολλές φορές είμαστε επιφυλακτικοί στο καινοφανές και δικαιολογημένα αμφισβητούμε τα επικείμενα αποτελέσματα ή ακόμη και τις καλές προθέσεις.
Ο βασικότερος κανόνας για να επιτύχει ο σχεδιασμός ενός οργανισμού, μίας επιχείρησης ενός υπουργείου είναι να συμβάλει ουσιαστικά ο ανθρώπινος παράγοντας. Για να γίνει αυτό πρέπει να είναι ικανοποιημένο το προσωπικό. Στην περίπτωσή μας, την εκπαίδευση, ο μόνος ανθρώπινος παράγοντας που παραμένει σταθερός είναι το εκπαιδευτικό προσωπικό. Όλοι οι υπόλοιποι (μαθητές, υπουργοί κ.α) που συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλάζουν.
Οποιοσδήποτε σχεδιασμός είναι καταδικασμένος να αποτύχει αν δεν έχει την υποστήριξη αυτών που θα τον εφαρμόσουν. Κυρίως να έχει καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι η προσπάθεια θα στεφθεί με επιτυχία. Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη του προσωπικού, όχι την αμφιβολία του ή χειρότερα την αντιπαλότητά του.
Αυτονόητο ότι πρέπει να υπάρχει η ανάλογη κριτική. Καλός λοιπόν είναι ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός, καλή είναι διάθεση για καινοτομίες, για αξιολόγηση, για προγράμματα βελτίωσης και επιμόρφωσης, για μέντορες και συντονιστές αλλά η εφαρμογή τους εξαρτάται από το βασικότερο παράγοντα του εκπαιδευτικού συστήματος, πού είναι ο μάχιμος εκπαιδευτικός. Αυτός πρέπει να εφαρμόσει αυτά τα προγράμματα, να τα βελτιώσει, να ξεπεράσει τις αντικειμενικά πολλές δυσκολίες ( πρακτικές, γραφειοκρατικές ) που τα περιβάλλουν και κυρίως να διαθέσει περισσότερο χρόνο και προσπάθεια από ότι διέθετε.
Το όφελος από όλα αυτά για τον εκπαιδευτικό δεν θα πρέπει να είναι απλά η αναγνώριση και οι ευχαριστίες του εργοδότη, δηλαδή του κράτους, με λόγια αλλά και με πράξεις. Η σημαντικότερη ίσως πράξη αυτής της αναγνώρισης θα έπρεπε να είναι η αύξηση των αποδοχών των εκπαιδευτικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι για 12 χρόνια οι μισθοί των εκπαιδευτικών παραμένουν καθηλωμένοι ενώ έχουν χάσει και δύο μισθούς από τα δώρα Χριστουγέννων- Πάσχα- διακοπών, κάτι που για τους αντίστοιχους συναδέλφους τους στον ιδιωτικό τομέα δεν ισχύει.
Οι οικονομικές απολαβές των εκπαιδευτικών είναι δυσανάλογες με την ποιότητα των γνώσεων τους, της επιστημονικής τους κατάρτισης ( ο κλάδος των Δ.Υ. με τα περισσότερα πτυχία κατ’ άτομο ) και κυρίως των συνθηκών που αντιμετωπίζουν στις σχολικές μονάδες.
Έτσι λοιπόν, όταν το κράτος δεν μπορεί να προσφέρει σοβαρή επιμόρφωση, ή δεν τη ζητά ή αν τη ζητά, φροντίζει να καλύπτει τουλάχιστον τα έξοδά της.
Όταν ζητά επιπλέον εργασία για υλοποίηση προγραμμάτων, για αξιολογήσεις κ.α η αποζημίωση δεν πρέπει να είναι μόρια για να γίνεις διευθυντής, όχι γιατί μπορεί να μη θέλεις να γίνεις διευθυντής, αλλά γιατί η επιπλέον εργασία πρέπει να συνοδεύεται και από επιπλέον αποδοχές. Πέρα από δικαίωμα, είναι στοιχείο σεβασμού στον εργαζόμενο.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο της πανδημίας πάρα πολλές επαγγελματικές ομάδες υπερέβαλαν εαυτό, μέσα σε αυτές τις ομάδες ήταν και οι εκπαιδευτικοί, κάτι που αναγνώρισε η κυβέρνηση και …τους ευχαρίστησε. Η αναγνώριση περιορίστηκε σε αυτό το «ευχαριστώ», σε άλλες επαγγελματικές ομάδες υπήρξαν αμοιβές είτε με εφάπαξ ποσά, είτε με μισθολογικές αυξήσεις…
Η επιλογή παροχής voucher για αγορά ηλεκτρονικού εξοπλισμού, από τους εκπαιδευτικούς, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και η παροχή κουπονιών αντί χρημάτων δεν χαρακτηρίζει φιλελεύθερες κυβερνήσεις. Ίσως ήταν μια αναγνώριση, ότι με δικούς τους πόρους οι εκπαιδευτικοί στήριξαν την προσπάθεια να λειτουργήσει η εκπαίδευση σε μια δύσκολη περίοδο. Ένα μεγάλο μέρος του εκπαιδευτικού κόσμου έκανε χρήση της συγκεκριμένης προσφοράς και ένα σημαντικό ποσό εκταμιεύθηκε από τα κρατικά ταμεία για την υποστήριξη των εκπαιδευτικών, κυρίως όμως της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και για την ενίσχυση της αγοράς, μία και ο στόχος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν διπλός. Καλό θα είναι όμως να δούμε και με ποιο ποσό οι εκπαιδευτικοί ενίσχυσαν από την πλευρά τους την αγορά μία και οι περισσότεροι δεν περιορίστηκαν στα 200 ευρώ του voucher. Όπως είναι φυσικό για να μπορέσεις να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, σε μία εποχή που η τεχνολογία εξελίσσεται συνεχώς, είναι απαραίτητα τα πλέον εξελιγμένα μέσα και βέβαια τα 200 ευρώ εφάπαξ δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του εκπαιδευτικού. Θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό ένα σταθερό επίδομα για τις εκπαιδευτικές-ηλεκτρονικές-«ιντερνετικές» δραστηριότητες των εκπαιδευτικών κάτι αντίστοιχο με το παλαιό επίδομα βιβλίου.
Οι αμοιβές των εκπαιδευτικών δεν αντιπροσωπεύουν ούτε τις προσπάθειες, ούτε τα ακαδημαϊκά τους προσόντα αλλά κυρίως την αναγνώριση που θα έπρεπε να έχουν από τον εργοδότη τους, δηλαδή την Πολιτεία.
Ας μη ξεχνάμε ότι διδάσκουν, μορφώνουν και διαπαιδαγωγούν τα παιδιά μας, το μέλλον της κοινωνίας μας.
Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει μία κοινωνία, η κοινωνία μας και κατά συνέπεια το οργανωμένο μας κράτος, είναι:
«Είναι ικανοποιημένο το εκπαιδευτικό προσωπικό;»
«Οι δάσκαλοι των παιδιών μας, πόσα χρήματα πρέπει να παίρνουν;»
Παντούλας Περικλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου