Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ, παιδιά που έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα προσχολικής αγωγής για τουλάχιστον ένα χρόνο, στα 15 τους εμφανίζουν κατά 30,3% καλύτερες επιδόσεις στα μαθηματικά. Σύμφωνα με τη διάσημη μελέτη του νομπελίστα Τζέιμς Χέκμαν, η ετήσια απόδοση για κάθε ευρώ που επενδύεται στην προσχολική αγωγή είναι 7%-10%.
Ωστόσο, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσον αφορά τη συμμετοχή των παιδιών ηλικίας 3 έως 6 ετών στην προσχολική αγωγή και φροντίδα. Σύμφωνα με την έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης 2022, που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», η χώρα μας είναι μακριά από τον στόχο της Ε.Ε., ωστόσο το πρόβλημα εστιάζεται στους δήμους που δεν έχουν δημιουργήσει τις απαραίτητες υποδομές και όχι στο σύστημα υποχρεωτικής εκπαίδευσης που εποπτεύεται από το υπουργείο Παιδείας.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η έκθεση, το 2020 μόνο το 71,3% των παιδιών ηλικίας 3 ετών έως την ηλικία έναρξης της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης συμμετείχε στην προσχολική εκπαίδευση, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 93% και τον στόχο του 96% σε επίπεδο Ε.Ε. έως το 2030. Τη δεύτερη χειρότερη επίδοση έχει η Σλοβακία και την τρίτη η Ρουμανία. Αντίθετα, την καλύτερη τριάδα απαρτίζουν η Γαλλία, η Ιρλανδία και το Βέλγιο.
Η κακή επίδοση της χώρας μας, σύμφωνα με την έκθεση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν να φοιτούν στο σχολείο στην ηλικία των 4 ετών. Το 2020 μόνο ένα στα τρία παιδιά συμμετείχε στην προσχολική εκπαίδευση στην ηλικία των 3 ετών, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 87,8%. Πολλά περισσότερα παιδιά φοιτούν στην προσχολική εκπαίδευση από την ηλικία των 4 ετών και άνω, που αποτελεί την έναρξη της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης (86,5%).
Από την άλλη, όπως σημειώνει η έκθεση, το 2020 η Ελλάδα σημείωσε μία από τις πιο αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην Ε.Ε., με αύξηση κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2019 (ηλικίες 3+ και 4+). Αυτό ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της σταδιακής μείωσης της ηλικίας έναρξης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην ηλικία των 4 ετών, η οποία ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2021 – 2022.
Ελλειψη υποδομών
Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται περιορισμοί χωρητικότητας και ελλείψεις εκπαιδευτικών. Το υπουργείο Παιδείας προσπάθησε να τις προβλέψει εγκαίρως και να διασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία των σχολείων κατά το σχολικό έτος 2022 – 2023, διορίζοντας έγκαιρα 25.000 εκπαιδευτικούς για όλες τις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Η σύσταση, το 2022, εθνικού συμβουλίου για την προσχολική εκπαίδευση, από την άλλη, κρίνεται ως βήμα προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά την προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα. Το εθνικό συμβούλιο θα παρακολουθεί την ποιότητα των βρεφονηπιακών σταθμών και νηπιαγωγείων, τον εκσυγχρονισμό και τη βέλτιστη εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων, καθώς και την κατάρτιση εξειδικευμένου προσωπικού.
«Χαμένοι» στον ψηφιακό κόσμο
Υψιστη πρόκληση για τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι οι μαθητές να αποκτήσουν τη δεξιότητα να «κινούνται» μέσα στον αχανή ψηφιακό κόσμο, με τον πλούτο των πληροφοριών αλλά και τις σκοτεινές περιοχές του. Μάλιστα, όπως παρατηρεί η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πανδημία επιδείνωσε την κατάσταση με την αύξηση της χρήσης ψηφιακών μέσων για την απόκτηση πληροφοριών. Επακόλουθο είναι να έχει καταστεί ζωτικής σημασίας η ανάπτυξη του ψηφιακού γραμματισμού και των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης των νέων.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι μαθητές στην Ελλάδα διαθέτουν περιορισμένη κατάρτιση σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού μεροληπτικών πληροφοριών, από τις οποίες βρίθει το Διαδίκτυο. Ενας στους δύο μαθητές ηλικίας 15 ετών στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέφερε ότι εκπαιδεύθηκε στο σχολείο σχετικά με το πώς να αναγνωρίζει αν οι πληροφορίες είναι μεροληπτικές ή όχι, με την Ελλάδα να βρίσκεται στο 52%. Η ικανότητα των ατόμων ηλικίας 15 ετών να διακρίνουν τα γεγονότα από τις απόψεις ποικίλλει επίσης μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, με μέσο όρο το 47% και την Ελλάδα στο 40,5%. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μαθητών στην Ελλάδα.
Αντίθετα, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 16 έως 19 ετών με βασικές ή πάνω από τις βασικές γενικές ψηφιακές δεξιότητες είναι υψηλό στην Ελλάδα, με 89% έναντι του μέσου όρου της Ε.Ε. που είναι 69%. Και όπως παρατηρείται στο κείμενο της Ε.Ε., μένει να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος των εργαστηρίων δεξιοτήτων που θεσπίστηκαν το 2020 στα ελληνικά σχολεία, καθώς η πρόθεση είναι μεταξύ άλλων να ενισχυθεί ο ψηφιακός γραμματισμός και να αναπτυχθούν δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένης της κριτικής σκέψης.
Καλύτερα του στόχου
Από την άλλη, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης στην Ε.Ε. Με 3,2% το 2021, το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο είναι ήδη πολύ χαμηλότερο από τον στόχο του 9% σε επίπεδο Ε.Ε. για το 2030. Οπως επισημαίνεται στην έκθεση, «η Ελλάδα καταφέρνει και διατηρεί αυτό το χαμηλό ποσοστό, στοιχείο που αποδεικνύει ότι αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το πρόβλημα. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται διευκολύνουν τις μεταβάσεις στο πλαίσιο των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης ή παρέχουν εναλλακτικές διαδρομές εκπαίδευσης και κατάρτισης. Βοηθούν επίσης τα άτομα που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο να επανενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα μέσω της εκπαίδευσης δεύτερης ευκαιρίας και του επαγγελματικού προσανατολισμού. Απόδειξη της αποτελεσματικότητας των πολιτικών που εφαρμόζει η Ελλάδα αποτελεί επίσης το γεγονός ότι το 2021 το 95,7% των ατόμων ηλικίας 20 έως 24 ετών απέκτησαν τουλάχιστον απολυτήριο λυκείου, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα τη χώρα με την υψηλότερη επίδοση στον τομέα αυτό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου