Στις δημοκρατίες, η πολιτική ηγεσία είναι συνάρτηση τεσσάρων κυρίως παραγόντων:
Σε όσες δημοκρατίες διαθέτουν στέρεο θεσμικό πλαίσιο και λειτουργούν σε σχετικά ομαλές ιστορικές συνθήκες, οι ηγέτες δρουν ως εντολοδόχοι που προσπαθούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών με τον τρόπο που εκείνοι θεωρούν καλύτερο.
Οι δε ψηφοφόροι, ως εντολείς, ψηφίζουν ως ηγέτη εκείνον που θεωρούν ότι προσφέρει το καλύτερο πρόγραμμα για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Τα πράγματα είναι αλλιώς σε δημοκρατίες με ασθενικούς θεσμούς που δοκιμάζονται από μεγάλες ιστορικές κρίσεις.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ακριβώς επειδή οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων επηρεάζονται από τον τρόμο του παρόντος και την ανασφάλεια του μέλλοντος, συχνά εμφανίζονται ηγέτες που προσφέρουν απατηλές υποσχέσεις αντί για θετικό πρόγραμμα, που χρησιμοποιούν διχαστικό αντί συναινετικό λόγο, και που απευθύνονται στο άμεσο θυμικό των ψηφοφόρων αντί της αργής ορθολογικής σκέψης.
Σε ένα τέτοιο ακριβώς πολιτικό τοπίο κρίσης βρήκαν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθούν τα ηγετικά προσόντα του Αλέξη Τσίπρα.
Καθώς όμως η κρίση πια υποχωρεί και το πολιτικό τοπίο στη χώρα αλλάζει γρήγορα, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον για τον ταλαντούχο τέως πρωθυπουργό;
Στο πρώτο στάδιο, που ξεκινάει από την εκτίναξη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του 2012 και φτάνει μέχρι την πρώτη εκλογική νίκη του 2015, ο Τσίπρας αναδείχθηκε στο είδος του ηγέτη που συνήθως ονομάζουμε «χαρισματικό». Τέτοιοι ηγέτες εμφανίζονται συνήθως σε περιόδους μεγάλων εθνικών κρίσεων και καταφέρνουν να προσελκύσουν μάζες οπαδών με την υπόσχεση να σαρώσουν το παλιό πολιτικό σύστημα (που προξένησε την κρίση) και στη θέση του να δημιουργήσουν ένα εντελώς νέο.
Πράγματι, η περιδίνηση της χώρας που είχε ξεκινήσει με το πρώτο μνημόνιο του 2010, συνεχίστηκε με τις λαϊκές αντιδράσεις και την κάθετη πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς το 2011, και κατέληξε στην κατάρρευση του παλαιού δικομματικού συστήματος το 2012, αποτέλεσε ιδανικό περιβάλλον για την εκτόξευση του νεαρού ηγέτη στην πολιτική στρατόσφαιρα.
Από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο χαρισματικός Τσίπρας εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο τα αισθήματα θυμού, ανασφάλειας και φόβου που ήταν διάχυτα στην κοινωνία για να πλήξει την τότε κυβέρνηση, όπως επίσης εκμεταλλεύθηκε ελαττωματικούς θεσμούς που επέτρεψαν την κατάχρηση της διαδικασίας για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας έτσι ώστε να προκληθούν εθνικές εκλογές.
Ετσι άνοιξε ο δρόμος για το δεύτερο στάδιο της ηγεσίας Τσίπρα, που ξεκίνησε με την πρώτη εκλογική του νίκη και την ανάληψη της πρωθυπουργίας το 2015, συνεχίστηκε ως μακρά συγκυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, και τερματίστηκε με τις εκλογικές ήττες του 2019.
Ηταν σε αυτήν την περίοδο που κορυφώθηκε η ελληνική κρίση μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, το φιάσκο του δημοψηφίσματος, το τρίτο μνημόνιο και τα νέα επώδυνα μέτρα που ακολούθησαν, την παντελή αδυναμία διαχείρισης της καταστροφής που προκάλεσαν οι πυρκαγιές το καλοκαίρι του 2018. Ο Τσίπρας είχε ήδη απολέσει το «χάρισμά» του.
Κυβέρνησε τη χώρα ως κλασικός λαϊκιστής ηγέτης, δηλαδή, υποδαυλίζοντας την πόλωση και υποβαθμίζοντας τους θεσμούς της πολιτείας.
Για πρώτη φορά, επίσης, βρέθηκε αντιμέτωπος με αξιόλογο αντίπαλο πολιτικό δέος, αφού, από τον Φεβρουάριο του 2016, ο νέος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας απέκτησε δημοσκοπικό προβάδισμα, το οποίο ουδέποτε έχασε. Ακόμη και η πρωτοβουλία Τσίπρα για την επίλυση του Μακεδονικού, που ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επιδίωξη συναινέσεων και ανάδειξη των θεσμών, θυσιάστηκε χάριν της πόλωσης.
Στο μεταξύ, μέσα σε κλίμα διαψευσμένων προσδοκιών, οι ψηφοφόροι ήδη εγκατέλειπαν τον Τσίπρα και το κόμμα του.
Το τρίτο στάδιο εξέλιξης της ηγεσίας Τσίπρα ξεκίνησε με την ήττα στις εθνικές εκλογές του 2019. Από τότε, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε αναζήτηση σοβαρού πολιτικού ρόλου σε συνθήκες που κάθε άλλο παρά τον ευνοούν.
Πρώτα πρώτα, το πολιτικό κλίμα που υποβοήθησε την αρχική χαρισματική του άνοδο στην εξουσία έχει αλλάξει. Η χώρα πλέον δείχνει να αφήνει πίσω της την πολυετή κρίση και να πορεύεται σταθερά προς μια κατάσταση πολιτικής και θεσμικής ομαλότητας.
Επιπλέον, το νέο πολιτικό περιβάλλον δεν διευκολύνει τη στρατηγική πόλωσης. Ετσι, ο φύσει διχαστικός Τσίπρας είναι θέσει υποχρεωμένος να παρακολουθεί την κυβέρνηση σε σημαντικές συναινετικές πρωτοβουλίες, όπως η απόδοση δικαιώματος ψήφου στους απόδημους Ελληνες και η πρόταση Σακελλαροπούλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, περιοριζόμενος έτσι σε ρόλο κομπάρσου.
Πέραν όμως του γεγονότος ότι προς το παρόν η αντιπολίτευση αδυνατεί να καταναλώσει τον όγκο πολιτικής που παράγει η κυβέρνηση, οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων έχουν επίσης μεταβληθεί.
Καθώς η εμπιστοσύνη στους θεσμούς επιστρέφει και οι τρεις εξουσίες του κράτους γίνονται πάλι διακριτές, η ελληνική κοινωνία δείχνει να εκτιμά
Το ηγετικό φαινόμενο Τσίπρα εμπεριέχει το εξής παράδοξο:
Προήλθε αρχικά από την κρίση και στη συνέχεια ανήλθε στην εξουσία χάριν αυτής.
Εχασε όμως την εξουσία μόλις, επί δικής του πρωθυπουργίας, η χώρα ξέφυγε επιτέλους από τον κλοιό των (αναγκαίων και μη) μνημονίων και η κρίση άρχισε να υποχωρεί.
Στο νέο περιβάλλον πολιτικής ομαλότητας, ο Τσίπρας βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα του νέου χαρακτήρα που θα δώσει στην ηγεσία του.
Η επιλογή δεν είναι μόνο δύσκολη, είναι και αδιέξοδη.
Εφόσον η χώρα παραμείνει σε συνθήκες ομαλότητας, όποιον από τους δύο δρόμους και να διαλέξει ο Τσίπρας, η προοπτική επιστροφής του στην εξουσία φαντάζει μακρινή, ίσως και ακατόρθωτη.
- της φυσιογνωμίας του ίδιου του ηγέτη,
- της γενικότερης ιστορικής συγκυρίας μέσα στην οποία δρα,
- του πολιτικού και θεσμικού πλαισίου της χώρας της οποίας ηγείται, και
- των προτιμήσεων των ψηφοφόρων.
Σε όσες δημοκρατίες διαθέτουν στέρεο θεσμικό πλαίσιο και λειτουργούν σε σχετικά ομαλές ιστορικές συνθήκες, οι ηγέτες δρουν ως εντολοδόχοι που προσπαθούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών με τον τρόπο που εκείνοι θεωρούν καλύτερο.
Οι δε ψηφοφόροι, ως εντολείς, ψηφίζουν ως ηγέτη εκείνον που θεωρούν ότι προσφέρει το καλύτερο πρόγραμμα για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Τα πράγματα είναι αλλιώς σε δημοκρατίες με ασθενικούς θεσμούς που δοκιμάζονται από μεγάλες ιστορικές κρίσεις.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ακριβώς επειδή οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων επηρεάζονται από τον τρόμο του παρόντος και την ανασφάλεια του μέλλοντος, συχνά εμφανίζονται ηγέτες που προσφέρουν απατηλές υποσχέσεις αντί για θετικό πρόγραμμα, που χρησιμοποιούν διχαστικό αντί συναινετικό λόγο, και που απευθύνονται στο άμεσο θυμικό των ψηφοφόρων αντί της αργής ορθολογικής σκέψης.
Σε ένα τέτοιο ακριβώς πολιτικό τοπίο κρίσης βρήκαν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθούν τα ηγετικά προσόντα του Αλέξη Τσίπρα.
Καθώς όμως η κρίση πια υποχωρεί και το πολιτικό τοπίο στη χώρα αλλάζει γρήγορα, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον για τον ταλαντούχο τέως πρωθυπουργό;
Ο χαρακτήρας της ηγεσίας Τσίπρα έχει, μέχρι στιγμής, περάσει από τρία στάδια.
Στο πρώτο στάδιο, που ξεκινάει από την εκτίναξη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του 2012 και φτάνει μέχρι την πρώτη εκλογική νίκη του 2015, ο Τσίπρας αναδείχθηκε στο είδος του ηγέτη που συνήθως ονομάζουμε «χαρισματικό». Τέτοιοι ηγέτες εμφανίζονται συνήθως σε περιόδους μεγάλων εθνικών κρίσεων και καταφέρνουν να προσελκύσουν μάζες οπαδών με την υπόσχεση να σαρώσουν το παλιό πολιτικό σύστημα (που προξένησε την κρίση) και στη θέση του να δημιουργήσουν ένα εντελώς νέο.
Πράγματι, η περιδίνηση της χώρας που είχε ξεκινήσει με το πρώτο μνημόνιο του 2010, συνεχίστηκε με τις λαϊκές αντιδράσεις και την κάθετη πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς το 2011, και κατέληξε στην κατάρρευση του παλαιού δικομματικού συστήματος το 2012, αποτέλεσε ιδανικό περιβάλλον για την εκτόξευση του νεαρού ηγέτη στην πολιτική στρατόσφαιρα.
Από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο χαρισματικός Τσίπρας εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο τα αισθήματα θυμού, ανασφάλειας και φόβου που ήταν διάχυτα στην κοινωνία για να πλήξει την τότε κυβέρνηση, όπως επίσης εκμεταλλεύθηκε ελαττωματικούς θεσμούς που επέτρεψαν την κατάχρηση της διαδικασίας για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας έτσι ώστε να προκληθούν εθνικές εκλογές.
Ετσι άνοιξε ο δρόμος για το δεύτερο στάδιο της ηγεσίας Τσίπρα, που ξεκίνησε με την πρώτη εκλογική του νίκη και την ανάληψη της πρωθυπουργίας το 2015, συνεχίστηκε ως μακρά συγκυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, και τερματίστηκε με τις εκλογικές ήττες του 2019.
Ηταν σε αυτήν την περίοδο που κορυφώθηκε η ελληνική κρίση μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, το φιάσκο του δημοψηφίσματος, το τρίτο μνημόνιο και τα νέα επώδυνα μέτρα που ακολούθησαν, την παντελή αδυναμία διαχείρισης της καταστροφής που προκάλεσαν οι πυρκαγιές το καλοκαίρι του 2018. Ο Τσίπρας είχε ήδη απολέσει το «χάρισμά» του.
Κυβέρνησε τη χώρα ως κλασικός λαϊκιστής ηγέτης, δηλαδή, υποδαυλίζοντας την πόλωση και υποβαθμίζοντας τους θεσμούς της πολιτείας.
Για πρώτη φορά, επίσης, βρέθηκε αντιμέτωπος με αξιόλογο αντίπαλο πολιτικό δέος, αφού, από τον Φεβρουάριο του 2016, ο νέος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας απέκτησε δημοσκοπικό προβάδισμα, το οποίο ουδέποτε έχασε. Ακόμη και η πρωτοβουλία Τσίπρα για την επίλυση του Μακεδονικού, που ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επιδίωξη συναινέσεων και ανάδειξη των θεσμών, θυσιάστηκε χάριν της πόλωσης.
Στο μεταξύ, μέσα σε κλίμα διαψευσμένων προσδοκιών, οι ψηφοφόροι ήδη εγκατέλειπαν τον Τσίπρα και το κόμμα του.
Το τρίτο στάδιο εξέλιξης της ηγεσίας Τσίπρα ξεκίνησε με την ήττα στις εθνικές εκλογές του 2019. Από τότε, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε αναζήτηση σοβαρού πολιτικού ρόλου σε συνθήκες που κάθε άλλο παρά τον ευνοούν.
Πρώτα πρώτα, το πολιτικό κλίμα που υποβοήθησε την αρχική χαρισματική του άνοδο στην εξουσία έχει αλλάξει. Η χώρα πλέον δείχνει να αφήνει πίσω της την πολυετή κρίση και να πορεύεται σταθερά προς μια κατάσταση πολιτικής και θεσμικής ομαλότητας.
Επιπλέον, το νέο πολιτικό περιβάλλον δεν διευκολύνει τη στρατηγική πόλωσης. Ετσι, ο φύσει διχαστικός Τσίπρας είναι θέσει υποχρεωμένος να παρακολουθεί την κυβέρνηση σε σημαντικές συναινετικές πρωτοβουλίες, όπως η απόδοση δικαιώματος ψήφου στους απόδημους Ελληνες και η πρόταση Σακελλαροπούλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, περιοριζόμενος έτσι σε ρόλο κομπάρσου.
Πέραν όμως του γεγονότος ότι προς το παρόν η αντιπολίτευση αδυνατεί να καταναλώσει τον όγκο πολιτικής που παράγει η κυβέρνηση, οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων έχουν επίσης μεταβληθεί.
Καθώς η εμπιστοσύνη στους θεσμούς επιστρέφει και οι τρεις εξουσίες του κράτους γίνονται πάλι διακριτές, η ελληνική κοινωνία δείχνει να εκτιμά
- τον τεχνοκρατικό προγραμματισμό (αντί ανεύθυνων συνθημάτων),
- την πολιτική μετριοπάθεια (αντί της πόλωσης),
- την ενδυνάμωση των θεσμών (αντί της απαξίωσής τους), και
- τις επιμέρους ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις (αντί της συνολικής ανατροπής του συστήματος).
Το ηγετικό φαινόμενο Τσίπρα εμπεριέχει το εξής παράδοξο:
Προήλθε αρχικά από την κρίση και στη συνέχεια ανήλθε στην εξουσία χάριν αυτής.
Εχασε όμως την εξουσία μόλις, επί δικής του πρωθυπουργίας, η χώρα ξέφυγε επιτέλους από τον κλοιό των (αναγκαίων και μη) μνημονίων και η κρίση άρχισε να υποχωρεί.
Στο νέο περιβάλλον πολιτικής ομαλότητας, ο Τσίπρας βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα του νέου χαρακτήρα που θα δώσει στην ηγεσία του.
- Θα προσπαθήσει να αναβιώσει τον ρόλο του παλιού δημεγέρτη όταν οι σημερινοί ψηφοφόροι-εντολείς επιζητούν συναινετικές λύσεις;
- Ή θα επιχειρήσει να προτείνει ένα δικό του εναλλακτικό πρόγραμμα μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων κόντρα στο ριζοσπαστικό του πολιτικό ένστικτο αλλά και απέναντι στο ίδιο του το κόμμα;
Η επιλογή δεν είναι μόνο δύσκολη, είναι και αδιέξοδη.
Εφόσον η χώρα παραμείνει σε συνθήκες ομαλότητας, όποιον από τους δύο δρόμους και να διαλέξει ο Τσίπρας, η προοπτική επιστροφής του στην εξουσία φαντάζει μακρινή, ίσως και ακατόρθωτη.
ΤΑΚΗΣ Σ. ΠΑΠΠΑΣ
kathimerini.gr
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου