ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΕΛΙΓΜΩΝ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ.
Ένα
από τα απρόσμενα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει στρατιωτικά ένα
κράτος, είναι η μετατροπή ενός συμμάχου του σε αντίπαλο. Τέτοιου είδους
περιστατικά αναγκάζουν τους στρατηγικούς σχεδιασμούς να διατηρούν
δυνάμεις σε πιθανά προβληματικά σημεία, δεσμεύοντας πόρους και δυνάμεις.
Από
την άλλη, πολλές φορές μία κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί με
περιορισμένα διαθέσιμα μέσα. Την ίδια στιγμή υποχρεώσεις σε άλλα μέτωπα,
πιέζουν για την διάθεση έμψυχου και άψυχου υλικού. Όταν η ζυγαριά που
ζυγίζει διαθέσιμους πόρους και υποχρεώσεις γέρνει από το βάρος των
υποχρεώσεων, συνήθως περιορίζονται οι δεύτερες.
Αλλά
στο Βυζάντιο δεν ίσχυε αυτό. Ως αυτοκρατορία με υπερχιλιετή ζωή,
αντιμετώπισε πλήθος αντιπάλων σε πολυμέτωπο αγώνα. Τις περισσότερες
φορές δεν είχε καν τα μέσα για να υπερασπιστεί τα εδάφη της. Ο
στρατός
της στις καλύτερες των περιπτώσεων δεν ξεπερνούσε τους 140.000 χιλιάδες
άνδρες. Παρουσιάζει λοιπόν, ενδιαφέρον να δούμε πως ανταπεξέρχονταν οι
Βυζαντινοί στις ανάγκες, με τα μέσα που είχαν στην διάθεσή τους.
Μερικά
βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια (Τακτικά) έχουν φθάσει μέχρι τις μέρες
μας. Σε σχεδόν κανένα από αυτά δεν μελετούνται μέθοδοι επιθετικού
πολέμου. Η προσοχή και τα στρατηγήματα ήταν το σήμα κατατεθέν του
βυζαντινού στρατού. Το στρατήγημα που προτιμούσαν ήταν αυτό που καλούσαν
τακτική ελιγμών αποφυγής. Κάτι αντίστοιχο στα σύγχρονα στρατιωτικά
δόγματα αφορά τακτικές ανταρτοπολέμου ή μη συμβατικού πολέμου. Αλλά οι
Βυζαντινοί ενσωμάτωσαν αυτές τις τακτικές στον τακτικό στρατό τους καθώς
και το είδος των επιχειρήσεων που στις μέρες μας εκτελούν τα κομάντο.
Ο
εχθρός έπρεπε να παρενοχλείται και ν’ αποκόπτεται. Παραπλανητικές
υποχωρήσεις, νυχτερινές επιθέσεις, ενέδρες και προσποιήσεις ήταν στάνταρ
διαδικασία. Κάθε στρατηγός που ρίσκαρε το πιο πολύτιμο αγαθό της
αυτοκρατορίας –τους άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες της – σε ανοικτή
μάχη, σύντομα απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά του.
Οι
τακτικές ελιγμών ήταν απλές στην θεωρία αλλά δύσκολες στην εκτέλεση. Ο
ιστορικός Θεοφάνης περιγράφει μια τυπική αμυντική τακτική:
«Έτος
778/9 μ.Χ. Το έτος αυτό ο Μαδί, ηγέτης των Αράβων, πολύ θυμωμένος,
έστειλε τον Ασά με μεγάλη δύναμη μαυροφόρων, Σύριων και Μεσοποταμίων και
έφθασαν μέχρι το Δορύλαιο. Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατηγούς να μην
κάνουν ανοικτό πόλεμο, αλλά να ασφαλίσουν τα κάστρα εγκαθιστώντας σε
αυτά φρουρούς. Διόρισε και υψηλόβαθμους αξιωματικούς σε κάθε κάστρο και
τους έδωσε οδηγίες να πάρουν τρεις χιλιάδες επίλεκτους άνδρες και να
ακολουθήσουν τους Άραβες προκειμένου να τους εμποδίσουν να προβούν σε
λεηλασίες, καίγοντας εκ των προτέρων τις βοσκές των αλόγων και όσες
άλλες προμήθειες μπορούν να βρεθούν. Αφού οι Άραβες παρέμειναν 15 ημέρες
στο Δορύλαιο, τους έλειψαν τα απαραίτητα και τα άλογά τους πεινούσαν
και χάθηκαν πολλά από αυτά. Εκείνοι γυρνώντας πίσω πολιόρκησαν το Αμόριο
για μια μέρα, αλλά βρίσκοντάς το οχυρωμένο και καλά οπλισμένο
αποσύρθηκαν χωρίς να πετύχουν τίποτα[i]».
Αυτές
οι τακτικές είναι εντελώς αντίθετες με όσα η κοινή λογική απαιτεί από
τις συνοριακές φρουρές – να συγκρατήσουν τον επιτιθέμενο μέχρι να φθάσει
ο κύριος στρατός να ενισχύσει και ν’ αρχίσει η αντεπίθεση. Όταν
χρησιμοποιούνται τακτικές ελιγμών, το κύριο εκστρατευτικό σώμα παραμένει
στο στρατόπεδο ενώ ένα ισχυρό απόσπασμα παρακολουθεί τον εχθρό κατά
πόδας, με σκοπό να αποτρέψει λεηλασίες και καταστροφές. Βάλει τα
μετόπισθεν του εχθρού μέχρι οι εισβολείς ν’ αναγκαστούν ν’ αποχωρήσουν
λόγω έλλειψης εφοδιασμού. Οι τακτική ελιγμών επέτρεψε στον εχθρό να
εκστρατεύσει χωρίς αναμετρήσεις στην βυζαντινή επικράτεια, κάτι που
παρουσίαζε δυσχέρειες για τους χωρικούς των υπό επίθεση περιοχών. Αλλά
οι άνθρωποι αυτοί έβρισκαν καταφύγιο στα οχυρωμένα φρούρια, και ο
επαγγελματικός στρατός του Βυζαντίου ήταν εκπαιδευμένος στο να παίρνει
πίσω τις λείες από τους βεβαρημένους στρατιώτες του εχθρού.
Η
βυζαντινή τακτική δεν προέβλεπε την αποτροπή του εχθρού στο να
διασχίσει τα σύνορα, ούτε να τον καταστρέψει μετά την είσοδο. Αντίθετα, η
πρόθεση των Βυζαντινών ήταν να ανεβάσουν το κόστος της εισβολής τόσο
ψηλά ώστε ο εχθρός να ψάξει την λεία του αλλού την επόμενη φορά. Οι
Βυζαντινοί μάχονταν τον εχθρό τους όπως ο ταυρομάχος τον ταύρο – έκαναν
στην άκρη όταν επιτίθονταν, ώστε να τον καρφώσουν καθώς περνούσε.
Οι
εχθροί του Βυζαντίου είχαν νιώσει στην σάρκα τους την
αποτελεσματικότητα των στρατηγικών ελιγμών του. Ο ιστορικός Προκόπιος
κατέγραψε πως ο Πέρσης Σάχης Χοσρόης έστειλε πρεσβευτές στον στρατηγό
Βελισάριο το 542 μ.Χ., υποτίθεται για να διαπραγματευτούν ειρήνη, αλλά
στην πραγματικότητα για να κατασκοπεύσουν την δύναμη του βυζαντινού
στρατού. Ο Βελισάριος αντιλήφθηκε τις πραγματικές προθέσεις του Χοσρόη,
και εκτέλεσε το εξής τέχνασμα. Έβαλε τους άνδρες του ν’ ανάψουν αμέτρητο
πλήθος από εστίες φωτιάς, κράτησε ενεργά όλα τα φυλάκια, και
προσποιήθηκε αυτοπεποίθηση μπροστά στους Πέρσες απεσταλμένους. Κατάφερε
να τους πείσει ότι είχε διακόψει τις γραμμές ανεφοδιασμού τους. Ο
Χοσρόης ανήσυχος όχι διότι φοβόταν την αναμέτρηση με τον Βελισάριο αλλά
την έλλειψη ανεφοδιασμού αναγκάστηκε να γυρίσει στην Περσία. Ας δούμε
πως περιγράφει ο Προκόπιος την επιτυχία αυτή του Βελισάριου:
Ρωμαίοι
δε Βελισάριον ἐν εὐφημίαις εἶχον, μᾶλλόν τε σφίσιν ὁ ἀνήρ ἐν τούτω
εὐδοκιμῆσαι τῶ ἔργω ἐδόκει ἤ ὅτε Γελίμερα δορυάλωτον ἤ τόν Οὐίτιγγιν ες
Βυζάντιον ἤνεγκεν. ἦν γάρ ὡς άληθῶς λόγου καί ἐπαίνου πολλοῦ ἄξιον,
πεφοβημένων μεν κἀν τοῖς ὀχυρώμασι κρυπτομένων Ρωμαίων ἁπάντων, Χοσρόου
δέ στρατῶ μεγάλω ἐν μέση γεγονότος Ρωμαίων ἀρχῆ, ἄνδρα στρατηγόν ξύν
ὀλίγοις τισί δρόμω ὀξεῖ έκ Βυζαντίου ἥκοντα ἀπ’ ἐναντίας τοῦ Περσῶν
βασιλέως στρατοπεδεύσασθαι, Χοσρόην δέ ἐκ τοῦ ἀπροσδοκήτου, ἤ καί τισιν
ἐξαπατηθέντα σοφίσμασιν, ἐπίπροσθεν μηκέτι χωρῆσαι, ἀλλά τῶ μέν ἔργῳ
φυγεῖν, λόγῳ δέ τῆς ειρήνης ἐφίεσθαι[ii].
Τεχνάσματα,
όπως αυτό που εφάρμοσε ο Βελισάριος, συνιστώνται από τα βυζαντινά
πολεμικά εγχειρίδια. Ένα τέτοιο στρατήγημα προέβλεπε να ντύνονται οι
στρατιώτες ως χωρικοί ή γυναίκες και να μεταφέρουν ζώα, με σκοπό να
παρασύρουν τους αντιπάλους να τους ακολουθήσουν για να αρπάξουν τα ζώα.
Τότε οι Βυζαντινοί προσποιούνταν φυγή και παρέσερναν τους εχθρούς τους
σε μια καλοστημένη παγίδα.
Οι
τακτικές ελιγμών έδιναν ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα στους Βυζαντινούς,
ανεβάζοντας το ηθικό του στρατού και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των
στρατιωτών στον διοικητή τους. Το να υποχωρούν μπροστά σε ισχυρό εχθρό
και να επανακάμπτουν από πλεονεκτικότερη θέση ανέβαζε την βιωσιμότητα
των στρατιωτών σε σύγκριση με συναδέλφους τους σε αντίπαλα στρατεύματα.
Σίγουροι ότι οι ζωές τους δεν θα αναλωθούν σε αιματηρές και μάταιες
επιθέσεις είχαν χαμηλά ποσοστά λιποταξιών και ήταν πιο πρόθυμοι να
υπακούουν στους στρατηγούς. Αυτή η εμπιστοσύνη ήταν απαραίτητη ώστε οι
προσποιητές υποχωρήσεις να μην μετατραπούν σε πραγματικές.
Οι
περισσότεροι αντίπαλοί τους γνώριζαν ότι αυτές οι υποχωρήσεις ήταν
ψεύτικες, αλλά αυτή η γνώση δεν ήταν πάντα χρήσιμη. Κατά την διάρκεια
μιας εκστρατείας ενάντια σε έναν κατά πολύ μεγαλύτερο περσικό στρατό υπό
την διοίκηση του Σαρβαραζά, ο Ηράκλειος διαίρεσε το στράτευμά του και
επιτέθηκε με το μικρότερο τμήμα, ενώ το υπόλοιπο τμήμα είχε καταλάβει
ψηλότερες θέσεις έχοντας υπερκεράσει την περσική παράταξη. Όταν ο
Ηράκλειος ενημερώθηκε για την ολοκλήρωση της κυκλωτικής κίνησης, διέταξε
υποχώρηση. Οι Πέρσες κατάλαβαν ότι επρόκειτο για ψεύτικη υποχώρηση και
κράτησαν τις θέσεις τους. Έτσι όμως έδωσαν την ευκαιρία στο τμήμα που
προσποιήθηκε υποχώρηση, να ολοκληρώσει και αυτό ανενόχλητο την κυκλωτική
κίνηση, να ενωθεί με τον υπόλοιπο στρατό και να πέσουν στα νώτα των
Περσών.
Σε
αυτή την περίπτωση το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η απόκρυψη των κινήσεων
της κύριας δύναμης του βυζαντινού στρατού. Ο Σαρβαραζάς πίστεψε ότι οι
Βυζαντινοί προσποιούνταν υποχώρηση για να τον οδηγήσουν σε ενέδρα και
πραγματικά έτσι ήταν. Για να πέσει όμως στην ενέδρα ο Σαρβαραζάς έπρεπε
να παραμείνει ακίνητος, όπως και έπραξε, αποφασίζοντας να μην καταδιώξει
τους αντιπάλους. Όταν ανακάλυψε το λάθος του διέταξε υποχώρηση
εγκαταλείποντας το στρατόπεδο και τις προμήθειές του στα χέρια του
Ηράκλειου.
Αργότερα,
τον Ιανουάριο του 623 μ.Χ., ο Ηράκλειος ενημερώθηκε για μια περσική
ενέδρα στον ποταμό Άλυ και εσκεμμένα οδήγησε ένα μικρό τμήμα του στρατού
του εκεί. Όταν οι Πέρσες ξεχύθηκαν από τις καμουφλαρισμένες θέσεις τους
για να επιτεθούν στον Ηράκλειο, το βυζαντινό ιππικό εμφανίσθηκε από τα
γύρω βουνά, έπεσε πάνω στους Πέρσες και τους κατέκοψε. Τότε ο Ηράκλειος
επιτέθηκε και στην κύρια περσική δύναμη, για ν’ ανακαλύψει ότι ο
Σαρβαραζάς γι’ ακόμη μια φορά υποχώρησε, συγκλονισμένος από την αποτυχία
του δικού του τεχνάσματος[iii].
Οι
ελιγμοί πάντα πραγματοποιούνταν είτε στα νώτα είτε στα μετόπισθεν του
εχθρού, χωρίς να έχει σημασία σε τι απόσταση. Παρά την σπανιότητα των
μαρτυριών, είναι γενικά αποδεκτό ότι οι Βυζαντινοί οργάνωναν
συγκεκαλυμμένες επιχειρήσεις και δολιοφθορές πίσω από τις εχθρικές
γραμμές. Μια τέτοιου είδους επιχείρηση έγινε στην βανδαλοκρατούμενη Β.
Αφρική, όπου ο Ιουστινιανός έστειλε 120 επίλεκτους άνδρες να στήσουν
επαναστατικό δίκτυο υποστήριξης στην απόβαση του Βελισάριου το 533 μ.Χ.
Άλλη παρόμοια επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς στην
Σικελία πριν από τον Σικελικό Εσπερινό μεταξύ 1282-1302. Έχει αποδειχθεί
ότι οι Βυζαντινοί χρηματοδότησαν και βοήθησαν στην επανάσταση στη
Σικελία, καθώς και ενθάρρυναν τον βασιλιά Πέτρο Γ’ της Αραγονίας, να
επέμβει στο νησί το 1282, με σκοπό να αποτρέψει τη σχεδιαζόμενη εισβολή
του Καρόλου του Ανδεγαυού στην αυτοκρατορική επικράτεια. Κατά την
διάρκεια του ξεσηκωμού, 70 πλοία του Καρόλου που είχαν αράξει στο λιμάνι
της Μεσσήνης πυρπολήθηκαν το 1283. Αυτό το κατόρθωμα έχει γραφεί στο
ενεργητικό των Σικελών επαναστατών, αν και οι Βυζαντινοί είχαν πολύ
περισσότερα να κερδίσουν από την καταστροφή του στόλου. Μερικοί
ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι πράκτορες της Κωνσταντινούπολης είχαν
παίξει το δικό τους ρόλο στο κάψιμο των πλοίων. Αλλά η επιτυχία αυτών
των επιχειρήσεων ολοκληρώνεται όταν όλες αυτές οι πράξεις δολιοφθοράς
δείχνουν ως μια σειρά συμπτώσεων, την στιγμή που είναι στρατηγικοί
σχεδιασμοί της Κωνσταντινούπολης.
Όλοι
όσοι ασχολήθηκαν με την μελέτη της βυζαντινής πολεμικής φιλοσοφίας
δέχονται ότι πρόκειται για ενεργή άμυνα. Ακόμη και όταν ενεργούσαν
επιθετικές εκστρατείες, εφάρμοζαν στρατηγικές άμυνας για να κερδίζουν
τους πολέμους[iv].
Ο στόχος ήταν να υπερασπίσουν την επικράτεια, την περιουσία και την ζωή
χωρίς όμως το κόστος ενός στρατού. Ο στρατός πολεμούσε αρκετά συχνά
ώστε να παραμένει αξιόμαχος και αποτρεπτικός παράγοντας ως φόβητρο των
εχθρών, και η εκπαίδευση, η πειθαρχεία και η φήμη του έκοβαν την όρεξη
σε κάθε επιθυμία εισβολής. Οι τεχνικές ελιγμών ισοσκέλιζαν ή και
υποσκέλιζαν την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Αν ο βυζαντινός
στρατός αποδεκατίζονταν σε μια αποφασιστική μάχη τότε όλη η βυζαντινή
επικράτεια θα αφήνονταν έρμαιο στις αρπακτικές διαθέσεις των αντιπάλων
και αυτό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό ως προοπτική. Οι ελιγμοί
αποφυγής αρνούνταν στον εισβολέα την αποφασιστική μάχη, ενώ επέτρεπαν
στους υπερασπιστές να παρακολουθούν τις κινήσεις του περιμένοντας την
κατάλληλη στιγμή για να κτυπήσουν, παραμένοντας έτσι παράγοντας που
έπρεπε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Έτσι ο εισβολέας έπρεπε να είναι
διπλά προσεκτικός διότι είχε να υπολογίσει τον συνδυασμό παρενόχλησης
και ρίσκου.
Μια
στρατηγική, η οποία θα στηρίζονταν μόνο στην άμυνα δεν ήταν εφικτή ούτε
αποδοτική στον επικίνδυνο βαρβαρικό περίγυρο που κύκλωνε την
αυτοκρατορία. Επιθετικές ενέργειες έπρεπε να αναλαμβάνονται ώστε να
στηρίζονται οι σύμμαχοι και ν’ αποσυντονίζονται οι εχθροί. Τους
τελευταίους αιώνες οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν κατά κοινή ομολογία, την
τέχνη της πολιτικής σε τέτοιο βαθμό, ώστε αναπλήρωναν έτσι την ανάγκη να
στέλνουν στρατιωτικές δυνάμεις σε υπερόριες εκστρατείες. Δωροδοκίες,
διπλές συμφωνίες, καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις, εμπορικά προνόμια
και επιρροές, όλα έπαιξαν έναν ρόλο επιθετικής πολιτικής ενάντια στους
εν δυνάμει εχθρούς. Έτσι ο στρατός διατηρήθηκε αλώβητος και μαζί με
αυτόν και η αυτοκρατορία μέχρι την στιγμή που και ο τελευταίος μεγάλος
πολεμιστής της Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος έπεσε μαχόμενος.
http://www.impantokratoros.gr/stratos_byzantio_taktikes.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου