Το σκεπτικό των Βρετανών πίσω από πολλές αποφάσεις τους κατά την περίοδο
του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ, καθώς και το περιεχόμενο επαφών και
εκτιμήσεών τους αποκαλύπτει η έβδομη δόση των αρχείων αποικιακής
διοίκησης από το Φόρεϊν Όφις που αποχαρακτηρίζονται σήμερα. Τα γνωστά ως
«απόδημα» ή «ξεχασμένα» αρχεία προέρχονται κυρίως από την περίοδο
1956-1959.
Αποτίμηση αντιμετώπισης ΕΟΚΑ – Παραδοχή αποτυχίας
Προς τα τέλη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ ο ταξίαρχος Τζορτζ Μπέικερ επιφορτίστηκε με τη σύνταξη έκθεσης που θα αποτιμούσε την αντιμετώπισή του από τις βρετανικές αρχές.
Το ερώτημα που ετίθετο, όπως σημείωνε ο υποστράτηγος Ντάρλινγκ, διευθυντής Επιχειρήσεων στην Κύπρο από το 1958, ήταν «γιατί η ΕΟΚΑ που ήταν στα πρόθυρα της ήττας το Μάρτιο του 1957 κατάφερε μία θεαματική ανάκαμψη παρά το γεγονός ότι μεγάλες δυνάμεις και μία ισχυρή μηχανή εξουσιών ήταν στη διάθεση της διοίκησης». Ο Ντάρλινγκ σημείωνε ότι το Μάρτιο του 1957 η ΕΟΚΑ είχε υποχρεωθεί σε εκεχειρία λόγω της δύσκολης κατάστασής της. Ο Γρίβας εκείνη την περίοδο όμως διεύρυνε τη βάση στήριξης της ΕΟΚΑ «με εκφοβισμό και βαθιά διείσδυση στην αστυνομία, την εκπαίδευση, τις δημόσιες υπηρεσίες και τον πληθυσμό γενικά». Επίσης ενίσχυσε την ασφάλεια της οργάνωσής του. «Στην ουσία άλλαξε τις τακτικές του πιο γρήγορα από όσο εκτιμήσαμε», παρατηρούσε ο Βρετανός υποστράτηγος.
Έως το 1957 ο Ντάρλινγκ θεωρούσε ότι η μηχανή πληροφοριών ασφαλείας ήταν επαρκής, αλλά «δεν ήταν εξοπλισμένη τεχνικά ή οργανωτικά για να νικήσει το υψηλά οργανωμένο υπόγειο κίνημα πριν οι δραστηριότητές του αποκτήσουν ρίζες το καλοκαίρι του '58». Ο Βρετανός στρατιωτικός πρόσθετε ότι οι διακοινοτικές ταραχές είχαν αποσπάσει τη βρετανική προσοχή από την ΕΟΚΑ. Πάντως σημείωνε ότι προς το 1959 η κατάσταση είχε αλλάξει με τη συνδρομή της βρετανικής κυβέρνησης και την αναδιάταξη της επιχείρησης των πληροφοριών ασφαλείας μέχρι τη στιγμή των συνομιλιών της Ζυρίχης. Εκείνη τη στιγμή, ανέφερε ο υποστράτηγος Ντάρλινγκ, οι Βρετανοί ήταν σε θέση να καταφέρουν στην ηγεσία της ΕΟΚΑ ένα μοιραίο χτύπημα.
Η ίδια η έκθεση του ταξίαρχου Τζορτζ Μπέικερ επισήμαινε μεταξύ άλλων ότι εμπόδιο στη σωστή αστυνόμευση της Κύπρου ήταν η αρχικά μικρή διάρκεια της θητείας των Βρετανών που υπηρετούσαν στην αστυνομία του νησιού, που δεν τους επέτρεπε να εγκλιματιστούν. Παρατηρούσε επίσης ότι είχε υπάρξει δυσκολία και χρονοτριβή στην οργάνωση ενός λειτουργικού συστήματος πάταξης της λαθραίας εισαγωγής όπλων στην Κύπρο και όταν αυτό εφαρμόστηκε είχαν τερματιστεί οι εχθροπραξίες. Η έκθεσε πρόσθετε ότι υπήρχαν πολλές ξεχωριστές μονάδες ασφαλείας και έλειπε ο απαιτούμενος στενός συντονισμός τους.
Παράλληλα ο ταξίαρχος Μπέικερ σημείωνε ότι είχε γίνει πολύ αργά η κατάλληλη οργάνωση των υπηρεσιών πληροφοριών ασφαλείας και συχνά οι πληροφορίες αξιοποιούνταν υπερβολικά βιαστικά χωρίς το μέγιστο αποτέλεσμα. «Αν λαμβάνονταν πιο νωρίς μέτρα συντονισμού που ελήφθησαν μόλις τον Ιούλιο του 1958 θα είχε καταστεί δυνατό να χτιστεί ένας πιο αποτελεσματικός και δραστήριος μηχανισμός πληροφοριών ασφαλείας», αναφερόταν χαρακτηριστικά. Ο Τζορτζ Μπέικερ σημείωνε τέλος ότι είχε επιτραπεί στον κυπριακό Τύπο «να ανακινεί το μίσος κατά των Βρετανών» χωρίς κανέναν έλεγχο. Όπως σχολίαζε ο συντάκτης της έκθεσης, «σχεδόν χωρίς εξαίρεση επετράπη στα ΜΜΕ να συνιστούν σημαντικό τμήμα της "τρομοκρατικής" μηχανής». Πρόσθετε πάντως ότι η λογοκρισία είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι.
Συνοψίζοντας τα διδάγματα από τα γεγονότα στην Κύπρο με αφορμή την έκθεση Μπέικερ, ο κυβερνήτης σερ Χιου Φουτ ανέφερε σε δικό του σημείωμα ότι το πιο προφανές μάθημα ήταν πως όλα εξαρτώνται από τις πληροφορίες ασφαλείας. «Η αποτυχία μας να καταστρέψουμε την ΕΟΚΑ ήταν εν πολλοίς αποτυχία των πληροφοριών ασφαλείας. Μας πήρε μέχρι το 1959 για να οργανωθούμε πραγματικά καλά», έγραφε ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου. Επέκρινε επίσης την τακτική των μαζικών συλλήψεων, μαζικών κρατήσεων, των αποκλεισμών και ερευνών και των συλλογικών τιμωριών. «Δεν καταστρέφεις ένα εθνικιστικό κίνημα κάνοντας δύσκολη τη ζωή των απλών ανθρώπων», σχολίαζε ο σερ Χιου.
Εξάλλου, ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών ασφαλείας στην Κύπρο από το Νοέμβριο του 1958 και μετά, Τζ. Πρέντεργκαστ, επιβεβαίωνε σε δικό του σχολιασμό επί της έκθεσης Μπέικερ τον Απρίλιο του 1959 πως όταν έφτασε στο νησί διαπίστωσε μεταξύ άλλων έλλειψη ελέγχου στη συλλογή των πληροφοριών, διαφορετικά επίπεδα ενημέρωσης ανά τομέα και ανεπαρκή αναγνώριση στόχων.
Αποτίμηση αντιμετώπισης ΕΟΚΑ – Παραδοχή αποτυχίας
Προς τα τέλη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ ο ταξίαρχος Τζορτζ Μπέικερ επιφορτίστηκε με τη σύνταξη έκθεσης που θα αποτιμούσε την αντιμετώπισή του από τις βρετανικές αρχές.
Το ερώτημα που ετίθετο, όπως σημείωνε ο υποστράτηγος Ντάρλινγκ, διευθυντής Επιχειρήσεων στην Κύπρο από το 1958, ήταν «γιατί η ΕΟΚΑ που ήταν στα πρόθυρα της ήττας το Μάρτιο του 1957 κατάφερε μία θεαματική ανάκαμψη παρά το γεγονός ότι μεγάλες δυνάμεις και μία ισχυρή μηχανή εξουσιών ήταν στη διάθεση της διοίκησης». Ο Ντάρλινγκ σημείωνε ότι το Μάρτιο του 1957 η ΕΟΚΑ είχε υποχρεωθεί σε εκεχειρία λόγω της δύσκολης κατάστασής της. Ο Γρίβας εκείνη την περίοδο όμως διεύρυνε τη βάση στήριξης της ΕΟΚΑ «με εκφοβισμό και βαθιά διείσδυση στην αστυνομία, την εκπαίδευση, τις δημόσιες υπηρεσίες και τον πληθυσμό γενικά». Επίσης ενίσχυσε την ασφάλεια της οργάνωσής του. «Στην ουσία άλλαξε τις τακτικές του πιο γρήγορα από όσο εκτιμήσαμε», παρατηρούσε ο Βρετανός υποστράτηγος.
Έως το 1957 ο Ντάρλινγκ θεωρούσε ότι η μηχανή πληροφοριών ασφαλείας ήταν επαρκής, αλλά «δεν ήταν εξοπλισμένη τεχνικά ή οργανωτικά για να νικήσει το υψηλά οργανωμένο υπόγειο κίνημα πριν οι δραστηριότητές του αποκτήσουν ρίζες το καλοκαίρι του '58». Ο Βρετανός στρατιωτικός πρόσθετε ότι οι διακοινοτικές ταραχές είχαν αποσπάσει τη βρετανική προσοχή από την ΕΟΚΑ. Πάντως σημείωνε ότι προς το 1959 η κατάσταση είχε αλλάξει με τη συνδρομή της βρετανικής κυβέρνησης και την αναδιάταξη της επιχείρησης των πληροφοριών ασφαλείας μέχρι τη στιγμή των συνομιλιών της Ζυρίχης. Εκείνη τη στιγμή, ανέφερε ο υποστράτηγος Ντάρλινγκ, οι Βρετανοί ήταν σε θέση να καταφέρουν στην ηγεσία της ΕΟΚΑ ένα μοιραίο χτύπημα.
Η ίδια η έκθεση του ταξίαρχου Τζορτζ Μπέικερ επισήμαινε μεταξύ άλλων ότι εμπόδιο στη σωστή αστυνόμευση της Κύπρου ήταν η αρχικά μικρή διάρκεια της θητείας των Βρετανών που υπηρετούσαν στην αστυνομία του νησιού, που δεν τους επέτρεπε να εγκλιματιστούν. Παρατηρούσε επίσης ότι είχε υπάρξει δυσκολία και χρονοτριβή στην οργάνωση ενός λειτουργικού συστήματος πάταξης της λαθραίας εισαγωγής όπλων στην Κύπρο και όταν αυτό εφαρμόστηκε είχαν τερματιστεί οι εχθροπραξίες. Η έκθεσε πρόσθετε ότι υπήρχαν πολλές ξεχωριστές μονάδες ασφαλείας και έλειπε ο απαιτούμενος στενός συντονισμός τους.
Παράλληλα ο ταξίαρχος Μπέικερ σημείωνε ότι είχε γίνει πολύ αργά η κατάλληλη οργάνωση των υπηρεσιών πληροφοριών ασφαλείας και συχνά οι πληροφορίες αξιοποιούνταν υπερβολικά βιαστικά χωρίς το μέγιστο αποτέλεσμα. «Αν λαμβάνονταν πιο νωρίς μέτρα συντονισμού που ελήφθησαν μόλις τον Ιούλιο του 1958 θα είχε καταστεί δυνατό να χτιστεί ένας πιο αποτελεσματικός και δραστήριος μηχανισμός πληροφοριών ασφαλείας», αναφερόταν χαρακτηριστικά. Ο Τζορτζ Μπέικερ σημείωνε τέλος ότι είχε επιτραπεί στον κυπριακό Τύπο «να ανακινεί το μίσος κατά των Βρετανών» χωρίς κανέναν έλεγχο. Όπως σχολίαζε ο συντάκτης της έκθεσης, «σχεδόν χωρίς εξαίρεση επετράπη στα ΜΜΕ να συνιστούν σημαντικό τμήμα της "τρομοκρατικής" μηχανής». Πρόσθετε πάντως ότι η λογοκρισία είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι.
Συνοψίζοντας τα διδάγματα από τα γεγονότα στην Κύπρο με αφορμή την έκθεση Μπέικερ, ο κυβερνήτης σερ Χιου Φουτ ανέφερε σε δικό του σημείωμα ότι το πιο προφανές μάθημα ήταν πως όλα εξαρτώνται από τις πληροφορίες ασφαλείας. «Η αποτυχία μας να καταστρέψουμε την ΕΟΚΑ ήταν εν πολλοίς αποτυχία των πληροφοριών ασφαλείας. Μας πήρε μέχρι το 1959 για να οργανωθούμε πραγματικά καλά», έγραφε ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου. Επέκρινε επίσης την τακτική των μαζικών συλλήψεων, μαζικών κρατήσεων, των αποκλεισμών και ερευνών και των συλλογικών τιμωριών. «Δεν καταστρέφεις ένα εθνικιστικό κίνημα κάνοντας δύσκολη τη ζωή των απλών ανθρώπων», σχολίαζε ο σερ Χιου.
Εξάλλου, ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών ασφαλείας στην Κύπρο από το Νοέμβριο του 1958 και μετά, Τζ. Πρέντεργκαστ, επιβεβαίωνε σε δικό του σχολιασμό επί της έκθεσης Μπέικερ τον Απρίλιο του 1959 πως όταν έφτασε στο νησί διαπίστωσε μεταξύ άλλων έλλειψη ελέγχου στη συλλογή των πληροφοριών, διαφορετικά επίπεδα ενημέρωσης ανά τομέα και ανεπαρκή αναγνώριση στόχων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου