Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

18 Σεπτεμβρίου 1834:Η Αθήνα ορίζεται πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους με διάταγμα του Οθωνα.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ανακήρυξη της χώρας μας ως ανεξάρτητη, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22 Ιανουαρίου του 1830), δημιουργήθηκε η ανάγκη οργάνωσης και λειτουργίας του νέου κράτους σε σωστές βάσεις και με τις κατάλληλες υποδομές.
Η απόφαση για τον ορισμό της μελλοντικής ελληνικής πρωτεύουσας, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Προσωπικότητες της εποχής, πολιτικοί, αλλά και εξειδικευμένοι επιστήμονες (αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι κ.ά.) πήραν μέρος στη συζήτηση που ακολούθησε, προσπαθώντας να επηρεάσουν τις εξελίξεις και την τελική απόφαση. Οι πόλεις που προτάθηκαν ήταν, μεταξύ άλλων, η

Κόρινθος, τα Μέγαρα, ο Πειραιάς, το Άργος, καθώς και το Ναύπλιο - η μέχρι τότε Πρωτεύουσα της χώρας.
Τελικά, η πλάστιγγα έγειρε προς την Αθήνα, η οποία το Σεπτέμβριο του 1834 ανακηρύχθηκε επίσημα σε «Βασιλική καθέδρα και Πρωτεύουσα». Οι λόγοι που οδήγησαν στο να πάρει τελικά η Αθήνα το «χρίσμα», έχουν να κάνουν με την ένδοξη ιστορία της ως λίκνο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (την απόφαση πιθανότατα επηρέασε ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος, ο οποίος ήταν γνωστός αρχαιολάτρης).
Ο πληθυσμός της πόλης μόλις και μετά βίας ξεπερνούσε τους 10.000 κατοίκους. Ηταν ένα μικρό χωριό έκτασης 1.163 στρεμμάτων. Σ' αυτή την έκταση είχαν χτιστεί 1.500 σπίτια και 124 εκκλησίες. Στο τέλος της Επανάστασης του 1821, από τα σπίτια κατοικήσιμα ήταν μόλις 300 και από τις εκκλησίες μόνο 32 ήταν ανέπαφες.
Ο πρώτος πολεοδομικός Χάρτης των Αθηνών εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ: Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο, πλήρως τεκμηριωμένο, με αυστηρή και άνετη ρυμοτόμηση που αφήνει αρκετούς ελεύθερους χώρους και εξασφαλίζει μια εκτεταμένη αρχαιολογική ζώνη γύρω από την Ακρόπολη.
Η εφαρμογή του σχεδίου αυτού όμως, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδιοκτησιών και το ξεσπίτωμα πολλών οικογενειών, κάτι που δεν άρεσε στους Αθηναίους, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν κατά των δύο αρχιτεκτόνων, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στην πόλη.
Ο αντιβασιλεύς Μάουρερ έδωσε εντολή να σταματήσουν οι εργασίες εφαρμογής του σχεδίου των δύο αρχιτεκτόνων και ζήτησε από τον Λουδοβίκο να στείλει τον προσωπικό του αρχιτέκτονα, τον Βαυαρό Κλέντσε, για να μελετήσει και να μεταρρυθμίσει το αρχικό σχέδιο.

Οι τροποποιήσεις του Κλέντσε ήταν δυστυχώς ατυχείς για την πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας και υποκινούμενες από πολιτική σκοπιμότητα. Σε αντίθεση με τους δύο αρχιτέκτονες που είχαν απαγορεύσει το κτίσιμο γύρω από την Ακρόπολη, με σκοπό να προστατευθούν τα μνημεία και να γίνουν οι απαραίτητες ανασκαφές, αυτός επέτρεψε την ανοικοδόμηση στην περιοχή αυτή.

Το σχέδιό του δεν σεβάστηκε, όπως των προηγουμένων, τα βυζαντινά μνημεία, με αποκορύφωμα τη χάραξη της Ερμού έτσι ώστε να απαιτείται το γκρέμισμα της Καπνικαρέας, που ευτυχώς αργότερα σώθηκε.
Μετά την εκπόνηση και έγκριση του σχεδίου του Κλέντσε, είχαμε συνεχείς τροποποιήσεις (1837, 1843, 1847, 1856, 1860, 1862, 1864, 1919), που συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα στην πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας.
Ενώ δε ο Κλεάνθης είχε δουλέψει αφιλοκερδώς, από την αγάπη του προς την πατρίδα και τα αρχαία μνημεία της, ο Κλέντσε έλαβε τη μυθική για τότε αμοιβή των 24.000 δρχ.

Η άναρχη οικοδόμηση συνόδευσε την πρωτεύουσα από τα πρώτα βήματά της.

Το 1838, όταν στο Δημοτικό Συμβούλιο έγινε συζήτηση για ονοματοθεσία κεντρικών δρόμων, ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας έστελνε γράμμα στη Ρώμη όπου διακωμωδούσε το γεγονός: «Είναι αστείο» -έγραφε- «να γίνεται λόγος περί των ονομάτων των οδών μιας πόλεως η οποία μετά από 100 χρόνια μόλις θα έχει το πολύ 30.000 κατοίκους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου