Φέτος, τριάντα εννέα χρόνια μετά, οι ημέρες συμπίπτουν. Δευτέρα 15
Ιουλίου το πραξικόπημα. Σάββατο 20 Ιουλίου: η εισβολή των Τούρκων. Το
δίχτυ της μνήμης μπορεί σε πολλά του μέρη να έχει σκιστεί, παραγεμισμένο
ηλεκτρονικές συσκευές, ντιζαϊνάτα έπιπλα και άυλο δανεικό χρήμα.
Ωστόσο, η μικρή υπομονετική βελόνα φαίνεται να κάνει την δουλειά της,
ματίζοντας τα χάσματα με χέρι χαραγμένο αλλά μπιρσίμι γερό. «Βράδυ της
Κυριακής, 14 του Ιούλη. Μια νύχτα σαν όλες. Γεμάτη ιδρώτα πηχτής ζωής,
που δεν σε φτάνει να τη ζήσεις, όσο κι αν πολλαπλασιάσεις τις στιγμές.
[...] Το πρωί ο παππούς κάθισε στον ηλιακό, για να διαβάσει την
εφημερίδα του. -Φτιάξε μου έναν καφέ, είπε στην Πηνελόπη. Κι άναψε το
ραδιόφωνο. “Σήμερον την πρωΐαν η Εθνική Φρουρά επενέβη διά να σταματήσει
τον αδελφοκτόνον πόλεμον...” -Θα μας φέρουν τους Τούρκους! Λέει ο
παππούς...»
Συνεχίζω: «Βρισκόμαστε στο υπόγειο ενός διώροφου σπιτιού, καμιά εικοσαριά άτομα, κι από πάνω μας πάνε κι έρχονται τα τουρκικά αεροπλάνα και βομβαρδίζουν ασταμάτητα. [...] Στην πόλη δεν υπάρχουν αντιαεροπορικά, μόνο ένας ακροβολιστής σε μια ταράτσα πολυκατοικίας, τον ακούμε που πυροβολεί τα αεροπλάνα, μάλλον με κυνηγετικό. [...] Ολοι κλαίγαμε όταν ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα, [...] δεν κατάλαβα πως ο άντρας με τα κόκκινα μάτια, το πέτρινο χλωμό πρόσωπο και το όπλο στον ώμο ήταν ο θείος Πάμπος. Δεν έβλεπε κανέναν, μόνο τον πατέρα του. “Μας πρόδωσαν” του λέει τραχιά. “Θέλω να ξέρεις πως δεν είχα ιδέα. Ναι, ήμουν βλάκας. Ηρτα να μου το ξαναπείς και να με φτύσεις”! [...] ύστερα ο θείος Πάμπος πήγε στη γιαγιά που κρεμάστηκε απάνω του και δεν τον άφηνε “πού πας με το όπλο”, του ’λεγε “εσύ δεν είσαι στρατεύσιμος” [...] σήκωσε το χέρι χαιρετώντας μας όλους... και τότε πρόσεξα που δεν φόραγε το γάντι κι είδα τις βαθιές ουλές στα δάχτυλά του». Ο θείος Πάμπος. Ο «άσωτος» της οικογένειας του Κοσμά Γεωργίου, σκληρά βασανισθείς απ’ τους Εγγλέζους. Του έβγαλαν τα νύχια του δεξιού χεριού. Κι όταν το ’57 τον βασάνιζαν στα κρατητήρια της Αμμοχώστου, ο «αγγελοπρόσωπος» ελληνομαθής Εγγλέζος Χέιγκεν, και ο Τουρκοκύπριος επικουρικός Οσμάν, «ξέρω πολλά, πάρα πολλά», έλεγε φτύνοντας αίμα. «Μα δεν θα σου πω».
Πού βρίσκεται σήμερα η Αμμόχωστος; «Μήπως μια πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη/ Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;» (Κ. Χαραλαμπίδης, «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα»).
1962: ο Κοσμάς Πολίτης γράφει το μυθιστόρημά του «Στου Χατζηφράγκου» με τον υπότιτλο «Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας».Είναι το δικό του μνημόσυνο στη Σμύρνη που μεγάλωσε. Κι η Αμμόχωστος ανατέλλει στο, άρτι εκδοθέν, μυθιστόρημα της Χρυστάλλας Κουλέρμου «Οι κληρονόμοι των ανέμων» (εκδ. Μελάνι, 2013).
Αμμόχωστος. Αύγουστος ’73 -Αύγουστος ’74. Καφετέριες, παρέες νέων, θερινά σινεμά, Αγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί τουρίστες. Κι όλο τον χρόνο εκρήξεις, τοποθετήσεις βομβών, διαδηλώσεις μαθητών, «κάτω η χούντα» και «Ενωσις». Μέσα από τα εφηβικά μάτια της Ευδοκίας (το alter ego της συγγραφέως) ξετυλίγεται η καθημερινότητα απλωμένη στον μυχό της θάλασσας, μέχρι τον Κάβο Γκρέκο. Το μαύρο της Ιστορίας, απλώνει και γίνεται ποτάμι αίματος. Το έργο δεν είναι μνημόσυνο. Στιβαρά δομημένο συνομιλεί με την τραγωδία και τον Κοσμά Πολίτη. Πάροδος, τρία Επεισόδια, Εξοδος, Επίλογος. Σκιές ανθρώπων, τόπων, που λαχταρούν να λάβουν υπόσταση στον φλοίσβο της μνήμης και της ελπίδας. Για επιστροφή. Από Δερύνεια, Φρέναρο, Αυγόρου και Ορμήδεια - κι άλλα «καρτερικά ελληνικά ονόματα». Ο Πάμπος, πολεμά εθελοντής υπό τις διαταγές του θρυλικού ταγματάρχη Τάσου Μάρκου και σκοτώνεται στον κάμπο της Μεσαορίας, στη στοιχειώδη αμυντική γραμμή, την οποία στήνει, κατάμονος, απέναντι σε χιλιάδες τουρκικού στρατού, άρματα και αεροπλάνα, από Μια Μηλιά μέχρι Κουτσοβέντι, για να σώσει Αμμόχωστο και Λευκωσία, ο Μάρκου.
Πού βρίσκεται η Αμμόχωστος; Τη βλέπουν οι τουρίστες με τα κυάλια, σιωπηλοί μέσα στην αχλύ. Φυτά ανεβαίνουν στα παράθυρα των ξενοδοχείων και των πολυκατοικιών, άγρια βλάστηση ξηλώνει την άσφαλτο. Και παρά θίν’ αλός, στη χρυσή άμμο, ανθίζουν τα λευκά, λεπτής ευωδίας, κρίνα της θαλάσσης. Αμμόχωστος, Σαλαμίς, Εγκωμη, Στύλλοι, Σπαθαρικόν, Λευκόνοικον, Ακανθού, Αιγιαλούσα, Κερύνεια. Αν δεν γίνουν ένδον περιοχές, τότε «μας δόθηκε άδικα μια τέτοια τραγωδία».
*Ο κ. Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος
Πηγή: Καθημερινή
Συνεχίζω: «Βρισκόμαστε στο υπόγειο ενός διώροφου σπιτιού, καμιά εικοσαριά άτομα, κι από πάνω μας πάνε κι έρχονται τα τουρκικά αεροπλάνα και βομβαρδίζουν ασταμάτητα. [...] Στην πόλη δεν υπάρχουν αντιαεροπορικά, μόνο ένας ακροβολιστής σε μια ταράτσα πολυκατοικίας, τον ακούμε που πυροβολεί τα αεροπλάνα, μάλλον με κυνηγετικό. [...] Ολοι κλαίγαμε όταν ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα, [...] δεν κατάλαβα πως ο άντρας με τα κόκκινα μάτια, το πέτρινο χλωμό πρόσωπο και το όπλο στον ώμο ήταν ο θείος Πάμπος. Δεν έβλεπε κανέναν, μόνο τον πατέρα του. “Μας πρόδωσαν” του λέει τραχιά. “Θέλω να ξέρεις πως δεν είχα ιδέα. Ναι, ήμουν βλάκας. Ηρτα να μου το ξαναπείς και να με φτύσεις”! [...] ύστερα ο θείος Πάμπος πήγε στη γιαγιά που κρεμάστηκε απάνω του και δεν τον άφηνε “πού πας με το όπλο”, του ’λεγε “εσύ δεν είσαι στρατεύσιμος” [...] σήκωσε το χέρι χαιρετώντας μας όλους... και τότε πρόσεξα που δεν φόραγε το γάντι κι είδα τις βαθιές ουλές στα δάχτυλά του». Ο θείος Πάμπος. Ο «άσωτος» της οικογένειας του Κοσμά Γεωργίου, σκληρά βασανισθείς απ’ τους Εγγλέζους. Του έβγαλαν τα νύχια του δεξιού χεριού. Κι όταν το ’57 τον βασάνιζαν στα κρατητήρια της Αμμοχώστου, ο «αγγελοπρόσωπος» ελληνομαθής Εγγλέζος Χέιγκεν, και ο Τουρκοκύπριος επικουρικός Οσμάν, «ξέρω πολλά, πάρα πολλά», έλεγε φτύνοντας αίμα. «Μα δεν θα σου πω».
Πού βρίσκεται σήμερα η Αμμόχωστος; «Μήπως μια πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη/ Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;» (Κ. Χαραλαμπίδης, «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα»).
1962: ο Κοσμάς Πολίτης γράφει το μυθιστόρημά του «Στου Χατζηφράγκου» με τον υπότιτλο «Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας».Είναι το δικό του μνημόσυνο στη Σμύρνη που μεγάλωσε. Κι η Αμμόχωστος ανατέλλει στο, άρτι εκδοθέν, μυθιστόρημα της Χρυστάλλας Κουλέρμου «Οι κληρονόμοι των ανέμων» (εκδ. Μελάνι, 2013).
Αμμόχωστος. Αύγουστος ’73 -Αύγουστος ’74. Καφετέριες, παρέες νέων, θερινά σινεμά, Αγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί τουρίστες. Κι όλο τον χρόνο εκρήξεις, τοποθετήσεις βομβών, διαδηλώσεις μαθητών, «κάτω η χούντα» και «Ενωσις». Μέσα από τα εφηβικά μάτια της Ευδοκίας (το alter ego της συγγραφέως) ξετυλίγεται η καθημερινότητα απλωμένη στον μυχό της θάλασσας, μέχρι τον Κάβο Γκρέκο. Το μαύρο της Ιστορίας, απλώνει και γίνεται ποτάμι αίματος. Το έργο δεν είναι μνημόσυνο. Στιβαρά δομημένο συνομιλεί με την τραγωδία και τον Κοσμά Πολίτη. Πάροδος, τρία Επεισόδια, Εξοδος, Επίλογος. Σκιές ανθρώπων, τόπων, που λαχταρούν να λάβουν υπόσταση στον φλοίσβο της μνήμης και της ελπίδας. Για επιστροφή. Από Δερύνεια, Φρέναρο, Αυγόρου και Ορμήδεια - κι άλλα «καρτερικά ελληνικά ονόματα». Ο Πάμπος, πολεμά εθελοντής υπό τις διαταγές του θρυλικού ταγματάρχη Τάσου Μάρκου και σκοτώνεται στον κάμπο της Μεσαορίας, στη στοιχειώδη αμυντική γραμμή, την οποία στήνει, κατάμονος, απέναντι σε χιλιάδες τουρκικού στρατού, άρματα και αεροπλάνα, από Μια Μηλιά μέχρι Κουτσοβέντι, για να σώσει Αμμόχωστο και Λευκωσία, ο Μάρκου.
Πού βρίσκεται η Αμμόχωστος; Τη βλέπουν οι τουρίστες με τα κυάλια, σιωπηλοί μέσα στην αχλύ. Φυτά ανεβαίνουν στα παράθυρα των ξενοδοχείων και των πολυκατοικιών, άγρια βλάστηση ξηλώνει την άσφαλτο. Και παρά θίν’ αλός, στη χρυσή άμμο, ανθίζουν τα λευκά, λεπτής ευωδίας, κρίνα της θαλάσσης. Αμμόχωστος, Σαλαμίς, Εγκωμη, Στύλλοι, Σπαθαρικόν, Λευκόνοικον, Ακανθού, Αιγιαλούσα, Κερύνεια. Αν δεν γίνουν ένδον περιοχές, τότε «μας δόθηκε άδικα μια τέτοια τραγωδία».
*Ο κ. Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου