Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Η μεγάλη στροφή της Ουάσινγκτον

Από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κατέστησε σαφές ότι προτιμούσε να αποφύγει μια ευθεία παρέμβαση των ΗΠΑ. Κατά τη γνώμη του, η Αμερική έχει ήδη εξαπολύσει αρκετούς πολέμους στη Μέση Ανατολή και η εν λόγω σύγκρουση δεν απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Γιατί λοιπόν έκανε στροφή 180 μοιρών απειλώντας με στοχευμένα στρατιωτικά χτυπήματα κατά του συριακού καθεστώτος μετά τη χρήση χημικών όπλων εναντίον αμάχων στις 21 Αυγούστου ; Γιατί η σύγκρουση μετατοπίστηκε ξαφνικά από τις παρυφές στο επίκεντρο της στρατηγικής ατζέντας των ΗΠΑ ; Γιατί αυτήν ειδικά τη στιγμή ;

Εως τότε, η σύγκρουση στη Συρία έπαιζε αμελητέο ρόλο στην εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον. Ακόμα κι ύστερα από δυο χρόνια αιματηρών συγκρούσεων και περισσότερους από 100.000 νεκρούς, η πολιτική τάξη, στην πλειοψηφία της, παρέμενε αρνητική στο ενδεχόμενο μιας πιο άμεσης αμερικανικής εμπλοκής. Ο πρόεδρος Ομπάμα είχε αρκεστεί στα απολύτως απαραίτητα, καλώντας τον Σύρο ομόλογό του Μπάσαρ Αλ Άσαντ να εγκαταλείψει την εξουσία και υποσχόμενος βοήθεια τεχνικής φύσης στα κοσμικά και μετριοπαθή τμήματα των εξεγερμένων. Αρνιόταν να προσφέρει στους τελευταίους βαρύ οπλισμό όπως του ζητούσαν και να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να αλλάξει τον συσχετισμό των δυνάμεων στο πεδίο της μάχης. Βέβαια, μπροστά στην έκταση της σφαγής και της απώλειας αμάχων,
είχε δεχτεί να αυξήσει την αμερικανική βοήθεια προς τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες και να λάβει υπ’ όψιν του το σενάριο μιας περιορισμένης στρατιωτικής επιχείρησης. Διευκρίνισε, ωστόσο, αμέσως ότι αυτή επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ μόνο αν ο Άσαντ περνούσε την « κόκκινη γραμμή » κάνοντας χρήση χημικών όπλων ή παρέχοντάς τα σε ένοπλες ομάδες που πρόσκεινται στο καθεστώς [1].
Η επίθεση με χημικά στις 21 Αυγούστου παραβίαζε ευθέως τα όρια που είχε χαράξει ο Λευκός Οίκος και καλούσε επομένως σε στρατιωτική αντίδραση, χωρίς την οποία η μεγαλύτερη υπερδύναμη στον κόσμο θα ξέπεφτε στα μάτια της « διεθνούς κοινότητας ». « Αν αρνηθούμε να δράσουμε, θα πληγεί η αξιοπιστία μας και ως προς τις άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις που έχουν εξαπολύσει οι ΗΠΑ για λόγους ασφαλείας », διευκρίνισε ο υπουργός άμυνας Τσακ Χάγκελ. « Το όνομα των ΗΠΑ πρέπει να έχει κάποια βαρύτητα. Πρόκειται για ένα διακύβευμα ζωικής σημασίας για την εξωτερική μας πολιτική και τις δεσμεύσεις μας απέναντι στους συμμάχους μας ». [2].
Κι ενώ μεγάλωνε η αντίθεση της αμερικανικής κοινής γνώμης στο ενδεχόμενο ενός πολεμικού χτυπήματος κατά της Δαμασκού, οι στρατηγικοί υπολογισμοί της Ουάσινγκτον μεταβλήθηκαν από δυο παράγοντες. Αφ’ ενός, από την εμπλοκή στη συριακή σύγκρουση τοπικών δυνάμεων, αποφασισμένων να εκμεταλλευτούν τα γεγονότα προς δικό τους όφελος, είτε με την παροχή όπλων είτε με την άμεση συμμετοχή στις μάχες. Αφ’ ετέρου, από την ολοένα μεγαλύτερη θέση που καταλαμβάνουν στους κόλπους των τοπικών αυτών δυνάμεων στρατηγικοί αντίπαλοι των ΗΠΑ όπως το Ιράν και η Χεσμπολάχ [3]. Η έκδηλη επιθυμία του Ομπάμα να περιορίσει τη Συρία στις παρυφές των αμερικανικών συμφερόντων συγκρουόταν, κατά τη γνώμη του, με την πρόθεση αυτών των διαφόρων ομάδων να επωφεληθούν από την « αμέλεια » των ΗΠΑ.
Στα μάτια της Ουάσινγκτον, η Μέση Ανατολή μετακινείται ανάμεσα σε δυο κέντρα βαρύτητας : το Ισραήλ στη Δύση και τις πετρελαϊκές μοναρχίες στην Ανατολή.
Παρ’ όλο που η συμμαχία με το Τελ Αβίβ αποτελεί τον πυλώνα της πολιτικής της στην περιοχή, οι χώρες του Κόλπου διατηρούν ρόλο – κλειδί, καθώς ελέγχουν την ενεργειακή τροφοδοσία, αλλά και αποτελούν τον αντίποδα στην επέκταση του Ιράν. Εδώ και δεκαετίες, το στρατηγικό συμφέρον των ΗΠΑ επικεντρώνεται στην εγγύηση της ασφάλειας του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, καθώς και στη διασφάλιση της απρόσκοπτης ροής πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο στις διεθνείς αγορές – μια πολιτική που μεταφράζεται σε μαζικές παρεμβάσεις στα τοπικά ζητήματα και κατά καιρούς, σε στρατιωτικές επιχειρήσεις [4].
Έως τώρα επομένως, η Συρία δεν αφορούσε την Αμερική παρά μόνο στο βαθμό που παρεισέφρεε στα συμφέροντα του Ισραήλ και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών. Γι’ αυτό η Ουάσινγκτον χαιρέτησε ένθερμα τη συμμετοχή της Δαμασκού στη συμμαχία κατά του Ιράκ που συσπειρώθηκε γύρω από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους το 1990, παρόλο που παράλληλα καταδίκασε με δριμύτητα την υποστήριξη της Συρίας προς τη Χεσμπολάχ του Λιβάνου. Η Συρία αυτή καθεαυτή είχε μικρή σημασία.
Ακόμα και η επονομαζόμενη « αραβική άνοιξη », το 2011 δεν ελάττωσε την αδιαφορία αυτή : ενώ η Ουάσινγκτον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική μετάβαση στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στην Υεμένη, κράτησε αποστάσεις από τους τριγμούς στη Συρία. Μόνο όταν η προσοχή των τοπικών δυνάμεων εστιάστηκε στη Συρία, κατέλαβε η εν λόγω χώρα περίοπτη χώρα στην αμερικανική σκακιέρα.
Εξάλλου, η ηγεσία του Ισραήλ ανησυχεί για τις συνέπειες της σύγκρουσης στα σύνορά του : η ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση του Αλ Ασαντ από την ενίσχυση της Χεσμπολάχ θα μπορούσε να προκαλέσει μαζική συγκέντρωση όπλων από τη Συρία στο Νότιο Λίβανο, ενώ η εύθραυστη Ιορδανία, σημαντική σύμμαχος των ΗΠΑ, κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση λόγω της εισροής προσφύγων που φεύγουν για να γλυτώσουν από τις μάχες. Οι πετρελαϊκές μοναρχίες από τη μεριά τους, εκμεταλλεύτηκαν την κρίση για να εξαπολύσουν στο Ιράν ένα έμμεσο πόλεμο με το κάθε στρατόπεδο να προσπαθεί να βάλει τρικλοποδιά στην παρεμβολή του άλλου [5].
Στις 31 του περασμένου Μαΐου, για παράδειγμα, ένας σημαντικός θρησκευτικός εκπρόσωπος των Σουνιτών, ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο Κατάρ, ο σεΐχης Γιουσέφ Αλ Καραντάουϊ, καλούσε τους Σουνίτες όλου του κόσμου να πάνε στη Συρία για να πολεμήσουν κατά της Χεσμπολάχ και του Ιράν, τους οποίους αποκαλεί « εχθρούς του Ισλάμ ».
Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, η Ρωσία έχει από καιρό πολλά κοινά συμφέροντα με τη Δαμασκό, μεταξύ των οποίων μια ναυτική βάση στην Ταρτούς, τη μόνη ρωσική στρατιωτική βάση εκτός των συνόρων της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας, καθώς και συμβόλαια για πώληση όπλων (καταδρομικά αεροπλάνα, υπερσύχρονους πυραύλους...). Μολονότι τα συμβόλαια δεν τηρούνται πάντα, η αξία τους ξεπερνά τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Εξάλλου, οι ρωσικές επενδύσεις στη χώρα (για τη βελτίωση των υποδομών, του ενεργειακού δικτύου ή των τουριστικών εγκαταστάσεων) φτάνουν κατά μέσο όρο τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Για παράδειγμα, ένα εργοστάσιο επεξεργασίας φυσικού αερίου, 200 χιλιόμετρα στα ανατολικά της πόλης Χομς, κατασκευάστηκε από την Stroytransgaz, μια εταιρία με έδρα τη Μόσχα [6].
Ο κίνδυνος αυτός δεν διέφυγε της προσοχής των στρατιωτικών συμβούλων του Λευκού Οίκου οι οποίοι, εδώ και αρκετούς μήνες, δίνουν όλο και πιο ένθερμο αγώνα υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης, της μόνης, όπως υπολογίζουν, που μπορεί να διατηρήσει τη ζώνη της αμερικανικής επιρροής. Τον Ιούνιο, η απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να παράσχει όπλα στους αντάρτες, πέρα από τον « μη φονικό » εξοπλισμό τον οποίο παρελάμβαναν ήδη, αντανακλά μια αλλαγή προσανατολισμού. Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος αποφάσιζε παράλληλα να εντείνει τις διπλωματικές πρωτοβουλίες ενόψει μιας μη στρατιωτικής λύσης της σύγκρουσης [7].

Σύμφωνα με συμβούλους του Λευκού Οίκου οι οποίοι επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, οι ανεπίσημες συζητήσεις πρέπει να ξεκίνησαν ένα χρόνο νωρίτερα, στις παρυφές της συνόδου της G20 στο Λος Κάμπος του Μεξικού, όταν ο Ομπάμα και ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχαν μια μακροσκελή συζήτηση σχετικά με τη διάλυση του χημικού οπλοστασίου του Άσαντ.

Κατά μία έννοια, η συγκεκριμένη στρατηγική επανατοποθέτηση αποτελεί παράπλευρο αποτέλεσμα της βούλησης των ΗΠΑ, όπως αυτή εκφράστηκε από τον πρόεδρο δυο χρόνια πριν, για επανεδραίωση της ηγεμονίας τους στην Ασία και στον Ειρηνικό. Η προτεραιότητα συνίσταται στην αντιμετώπιση της φθίνουσας επιρροής τους στο συγκεκριμένο τμήμα της υδρογείου και στην υπόσκαψη της ανερχόμενης ηγεμονίας του μεγάλου αντίπαλου, της Κίνας, στην οποία η Ουάσινγκτον, απορροφημένη από τους πολέμους της στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, είχε αφήσει το πεδίο ελεύθερο. Σύμφωνα με το φαινόμενο του εκκρεμούς, η επιστροφή στη σκηνή της Ασίας άνοιξε στη Μέση Ανατολή ένα χώρο στον οποίο το Ιράν, η Ρωσία και άλλοι επιδιώκουν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι ανησυχίες που προκαλεί το γεγονός στην Ουάσινγκτον δεν είναι άσχετες με την ξαφνική άτεγκτη στάση του Ομπάμπα απέναντι στον Άσαντ.
Με την εμπλοκή του στη διπλωματική διαδικασία, ο αμερικανός πρόεδρος πετυχαίνει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αφενός, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που ανέλαβε το Κρεμλίνο στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων εκθέτει τη Ρωσία στους προβολείς της διεθνούς κοινότητας, γεγονός που μάλλον θα την αποθαρρύνει να επιχειρήσει περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής.
Εν συνεχεία, η κατάσχεση και καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας – το οποίο δεν ξέρουμε με ποια υλικοτεχνικά, οικονομικά ή άλλα μέσα αποκτήθηκε – ίσως παρακινήσει και την Τεχεράνη να υιοθετήσει πιο διαλλακτική στάση απέναντι στις διεθνείς πιέσεις σχετικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Η εποχή όπου οι ΗΠΑ επέβαλαν τις απόψεις τους σε ολόκληρο τον κόσμο φαίνεται πως έχει παρέλθει και ο Λευκός Οίκος πλέον παραπαίει ανάμεσα σε δυο στόχους, όχι πάντα συμβατούς : να βάλει φρένο στην κινεζική επιρροή ενισχύοντας τις θέσεις του στην Ασία και να ανακόψει τις ορέξεις του Ιράκ και της Ρωσίας για μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή μέσω της εμπλοκής του στο κεφάλαιο που λέγεται Συρία.

Notes

[1] Βλ. James Ball, « Obama issues Syria a “red line” warning on chemical weapons », The Washington Post, 20-8-12.
[2] Δήλωση του Τσαρλς Χάγκελ ενώπιον της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας στις 3 Σεπτεμβρίου του 2013.
[4] Michael T. Klare, Blood and Oil, Νέα Υόρκη, Metropolitan Books, 2005, Michael Palmer,Guardians of the Gulf, Νέα Υόρκη, Free Press, 1992.
[5] Tim Arango, Anne Barnard et Duraid Adnan, « As Syrians Fight, Sectarian Strife Infects Mideast », The New York Times, 1-6-13.
[6] Yagil Beinglass and Daniel Brode, « Russia’s Syrian Power Play », The New York Times, 30-1-12.
[7] Mark Mazzetti, Michael R. Gordon et Mark Landler, « U.S. Is Said to Plan to Send Weapons to Syrian Rebels », The New York Times, 13-6-13 και Peter Baker et Michael R.Gordon, « An unlikely evolution, from casual proposal to possible resolution », The NewYork Times, 10-9-13.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου