Στις 13 Οκτωβρίου 1904, σκοτώνεται, στο χωριό Στάτιστα Καστοριάς, που σήμερα φέρει το όνομά του, ο Παύλος Μελάς, η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα.
Εξήντα χρόνια μετά, το 1964, ο σπουδαίος συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, στενός συνεργάτης του «ΒΗΜΑΤΟΣ», πραγματοποιεί οδοιπορικό στη Μακεδονία, για να ακουληθήσει, όπως αναφέρει ο ίδιος, τα ίχνη του δεσπότη Καστοριάς, Γερμανό Καραβαγγέλη, του Παύλου Μελά και του Ίωνα Δραγούμη «απ’ τους πιο καθαρούς, απ’ τους πιο αφιλόκερδους, απ’ τους πιο πιστούς οραματιστές μιας Ελλάδας, που έπρεπε να περιλάβη, ελυθερώνοντάς το, όλο το υπόδουλο Γένος, αλλά, ταυτοχρόνως, να κάμη και καλύτερους τους Έλληνες»
«Τα τρία πρόσωπα συναντήθηκαν στη Μακεδονία στην πιο κρίσιμη ώρα που τα χρειαζόταν. Όταν κινδύνευε: με τους εξαθλιωμένους, φοβισμένους, τραβηγμένους στο καβούκι τους Έλληνες των Αθηνών μετά το 1897. Με το Βουλγαρικό Κομιτάτο και την Εξαρχία που τρομοκρατούσε τους Έλληνες της Μακεδονίας»
Ο Ηλίας Βενέζης στέκεται πάνω από το μνήμα του Παύλου Μελά: «Καθώς στο μισοσκόταδο της βυζαντινής εκκλησίας των Ταξιαρχών της Καστοριάς κοιτάζω την πλάκα του τάφου του πολεμώντας να ξεχωρίσω την επιγραφή, αναθυμούμαι το τελευταίο γράμμα του, το τελευταίο πριν σκοτωθή στη Στάτιστα:
Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ. Αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχοςν και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου, και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επιπλέον το καθήκον, και πρό πάντων αι υποχρεώσεις άς ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;
Ο Παύλος Μέλας δεν ήταν ο τύπος του αιμοβόρου σκληροτράχηλου πολεμιστή που ανέβηκε στη Μακεδονία διψώντας για αίμα.
Όταν τον Αύγουστο του 1904 πέρασε για τρίτη φορά κρυφά τα σύνορα Ελλάδας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τότε βρίσκονταν στη Θεσσαλία, ήταν ένας εύπορος,αστός αξιωματικός του ελληνικού στρατού, με καθήκοντα στη Σχολή Ευελπίδων, παντρεμένος με τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πρώην υπουργού Εξωτερικών Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα και είχε δύο παιδιά, τον Μιχαήλ (Μίκη) και τη Ζωή (Ζέζα).
Αποστολή του, η κατασκοπική διερεύνηση των συνθηκών ζωής των αλύτρωτων Ελλήνων και η δημιουργία ένοπλων ελληνικών ομάδων ατάκτων.
Μέσα του έκαιγε άσβεστο το πάθος για τη διάσωση του ελληνικού στοιχείου των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, που εκτός από τους Οθωμανούς είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και τις βιαιότητες των βουλγάρων κομιτατζήδων.
Ο Παύλος Μελάς, που θα μπορούσε να συνεχίσει την άνετη ζωή του στην Κηφισιά και την Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα. Βγάζει το κοστούμι και την εντυπωσιακή στολή του αξιωματικού, περνάει τα σύνορα, φοράει τον μαύρο παραδοσιακό ντουλαμά και δρα σας κλέφτης της προεπαναστατικής περιόδου.
Στις 27 προς 28 Αυγούστου του 1904, ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας», (από τα χαϊδευτικά ονόματα των παιδιών του) και τη συνοδεία 35 περίπου Μακεδόνων και Κρητών εισέρχεται κρυφά στα Μακεδονικά εδάφη. Λίγες μόνο ημέρες μετά ένας από τους οδηγούς της ομάδας τούς προδίδει στους Οθωμανούς. Ύστερα από μέρες πεζοπορίας φτάνουν στο Λέχοβο.
Γράφει ο Ηλίας Βενέζης το 1964: «Ακολουθώντας τα ίχνη του Παύλου Μελά στη Μακεδονία φτάσαμε στο Λέχοβο. Το τοπίο είναι επιβλητικό, ζωσμένο απ’ τα βουνά. Εδώ ο Παύλος Μελάς, σε τούτα τα βουνά, σε τούτα τα δάση, πέρασε δύσκολες μέρες και νύχτες λίγο πριν σκοτωθή βορεινότερα, στη Στάτιστα.
Η ζωή στα Μακεδονικά βουνά
Ο Παύλος Μελάς καταγράφει τις συνθήκες που επικρατούν στα μακεδονικά όρη σε γράμματα προς τη γυναίκα του:
Τρίτη, 14 Σεπτεμβρίου 1904. Λημέρι έξω Λεχόβου
Εξυπνήσαμεν εις τας 7 το πρωί με πόνους εις τα πόδια και όλον το σώμα. Τα τσαρούχια μας είναι γεμάτα παγωμένο νερό, και εν τούτοις δεν ημπορούμεν να τα βγάλωμεν διότι έπειτα δεν είναι δυνατόν να φορεθούν.
Τρώγομεν ολίγον ψωμί που είναι ωσάν λάσπη από την βροχήν. Μετ’ ολίγον έρχεται ο Ζήσης και μας φέρνει ψωμί, ελιές κρομμύδια και κρασί, διότι σήμερον είναι νηστεία.
»Μάς επιτρέπει να ανάψωμεν φωτιά, διότι η ομίχλη είναι πυκνότατη και δεν φαίνεται ο καπνός. Αυτή η φωτιά ήτο από τας μεγαλυτέρας μας ευχαριστήσεις από την ημέραν της αναχωρήσεώς μας. Το κρύο είναι φοβερό.
Ήλθαν όλοι οι πρόκριτοι του Λεχόβου και μας φιλούν ως σωτήρας των από τους Βουλγάρους, οι οποίοι καθημερινώς τώρα τούς απειλούν.
Εις το χωριό υπάρχει ένας φημισμένος τσαρουχάς, ο οποίος με παρακαλείι να μου κάμη ένα ζεύγος τσαρουχιών. Δέχομαι ευχαρίστως φιότι από τα εδικά μου υποφέρω πολύ…
Όπως διηγείται ο Ηλίας Βενέζης, ο Παύλος Μελάς «κινείται, με το αντάρτικο σώμα του περικυκλωμένος από εχθρούς, φανερούς και αγνώστους, Τούρκους και Βουλγάρους, μη ξέροντας πάντα που να στηριχθεί, με οδηγούς που πότε τον παραπλανούν, μέσα σε ενέδρες, σε μια φύση επιβλητική και άγρια, ανάμεσα σε Έλληνες φοβισμένους απ’ τον τρόμο των αντεκδικήσεων, πολλές φορές χωρίς τροφή, δαρμένος απ’ τον πυρετό και την κακοπάθεια. Και πρέπει να πάρει αποφάσεις που κάνουν αυτόν τον άντρα να λιποψυχή»
Η μη εξοικείωση με τη βία
Παρά τις κακουχίες, τον τρόμο και τη βία που ξεχείλιζαν τότε από τις πλαγιές της Μακεδονίας, ο Παύλος Μελάς διατηρεί την ηθική ακεραιότητα και την ευγένεια ψυχής που τον χαρακτήριζε. Γράφει στη γυναίκα του από τη Μονή Τσιριλόβου, στις 12 Σεπτεμβρίου 1904:
Ο Πύρζας, εγώ και ένας εντόπιος συζητούμεν περί του τρόπου εξαφανίσεως (σ.σ. εξόντωσης) ενός όστις, μόνος, τρομοκρατεί ολόκληρον την περιφέρειαν… Εις την απαίσιαν αυτήν συζήτησιν είμαι, δυστυχώς, υποχρεωμένος να λάβω μέρος.
Μόλις ετελείωσε κατειλήφθην από φοβεράν απογοήτευσιν. Τώρα εννόησα ότι δεν ημπορώ εγώ να διευθύνω τοιάυτην εργασίαν. Έτρεμα και είχα ρίγος, ησθανόμην τον εαυτόν μουένοχον πριν ακόμη εγκληματίσω. Έβλεπα τα μαυρισμένα και κοκκαλιάρικα χέρια μου και μου εκίνουν φρίκην.
Το βράδυ επήγα εις την εκκλησίαν του μοναστηρίου, την χαμηλήν, παναρχαίαν εκκλησίαν. Και εκεί, μόνος εις το σκότος, έκλαυσα με απελπισίαν. Ησθανάμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών.
Ενθυμήθηκα την γλυκήτητα του οικογεναικού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ’ ετρέλανε σχεδόν. Αλλά ολίγον κατ’ ολίγον συνήλθα. Ήλθε και ο ηγούμενος και εκαθήσαμεν εις το γεύμα, μετά το οποίον εκοιμήθημεν ήσυχοι επί στρωμάτων…
Το οδοιπορικό του Βενέζη φτάνει προς το τέλος του στο σημείου που έμελλε να βρει το τέλος του και ο ίδιος ο Παύλος Μελάς.
«Φτάσαμε στην Παλαιά Στάτιτσα, στο χωριουδάκι όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς και που σήμερα έχει τ’ όνομά του. Το τοπίο είναι επιβλητικό: μια στενωπή κοιλάδα, που τη σκέπουν ωραία, δασωμένα βουνά. Δρυς και καστανιές. (…) Ο νομάρχης της Καστοριάς κ. Ι. Μαζαράκης Αινιάν, που ξέρει καλά τα ιστορικά και τα κατατόπια, μάς βοηθά να ακολουθήσουμε τα βήματα, τα τελευταία της ζωής του Παύλου Μελά».
Οι προσπάθειες του Παύλου Μελά είναι γεμάτη απογοητεύσεις:
Έχουν όλην την επιθυμίαν και την καλήν θέλησιν, και δι’ αυτό έρχονται και μού προτείνουν μ’ ενθουσιασμόμ πλήθος ωραίων και μεγάλων σχεδίων.
Εγώ ο δυστυχής κάμνω το σχέδιόν μου, ξεκινώ με βροχήν, με κρύο, με πείναν, και όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεως του ή δεν έρχονται ή σε γελούν παντοιοτρόπως ή και ειδοποιούν τους Βουλγάρους να κρυφθούν.
Ο Ηλίας Βενέζης βρίσκεται μέσα στο σπίτι όπου ο Μελάς έχασε τη ζωή του.
«Περπατούμε με συγκίνηση, σιωπηλοί, μες σ’ αυτό το χωριατόσπιτο όπου, εδώ και εξήντα χρόνια ακριβώς γράφτηκε μια δυνατή σελίδα της νεώτερης ιστορίας μας.
»Μια ξύλινη πόρτα σώζεται τρυπημένη απ’ το βόλι της μάχης. Μια γυναίκα, μαυροφορεμένη, ξεπροβέλνει στο σοκάκι. Ντρέπεται να μας μιλήση, μιλά δύσκολα τα ελληνικά.
»Ωστόσο η μάνα της, μαζί με άλλες μανάδες της Μακεδονίας, κουβαλήσαμε το σώμα του σκοτωμένου παλικαριού και το θάψανε κρυφά.
»Μας το βεβαιώνει ο δάσκαλος του χωριού, ο κ. Βασίλειος Χατζηστεφάνου: ένας χορός γυναικών της Στάτιτσας παρασταθήκανε το νεκρό.
»Εμείς ακολουθούμε τα ίχνη αυτού του χορού των γυναικών της Στάτιστας, που σήκωσαν το αποκεφαλισμένο σώμα και ακολουθώντας το ρυάκι, ανηφορίσανε και το θάμανε σε μέρος κρυφό της πλαγιάς»
Οι τελευταίες στιγμές του Παύλου Μελά
Ο Βενέζης αναφέρεται στο χρονικό του Ιωάννη Σ. Νοτάρη, το οποίο «συμπυκνώνει αυθεντικά τα συμβάντα»:
«Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 με το παλαιό ημερολόγιο ο Παύλος Μελάς με το σώμα του ήταν στη Στάτιτσα. Κατά το απομεσήμερο η γυναίκα που τον φιλοξενούσε ήρθε να τον ειδοποιήση ότι Τουρκικός στρατός είχε ξεκινήσει απ’ το Κονομπλάτι για τη Στάτιτσα»
»Ο βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος είχε στείλει μια χωριάτισσα να πη στους Τούρκους πως τάχα στη Στάτιτσα κρυβόταν αυτός – ο Βούλγαρος – με τη συμμορία του. Οι Τούρκοι το πίστεψαν. Και νομίζοντας πως κυνηγάνε τον Βούλγαρο πέσανε πάνω στον Παύλο Μελά.»
Το τουρκικό απόσπασμα έφτασε έξω από την πόρτα του σπιτιού που κρύβονταν επτά άνδρες του Μελά και έπειτα στην πόρτα του σπιτιού που κρυβόταν ο ίδιος.
«Τότε ο Μελάς σημάδεψε κι έριξε απ’ το παράθυρο, ενώ οι Τούρκοι σκορπίστηκαν, έπιασαν θέσεις κι άρχισαν να πυροβολούν. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, κατέβηκαν όλοι κάτω, στο στάβλο, για να μην καούν αν οι Τούρκοι έβαζαν φωτιά στο σπίτι.
»Ξαφνικά ο Μελάς αντίκρυσε ένα Τούρκο στρατιώτη που πλησίαζε. Τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ήταν κι όλας σούρουπο. Βγήκαν στην αυλή (…) Ακούστηκε τότε ένας πυροβολισμός κι η φωνή του Μελά που έλεγε: ‘Στη μέση με πήρε παιδιά’.
»Μπήκε πάλι μέσα στο στάβλο, ο Μελάς φώναξε τον Πύρζα κοντά του, έβγαλε το σταυρό απ’ το λαιμό του: ‘Το σταυρό να τον δώσης στη γυναίκα μου, και στο Μίκη το ντουφέκι μου και να τους πης πώς έκαμα το καθήκον μου. (…) Σε λίγο άρχισε να πονά: ‘Σκοτώστε με παιδιά. Πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους…’ Ο Πύρζας γονάτισε και τον φίλησε στο στόμα που τόνιωσε ψυχρο. ‘Εδώ είμαι καπετάνιο. Δεν σ’ αφήνουμε’, ‘Πονώ’, είπε πάλι και ξεψύχησε»
Για τις ακριβείς συνθήκες του Παύλου Μελά έχουν εκφραστεί πολλές θεωρίες.
Ο Βενέζης μεταφέρει όσα του διηγήθηκαν τότε οι κάτοικοι της παλαιάς Στάτιτσας. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη σορό του Μελά αρχικά έθαψαν σε κρυφό σημείο οι γυναίκες του χωριού, λίγο αργότερα όμως από φόβο μην ανακαλυφθεί η σορός από τους Τούρκους, ένας από τους πιστούς του άνδρες «ο Ντίνας, υπακούοντας στις αρχαίες αρματωλικές συνήθειες, έκοψε το κεφάλι του Μελά, τόβαλε στον τορβά του, ξανάθαψε το ακέφαλο σώμα κι έφυγε».
Το 1907 με ενέργειες του Στέφανου Δραγούμη, το σώμα και το κεφάλι του Παύλου Μελά ετάφησαν μαζί κάτω από την Αγία Τράπεζα του μητροπολιτικού ναού της Καστοριάς.
Το 1950 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε τάφο στο εσωτερικό του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών.
Ο θάνατος του κινητοποίησε το επίσημο ελληνικό κράτος να αναλάβει οργανωμένη, αν και επίσημη
Στις 2 Οκτωβρίου 1904, ο Παύλος Μελάς είχε επικοινωνήσει τια τελευταία φορά με τη σύζυγό του Ναταλία:
…Είμαι
ευτυχής διότι είσαι υπερήφανη δι’ εμέ, έστω και αν τούτο είναι παρ’
αξίαν μου προς το παρόν. Εις το μέλλον θα προσπαθήσω να γίνω άξιος της
υπερηφανείας σου αυτής.
Σου γράφω υπό ραγδαίαν παγωμένην βροχήν, ως και η κάπα μου στάζει.
Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου.
Την νύκτα εις τα λημέρια μας, όταν τυχόν φανή ένα άστρον σου στέλνω χίλια φιλιά νοερώς…
Ο Παύλος σου.
ΥΓ: Βρέχει, βρέχει, βρέχει, φρίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου