H 1η του Απρίλη του 1453 ήταν Κυριακή του Πάσχα.
Τίποτα δε θύμιζε τη λαμπρή γιορτή της Ορθοδοξίας, αντίθετα η θλίψη και η
προσευχή της Μεγάλης Παρασκευής συνεχίζονταν στους δρόμους και στις
εκκλησιές της Πόλης. Την επόμενη φάνηκαν τα πρώτα τουρκικά αποσπάσματα,
έως τις 5 του Απρίλη η τουρκική στρατιά είχε πάρει θέση έξω από τα
τείχη.
Άρχισαν οι σκαπανείς να αποψιλώνουν τα δέντρα και τα χόρτα,
για να δημιουργηθεί ένα καθαρό πεδίο πυρός για τους στρατιώτες. Έσκαψαν
ένα χαντάκι κατά μήκους του χερσαίου τείχους περίπου στα 250 μέτρα από
αυτό, και ύψωσαν μπροστά του ανάχωμα για την προστασία των κανονιών. Οι
εργασίες για το στήσιμο των στρατοπέδων, των σκηνών, την τοποθέτηση των
κανονιών γίνονταν με υποδειγματική τάξη. Οι υπερασπιστές της Πόλης
παρακολουθούσαν από τα τειχιά της Πόλης, έβλεπαν τις φωτιές τη νύχτα,
άκουγαν το κάλεσμα για προσευχή αλλά και το ακόνισμα των σπαθιών, το
χλιμίντρισμα των αλόγων και το σύρσιμο των κανονιών.
Μέσα στην Πόλη ο Κωνσταντίνος ανησυχούσε για την αρνητική επίδραση που είχαν αυτές οι εικόνες σε συνδυασμό και με την βοήθεια που όλοι περίμεναν, αλλά που δεν ερχόταν. Oι εργασίες για την συγκέντρωση εφοδίων, τροφίμων και νερού είχαν ήδη ολοκληρωθεί. Γνώριζε πολύ καλά ότι το κεντρικό τμήμα του τείχους, το λεγόμενο Μεσοτέιχιο, που βρισκόταν μεταξύ δύο στρατηγικών πυλών, του Αγίου Ρωμανού και της Χαρσίας Πύλης, θα ήταν αυτό που θα δεχόταν τις ισχυρότερες επιθέσεις. Μεταξύ των δύο αυτών πυλών, το έδαφος κατηφόριζε περίπου 30 μέτρα προς την κοιλάδα του Λύκου, με ένα μικρό ρέμα που περνούσε κάτω από το τείχος και έμπαινε μέσα στην Πόλη.
Το δεύτερο αδύνατο σημείο ήταν στη συνοικία των Βλαχερνών, που προεξείχε από την κύρια γραμμή και είχε περιτειχιστεί με ένα μονό τείχος. Στο χαμηλότερο άκρο του περιβαλλόταν από ένα χαντάκι, ακριβώς στη γωνία που τα τείχη έφταναν στον Κεράτιο, μέχρι την αρχή της απότομης πλαγιάς στην οποία ανέβαινε το τείχος, μέχρι να κάνει στροφή σε ορθή γωνία για να συναντήσει το κύριο τείχος. Εδώ υπήρχαν δυο πύλες (Καλιγαρίας και των Βλαχερνών) και μια μικρή η Κερκόπορτα, που είχε σφραγιστεί.
Τα επτά χμ. περίπου του χερσαίου τείχους έπρεπε να επανδρωθούν από τις λιγοστές αμυντικές δυνάμεις και στο εσωτείχιο και στο εξωτείχιο. Κωνσταντίνος και Ιουστινιάνης από κοινού αποφάσισαν να κάνουν άμυνα στο εξωτερικό τείχος με τον αυτοκράτορα μάλιστα να αποφασίζει να σφραγιστούν οι πύλες του εσωτερικού τείχους. Από το εσωτερικό τείχος αξιοποιήθηκαν οι ψηλοί πύργοι, στους οποίους τοποθετήθηκαν τα λίγα μικρά πυροβόλα, οι κραδασμοί όμως από τις εκπυρσοκροτήσεις προκαλούσαν προβλήματα στη στατικότητα των τειχών. Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να καταλάβει με τα καλύτερα στρατεύματα του, περίπου 2.000 στρατιώτες, το Μεσοτέιχιο στην κοιλάδα το Λύκου, απέναντι ακριβώς από το στρατηγείο του Μωάμεθ. Ο Ιουστινιάνης, αρχικά τοποθετήθηκε στη Χαρσία Πύλη, αλλά μετακινήθηκε με τους Γενοβέζους του στο κεντρικό τμήμα, με τον Κωνσταντίνο να διατρέχει όλη τη γραμμή των τειχών, ενισχύοντας και ενθαρρύνοντας τους υπερασπιστές. Τα τείχη διαχωρίστηκαν σε τομείς ευθύνης υπό τη διοίκηση των πιο επιφανών στρατιωτικών. Το ευάλωτο τμήμα του μονού τείχους που περιέβαλλε το παλάτι των Βλαχερνών, το είχαν αναλάβει κυρίως Βενετοί. Η Καλιγαρία πύλη φυλασσόταν από τον Ιωάννη το Γερμανό, ικανό μηχανικό ο οποίος στην πορεία θα αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμος. Δυο στρατιωτικά τμήματα σταθμευμένα σε επίκαιρα σημεία πίσω από τα τείχη, βρισκόταν σε ετοιμότητα για να επέμβουν, όπου θα παρουσιαζόταν ανάγκη.
Οι δυνάμεις του Κωνσταντίνου ήταν πράγματι πολυεθνικές, με θρησκευτικές αλλά και εμπορικές διαφορές. Για να αποφύγει ο αυτοκράτορας τις τριβές Βενετών και Γενοβέζων , Ορθοδόξων και Καθολικών, Ελλήνων και Ιταλών, προσπάθησε και πέτυχε να αναμίξει τους στρατιώτες. Τα θαλάσσια τείχη όπου ο κίνδυνος δεν ήταν μεγάλος,λόγω της αλυσίδας και των θαλάσσιων ρευμάτων ήταν επανδρωμένα πιο αραιά. Το φράγμα στην αλυσίδα φυλασσόταν από 10 πλοία με επικεφαλής ένα Γενοβέζο, για να μπορεί να συνεννοείται με τους συμπατριώτες του, μια και η αλυσίδα ήταν προσαρμοσμένη κατά το ένα άκρο στα τείχη τους στο Πέραν.
Ο αυτοκράτορας, για να ενισχύσει το ηθικό του στρατού του, αποφάσισε να κάνει μια μικρή επίδειξη δύναμης. Οι Βενετοί και οι άλλοι ευρωπαίοι παρέλασαν με τις χαρακτηριστικές πανοπλίες και τα λάβαρά τους, ενώ οι γαλέρες τέθηκαν επί ποδός πολέμου. Η κίνηση αυτή είχε στόχο να δηλώσει την παρουσία των Λατίνων στην Πόλη. Ο ίδιος, καβάλα στο άλογο του, όργωνε κυριολεκτικά τα τείχη από το ένα άκρο στο άλλο, επιβλέποντας και εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές, ενώ είχε δώσει εντολή ομάδες ιερέων να είναι κοντά στα τείχη, να ψάλλουν και να εξομολογούν τους στρατιώτες, να λιτανεύουν τις ιερές εικόνες, όπως επίσης και μέσα στην πόλη από κάθε εκκλησιά ακούγονταν ψαλμωδίες και ύμνοι.
Το πρωινό της 6ης Απριλίου οι Τούρκοι ήταν στις θέσεις τους. Σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, ο Μωάμεθ έστειλε ένα απόσπασμα ιππικού για μια τελευταία διαπραγμάτευση, που καλούσε τους πολιορκημένους να παραδοθούν, όπως απαιτούσε ο νόμος του Κορανίου. Ένα ίδιο μήνυμα είχαν για πρώτη φορά αντικρίσει οι Βυζαντινοί το 674, πάλι από μουσουλμάνους… Η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: αρνητική.
Ο σουλτάνος είχε αποσπάσει ένα τμήμα του στρατού του υπό το Ζαγανό πασά, στην βόρεια ακτή του Κεράτιου για να απομονώσει το Πέραν και να ελέγχει τις κινήσεις των Γενοβέζων. Από τον Κεράτιο μέχρι τη Χαρσία Πύλη, τοποθετήθηκαν ευρωπαϊκά τμήματα (που περιλάμβαναν και αρκετούς χριστιανούς) υπό τον Καρατζά πασά, που είχε στη διάθεσή του και κανόνια για να βάλει εναντίον του μονού τείχους, και ιδιαίτερα του ευάλωτου σημείου που το τείχος ενώνεται με το Θεοδοσιανό τείχος. Από την κοιλάδα του Λύκου μέχρι την Προποντίδα ήταν τοποθετημένα τα τακτικά στρατεύματα της Ανατολίας, με το σουλτάνο να στρατοπεδεύει στη κοιλάδα του Λύκου απέναντι από το Μεσοτείχιο. Διπλά του ήταν οι Γενίτσαροι και άλλα επίλεκτα τμήματα, μαζί με τα καλύτερα κανόνια και τη μεγάλη μπομπάρδα του Ουρβανού. Οι άτακτοι Βασιβουζούκοι, ένα συνονθύλευμα από τυχοδιώκτες από όλη την Ανατολή, ήταν διασκορπισμένοι παντού, έτοιμοι να ριχτούν, όποτε τους ζητηθεί.
Tα τουρκικά καράβια είχαν πάρει εντολή να περιπολούν την Προποντίδα, για να μη φτάσουν καθόλου προμήθειες στην πόλη από τη θάλασσα. Κύρια αποστολή τους ήταν να ανοίξουν δρόμο διαμέσου του φράγματος που έκλεινε τον Κεράτιο, κάτι όμως που θα αποδειχτεί ανέφικτο.
Το λόγο πλέον είχαν τα όπλα ή μάλλον τα κανόνια…
Μέσα στην Πόλη ο Κωνσταντίνος ανησυχούσε για την αρνητική επίδραση που είχαν αυτές οι εικόνες σε συνδυασμό και με την βοήθεια που όλοι περίμεναν, αλλά που δεν ερχόταν. Oι εργασίες για την συγκέντρωση εφοδίων, τροφίμων και νερού είχαν ήδη ολοκληρωθεί. Γνώριζε πολύ καλά ότι το κεντρικό τμήμα του τείχους, το λεγόμενο Μεσοτέιχιο, που βρισκόταν μεταξύ δύο στρατηγικών πυλών, του Αγίου Ρωμανού και της Χαρσίας Πύλης, θα ήταν αυτό που θα δεχόταν τις ισχυρότερες επιθέσεις. Μεταξύ των δύο αυτών πυλών, το έδαφος κατηφόριζε περίπου 30 μέτρα προς την κοιλάδα του Λύκου, με ένα μικρό ρέμα που περνούσε κάτω από το τείχος και έμπαινε μέσα στην Πόλη.
Το δεύτερο αδύνατο σημείο ήταν στη συνοικία των Βλαχερνών, που προεξείχε από την κύρια γραμμή και είχε περιτειχιστεί με ένα μονό τείχος. Στο χαμηλότερο άκρο του περιβαλλόταν από ένα χαντάκι, ακριβώς στη γωνία που τα τείχη έφταναν στον Κεράτιο, μέχρι την αρχή της απότομης πλαγιάς στην οποία ανέβαινε το τείχος, μέχρι να κάνει στροφή σε ορθή γωνία για να συναντήσει το κύριο τείχος. Εδώ υπήρχαν δυο πύλες (Καλιγαρίας και των Βλαχερνών) και μια μικρή η Κερκόπορτα, που είχε σφραγιστεί.
Τα επτά χμ. περίπου του χερσαίου τείχους έπρεπε να επανδρωθούν από τις λιγοστές αμυντικές δυνάμεις και στο εσωτείχιο και στο εξωτείχιο. Κωνσταντίνος και Ιουστινιάνης από κοινού αποφάσισαν να κάνουν άμυνα στο εξωτερικό τείχος με τον αυτοκράτορα μάλιστα να αποφασίζει να σφραγιστούν οι πύλες του εσωτερικού τείχους. Από το εσωτερικό τείχος αξιοποιήθηκαν οι ψηλοί πύργοι, στους οποίους τοποθετήθηκαν τα λίγα μικρά πυροβόλα, οι κραδασμοί όμως από τις εκπυρσοκροτήσεις προκαλούσαν προβλήματα στη στατικότητα των τειχών. Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να καταλάβει με τα καλύτερα στρατεύματα του, περίπου 2.000 στρατιώτες, το Μεσοτέιχιο στην κοιλάδα το Λύκου, απέναντι ακριβώς από το στρατηγείο του Μωάμεθ. Ο Ιουστινιάνης, αρχικά τοποθετήθηκε στη Χαρσία Πύλη, αλλά μετακινήθηκε με τους Γενοβέζους του στο κεντρικό τμήμα, με τον Κωνσταντίνο να διατρέχει όλη τη γραμμή των τειχών, ενισχύοντας και ενθαρρύνοντας τους υπερασπιστές. Τα τείχη διαχωρίστηκαν σε τομείς ευθύνης υπό τη διοίκηση των πιο επιφανών στρατιωτικών. Το ευάλωτο τμήμα του μονού τείχους που περιέβαλλε το παλάτι των Βλαχερνών, το είχαν αναλάβει κυρίως Βενετοί. Η Καλιγαρία πύλη φυλασσόταν από τον Ιωάννη το Γερμανό, ικανό μηχανικό ο οποίος στην πορεία θα αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμος. Δυο στρατιωτικά τμήματα σταθμευμένα σε επίκαιρα σημεία πίσω από τα τείχη, βρισκόταν σε ετοιμότητα για να επέμβουν, όπου θα παρουσιαζόταν ανάγκη.
Οι δυνάμεις του Κωνσταντίνου ήταν πράγματι πολυεθνικές, με θρησκευτικές αλλά και εμπορικές διαφορές. Για να αποφύγει ο αυτοκράτορας τις τριβές Βενετών και Γενοβέζων , Ορθοδόξων και Καθολικών, Ελλήνων και Ιταλών, προσπάθησε και πέτυχε να αναμίξει τους στρατιώτες. Τα θαλάσσια τείχη όπου ο κίνδυνος δεν ήταν μεγάλος,λόγω της αλυσίδας και των θαλάσσιων ρευμάτων ήταν επανδρωμένα πιο αραιά. Το φράγμα στην αλυσίδα φυλασσόταν από 10 πλοία με επικεφαλής ένα Γενοβέζο, για να μπορεί να συνεννοείται με τους συμπατριώτες του, μια και η αλυσίδα ήταν προσαρμοσμένη κατά το ένα άκρο στα τείχη τους στο Πέραν.
Ο αυτοκράτορας, για να ενισχύσει το ηθικό του στρατού του, αποφάσισε να κάνει μια μικρή επίδειξη δύναμης. Οι Βενετοί και οι άλλοι ευρωπαίοι παρέλασαν με τις χαρακτηριστικές πανοπλίες και τα λάβαρά τους, ενώ οι γαλέρες τέθηκαν επί ποδός πολέμου. Η κίνηση αυτή είχε στόχο να δηλώσει την παρουσία των Λατίνων στην Πόλη. Ο ίδιος, καβάλα στο άλογο του, όργωνε κυριολεκτικά τα τείχη από το ένα άκρο στο άλλο, επιβλέποντας και εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές, ενώ είχε δώσει εντολή ομάδες ιερέων να είναι κοντά στα τείχη, να ψάλλουν και να εξομολογούν τους στρατιώτες, να λιτανεύουν τις ιερές εικόνες, όπως επίσης και μέσα στην πόλη από κάθε εκκλησιά ακούγονταν ψαλμωδίες και ύμνοι.
Το πρωινό της 6ης Απριλίου οι Τούρκοι ήταν στις θέσεις τους. Σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, ο Μωάμεθ έστειλε ένα απόσπασμα ιππικού για μια τελευταία διαπραγμάτευση, που καλούσε τους πολιορκημένους να παραδοθούν, όπως απαιτούσε ο νόμος του Κορανίου. Ένα ίδιο μήνυμα είχαν για πρώτη φορά αντικρίσει οι Βυζαντινοί το 674, πάλι από μουσουλμάνους… Η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: αρνητική.
Ο σουλτάνος είχε αποσπάσει ένα τμήμα του στρατού του υπό το Ζαγανό πασά, στην βόρεια ακτή του Κεράτιου για να απομονώσει το Πέραν και να ελέγχει τις κινήσεις των Γενοβέζων. Από τον Κεράτιο μέχρι τη Χαρσία Πύλη, τοποθετήθηκαν ευρωπαϊκά τμήματα (που περιλάμβαναν και αρκετούς χριστιανούς) υπό τον Καρατζά πασά, που είχε στη διάθεσή του και κανόνια για να βάλει εναντίον του μονού τείχους, και ιδιαίτερα του ευάλωτου σημείου που το τείχος ενώνεται με το Θεοδοσιανό τείχος. Από την κοιλάδα του Λύκου μέχρι την Προποντίδα ήταν τοποθετημένα τα τακτικά στρατεύματα της Ανατολίας, με το σουλτάνο να στρατοπεδεύει στη κοιλάδα του Λύκου απέναντι από το Μεσοτείχιο. Διπλά του ήταν οι Γενίτσαροι και άλλα επίλεκτα τμήματα, μαζί με τα καλύτερα κανόνια και τη μεγάλη μπομπάρδα του Ουρβανού. Οι άτακτοι Βασιβουζούκοι, ένα συνονθύλευμα από τυχοδιώκτες από όλη την Ανατολή, ήταν διασκορπισμένοι παντού, έτοιμοι να ριχτούν, όποτε τους ζητηθεί.
Tα τουρκικά καράβια είχαν πάρει εντολή να περιπολούν την Προποντίδα, για να μη φτάσουν καθόλου προμήθειες στην πόλη από τη θάλασσα. Κύρια αποστολή τους ήταν να ανοίξουν δρόμο διαμέσου του φράγματος που έκλεινε τον Κεράτιο, κάτι όμως που θα αποδειχτεί ανέφικτο.
Το λόγο πλέον είχαν τα όπλα ή μάλλον τα κανόνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου