Το 1695, εκμεταλλευόμενος
την εμπλοκή της αυτοκρατορίας στον πόλεμο κατά της Γαλλίας, ο νέος
Οθωμανός σουλτάνος Μουσταφά συγκέντρωσε μεγάλες δυνάμεις και επιτέθηκε
κατά των αυτοκρατορικών δυνάμεων στην Ουγγαρία. Ο σουλτάνος με 50.000
άνδρες κατανίκησε τους 8.000 αυτοκρατορικούς στρατιώτες του στρατηγού
Βετεράνι στη μάχη του Λούγκος (20 Σεπτεμβρίου 1695) και προέλασε προς
βορρά.
Το επόμενο έτος ο σουλτάνος επέτυχε μια πραγματικά μεγάλη νίκη. Στη μάχη του Ολάτσιν συνέτριψε την αυτοκρατορική στρατιά (50.000 άνδρες) του Αυγούστου της Σαξωνίας. Αυτή τη φορά το πλήγμα ήταν πολύ σοβαρό για να αγνοηθεί. Εάν οι Τούρκοι συνέχιζαν την προέλαση τους δεν θα αργούσαν να ανακαταλάβουν ολόκληρη την Ουγγαρία και τις διαβάσεις του Δούναβη. Από εκεί η Βιέννη βρισκόταν πολύ κοντά.
Η απειλή γινόταν και πάλι
αισθητή, ιδιαίτερα μετά και την κατάληψη του Βελιγραδίου από τους
Τούρκους, ο στρατάρχης Ευγένιος της Σαβοΐας εμφανίστηκε ενώπιον του
Αυστριακού αυτοκράτορα και του ζήτησε να του αναθέσει μια νέα εκστρατεία
κατά των Τούρκων. Η στιγμή φαινόταν κατάλληλη, αφού οι
επιχειρήσεις στα δυτικά μέτωπα είχαν ουσιαστικά διακοπεί. Υπήρχε λοιπόν η
δυνατότητα συγκέντρωσης ισχυρών δυνάμεων κατά των Τούρκων. Το θέμα ήταν
ποιος στρατηγός θα αναλάμβανε τη διοίκηση τους.
Μετά τη συντριπτική ήττα του στο Ολάτσιν ο αυτοκρατορικός στρατός στο βαλκανικό μέτωπο είχε μετατραπεί σε έναν ένοπλο όχλο, χωρίς εφόδια, τρόφιμα και πάνω από όλα πειθαρχία. Ο διοικητής του, ο εκλέκτορας της Σαξωνίας Αύγουστος ο «δυνατός», καθώς και ο στρατιωτικός του σύμβουλος ο Καπράρα ήταν εντελώς ανίκανοι να ανασυγκροτήσουν τον στρατό, που αυτοί είχαν οδηγήσει στην ήττα, να εμψυχώσουν τα στρατεύματα και να τους ενσταλάξουν την πειθαρχία.
Ο στρατηγός που τελικά επελέγη δεν ήταν άλλος από τον Ευγένιο. Την 27η Ιουλίου 1697 ο Ευγένιος βρισκόταν μπροστά από το οχυρό του Πετροβαράντιν στη βόρεια όχθη του Δούναβη. Περίπου 30.000 Αυστριακοί, Σάξωνες και Πρώσοι στρατιώτες είχαν παραταχθεί έξω από το οχυρό περιμένοντας να τους επιθεωρήσει ο νέος τους διοικητής.
Μόλις ο Ευγένιος έφτασε 30.000 στόματα κραύγασαν ταυτόχρονα την ιαχή «ζήτω». Ένας λεπτός νέος άνδρας εμφανίστηκε ενώπιον τους. Δεν φορούσε καν τη στολή του ανωτάτου αξιωματικού. Φορούσε μόνο ένα τριμμένο καφέ μακρύ χιτώνιο που έφτανε ως τα γόνατα του. Το μόνο διακριτικό του βαθμού του γνώρισμα ήταν η στραταρχική ράβδος που κρατούσε σφιχτά στο δεξί του χέρι. Με βήμα ταχύ ο νέος στρατάρχης περνούσε μπροστά από τα παρατεταγμένα συντάγματα.
Κοιτούσε με απογοήτευση τους καταπονημένους άνδρες που το μόνο σημάδι περηφάνιας τους ήταν οι κυματίζουσες σημαίες με τους δικέφαλους αυτοκρατορικούς αετούς και την Παρθένο. Οι άνδρες κοιτούσαν επίσης με έκπληξη, ίσως και με κρυφή απογοήτευση, τον νέο τους διοικητή.
Έμοιαζε με καρικατούρα, με καπουτσίνο μοναχό που φορούσε κοντό ράσο. Ο «μικρός καπουτσίνος», όπως τον ονόμασαν οι στρατιώτες τους, λόγω του καφέ χιτωνίου, παρατηρούσε με γρήγορο βλέμμα. Ήταν αεικίνητος. Ρωτούσε τους συνταγματάρχες, προσπαθούσε να ενημερωθεί για την κατάσταση των ανδρών. Ήταν σίγουρα διαφορετικός από οποιονδήποτε στρατηγό είχαν συναντήσει ως τότε.
Η κατάσταση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Ευγένιος ήταν πολύ χειρότερη από ότι ο ίδιος είχε φανταστεί. Οι άνδρες είχαν πολύ καιρό να μισθοδοτηθούν. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά στον αυτοκράτορα «δεν υπήρχε ούτε δεκάρα στις τσέπες τους». Υπήρχε επίσης σοβαρή έλλειψη τροφίμων που ταλάνιζε το στράτευμα και ανάγκαζε τους άνδρες να πλιατσικολογούν τους φίλιους πληθυσμούς. Η προηγούμενη διοίκηση είχε λάβει γνώση του θέματος αλλά δεν ελάμβανε μέτρα κατά των πλιατσικολόγων για ευνόητους λόγους.
Η πειθαρχία είχε, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, διασαλευτεί. Έπρεπε να ληφθούν άμεσα μέτρα και ο Ευγένιος ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να τα λάβει. Για να επιλύσει το επισιτιστικό πρόβλημα του στρατού ζήτησε από τους ανωτάτους αξιωματικούς του την καταβολή υποχρεωτικού «δανείου». Με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγόρασε τρόφιμα και τα διένειμε στους άνδρες.
Οι τελευταίοι δεν είχαν πια δικαιολογία να προβαίνουν σε λεηλασίες και όποιος συλλαμβάνονταν να το πράττει αντιμετώπιζε το απόσπασμα. Μέσα σε λίγες μέρες η εικόνα του στρατοπέδου του Πετροβαράντιν είχε άρδην μεταβληθεί. Η πειθαρχία αποκαταστάθηκε και ο στρατός άρχισε πάλι να γυμνάζεται κανονικά ενόψει της επικείμενης εκστρατείας κατά των Τούρκων.
Παρά τις προσπάθειες του Ευγένιου οι προϊστάμενοι του στη Βιέννη δεν πίστευαν πως θα μπορούσε πραγματικά να αναλάβει οποιασδήποτε μορφής δράση πέραν της στατικής άμυνας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας τον είχε διατάξει να ενεργήσει με τη μέγιστη προσοχή και να αποφύγει κάθε παρακινδυνευμένη ενέργεια. Εκείνη άλλωστε την περίοδο είχε ξεσπάσει και νέο κίνημα των Ούγγρων κατά των Αυστριακών επικυρίαρχων τους.
Το κίνημα βέβαια καταπνίγηκε άμεσα του ο κίνδυνος όμως μιας νέας γενικευμένης εξέγερσης των Ούγγρων στα νώτα του στρατού του Ευγένιου ήταν υπαρκτός και ορατός.
Όστις αμύνεται αποθνήσκει…
Η στατική άμυνα λοιπόν φαινόταν ως η μόνη λογική πρόταση δράσης. Ο Ευγένιος αν και φύσει δραστήριος δεν είχε άλλη επιλογή από το συμμορφωθεί, αρχικά τουλάχιστον, με τις αυτοκρατορικές επιταγές. Για τον σκοπό αυτό επέβλεψε προσωπικά την κατασκευή μιας σειράς προχείρων οχυρωμάτων, κατά μήκος της κοίτης του Δούναβη και του Τίσα, από το Πετροβαράντιν ως το Στέγκεντ.
Πίσω από την «οχυρωματική γραμμή δημιουργήθηκαν αποθήκες εφοδίων και πυρομαχικών. Επειδή το βαλτώδες έδαφος δεν επέτρεπε ούτε τη δημιουργία δρόμων, ούτε την ταχεία μεταφορά εφοδίων, ο Ευγένιος συγκρότησε με τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής έναν στολίσκο «καϊκιών», τα οποία έπλεαν στον Δούναβη ο οποίος αποτελούσε και την κύρια, αν όχι τη μοναδική, εφοδιαστική οδό του στρατού του.
Το λογιστικό πρόβλημα πάντως της στρατιάς του Ευγένιου εξακολουθούσε να υφίσταται αφού ο κύριος προμηθευτής της – το κράτος ανέθετε τότε τον εφοδιασμό του στρατού σε ιδιώτες προμηθευτές, δεν ήταν και τόσο τακτικός ούτε στις παραδόσεις τροφίμων και υλικών και ούτε προσέφερε προϊόντα άριστης ποιότητας. Ωστόσο χάρη στην ακάματη δραστηριότητα του Ευγένιου οι άνδρες του ποτέ δεν αντιμετώπισαν πια επισιτιστικά προβλήματα. Αντίθετα υπό την ηγεσία του καθημερινά ο στρατός του ξαναγεννιόταν.
Οι άνδρες έβλεπαν ότι μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στον «μικρό καπουτσίνο». Με συνεχή εργασία και επίπονες ασκήσεις το ηθικό του στρατεύματος τηρείτο σε πολύ υψηλό επίπεδο. Όλοι περίμεναν την άφιξη του Τούρκου για αν του «δώσουν το μάθημα του», όπως έλεγαν.
Ήταν Αύγουστος. Μόλις 4 μήνες είχαν περάσει από τότε που ο Ευγένιος είχε αναλάβει τη διοίκηση του βαλκανικού συνόρου της αυτοκρατορίας και όλα είχαν μεταβληθεί τόσο πολύ προς το καλύτερο λες και ο 33χρονος στρατάρχης διέθετε κάποιο μαγικό ραβδί με το οποίο άλλαζε την πορεία των πραγμάτων.
Ο Ευγένιος, η στρατιά του οποίου είχε πλέον ενισχυθεί, μετά την καταστολή της ουγγρικής εξέγερσης, περίμενε υπομονετικά τον εχθρό ενισχύοντας τις θέσεις του. Ήταν βέβαιος ότι οι Τούρκοι ενθαρρυμένοι από την επιτυχία τους στο Ολάτσιν δεν θα δίσταζαν να κάνουν το επόμενο βήμα προς τα εμπρός.
Ο Ευγένιος είχε καταλάβει την ψυχολογία του αντιπάλου, ο οποίος διακρινόταν για το θράσος του αλλά όχι για το θάρρος και τη σταθερότητα του. Μελετητής ο ίδιος της στρατιωτικής ιστορίας είχε κατανοήσει ότι οι Τούρκοι απλώς καταλάμβαναν όσο χώρο τους επιτρέπεις να καταλάβουν – κάτι που δεν φαίνεται να κατανοούν ορισμένοι σύγχρονοι Έλληνες. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Ευγένιος και έτοιμος ήταν να τους αντιμετωπίσει και τη θέληση είχε να το πράξει. Έτσι δεν εξεπλάγη καθόλου όταν, στις 19 Αυγούστου 1697, οι περίπολοι των ουσάρων τον ενημέρωσαν ότι μια τεράστια τουρκική στρατιά διέσχισε τον Δούναβη στο ύψος της συμβολής του με τον Τίσα.
Θράσος
Την τουρκική στρατιά-60.000 πεζοί, 40.000 ιππείς και 200 πυροβόλα- οδηγούσε ο ίδιος ο σουλτάνος Μουσταφά Β’. Ενθαρρυμένος από την προηγούμενη επιτυχία, ο θρασύς Τούρκος έφερε μαζί του ειδικές άμαξες φορτωμένες με αλυσίδες με τις οποίες σκόπευε να αλυσοδέσει τους χριστιανούς αιχμαλώτους! Η ύβρις εμφανιζόταν σε όλο της το μεγαλείο. Ο σουλτάνος ήταν τόσο σίγουρος για την επιτυχία του που δεν φρόντισε να αποστείλει αναγνωριστικά αποσπάσματα για να συλλέξει πληροφορίες για τον εχθρό. Το μόνο που κατόρθωσε να πληροφορηθεί ήταν ότι ο Ευγένιος και ο στρατός του στάθμευαν στο Πετροβαράντιν.
Αντίθετα το επίλεκτο ελαφρύ ιππικό των Αυστριακών παρακολουθούσε από κοντά τις τουρκικές κινήσεις και ενημέρωνε συνεχώς τον Ευγένιο για τις τουρκικές κινήσεις. Στο μεταξύ ο «γενναίος» σουλτάνος όταν έμαθε ότι ο Ευγένιος είναι στο Πετροβαράντιν, αν και διέθετε τις μισές μόνο δυνάμεις από τις δικές του, αποφάσισε να μην επιτεθεί κατά των Αυστριακών αλλά να κινηθεί ανατολικά, να επιτεθεί στο Στέγκεντ και να εισβάλει κατόπιν στην Τρανσυλβανία. Ο Ευγένιος φυσικά πληροφορήθηκε από τους ακούραστους ουσάρους του την αλλαγή κατεύθυνσης της τουρκικής προέλασης.
Η είδηση τον ηλέκτρισε. Αν μόνο προλάβαινε να επιτεθεί στους Τούρκους τη στιγμή που θα διέσχιζαν τον ποταμό Τίσα ήταν βέβαιος ότι θα τους αφάνιζε. Αμέσως συνήγειρε τον στρατό του και ρίχθηκε, επικεφαλής τμημάτων ουσάρων και δραγώνων, σε καταδίωξη των Τούρκων οι οποίοι είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν πλωτή γέφυρα επί του Τίσα στο ύψος της Ζέντα.
Ο σουλτάνος τρέμοντας στην ιδέα ότι υπήρχε κίνδυνος να παγιδευτεί μεταξύ της στρατιάς του Ευγένιου, της φρουράς του Στέγκεντ και του ποταμού, έσπευσε να περάσει πρώτος τον ποταμό, μόλις είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή της γέφυρας.
Προς τη Ζέντα
Στο μεταξύ ο Ευγένιος έσπευδε με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα προς τη Ζέντα. Το επόμενο πρωί –11 Σεπτεμβρίου- και καθώς η προέλαση των Αυστριακών συνεχιζόταν, ένας ουσάρος παρουσίασε ενώπιον του Ευγένιου έναν Τούρκο πασά που είχε αιχμαλωτίσει. Ο Τούρκος τρέμοντας κυριολεκτικά είδε μπροστά του τον Ευγένιο, ο οποίος του δήλωσε κοφτά: «αν δεν μιλήσεις θα σε κομματιάσω στο λεπτό»! Παράλληλα διέταξε τον ουσάρο που είχε αιχμαλωτίσει τον πασά να ξεγυμνώσει τη σπάθη του και να κόψει το κεφάλι του Τούρκου. Ο πασάς δεν άντεξε.
Έπεσε στις βαριές μπότες του Ευγένιου και τις αγκάλιασε κλαίγοντας και παρακαλώντας, τρέμοντας για τη ζωή του. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε άλλωστε τη λάμψη του γυμνού σπαθιού του ουσάρου. Με δάκρυα στα μάτια, με ευχές να έχει ο Αλλάχ καλά τον Ευγένιο, ο Τούρκος είπε ότι γνώριζε.
Είπε ότι είχαν εγκαταστήσει μια γέφυρα κατασκευασμένη από 60 πλοιάρια στον ποταμό και ότι ο σουλτάνος με το ιππικό είχαν ήδη περάσει τον ποταμό και ότι εκείνη την ώρα διέσχιζαν τον Τίσα το πυροβολικό και τα μεταγωγικά. Οπισθοφυλακή είχε μείνει το πεζικό με επικεφαλής τον μεγάλο βεζίρη Ελμάς Μωάμεθ.
Ο πασάς ανέφερε επίσης ότι οι θέσεις του πεζικού τους προστατευόταν από ένα πρόχειρο οχύρωμα κατασκευασμένο από άμαξες των μεταγωγικών που είχαν μείνει πίσω για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ο Ευγένιος δεν έχασε καιρό. Τέθηκε επικεφαλής των ουσάρων και κάλπασε προς την όχθη του ποταμού. Παράλληλα διέταξε τους αξιωματικούς να κινηθούν με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα προς τον ποταμό. Δεν έπρεπε να χάσουν μια τέτοια ευκαιρία.
Όταν ο Ευγένιος με τους λιγοστούς συνοδούς του έφτασε απέναντι από τις τουρκικές θέσεις δεν έμεναν παρά 5 ώρες για να πέσει η νύκτα. Μια ώρα αργότερα έφτασε στην περιοχή και το αυτοκρατορικό πεζικό. Αμέσως ο Ευγένιος έταξε τις δυνάμεις του σε μηνοειδή σχηματισμό και διέταξε την εκτόξευση άμεσης επίθεσης. Τα τμήματα του ακολούθησαν αμέσως τις διαταγές του.
Παράλληλα ο διοικητής του αριστερού κέρατος, ο στρατηγός Γκουίντο Στάρενμπεργκ, ανακάλυψε ένα αβαθές σημείο στον ποταμό και από εκεί κίνησε το πεζικό του πίσω από τη γραμμή των τουρκικών αμαξών, αποκόπτοντας όσους Τούρκους δεν είχαν περάσει τη γέφυρα.
Σφαγή
Το τι ακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι περικυκλωμένοι Τούρκοι δεν είχαν καμία ελπίδα διαφυγής και οι Αυστριακοί δεν φάνηκαν καθόλου φιλάνθρωποι. Όταν κατέρρευσε η εξωτερική γραμμή άμυνας τους οι Τούρκοι προσπάθησαν επιτιθέμενοι ορμητικά να πετάξουν τους Αυστριακούς και πάλι έξω από τη γραμμή των αμαξών. Με τα γιαταγάνια στα χέρια και την κραυγή «Αλλάχ, Αλλάχ», εφόρμησαν σαν ορμητικό κύμα κατά των αυτοκρατορικών.
Οι άριστα εκπαιδευμένοι άνδρες του Ευγένιου όμως δεν έχασαν την ψυχραιμία τους. Τα συντάγματα πεζικού έλαβαν θέσεις. Οι άνδρες σήκωσαν τα όπλα τους και σκόπευσαν κατά του βαρβαρικού όχλου. Τους άφησαν να πλησιάσουν σε απόσταση μικρότερη των 30 μέτρων. Απότομα και κοφτά οι αξιωματικοί έδωσαν το παράγγελμα «πυρ».
Οι κάννες των μουσκέτων βρόντηξαν. Ακολούθησε ένα βουητό θανάτου. Χιλιάδες Τούρκοι έπεσαν. Ένας μακάβριος σωρός πτωμάτων σχηματίστηκε μπροστά από τις αυστριακές γραμμές. Η όχθη και το νερό του ποταμού είχε γίνει κατακόκκινο. Το αίμα έρεε άφθονο. Έχοντας αποκρούσει την απελπισμένη τουρκική αντεπίθεση οι Αυστριακοί εγέρθηκαν και με γυμνά τα σπαθιά και προτεταμένες τις ξιφολόγχες επιτέθηκαν με τη σειρά τους. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Όρμησαν προς τη γέφυρα και παρασύροντας όποιον βρισκόταν απέναντι τους προσπάθησαν να περάσουν απέναντι. Ελάχιστοι το κατόρθωσαν. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο μεγάλος βεζίρης.
Η μάχη συνεχίστηκε ως τις 22.00 το βράδυ. Ελάχιστοι αιχμάλωτοι συνελήφθησαν καθώς, όπως ο ίδιος ο Ευγένιος ανέφερε «οι στρατιώτες, οργισμένοι καθώς ήταν, δεν λυπήθηκαν κανέναν και έσφαξαν όποιον έπεφτε στα χέρια τους, παρά τα χρήματα που τους πρόσφεραν οι Τούρκοι πασάδες». Περισσότεροι από 30.000 Τούρκοι κείτονταν νεκροί στην όχθη του ποταμού. Ωστόσο το μέγεθος τη νίκης μόλις την επόμενη ημέρα έγιναν εμφανή, όταν οι νικητές πέρασαν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Μέσα στον ποταμό επέπλεαν χιλιάδες τουρκικά κουφάρια.
Το πεζικό του υπερφίαλου σουλτάνου είχε κυριολεκτικά αφανιστεί. Ο «γενναίος» σουλτάνος το είχε ήδη βάλει στα πόδια μαζί με τους ιππείς τους, εγκαταλείποντας πίσω του το πυροβολικό και τα μεταγωγικά του, περιλαμβανομένων και των αμαξών των φορτωμένων με αλυσίδες. Στο τουρκικό στρατόπεδο βρέθηκαν 3.000.000 τουρκικά νομίσματα και κυριεύθηκαν 9.000 άμαξες, 21.000 ζώα και επτά ιππουρίδες. Αντίθετα ο στρατός του Ευγένιου θρήνησε 300 μόνο νεκρούς και 1.800 τραυματίες. Ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος.
Το επόμενο έτος ο σουλτάνος επέτυχε μια πραγματικά μεγάλη νίκη. Στη μάχη του Ολάτσιν συνέτριψε την αυτοκρατορική στρατιά (50.000 άνδρες) του Αυγούστου της Σαξωνίας. Αυτή τη φορά το πλήγμα ήταν πολύ σοβαρό για να αγνοηθεί. Εάν οι Τούρκοι συνέχιζαν την προέλαση τους δεν θα αργούσαν να ανακαταλάβουν ολόκληρη την Ουγγαρία και τις διαβάσεις του Δούναβη. Από εκεί η Βιέννη βρισκόταν πολύ κοντά.
Μετά τη συντριπτική ήττα του στο Ολάτσιν ο αυτοκρατορικός στρατός στο βαλκανικό μέτωπο είχε μετατραπεί σε έναν ένοπλο όχλο, χωρίς εφόδια, τρόφιμα και πάνω από όλα πειθαρχία. Ο διοικητής του, ο εκλέκτορας της Σαξωνίας Αύγουστος ο «δυνατός», καθώς και ο στρατιωτικός του σύμβουλος ο Καπράρα ήταν εντελώς ανίκανοι να ανασυγκροτήσουν τον στρατό, που αυτοί είχαν οδηγήσει στην ήττα, να εμψυχώσουν τα στρατεύματα και να τους ενσταλάξουν την πειθαρχία.
Ο στρατηγός που τελικά επελέγη δεν ήταν άλλος από τον Ευγένιο. Την 27η Ιουλίου 1697 ο Ευγένιος βρισκόταν μπροστά από το οχυρό του Πετροβαράντιν στη βόρεια όχθη του Δούναβη. Περίπου 30.000 Αυστριακοί, Σάξωνες και Πρώσοι στρατιώτες είχαν παραταχθεί έξω από το οχυρό περιμένοντας να τους επιθεωρήσει ο νέος τους διοικητής.
Μόλις ο Ευγένιος έφτασε 30.000 στόματα κραύγασαν ταυτόχρονα την ιαχή «ζήτω». Ένας λεπτός νέος άνδρας εμφανίστηκε ενώπιον τους. Δεν φορούσε καν τη στολή του ανωτάτου αξιωματικού. Φορούσε μόνο ένα τριμμένο καφέ μακρύ χιτώνιο που έφτανε ως τα γόνατα του. Το μόνο διακριτικό του βαθμού του γνώρισμα ήταν η στραταρχική ράβδος που κρατούσε σφιχτά στο δεξί του χέρι. Με βήμα ταχύ ο νέος στρατάρχης περνούσε μπροστά από τα παρατεταγμένα συντάγματα.
Κοιτούσε με απογοήτευση τους καταπονημένους άνδρες που το μόνο σημάδι περηφάνιας τους ήταν οι κυματίζουσες σημαίες με τους δικέφαλους αυτοκρατορικούς αετούς και την Παρθένο. Οι άνδρες κοιτούσαν επίσης με έκπληξη, ίσως και με κρυφή απογοήτευση, τον νέο τους διοικητή.
Έμοιαζε με καρικατούρα, με καπουτσίνο μοναχό που φορούσε κοντό ράσο. Ο «μικρός καπουτσίνος», όπως τον ονόμασαν οι στρατιώτες τους, λόγω του καφέ χιτωνίου, παρατηρούσε με γρήγορο βλέμμα. Ήταν αεικίνητος. Ρωτούσε τους συνταγματάρχες, προσπαθούσε να ενημερωθεί για την κατάσταση των ανδρών. Ήταν σίγουρα διαφορετικός από οποιονδήποτε στρατηγό είχαν συναντήσει ως τότε.
Η κατάσταση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Ευγένιος ήταν πολύ χειρότερη από ότι ο ίδιος είχε φανταστεί. Οι άνδρες είχαν πολύ καιρό να μισθοδοτηθούν. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά στον αυτοκράτορα «δεν υπήρχε ούτε δεκάρα στις τσέπες τους». Υπήρχε επίσης σοβαρή έλλειψη τροφίμων που ταλάνιζε το στράτευμα και ανάγκαζε τους άνδρες να πλιατσικολογούν τους φίλιους πληθυσμούς. Η προηγούμενη διοίκηση είχε λάβει γνώση του θέματος αλλά δεν ελάμβανε μέτρα κατά των πλιατσικολόγων για ευνόητους λόγους.
Η πειθαρχία είχε, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, διασαλευτεί. Έπρεπε να ληφθούν άμεσα μέτρα και ο Ευγένιος ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να τα λάβει. Για να επιλύσει το επισιτιστικό πρόβλημα του στρατού ζήτησε από τους ανωτάτους αξιωματικούς του την καταβολή υποχρεωτικού «δανείου». Με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγόρασε τρόφιμα και τα διένειμε στους άνδρες.
Οι τελευταίοι δεν είχαν πια δικαιολογία να προβαίνουν σε λεηλασίες και όποιος συλλαμβάνονταν να το πράττει αντιμετώπιζε το απόσπασμα. Μέσα σε λίγες μέρες η εικόνα του στρατοπέδου του Πετροβαράντιν είχε άρδην μεταβληθεί. Η πειθαρχία αποκαταστάθηκε και ο στρατός άρχισε πάλι να γυμνάζεται κανονικά ενόψει της επικείμενης εκστρατείας κατά των Τούρκων.
Παρά τις προσπάθειες του Ευγένιου οι προϊστάμενοι του στη Βιέννη δεν πίστευαν πως θα μπορούσε πραγματικά να αναλάβει οποιασδήποτε μορφής δράση πέραν της στατικής άμυνας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας τον είχε διατάξει να ενεργήσει με τη μέγιστη προσοχή και να αποφύγει κάθε παρακινδυνευμένη ενέργεια. Εκείνη άλλωστε την περίοδο είχε ξεσπάσει και νέο κίνημα των Ούγγρων κατά των Αυστριακών επικυρίαρχων τους.
Το κίνημα βέβαια καταπνίγηκε άμεσα του ο κίνδυνος όμως μιας νέας γενικευμένης εξέγερσης των Ούγγρων στα νώτα του στρατού του Ευγένιου ήταν υπαρκτός και ορατός.
Όστις αμύνεται αποθνήσκει…
Η στατική άμυνα λοιπόν φαινόταν ως η μόνη λογική πρόταση δράσης. Ο Ευγένιος αν και φύσει δραστήριος δεν είχε άλλη επιλογή από το συμμορφωθεί, αρχικά τουλάχιστον, με τις αυτοκρατορικές επιταγές. Για τον σκοπό αυτό επέβλεψε προσωπικά την κατασκευή μιας σειράς προχείρων οχυρωμάτων, κατά μήκος της κοίτης του Δούναβη και του Τίσα, από το Πετροβαράντιν ως το Στέγκεντ.
Πίσω από την «οχυρωματική γραμμή δημιουργήθηκαν αποθήκες εφοδίων και πυρομαχικών. Επειδή το βαλτώδες έδαφος δεν επέτρεπε ούτε τη δημιουργία δρόμων, ούτε την ταχεία μεταφορά εφοδίων, ο Ευγένιος συγκρότησε με τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής έναν στολίσκο «καϊκιών», τα οποία έπλεαν στον Δούναβη ο οποίος αποτελούσε και την κύρια, αν όχι τη μοναδική, εφοδιαστική οδό του στρατού του.
Το λογιστικό πρόβλημα πάντως της στρατιάς του Ευγένιου εξακολουθούσε να υφίσταται αφού ο κύριος προμηθευτής της – το κράτος ανέθετε τότε τον εφοδιασμό του στρατού σε ιδιώτες προμηθευτές, δεν ήταν και τόσο τακτικός ούτε στις παραδόσεις τροφίμων και υλικών και ούτε προσέφερε προϊόντα άριστης ποιότητας. Ωστόσο χάρη στην ακάματη δραστηριότητα του Ευγένιου οι άνδρες του ποτέ δεν αντιμετώπισαν πια επισιτιστικά προβλήματα. Αντίθετα υπό την ηγεσία του καθημερινά ο στρατός του ξαναγεννιόταν.
Οι άνδρες έβλεπαν ότι μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στον «μικρό καπουτσίνο». Με συνεχή εργασία και επίπονες ασκήσεις το ηθικό του στρατεύματος τηρείτο σε πολύ υψηλό επίπεδο. Όλοι περίμεναν την άφιξη του Τούρκου για αν του «δώσουν το μάθημα του», όπως έλεγαν.
Ήταν Αύγουστος. Μόλις 4 μήνες είχαν περάσει από τότε που ο Ευγένιος είχε αναλάβει τη διοίκηση του βαλκανικού συνόρου της αυτοκρατορίας και όλα είχαν μεταβληθεί τόσο πολύ προς το καλύτερο λες και ο 33χρονος στρατάρχης διέθετε κάποιο μαγικό ραβδί με το οποίο άλλαζε την πορεία των πραγμάτων.
Ο Ευγένιος, η στρατιά του οποίου είχε πλέον ενισχυθεί, μετά την καταστολή της ουγγρικής εξέγερσης, περίμενε υπομονετικά τον εχθρό ενισχύοντας τις θέσεις του. Ήταν βέβαιος ότι οι Τούρκοι ενθαρρυμένοι από την επιτυχία τους στο Ολάτσιν δεν θα δίσταζαν να κάνουν το επόμενο βήμα προς τα εμπρός.
Ο Ευγένιος είχε καταλάβει την ψυχολογία του αντιπάλου, ο οποίος διακρινόταν για το θράσος του αλλά όχι για το θάρρος και τη σταθερότητα του. Μελετητής ο ίδιος της στρατιωτικής ιστορίας είχε κατανοήσει ότι οι Τούρκοι απλώς καταλάμβαναν όσο χώρο τους επιτρέπεις να καταλάβουν – κάτι που δεν φαίνεται να κατανοούν ορισμένοι σύγχρονοι Έλληνες. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Ευγένιος και έτοιμος ήταν να τους αντιμετωπίσει και τη θέληση είχε να το πράξει. Έτσι δεν εξεπλάγη καθόλου όταν, στις 19 Αυγούστου 1697, οι περίπολοι των ουσάρων τον ενημέρωσαν ότι μια τεράστια τουρκική στρατιά διέσχισε τον Δούναβη στο ύψος της συμβολής του με τον Τίσα.
Θράσος
Την τουρκική στρατιά-60.000 πεζοί, 40.000 ιππείς και 200 πυροβόλα- οδηγούσε ο ίδιος ο σουλτάνος Μουσταφά Β’. Ενθαρρυμένος από την προηγούμενη επιτυχία, ο θρασύς Τούρκος έφερε μαζί του ειδικές άμαξες φορτωμένες με αλυσίδες με τις οποίες σκόπευε να αλυσοδέσει τους χριστιανούς αιχμαλώτους! Η ύβρις εμφανιζόταν σε όλο της το μεγαλείο. Ο σουλτάνος ήταν τόσο σίγουρος για την επιτυχία του που δεν φρόντισε να αποστείλει αναγνωριστικά αποσπάσματα για να συλλέξει πληροφορίες για τον εχθρό. Το μόνο που κατόρθωσε να πληροφορηθεί ήταν ότι ο Ευγένιος και ο στρατός του στάθμευαν στο Πετροβαράντιν.
Αντίθετα το επίλεκτο ελαφρύ ιππικό των Αυστριακών παρακολουθούσε από κοντά τις τουρκικές κινήσεις και ενημέρωνε συνεχώς τον Ευγένιο για τις τουρκικές κινήσεις. Στο μεταξύ ο «γενναίος» σουλτάνος όταν έμαθε ότι ο Ευγένιος είναι στο Πετροβαράντιν, αν και διέθετε τις μισές μόνο δυνάμεις από τις δικές του, αποφάσισε να μην επιτεθεί κατά των Αυστριακών αλλά να κινηθεί ανατολικά, να επιτεθεί στο Στέγκεντ και να εισβάλει κατόπιν στην Τρανσυλβανία. Ο Ευγένιος φυσικά πληροφορήθηκε από τους ακούραστους ουσάρους του την αλλαγή κατεύθυνσης της τουρκικής προέλασης.
Η είδηση τον ηλέκτρισε. Αν μόνο προλάβαινε να επιτεθεί στους Τούρκους τη στιγμή που θα διέσχιζαν τον ποταμό Τίσα ήταν βέβαιος ότι θα τους αφάνιζε. Αμέσως συνήγειρε τον στρατό του και ρίχθηκε, επικεφαλής τμημάτων ουσάρων και δραγώνων, σε καταδίωξη των Τούρκων οι οποίοι είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν πλωτή γέφυρα επί του Τίσα στο ύψος της Ζέντα.
Ο σουλτάνος τρέμοντας στην ιδέα ότι υπήρχε κίνδυνος να παγιδευτεί μεταξύ της στρατιάς του Ευγένιου, της φρουράς του Στέγκεντ και του ποταμού, έσπευσε να περάσει πρώτος τον ποταμό, μόλις είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή της γέφυρας.
Προς τη Ζέντα
Στο μεταξύ ο Ευγένιος έσπευδε με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα προς τη Ζέντα. Το επόμενο πρωί –11 Σεπτεμβρίου- και καθώς η προέλαση των Αυστριακών συνεχιζόταν, ένας ουσάρος παρουσίασε ενώπιον του Ευγένιου έναν Τούρκο πασά που είχε αιχμαλωτίσει. Ο Τούρκος τρέμοντας κυριολεκτικά είδε μπροστά του τον Ευγένιο, ο οποίος του δήλωσε κοφτά: «αν δεν μιλήσεις θα σε κομματιάσω στο λεπτό»! Παράλληλα διέταξε τον ουσάρο που είχε αιχμαλωτίσει τον πασά να ξεγυμνώσει τη σπάθη του και να κόψει το κεφάλι του Τούρκου. Ο πασάς δεν άντεξε.
Έπεσε στις βαριές μπότες του Ευγένιου και τις αγκάλιασε κλαίγοντας και παρακαλώντας, τρέμοντας για τη ζωή του. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε άλλωστε τη λάμψη του γυμνού σπαθιού του ουσάρου. Με δάκρυα στα μάτια, με ευχές να έχει ο Αλλάχ καλά τον Ευγένιο, ο Τούρκος είπε ότι γνώριζε.
Είπε ότι είχαν εγκαταστήσει μια γέφυρα κατασκευασμένη από 60 πλοιάρια στον ποταμό και ότι ο σουλτάνος με το ιππικό είχαν ήδη περάσει τον ποταμό και ότι εκείνη την ώρα διέσχιζαν τον Τίσα το πυροβολικό και τα μεταγωγικά. Οπισθοφυλακή είχε μείνει το πεζικό με επικεφαλής τον μεγάλο βεζίρη Ελμάς Μωάμεθ.
Ο πασάς ανέφερε επίσης ότι οι θέσεις του πεζικού τους προστατευόταν από ένα πρόχειρο οχύρωμα κατασκευασμένο από άμαξες των μεταγωγικών που είχαν μείνει πίσω για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ο Ευγένιος δεν έχασε καιρό. Τέθηκε επικεφαλής των ουσάρων και κάλπασε προς την όχθη του ποταμού. Παράλληλα διέταξε τους αξιωματικούς να κινηθούν με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα προς τον ποταμό. Δεν έπρεπε να χάσουν μια τέτοια ευκαιρία.
Όταν ο Ευγένιος με τους λιγοστούς συνοδούς του έφτασε απέναντι από τις τουρκικές θέσεις δεν έμεναν παρά 5 ώρες για να πέσει η νύκτα. Μια ώρα αργότερα έφτασε στην περιοχή και το αυτοκρατορικό πεζικό. Αμέσως ο Ευγένιος έταξε τις δυνάμεις του σε μηνοειδή σχηματισμό και διέταξε την εκτόξευση άμεσης επίθεσης. Τα τμήματα του ακολούθησαν αμέσως τις διαταγές του.
Παράλληλα ο διοικητής του αριστερού κέρατος, ο στρατηγός Γκουίντο Στάρενμπεργκ, ανακάλυψε ένα αβαθές σημείο στον ποταμό και από εκεί κίνησε το πεζικό του πίσω από τη γραμμή των τουρκικών αμαξών, αποκόπτοντας όσους Τούρκους δεν είχαν περάσει τη γέφυρα.
Σφαγή
Το τι ακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι περικυκλωμένοι Τούρκοι δεν είχαν καμία ελπίδα διαφυγής και οι Αυστριακοί δεν φάνηκαν καθόλου φιλάνθρωποι. Όταν κατέρρευσε η εξωτερική γραμμή άμυνας τους οι Τούρκοι προσπάθησαν επιτιθέμενοι ορμητικά να πετάξουν τους Αυστριακούς και πάλι έξω από τη γραμμή των αμαξών. Με τα γιαταγάνια στα χέρια και την κραυγή «Αλλάχ, Αλλάχ», εφόρμησαν σαν ορμητικό κύμα κατά των αυτοκρατορικών.
Οι άριστα εκπαιδευμένοι άνδρες του Ευγένιου όμως δεν έχασαν την ψυχραιμία τους. Τα συντάγματα πεζικού έλαβαν θέσεις. Οι άνδρες σήκωσαν τα όπλα τους και σκόπευσαν κατά του βαρβαρικού όχλου. Τους άφησαν να πλησιάσουν σε απόσταση μικρότερη των 30 μέτρων. Απότομα και κοφτά οι αξιωματικοί έδωσαν το παράγγελμα «πυρ».
Οι κάννες των μουσκέτων βρόντηξαν. Ακολούθησε ένα βουητό θανάτου. Χιλιάδες Τούρκοι έπεσαν. Ένας μακάβριος σωρός πτωμάτων σχηματίστηκε μπροστά από τις αυστριακές γραμμές. Η όχθη και το νερό του ποταμού είχε γίνει κατακόκκινο. Το αίμα έρεε άφθονο. Έχοντας αποκρούσει την απελπισμένη τουρκική αντεπίθεση οι Αυστριακοί εγέρθηκαν και με γυμνά τα σπαθιά και προτεταμένες τις ξιφολόγχες επιτέθηκαν με τη σειρά τους. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Όρμησαν προς τη γέφυρα και παρασύροντας όποιον βρισκόταν απέναντι τους προσπάθησαν να περάσουν απέναντι. Ελάχιστοι το κατόρθωσαν. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο μεγάλος βεζίρης.
Η μάχη συνεχίστηκε ως τις 22.00 το βράδυ. Ελάχιστοι αιχμάλωτοι συνελήφθησαν καθώς, όπως ο ίδιος ο Ευγένιος ανέφερε «οι στρατιώτες, οργισμένοι καθώς ήταν, δεν λυπήθηκαν κανέναν και έσφαξαν όποιον έπεφτε στα χέρια τους, παρά τα χρήματα που τους πρόσφεραν οι Τούρκοι πασάδες». Περισσότεροι από 30.000 Τούρκοι κείτονταν νεκροί στην όχθη του ποταμού. Ωστόσο το μέγεθος τη νίκης μόλις την επόμενη ημέρα έγιναν εμφανή, όταν οι νικητές πέρασαν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Μέσα στον ποταμό επέπλεαν χιλιάδες τουρκικά κουφάρια.
Το πεζικό του υπερφίαλου σουλτάνου είχε κυριολεκτικά αφανιστεί. Ο «γενναίος» σουλτάνος το είχε ήδη βάλει στα πόδια μαζί με τους ιππείς τους, εγκαταλείποντας πίσω του το πυροβολικό και τα μεταγωγικά του, περιλαμβανομένων και των αμαξών των φορτωμένων με αλυσίδες. Στο τουρκικό στρατόπεδο βρέθηκαν 3.000.000 τουρκικά νομίσματα και κυριεύθηκαν 9.000 άμαξες, 21.000 ζώα και επτά ιππουρίδες. Αντίθετα ο στρατός του Ευγένιου θρήνησε 300 μόνο νεκρούς και 1.800 τραυματίες. Ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου