1.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κυρίαρχο ρόλο στην εργασιακή σχέση διαδραματίζει ο μισθός που καταβάλλεται
από τον εργοδότη στον εργαζόμενο. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί ο μισθός
αποτελεί τη βασική αιτία για την οποία υφίσταται η σύμβαση εργασίας, αλλά και
για τον λόγο ότι η πλειοψηφία των διαφορών που ανακύπτουν κατά τη σύναψη, τη
λειτουργία αλλά και τη λύση της εργασιακής σχέσης έχουν να κάνουν με το ζήτημα
του μισθού. Παράλληλα, ο μισθός διατηρεί εξέχουσα θέση και στο
κοινωνικοοικονομικό σύστημα, καθώς ο μισθός αποτελεί το βασικό μέσο για τη
διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής ενός κράτους (Ιωάννης
Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδόσεις Σάκκουλα,
Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 77-79).
Στη σημερινή εποχή της οικονομικής δυσπραγίας του κράτους και κατά συνέπεια
και των κοινωνών που διαβιούν στο κράτος αυτό, το ζήτημα που πραγματεύεται η
παρούσα εργασία είναι εξαιρετικά επίκαιρο και ακανθώδες. Οι επιχειρήσεις
δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους έναντι των εργαζομένων σε
αυτές και οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν, ως εκ τούτου, σοβαρά βιοποριστικά
προβλήματα που τους οδηγούν σε μείωση της καταναλωτικής τους δύναμης. Όλα τα
παραπάνω έχουν ως γενικότερη συνέπεια την οικονομική στασιμότητα της ελληνικής
κοινωνίας και την τελμάτωση πολλών εργασιακών σχέσεων.
Τέλος, ως παράδειγμα μελέτης του ζητήματος που ερευνούμε στην προκείμενη
εργασία λαμβάνουμε την περίπτωση των εργαζομένων στον τηλεοπτικό σταθμό
«ΑΛΤΕΡ», οι οποίοι δεν έλαβαν τις δεδουλευμένες τους αποδοχές και αμύνθηκαν
στην βλαπτική αυτή μεταβολή των συνθηκών εργασίας τους.
2.
Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΜΙΣΘΟΥ
Η σύμβαση μίσθωσης εργασίας είναι ενοχική και αμφοτεροβαρής σύμβαση
ιδιωτικού δικαίου (Χ. Σταμέλος, σε Αστικός Κώδικας, ερμηνεία, σχόλια,νομολογία
[επιμ. Ι. Καράκωστα], εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, τόμος 5 σελ. 772). Ο
μισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στον εργοδότη την εργασία του για
ορισμένο ή αόριστο χρόνο και ο τελευταίος την υποχρέωση καταβολής μισθού ως
αντάλλαγμα. Με τη σύμβαση αυτή δημιουργούνται υποχρεώσεις και δικαιώματα και
για τα δύο μέρη που απορρέουν είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο. Οι πιο
σπουδαίες υποχρεώσεις από την πλευρά του μισθωτή είναι η παροχή της εργασίας
και από την πλευρά του εκμισθωτή η παροχή μισθού (Αλέξανδρος Καρακατσάνης-Σταύρος Γαρδίκας, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο,
Εκδόσεις Σάκκουλα 1995 σελ. 257).
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ και της Ι της 95 Διεθνούς
Συμβάσεως « περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το νόμο
3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη
σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία σύμφωνα με το νόμο ή με βάση
τη συμφωνία (ρητή ή σιωπηρή) καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως
αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτόν εργασίας, δηλαδή όχι μόνο η κύρια
παροχή (βασικός μισθός), αλλά και κάθε άλλη πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται ως
αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (Ιωαν. Ληξιουριώτης (επιμ.) Εφαρμογές
Εργατικού Δικαίου, Ατομικές και Συλλογικές εργασιακές σχέσεις, εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2008, σελ. 45, Ευ. Πάντζος,
«Έννοια μισθού- Καταβαλλόμενες αποδοχές», περιοδικό Ε7, 2004, σελ. 2329, έτσι
και ο ΑΠ στην απόφαση 695/2001). Ο μισθός, με άλλα λόγια, αποτελεί
την αντιπαροχή για την προσφερόμενη εργασία, το οικονομικό αντάλλαγμα, την
οικονομική αποτίμηση της αξίας της προσφερόμενης εργασίας, μία συνεχής και
τακτική στον χρόνο παροχή, σταθερά ορισμένη και ανεξάρτητη από τον επιχειρηματικό
κίνδυνο και τα κέρδη του εργοδότη (Κουκιάδης
Ιωάννης, Εργατικό Δίκαιο- Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της
ευελιξίας της
εργασίας, δ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα 2009, σελ. 619, Λαναράς Κωνσταντίνος, Εργατική και
Ασφαλιστική Νομοθεσία, Εκδ.Σάκκουλα 2007, σελ. 504)
Στις διατάξεις των άρθρων 648,649 και 653 ΑΚ θεμελιώνεται η υποχρέωση του
εργοδότη για καταβολή του μισθού προς τον εργαζόμενο, ως αντιπαροχή για τον
παρεχόμενο από αυτόν εργασία. Συγκεκριμένα το άρθρο 648 ΑΚ ορίζει: «Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει
υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον
εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό.» Όπως προκύπτει
λοιπόν από τη διατύπωση του άρθρου αυτού, ο μισθός είναι η αντιπαροχή του
εκμισθωτή προς τον μισθωτή, για την εργασία που παρέχει ο τελευταίος στα
πλαίσια της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως μίσθωσης
εργασίας .
3.
Η ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ
Το μεγάλο και οξύ
πρόβλημα που ανακύπτει κάθε φορά που ο εργαζόμενος δεν αμείβεται για την
εργασία που έχει ήδη παράσχει αφορά το γεγονός ότι η πραγματική κατάσταση που
δημιουργείται από την λειτουργία της σύμβασης εργασίας είναι δυσχερώς
αναστρέψιμη, αφού η οικονομική αξία της παροχής του εργαζομένου έχει ήδη
αμετάκλητα εκ της φύσης της ενσωματωθεί στην περιουσία του εργοδότη και έτσι
είναι σχεδόν αδύνατη η ανεύρεσή της (Π. Μπουμπουχερόπουλος, σε Ληξουριώτη
(επιμ.), Ενστάσεις Εργατικού Δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ. 21).
Ιδίως σε περιόδους
οικονομικής ύφεσης το πρόβλημα της καθυστερημένης καταβολής των δεδουλευμένων
των μισθωτών, αποκτά πολυσχιδείς διαστάσεις, καθότι είναι βέβαιο ότι αφενός μεν
ο εργοδότης συναντά ταμειακές δυσχέρειες, αφετέρου δε ο εργαζόμενος μη έχοντας
άλλο τρόπο βιοπορισμού, περιορίζεται σημαντικά η δυνατότητά του να εξασφαλίσει
το ίδιο επίπεδο διαβίωσης για εκείνον και την οικογένειά του.
Πρέπει στο μέρος
αυτό της μελετώμενης ενότητας να σημειωθεί ότι
σύμφωνα με το αρ. 655 ΑΚ ο μισθός καταβάλλεται ύστερα από την παροχή της
εργασίας. Επειδή δε η σύμβαση εργασίας δημιουργεί μια διαρκή σχέση, ο μισθός
καταμερίζεται σε δόσεις που υπολογίζονται σε συνάρτηση με ορισμένα χρονικά
διαστήματα και καταβάλλονται στο τέλος του καθενός από αυτά (π.χ. στο τέλος του
μήνα, τέλος της εβδομάδας κ.λπ.). Έτσι, καθιερώνεται στο εργατικό δίκαιο η αρχή
της προεκπλήρωσης της εργασίας (Ι. Κουκιάδης, οπ. παρ. σελ. 626 επ.), καθώς και
η αρχή της περιοδικότητας της παροχής (Κουκιάδης, οπ. παρ.). Είναι βέβαια,
κοινώς αποδεκτό το γεγονός ότι από λόγους προνοίας προς τον εργαζόμενο, μπορεί
να συμφωνηθεί η προκαταβολή του μισθού του εργαζόμενου για την παρασχεθεισομένη
εργασία, αφού οι σχετικές διατάξεις είναι ενδοτικού δικαίου (Κουκιάδης, οπ.
παρ. σελ. 627).
Πάντως, όπως έχει
κριθεί από τα δικαστήρια της χώρας, η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη
για καταβολή του οφειλόμενου μισθού προς τον εργαζόμενο μισθωτό, δεν αποτελεί
εκτός από παράβαση του εργατικού δικαίου και αδικοπραξία για την οποία θα
μπορούσε ο τελευταίος να αξιώσει και αποζημίωση για ηθική βλάβη κ.λπ. (ΑΠ
146/2002, Μ. Κατζέλα, σε Ληξουριώτη (επιμ.), Εφαρμογές Εργατικού Δικαίου, οπ.
παρ. σελ. 47).
Όταν, λοιπόν, ο
εργοδότης παραβαίνει την υποχρέωσή του για καταβολή του μισθού του εργαζομένου,
αυτός καθίσταται υπερήμερος αφού παραβαίνει την ως άνω αναπτυχθείσα υποχρέωσή
του, δίχως να χρειάζεται προς τούτο όχληση ή άλλη ειδοποίηση ( Μ. Καντζέλα, σε
Ληξουριώτη (επιμ.) Εφαρμογές Εργατικού Δικαίου, οπ. παρ. σελ 125). Από την
ημέρα καθυστέρησης καταβολής του μισθού, το οφειλόμενο άλλωστε ποσό υπόκειται
σε τόκο, όπως όλες οι ενοχικές σχέσεις κατά τις γενικές διατάξεις των αρ. 341
και 345 του ΑΚ (ΑΠ 1244/2011, δημοσιευμένη στη βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ).
4.
ΤΡΟΠΟΙ ΝΟΜΙΜΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ.
4.1.
Η ΕΠΙΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
4.1.1.
ΕΝΝΟΙΑ
Το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, είναι κατ’ ένσταση
προσβαλλόμενο ενοχικό δικαίωμα (Ι. Καράκωστας σε Αστικός Κώδικας, ερμηνεία,
τόμος 3, σελ. 152.) Στο Εργατικό Δίκαιο και ειδικά στη σύμβαση εργασίας, το
δικαίωμα αυτό παρουσιάζει κάποια ιδιομορφία: αυτό σημαίνει ότι μπορεί να
ασκηθεί από τον μισθωτό, όταν ο εργοδότης καθυστερεί την καταβολή των
οφειλομένων αποδοχών του ή δεν εκπληρώνει τις νόμιμες ή συμβατικές του
υποχρεώσεις στα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας ή με τη συμπεριφορά του ο εργοδότης
προσβάλει την προσωπικότητα του εργαζομένου (Μ. Καντζέλα, σε Ληξουριώτη,
Εφαρμογές, οπ. παρ. σελ. 163). Ασκώντας το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας ο
μισθωτός, αναστέλλοντας τη σχέση εργασίας (Ι. Κουκιάδης, οπ. παρ. σελ. 684)
δικαιούται να δηλώσει στον εργοδότη ότι διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να
του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές ή να συμμορφωθεί ο εργοδότης με τις
νόμιμες υποχρεώσεις του και να απέχει από τα καθήκοντα της εργασίας του.
Κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας ο
εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας, γι' αυτό οι μισθωτοί δεν
υποχρεούνται να παρέχουν εργασία ούτε και να παρουσιάζονται στην επιχείρηση,
αλλά έχουν δικαίωμα να απασχοληθούν σε άλλο εργοδότη, για αντιμετώπιση βασικών
τους αναγκών (Μ. Καντζελά, οπ. παρ. σελ 165-6). Οπωσδήποτε όμως πρέπει ο
μισθωτός, που ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, να βρίσκεται πάντοτε
στη διάθεση του εργοδότη, εφόσον αρθεί η υπερημερία του, για να αναλάβει
εργασία (Α.Κ. 656, Υπ. Εργασίας 1669/10.09.1982).
Η επίσχεση εργασίας έχει ως αποκλειστικό και μόνο
σκοπό να υποχρεώσει τον εργοδότη να καταβάλει στο μισθωτό τις δεδουλευμένες και
καθυστερούμενες αποδοχές (Μ. Καντζέλα, οπ. παρ. σελ. 165). Με άλλα λόγια, δεν
είναι δυνατόν να ασκηθεί επίσχεση εργασίας με σκοπό τον εξαναγκασμό του
εργοδότη για αυξήσεις αποδοχών ή άλλες παροχές που δεν είναι ληξιπρόθεσμες.
Όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του,
ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας για βάσιμες αξιώσεις του, ο εργοδότης
δεν μπορεί να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας και γίνεται υπερήμερος ως
προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου, εφόσον αποκρούει την προσφορά
του χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης εργασίας (Μ. Καντζέλα,
οπ. παρ. σελ. 164-5).
4.1.2.
ΠΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ
Απαραίτητες προϋποθέσεις ασκήσεως δικαιώματος
επίσχεσης εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 325 του Α.Κ. κ.λπ. είναι οι κατωτέρω
(για το σύνολο των προυποθέσεων, Μ. Καντζέλα, σε Ληξιουριώτη, οπ. παρ. σελ. 163-5):
α) Πρώτη προϋπόθεση είναι να υπάρχει εργασιακή
σύμβαση εργασίας
β) Να υφίσταται αξίωση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
γ) Η δήλωση για την άσκηση του εν λόγω διακιώματος να γίνεται ρητώς και σαφώς (γραπτώς ή προφορικώς εγκαίρως) ότι απέχει από την παροχή της εργασίας του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η δήλωση του μισθωτού, ότι ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης είναι βασικότατη και πρέπει να είναι σαφής γραπτή ή προφορική
δ) Να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστεως, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος.
ε) Η αξίωση να είναι συναφής προς την οφειλή και να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη.
β) Να υφίσταται αξίωση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
γ) Η δήλωση για την άσκηση του εν λόγω διακιώματος να γίνεται ρητώς και σαφώς (γραπτώς ή προφορικώς εγκαίρως) ότι απέχει από την παροχή της εργασίας του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η δήλωση του μισθωτού, ότι ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης είναι βασικότατη και πρέπει να είναι σαφής γραπτή ή προφορική
δ) Να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστεως, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος.
ε) Η αξίωση να είναι συναφής προς την οφειλή και να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη.
4.1.3.
ΠΩΣ ΛΗΓΕΙ
Είναι ευνόητο, ότι η επίσχεση μπορεί να λήξει αν τα
δύο μέρη συμφωνήσουν για τη λήξη της, εφόσον διέπει σχέση ενοχικού δικαίου.
Επίσης, οι συνέπειες της επίσχεσης εργασίας αίρονται αυτοδικαίως με τη
συμμόρφωση του εργοδότη. ήτοι με την καταβολή των οφειλομένων δεδουλευμένων
αποδοχών (μισθοί ή ημερομίσθια, δώρα εορτών, άδεια και επίδομα άδειας κ.λπ.) ή
τη λήψη των νομίμων μέτρων υγιεινής και ασφάλειας ή γενικά τη συμμόρφωσή του
για κάθε νόμιμη ή συμβατική του υποχρέωση, που κρίνεται ότι είναι αξιόλογη και
όχι ασήμαντη (Μ. Καντζέλα, σε Ληξιουριώτη, οπ. παρ. σελ. 169).
Πρέπει να τονισθεί ότι ο εργοδότης μπορεί να
ματαιώσει την επίσχεση εργασίας με την παροχή πραγματικής ασφάλειας στον
εργαζόμενο π.χ. με κατάθεση των οφειλομένων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και
Δανείων, όχι όμως και την παροχή απλής εγγύησης, καθώς και με τη νομότυπη
καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (Μ. Καντζέλα, σε Ληξιουριώτη, οπ. παρ. σελ.
169).
4.1.4.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Καταχρηστική άσκηση
ενός δικαιώματος γενικά έχουμε σύμφωνα με την ΑΚ 281 όταν «Η άσκηση του
δικαιώματος υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά
ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Τότε η άσκηση του
δικαιώματος, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη «απαγορεύεται».
Περιπτώσεις που, σύμφωνα με τη
νομολογία, έχει κριθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας είναι
καταχρηστική είναι ανάμεσα σε άλλες:
όταν η αξίωση του μισθωτού για την οποία γίνεται η επίσχεση εργασίας αμφισβητείται
ως προς το χρηματικό ποσό της και ιδίως όταν ο μισθωτός αρνείται να συμπράξει
στην εκκαθάριση της αμφισβητούμενης αξίωσης, όταν η αξίωση του μισθωτού είναι
καταχρηστική, όταν η εργοδοτική παροχή που αξιώνει ο μισθωτός με την επίσχεση
εργασίας είναι ασήμαντη, όταν δεν είναι μακρόχρονη η καθυστέρηση ικανοποίησης
της αξίωσης του μισθωτού, όταν η αθέτηση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του
για ικανοποίηση της αξίωσης οφείλεται σε δυσπραγία του και όχι σε υπαιτιότητά
του ή δυστροπία του ( ΑΠ 1502/10 ΔΕΝ 2011 σελ.406), όταν ο καθυστερούμενος
μισθός, που ο μισθωτός απαιτεί να του καταβληθεί, δεν είναι άμεσα και
επιτακτικά αναγκαίος για τη διαβίωσή του, όταν η επίσχεση εργασίας προκαλεί
δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη (ΑΠ 1153/09 ΔΕΝ 65,1186) .
Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος, σε πρόσφατη απόφασή του (1502/2010) έκρινε ότι,
ανεξάρτητα από το αν η επίσχεση εργασίας κριθεί καταχρηστική (όπως και
έγινε στην συγκεκριμένη περίπτωση), «…από τα άρθρα 1 και 3 του ν. 2112/1920 και
1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσεως εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στο
μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως από το λόγο
που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο
περιπτώσεις (υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ανωτέρα βία). Επομένως, ο
εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας
για κάθε άλλη, εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, υπαίτια μη εκπλήρωση των από τη
σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων του μισθωτού…». Με άλλα λόγια, ακόμα και σε
καταχρηστική επίσχεση εργασίας, ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει την απουσία
του εργαζόμενου ως οικειοθελή αποχώρηση (από μόνο το γεγονός της καταχρηστικής
επίσχεσης) και, αν τον απολύσει, οφείλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης.
4.2.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ
4.2.1.
ΑΣΚΗΣΗ ΑΓΩΓΗΣ
Ο μισθωτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει σχετική διεκδικητική ή
αναγνωριστική αγωγή με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με αίτημα την
καταδίκη του εργοδότη σε καταβολή των καθυστερούμενων αποδοχών, με το νόμιμο
τόκο από την ημέρα που κατέστησαν απαιτητές οι δεδουλευμένες αποδοχές. Η άσκηση
της αγωγής ολοκληρώνεται όχι μόνο με την κατάθεσή της στο αρμόδιο καθ’ύλην δικαστήριο
(Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο) αλλά και με την κοινοποίησή της στον εργοδότη,
εντός της προθεσμίας ή του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων. Κατά το άρθρο 250
αρ. 6 και 17 ΑΚ, οι αξιώσεις των εργαζομένων για την πληρωμή των μισθών ή άλλων
αμοιβών τους παραγράφονται σε πέντε
χρόνια, αρχίζει δε η παραγραφή αυτή, κατά το άρθρο 253 του ίδιου κώδικα,
μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο
συμπίπτει η έναρξη αυτής. Κατά δε το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 515/1970,
κάθε αξίωση των μισθωτών για αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως, και αν ακόμη αυτή
φέρει τα στοιχεία του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκειται σε πενταετή
παραγραφή, αρχόμενη από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αυτή γεννήθηκε.
4.2.2. ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ
ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΜΙΣΘΩΝ
Σύμφωνα με το άρθρο 728 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το δικαστήριο
μπορεί να επιδικάσει προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει,
απαιτήσεις καθυστερούμενων τακτικών ή εκτάκτων αποδοχών, οποιασδήποτε
μορφής ή αμοιβών ή αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων
που έγιναν με αφορμή την εργασία, μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη
καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται από τη
σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεώς της. Προϋπόθεση της υποβολής της σχετικής
αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν διακόπτει την παραγραφή των απαιτήσεων,
είναι η πιθανολόγηση από το Δικαστήριο επείγουσας περίπτωσης, δηλ. ύπαρξη
άμεσου και επικείμενου κινδύνου είτε για τη διαβίωση του εργαζόμενου είτε λόγω
του φόβου της αποξένωσης του εργοδότη από τα περιουσιακά του στοιχεία, με
συνέπεια την έλλειψη δυνατότητας μελλοντικής ικανοποίησης του εργαζόμενου.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 729 του ίδιου Κώδικα, το ποσό που επιδικάζεται προσωρινά
δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το μισό της πιθανολογούμενης απαίτησης, εκτός αν
πρόκειται για διατροφή που πηγάζει από το νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη
τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά για τις ανάγκες της οικογένειας ή για
έξοδα θεραπείας ή ανάρρωσης ή για αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής ή για
μισθούς υπερημερίας ή καθυστερούμενους μισθούς. Μέσα σε τριάντα ημέρες από τη
δημοσίευση της απόφασης που επιδικάζει προσωρινά απαίτηση, εκείνος υπέρ του
οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση ή μεταρρύθμιση οφείλει να ασκήσει αγωγή για
την απαίτηση που επιδικάστηκε διότι αλλιώς η απόφαση παύει αυτοδικαίως να
ισχύει, αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή.
Παράλληλα με το αίτημα της προσωρινής επιδίκασης των απαιτήσεων, μπορεί να
ζητηθεί η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του εργοδότη, δηλ. η προσωρινή απαγόρευση διάθεσης της περιουσίας
του, μέχρις ότου εκδοθεί οριστική ή τελεσίδικη απόφαση επί της κύριας αγωγής
που λύνει τη διαφορά. Σκόπιμο είναι να επιδιώκεται και η λήψη προσωρινής
διαταγής, δηλ. μίας διάταξης του Προέδρου υπηρεσίας του καθ’ύλην αρμοδίου
Δικαστηρίου, με την οποία απαγορεύεται προσωρινά κάθε μεταβολή στην πραγματική
και νομική κατάσταση της περιουσίας του εργοδότη, μέχρι την έκδοση της πόφασης επί των ασφαλιστικών μέτρων, έτσι ώστε
να υπάρχει απόλυτη προστασία των περιουσιακών στοιχείων και έτσι μεγαλύτερη
πιθανότητα τελικής ικανοποίησης του εργαζόμενου.
4.3.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ
Σήμερα, μετά και
την τροποποίηση που επέφεραν στο εργατικό δίκαιο πρόσφατοι νόμοι, οι
διοικητικές όσο και οι ποινικές κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στον
εργοδότη που παραβαίνει την εργατική νομοθεσία είναι εξαιρετικά δυσβάσταχτες
και άρα αποτρεπτικές της παραβατικότητάς του.
Πιο συγκεκριμένα,
είτε μετά από καταγγελία του εργαζόμενου ο οποίος, δολίως εκ μέρους του
εργοδότη, παραμένει απλήρωτος για την παρασχεθείσα εργασία του είτε μετά από
έλεγχο στον οποίο ούτως ή άλλως δικαιούται να προβεί το Σώμα Επιθεώρησης
Εργασίας (στο εξής Σ.ΕΠ.Ε.).
Ειδικότερα το
Σ.ΕΠ.Ε. συστάθηκε με το ν. 2639/1998 και τα κύρια έργα του είναι η επίβλεψη και
ο έλεγχος εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας και η έρευνα, ανακάλυψη και δίωξη
των παραβατών-εργοδοτών της εργατικής νομοθεσίας (αρ. 6 παρ. 2 του ν. 2639/1998). Για το λόγο αυτό
μπορεί να αναφέρει την παράβαση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και με
τον τρόπο αυτό να ξεκινήσει η ποινική δίωξη του εργοδότη, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στον ΚΠΔ, την παρ. 2 του αρ. 3 του ν. 3385/2005 με την οποία ορίζεται ότι «
Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που
αφορούν στους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια
εργασίας ή την αμοιβή ή την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τιμωρείται
με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον
εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.»
Εξάλλου,
ειδικά για την ποινική προστασία της αμοιβής της εργασίας, ισχύει
η διάταξη της παρ.1 του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/45, όπως τροποποιήθηκε
με την
παρ.1 του άρθρου 8 του Ν.2336/95, σύμφωνα με την οποία: « 1. Κάθε
Εργοδότης ή διευθυντής ή
επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο
εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, οποίος
δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους
σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας
πάσης
φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίαςείτε από
τις συλλογικές
συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή
έθιμο είτε
σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των
εργαζομένων σε
κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων
ή των
οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης που
είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της
οικείας
Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των
εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της
οποίας το ποσό
δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του
καθυστερούμενου
χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος
οφειλόμενες
αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η
εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με
τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ.
τουΚ.Π.Δ.».
Όπως έγινε δεκτό από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, τα επιδόματα εορτών
θεωρούνται και αυτά τακτικές αποδοχές, επισύρονται επομένως οι ίδιες ποινικές
κυρώσεις. Σύμφωνα δε με το άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αυτόφωρο
θεωρείται το αδίκημα όταν ο δράστης συλλαμβάνεται μέχρι και το τέλος ολόκληρης
της επόμενης ημέρας από την διάπραξή του, δηλ. της επόμενης ημέρας από τη δήλη
ημέρα καταβολής του μισθού ή του αντίστοιχου επιδόματος εορτών.
Προβλέπονται όμως
από την κείμενη νομοθεσία και εξαιρετικά αποτρεπτικές διοικητικές κυρώσεις,
προκειμένου να είναι πιο βέβαιη η αποφυγή
της παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας εκ μέρους του εργοδότη. Πιο
συγκεκριμένα, με την παρ. 1 του αρ. 16 του ν. 3846/2010 «Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις
της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου
Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας ή Κέντρου Πρόληψης
Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα
από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων:
α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση, από
πεντακόσια (500,00) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000,00) ευρώ. Με απόφαση
του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις
και καθορίζεται το ύψος του προστίμου.
β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας
συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της
επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών (3) ημερών. Επίσης
με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί, ύστερα από
αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας, να επιβληθεί στον
εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις
(3) ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής
διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή
εκμετάλλευσης.»
Για την επιβολή των
παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν
υποτροπή της επιχείρησης (δηλαδή η επανάληψη της μη συμμόρφωσης του εργοδότη),
ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολεί και το μέγεθος
της επιχείρησης. Τα δύο τελευταία αυτά στοιχεία, όπως παρατηρείται (Ευαγ.
Πάντζος, Νέες εργασιακές ρυθμίσεις με το νόμο 3846/2010, δημοσιευμένη
στο Ε7 2010, σελ. 1089) προστέθηκαν ώστε να δώσουν έμφαση στο «μέγεθος» και τον
«αριθμό των εργαζομένων» που καταδεικνύουν τη μορφή, το είδος και τον κλάδο της
οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων (π.χ. πολυεθνικές κ.λπ.).
Βλέπουμε, επομένως,
ότι υπάρχουν και διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τον εργοδότη που,
παραβαίνοντας την εργατική νομοθεσία, καθυστερεί υπαίτια την καταβολή των
δεδουλευμένων των εργαζομένων σε αυτόν.
http://e-dikaio.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου