Ξεκινώντας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέφρασε τις ενστάσεις και τις διαφωνίες του ΣΥΡΙΖΑ με το εν λόγω νομοσχέδιο. Όπως είπε, η πρώτη διαφωνία αφορά τη «μεγάλη βιασύνη» για την κατάθεση του νομοσχεδίου εν καιρώ πανδημίας, οπότε «το μυαλό όλων είναι αλλού» και «δεν είναι εφικτό να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος». «Δεν καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο λόγος να κατατεθεί τώρα το νομοσχέδιο, που φέρει μάλιστα σημαντικές αλλαγές», είπε χαρακτηριστικά, ενώ έκανε λόγο για «ουσιαστικές διαφωνίες στις βασικές πτυχές του νομοσχεδίου».
Συνεχίζοντας, ο Αλ. Τσίπρας εξέφρασε ενστάσεις για την «αύξηση του αριθμού των εξετάσεων» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, για το ηλικιακό όριο στα επαγγελματικά λύκεια και άλλες διατάξεις, με τις οποίες, όπως τόνισε, η κυβέρνηση ανοίγει «παράθυρο στην ιδιωτική εκπαίδευση» και προωθεί την «απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης».
Σε ό,τι αφορά μάλιστα τις κάμερες στα σχολεία, σημείωσε πως ενώ η υπουργός ήταν σαφής στην εκπρόθεσμη τροπολογία και σε δηλώσεις της για την «έννοια της κάμερας» και της «παρακολούθησης της μαθησιακής διαδικασίας», στη συνέχεια, μετά τις αντιδράσεις το αρνήθηκε, αλλά επί της ουσίας παραμένει ως ζήτημα.
«Είναι ηθικό θέμα να διαφυλάξουμε τη μαθησιακή διαδικασία και κυρίως το δικαίωμα των μαθητών και των γονιών τους να προστατέψουν τα προσωπικά τους δεδομένα», τόνισε, προειδοποιώντας ότι από τη στιγμή που υπάρχει κάτι μαγνητοσκοπημένο, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ότι δεν θα αναμεταδοθεί, εγείροντας μια σειρά από «ευαίσθητα ζητήματα», για παράδειγμα για άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Τέλος, ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε πως η τρέχουσα περίοδος έχει και άλλες «μεγάλες προκλήσεις», συμπεριλαμβανομένης της τηλεργασίας. Όπως είπε, η τηλεκπαίδευση σωστά εφαρμόστηκε σε αυτήν τη συγκυρία, δεν μπορεί όμως «να αντικαταστήσει τη δια ζώσης μαθησιακή διαδικασία», ενώ έθεσε παράλληλα και το ζήτημα των διορισμών. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε την ανάγκη «ενίσχυσης της δημόσιας εκπαίδευσης», η οποία έχει «τεράστια κενά σε οργανικές θέσεις» και αναφέρθηκε στην πρωτοβουλία την προηγούμενης κυβέρνησης να προκηρύξει 15.000 μόνιμους διορισμούς, εκ των οποίων οι 4.500 στην ειδική αγωγή, που όπως κατήγγειλε, «έχουν καθυστερήσει ακόμα κι αυτές».
Με τη σειρά του, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Θεόδωρος Τσούχλος, κατηγόρησε τη σημερινή πολιτική ηγεσία για «πλήρη σιγή και αφωνία» επί «ενάμιση μήνα», καθώς, όπως είπε, παρά τα ,«κοσμογονικά γεγονότα» που συνέβησαν από τα μέσα Μαρτίου, είχαν μόνο δύο ολιγόλεπτες συνομιλίες με την υπουργό και μετά από πίεση τους δέχτηκε τελικά στις 30 Απριλίου, κρατώντας ακόμα και τότε «τα χαρτιά κλειστά» για το άνοιγμα των σχολείων.
Επίσης, τόνισε πως ο κάθε εκπαιδευτικός «από το σπίτι» του και «με δικά του όπλα» έβγαλε σε πέρας τη δύσκολη κατάσταση της εξ αποστάσεως διδασκαλίας, καθώς το υπουργείο την μία μέρα υποσχόταν «υπολογιστές στα σχολεία» και «τελικά έφτασε να στέλνει ένα-δύο τάμπλετ ανά σχολείο>». Υπογράμμισε δε, πως δέχτηκαν«επίθεση» όταν επισήμαναν πως πολλές οικογένειες δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο ή σε ηλεκτρονικές μεθόδους διδασκαλίας και ότι η υπουργός υποστήριζε πως το«99,9%» τα διαθέτει.
Τέλος, σημείωσε πως δεν εισακούστηκαν οι εκκλήσεις των εκπαιδευτικών να ανοίξουν τα σχολεία «συντενταγμένα», ενώ και για το πολυνομοσχέδιο, σχολίασε πως ενώ από το Νοέμβριο υποσχόταν το υπουργείο να τους το δώσει για διαβούλευση, τελικά δεν το έκανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου