Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο)

 Προειδοποίηση: είναι ΜΕΓΑΛΟ.
 
 
Η Πόλις εάλω!
 
 
Η δραματικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνισμού, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις τουρκικές ορδές, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, αποτελεί ταυτόχρονα ένα ορόσημο για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, αφού ουσιαστικά ολοκληρώνει με τον πιο τραγικό τρόπο την περίοδο που έμεινε γνωστή ως "Μεσαίωνας".
 
*Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
 
Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν "Βυζάντιο", ήταν στην πραγματικότητα η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο νόμιμος διάδοχος της Ρώμης, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη. Φυσικά, με δεδομένο ότι η πλειονότητα των κατοίκων της "ανατολικής" αυτοκρατορίας ήταν Ελληνες, εθνικά ή πολιτιστικά, στη Δύση η αυτοκρατορία ήταν γνωστή ήδη από τον 6ο αιώνα ως "η αυτοκρατορία των Ελλήνων" και ο
ηγέτης της ως "ο Ελληνας αυτοκράτορας".

Δεν έπαυε ωστόσο να είναι η διάδοχος της Ρώμης και ως τέτοια, η πρωτεύουσα της "Βυζαντινής" Αυτοκρατορίας, η "Νέα Ρώμη", η πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και για περισσότερα από 1.100 χρόνια ήταν γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσε την πλέον ένδοξη και ισχυρή πόλη της εποχής της, έναν πραγματικό φάρο πολιτισμού και γνώσης, σε μια εποχή που στη χριστιανική Δύση προσπαθούσε να αναδυθεί από τα σκοτάδια της βαρβαρότητας.
 
Τα τείχη της εύμορφης νύφης του Βοσπόρου έστεκαν περήφανα μνημεία του οράματος του "άπαρτου κάστρου" των αυτοκρατόρων που διέταξαν και επέβλεψαν την ανέγερσή τους. Οι κάτοικοι της πόλης, ένα αμάλγαμα φυλών και λαών στους οποίους κυρίαρχη θέση είχαν οι Ελληνες, ήταν περήφανοι για την "Πόλη" τους. Ακόμη και στον 15ο αιώνα, όταν η πάλαι ποτέ ισχυρότερη πόλη του Μεσαίωνα δεν ήταν πια παρά μία σκιά του παλιότερου ένδοξου εαυτού της, η περηφάνια αυτή αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο, όπου θεμελιωνόταν η προσωπικότητα του "Ρωμιού".
Παρόλα αυτά, στα χρόνια της ένδειας που διήγε το Βυζάντιο στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, πολύς λίγος χώρος υπήρχε για υπερηφάνεια. Μία νέα δύναμη είχε εμφανιστεί στην περιοχή της εγγύς Ανατολής, η οποία ουσιαστικά ήλθε να καλύψει το "κενό εξουσίας" που είχε αφήσει το Βυζάντιο, αφού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη όταν οι σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορική εξουσία το 1204. Η αυτοκρατορία μπορεί να αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά πλέον δεν ήταν το πανίσχυρο Βυζάντιο που τρόμαζε τους εχθρούς και ενέπνεε σεβασμό στους φίλους με τη δύναμη, το μεγαλείο και την παράδοσή του.
 
Η δόξα που υπήρξε
 
Ηδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, η ένδοξη αυτοκρατορία του Βυζαντίου δεν υπήρχε πλέον. Ο τίτλος, φυσικά, υφίστατο και οι Ελληνες αυτοκράτορες φορούσαν ακόμη την πορφύρα. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πάντα η πρωτεύουσα του κράτους και ακόμη και τις τελευταίες ημέρες τους οι Βυζαντινοί φάνταζαν υποβλητικοί σε άλλους, νεότερους λαούς, που ακόμη πάσχιζαν ν’ αποκτήσουν το λούστρο του πολιτισμού. Έναν πολιτισμό που οι Βυζαντινοί, ως φυσικοί συνεχιστές της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, φορούσαν με την άνεση και τη σιγουριά εκείνου που κατέχει κάτι με το οποίο γεννήθηκε. Η εντύπωση που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Βυζαντίου στη Δύση, που αναδυόταν την εποχή αυτή από τη μεσαιωνική βαρβαρότητα και προσέγγιζε τη δική της αναγέννηση, ήταν χαρακτηριστική: ήταν υποβλητικές φιγούρες, που ενέπνεαν σεβασμό, ορισμένες φορές και δέος, ιδιαίτερα όταν ο βασιλεύς συνδιαλεγόταν με τους "σοφούς" της Ευρώπης σαν να ήταν ένας από εκείνους, σε αντιδιαστολή με τους δυτικούς ηγέτες που στην διακρίνονταν μάλλον για την παντελή έλλειψη μόρφωσης και παιδείας.
 
Αλλά ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη το Βυζάντιο είχε σβήσει. Αυτό που είχε απομείνει ήταν μια μικρή λωρίδα γης στην Ανατολική Θράκη, ο Μοριάς και η Πόλη. Η τελευταία, θλιβερό απομεινάρι της κοσμοκράτειρας που υπήρξε στο παρελθόν, είχε παρακμάσει σε απελπιστικό βαθμό. Ουδέποτε συνήλθε η Κωνσταντινούπολη από την καταστροφή που προκάλεσαν οι σταυροφόροι. Οι συνεχείς επισκέψεις του "Μαύρου Θανάτου", της πανούκλας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Τα τείχη της, τα οποία κάποτε προφύλασσαν ίσως και 1.000.000 ανθρώπους από τους εισβολείς που μάταια προσπαθούσαν να τα εκπορθήσουν, την εποχή του τέλους έδιναν καταφύγιο σε λιγότερες από 50.000 ψυχές. Τεράστιες εκτάσεις γης εντός των τειχών είχαν απογυμνωθεί και στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει εκτεταμένες καλλιέργειες, που ουσιαστικά έτρεφαν τον συρρικνωμένο πληθυσμό. Τα περισσότερα ένδοξα κτήρια που έχτισαν οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες και οι Έλληνες Βασιλείς, έστεκαν πλέον σαν απογυμνωμένα ερείπια, άδεια κελύφη που είχαν λεηλατηθεί από τους βαρβάρους της Δύσης, και τα υπέροχα έργα τέχνης που κάποτε τα κοσμούσαν, πλέον αποτελούσαν το καύχημα των πόλεων της Εσπερίας.
 
Ο κάποτε υπερήφανος και πανίσχυρος στρατός του Βυζαντίου, που αποτελούσε το φόβητρο ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου με τους επιβλητικούς κατάφρακτους, τους τρομερούς κλιβανάριους και τους πάνοπλους σκουτάτους, τις τελευταίες ημέρες ήταν πια μια μικρή δύναμη μέτρια εξοπλισμένων πολιτοφυλάκων, που συμπληρωνόταν με ξένους μισθοφόρους. Το βυζαντινό ναυτικό, που για 700 χρόνια κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, δεν ήταν παρά ένας μίζερος στολίσκος με δύο-τρία πλοιάρια και η αυτοκρατορία εκλιπαρούσε τους πανίσχυρους Γενοβέζους και Ενετούς θαλασσοκράτορες για βοήθεια όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη.
 
Τα αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια όμως, ενάμιση αιώνα πριν από το τέλος, ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις. Σε μία τέτοια περίσταση το Βυζάντιο σφράγισε τη μοίρα του. Με την πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας, μιας μισθοφορικής φατρίας που έλκυε την καταγωγή της από την ομώνυμη περιοχή της Ιβηρικής αλλά συμπεριλάμβανε τυχοδιώκτες και αποβράσματα από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, το Βυζάντιο μπήκε σε μια τρομερή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της κρατικής δομής και του κοινωνικού ιστού στα Βαλκάνια, την ερήμωση πολλών περιοχών και την εξάντληση και των τελευταίων αποθεμάτων χρυσού. Οι Καταλανοί, μετά τις αρχικές επιτυχίες τους ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, στράφηκαν ενάντια στους εργοδότες τους, ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Νότιο Ελλάδα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν την δική τους ηγεμονία στα ελληνικά εδάφη, πριν εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας. Η ιστορική ειρωνεία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια: οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποθρασύνονται και απογύμνωναν την αυτοκρατορία από τα τελευταία ερείσματά της στη Μ. Ασία.
 
Οι Βυζαντινοί διπλωμάτες, που κάποτε κρατούσαν τις τύχες ολόκληρου του κόσμου στα χέρια τους, που δημιουργούσαν και εξαφάνιζαν βασίλεια με τις μηχανορραφίες τους, που εξασφάλισαν την επιβίωση του Βυζαντίου με χρυσό και υποσχέσεις όταν άλλες, ισχυρότερες στρατιωτικά, ηγεμονίες υπέκυπταν στη βαρβαρική πλημμυρίδα, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθούν να περισώσουν την ύπαρξη του κράτους τους, παρακαλώντας τους Οθωμανούς σουλτάνους για έλεος και τους δυτικούς βασιλείς για βοήθεια.
Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα παρακμής, το σκοτάδι ανακουφιζόταν από ένα λαμπερό φάρο: το αιώνιο φως του ελληνικού πολιτισμού, που μεγαλουργούσε ξανά. Πράγματι, όπως παρατηρεί έμπλεος θαυμασμού ο μέγιστος Βρετανός ιστορικός του Μεσαίωνα, Στήβεν Ράνσιμαν, "από ένα καπρίτσιο της ιστορίας, αυτή η περίοδος της πολιτικής παρακμής, συνοδεύτηκε από μία πολιτιστική ζωή πιο αξιοζήλευτη και πιο παραγωγική απ’ ό,τι γνωρίσαμε σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας. Καλλιτεχνικά η εποχή των Παλαιολόγων ήταν εξαιρετική. Τα μωσαϊκά και οι νωπογραφίες του 14ου αιώνα στην Εκκλησία της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη δείχνουν μία ζωντάνια, μία φρεσκάδα και μία ομορφιά που κάνουν τα ιταλικά έργα της ίδιας περιόδου να δείχνουν πρωτόγονα και αδέξια. Εργα της αυτής ποιότητας παράγονταν και αλλού στην πρωτεύουσα καθώς και στη Θεσσαλονίκη".
 
Πέρα από τις εκπληκτικές προόδους στην τέχνη, που θα αποτελούσαν τον προπομπό της καλλιτεχνικής αναγέννησης που ακολούθησε στη Δύση μέσα στις επόμενες δεκαετίες, το Βυζάντιο σε αυτήν την ύστατη ώρα του ευτύχησε να διαθέτει και ένα πλήθος από εξέχοντες διανοητές, που προσέφεραν εξαιρετικό έργο. Στην τελευταία περίοδο της αυτοκρατορίας, μια σειρά από εμβληματικές φυσιογνωμίες φώτιζαν τον πνευματικό ορίζοντα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, προσφέροντας μια εξαιρετικού πλούτου παραγωγή ιδεών.
Κάτω από τη φωτισμένη καθοδήγηση μιας προσωπικότητας του μεγέθους του Θεόδωρου Μετοχίτη, πρωθυπουργού του Βυζαντίου στα τέλη του 14ου αιώνα, στο αναγεννημένο Πανεπιστήμιο της Πόλης μαθήτευσαν και δίδαξαν εξέχοντα πνεύματα, όπως οι Νικηφόρος Γρηγοράς, Γρηγόριος Παλαμάς, Νικόλας Καβάσιλας, Δημήτριος Κυδώνης και πολλοί άλλοι. Η επόμενη γενιά των λογίων του Βυζαντίου περιελάμβανε κι άλλες εξέχουσες προσωπικότητες, με κορυφαία μεταξύ τους το νεοπλατωνιστή Γεώργιο Πλήθωνα ή Γεμιστό, τον εκ του Μορέα λόγιο που προσπάθησε να βρει πρακτικές λύσεις στα προβλήματα του ελληνισμού της εποχής του, ευαγγελίστηκε μια επιστροφή στις σπαρτιατικές ρίζες και τελικώς κατέληξε να ιδρύσει μια σχολή στην οποία φοίτησαν όλοι οι γόνοι της φλωρεντινής αριστοκρατίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σχολή και η σκέψη του Πλήθωνα αποτέλεσαν το έναυσμα για να ξεκινήσει το πνευματικό και πολιτιστικό κίνημα που στη Δύση αποκλήθηκε "Αναγέννηση" και το οποίο άρχισε, ακριβώς, από τη Φλωρεντία με πρωτομάστορες μερικούς από τους μαθητές του Γεμιστού.
 
Η ανερχόμενη δύναμη
 
Αν το Βυζάντιο παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μιας παραπαίουσας αυτοκρατορίας που πλέον είχε δύναμη μόνο στους τίτλους και στα ονόματα, η νεόκοπη οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μία τουρκική φατρία που ανήκε στη φυλή των Ογούζων Τούρκων, άρχισε υπό την ηγεσία του Οσμάν να χτίζει μία ηγεμονία στις παρηκμασμένες δομές του σελτζουκικού σουλτανάτου. Η Μικρά Ασία είχε ήδη εκτουρκισθεί μερικώς από τους προκατόχους τους (Σελτζούκους), οπότε οι Οθωμανοί (όπως ονομάστηκαν, από το όνομα του πρώτου σημαντικού ηγέτη τους, Οσμάν ή Οττομάν) βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσουν μία δική τους ηγεμονία.
 
Μάλιστα, το κράτος του Οσμάν αρχικά ήταν ένα μπεηλίκι στο πλαίσιο του σελτζουκικού σουλτανάτου, το οποίο όμως την εποχή εκείνη (τέλη του 13ου αιώνα) ήταν ήδη μια σκιά του παλιού, πανίσχυρου εαυτού του, μετά από συντριπτικά πλήγματα καθ' όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από το Ιλχανάτο των Μογγόλων, του οποίου είχε καταστεί υποτελής. Ο Οσμάν, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, κήρυξε την ανεξαρτησία του μπεηλικιού του το 1299 και από εκεί και πέρα ξεκίνησε να χτίζει μία πραγματική αυτοκρατορία. Αυτό το αρχικά ταπεινό κρατίδιο στη δυτική Μ. Ασία, σύντομα θα εξελισσόταν στην ισχυρότερη μουσουλμανική αυτοκρατορία από την εποχή του Πρώτου Χαλιφάτου και σε μία από τις πλέον ισχυρές στην παγκόσμια ιστορία.
 
Ωστόσο, η άνοδος των Οθωμανών περνούσε μέσα από το Βυζάντιο. Οι Οθωμανοί ευτύχησαν να βρουν απέναντί τους ένα Βυζάντιο μικρό, αποδυναμωμένο, με μειωμένο πληθυσμό, αποδιοργανωμένο κοινωνικό ιστό και χωρίς πόρους. Η αυτοκρατορία αποξενωνόταν από τους υποτελείς πληθυσμούς της, οι οποίοι καθίσταντο έτσι εύκολη λεία για τους μουσουλμάνους επιδρομείς, και σε πολλές περιπτώσεις οι ντόπιες ελίτ δέχτηκαν με αγαλλίαση τους Οθωμανούς καθώς η φορολόγηση των τελευταίων ήταν πολύ λιγότερο επαχθής από αυτήν της αυτοκρατορίας.
Τις πρώτες δεκαετίες αυτής της επέκτασης, οι Οθωμανοί βασίζονταν στον δοκιμασμένο κι επιτυχημένο, από τους αιώνες εφαρμογής του στην αραβική επέκταση, θεσμό των "γαζήδων" (ghazi). Στη θεωρία πρόκειται για μαχητές της (ισλαμικής) πίστης, στην πράξη όμως επρόκειτο για μικροφεουδάρχες και επικεφαλής φατριών ή μικρών φυλών, οι οποίοι εγκαθίσταντο σε μία μεθοριακή περιοχή κάποιας μουσουλμανικής ηγεμονίας και με την υποστήριξη του επικυρίαρχού τους έκαναν επιδρομές στα χριστιανικά εδάφη, αρπάζοντας αιχμαλώτους και αγαθά. Αργότερα και καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα σε αυτά τα εδάφη μειωνόταν, συνέπεια κυρίως της δράσης τους, τόσο λόγω του εξανδραποδισμού των κατοίκων όσο και της τρομοκράτησης αυτών που έμεναν, οι οποίοι συχνά έφευγαν εσπευσμένα για πιο ασφαλείς περιοχές, οι γαζήδες άρπαζαν τα χριστιανικά εδάφη και εγκαθιστούσαν δικούς τους αποίκους, συνήθως εξισλαμίζοντας και όσους χριστιανούς είχαν απομείνει. Για την αντιμετώπιση των γαζήδων φρόντιζαν, με ιδιαίτερη επιτυχία, οι θρυλικοί Ακρίτες του Βυζαντίου, οι οποίοι όμως τον 15ο αιώνα ήταν άλλη μία ανάμνηση του ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος.
 
Με την πρακτική αυτή είχαν δημιουργήσει το μπεηλίκι του Οσμάν οι πρόγονοί του, συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Ερτουγρούλ, και με την ίδια τακτική το επέκτεινε και ο αυτός. Εδωσε στέγη σε όλους τους αραβογενείς και τουρκογενείς γαζήδες του Ισλάμ και τους ώθησε να ξεπεράσουν τα όριά τους, καταλαμβάνοντας σιγά, σιγά όλη τη Μικρά Ασία. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά το 1301 οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν σε μάχη εκ παρατάξεως από τους Οθωμανούς. Η κλήση της καταλανικής εταιρείας δύο χρόνια μετά, από τον Ανδρόνικο, το μόνο που έκανε ήταν να χειροτερεύσει τα πράγματα για το Βυζάντιο. Παρότι και οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, η στιβαρή ηγεσία των ηγετών και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη των νεόκοπων κατακτητών, επέτρεψε να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια. Ακόμη και τα πλέον σοβαρά, όπως η συντριπτική ήττα από τις ορδές του Ταμερλάνου, ο οποίος νίκησε αποφασιστικά το στρατό του Βαγιαζίτ το 1402 στη μάχη της Αγκυρας, δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του κράτους που δημιούργησε ο Οσμάν. Μάλιστα ο Βαγιαζίτ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη όταν οι ταταρικές ορδές του μισού Τούρκου  μισού Μογγόλου Τιμούρ Λενκ (που στη Δύση έγινε γνωστός ως Ταμερλάνος) εισήλθαν στην επικράτειά του, οπότε έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αναμετρηθεί μαζί του. Οι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί ψέγουν τις ηγεσίες των χριστιανικών κρατών που στην κρίσιμη αυτή ώρα, που η ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών υπέστη την πρώτη μεγάλη της ήττα και βρισκόταν κυριολεκτικά στα γόνατα και με τη δυναστεία του Οσμάν διαλυμένη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τερματίσουν την οθωμανική απειλή. Ηταν μία ιστορική ευκαιρία που χάθηκε, όπως τόσες άλλες.
 
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να παίξουν το μοναδικό χαρτί που είχαν αυτό της αποτελεσματικής διπλωματίας  πλέκοντας τις γνωστές βυζαντινές ίντριγκες στα παρασκήνια της διαμάχης των γιων του Βαγιαζίτ (ο οποίος συνελήφθη από τον Τιμούρ και πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε αιχμαλωσία) για τον οθωμανικό θρόνο. Η τύχη φάνηκε να χαμογελά στο Μανουήλ τον 2ο Παλαιολόγο, με την ανάρρηση στο θρόνο του φιλο-βυζαντινού Σουλεϊμάν, ωστόσο ο ίδιος ο στρατός του τον ανέτρεψε και έδωσε το θρόνο στον αδελφό του, Μούσα. Ο τελευταίος αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα άγριος πολέμαρχος, που προσπάθησε να τιμωρήσει τους χριστιανούς που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Μετά από εκτεταμένες σφαγές στη Μακεδονία και κυρίως στη Σερβία, όπου ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, ένας άλλος αδελφός του, ο Μωάμεθ Α', τον ανέτρεψε με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και μεγάλου μέρους του στρατού του που είχε αποκάμει με την υπέρμετρη σκληρότητα του νέου σουλτάνου. Η διακυβέρνηση του Μωάμεθ ήταν ένα διάλειμμα γαλήνης για τους χριστιανούς γείτονες των Οθωμανών, αλλά αυτό δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Το πνεύμα του Γαζή ήταν ακόμη ζωντανό στους διαδόχους του Οσμάν.
 
Η πορεία προς το τέλος
 
Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί έθεταν τη μία μετά την άλλη τις βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας υπό τον έλεγχό τους. Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης πολύ λίγο μπορούσαν να αντιδράσουν και όταν το έκαναν, συνήθως ηττώντο στο πεδίο της μάχης από τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο οθωμανικό στρατό.
Ελάχιστες απόπειρες ήταν σοβαρές και ακόμη λιγότερες επιτυχημένες. Ακόμη και όταν οι Οθωμανοί έχαναν τη μάχη, οι Βυζαντινοί έχαναν τον πόλεμο λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των σοβαρών προβλημάτων πειθαρχίας που ήταν πλέον ορατά και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή. Κάτι ανάλογο συνέβη όταν ο Ανδρόνικος ο 3ος προσπάθησε να άρει την πολιορκία της Νίκαιας το 1329: στο πεδίο της μάχης δεν ηττήθηκε από τον οθωμανικό στρατό, αλλά οι δικές του δυνάμεις σύντομα διαλύθηκαν εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και διχογνωμιών.
 
Η Νίκαια έπεσε στα χέρια των Οθωμανών όταν ηγέτης τους ήταν ο γιος του Οσμάν, Ορχάν. Την ίδια περίοδο χάθηκε και η Νικομήδεια. Και καθώς η αυτοκρατορία προσπαθούσε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, προέκυψε η έριδα του 1341 και ο συνακόλουθος εμφύλιος, που έφερε τους Οθωμανούς και επίσημα στην Ευρώπη για πρώτη φορά, αφού ο εκ των διεκδικητών του θρόνου, Ιωάννης Καντακουζηνός, συμμάχησε με τον Ορχάν, ο οποίος του έστειλε 6.000 στρατιώτες για να πολεμήσουν στο πλευρό του.
Ο Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο και εξακολούθησε τη συμμαχία του με τον Ορχάν, ενώ η εκθρόνισή του το 1355 έδωσε την αφορμή στον Οθωμανό πολέμαρχο να εισβάλει στα Βαλκάνια και να αρχίσει να παγιώνει την τουρκική κυριαρχία στη χερσόνησο.
 
Το τέλος της ηγεμονίας του Ορχάν βρήκε τους Οθωμανούς κυρίαρχους της Δ. Θράκης, του μεγαλύτερου μέρους της Μ. Ασίας, και με ανανεωμένη επιθετικότητα και πλείστους όσους γαζήδες να συρρέουν στις τάξεις τους για να καταλύσουν την κυριαρχία των απίστων και στην Ευρώπη!
Ο Ορχάν είχε προλάβει επίσης να αναδιοργανώσει την κρατική δομή του νεόκοπου κράτους και το στρατό, παραδίδοντας στο διάδοχό του, Μουράτ Α', μια αποτελεσματική κρατική μηχανή και έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό. Παρά τις προσπάθειες των Σέρβων, και λιγότερο των Βυζαντινών, για ανάσχεση της τουρκικής πλημμυρίδας στα Βαλκάνια, αργά αλλά σταθερά οι Τούρκοι επέκτειναν τα όρια του κράτους τους, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς και χάρη σε θεσμούς, όπως το devsirme (στρατολόγηση χριστιανών με τη βία για να πολεμήσουν στο στρατό του σουλτάνου, αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστό ως "παιδομάζωμα" και θα παρήγαγε τις εκλεκτές δυνάμεις των Γενίτσαρων), πλήθαιναν τις τάξεις των πολεμιστών του Μουράτ, που εμφανιζόταν ασταμάτητος. Με αυτούς τους πολεμιστές, ο στρατός του Μουράτ, που οδηγούσε ο γιος του, Βαγιαζήτ, αφού ο Μουράτ είχε μόλις δολοφονηθεί από έναν Σέρβο, συνέτριψε τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σλάβων των Βαλκανίων στην ιστορική μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389.
 
Ο πρώτος Τούρκος που πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη το 1402, ήταν ο ίδιος ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε προσπαθήσει και το 1396, αλλά τον σταμάτησαν τα νέα της σταυροφορίας του Ούγγρου βασιλιά, Σιγκισμούνδου. Ο Βαγιαζίτ διέλυσε το στρατό των σταυροφόρων στη Νικόπολη αλλά η ευκαιρία να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί. Ομως το 1402 ο Βαγιαζήτ ξεκίνησε εκ νέου την πολιορκία, την οποία όμως έλυσε εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Τιμούρ που ερχόταν επικεφαλής της ταταρικής ορδής προς την Αγκυρα.
Στα τελευταία χρόνια ύπαρξής της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή μάλλον τα θλιβερά υπολείμματά της, ήταν ουσιαστικά υποτελής του Σουλτάνου, όπως άλλωστε και όλες οι εναπομείνασες χριστιανικές ηγεμονίες των Βαλκανίων. Η ανέγερση του νέου κάστρου των Οθωμανών, του επονομαζόμενου Ρούμελη Χισάρ, στην ακτή του Βοσπόρου, ακριβώς δίπλα στην Κωνσταντινούπολη, εξυπηρετούσε τα σχέδια του νέου σουλτάνου και τον καθιστούσε κυρίαρχο και των στενών. Ομως ο Μωάμεθ δεν ήταν ικανοποιημένος με την επικυριαρχία στο Βυζάντιο, αφού ήθελε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο της αυτοκρατορίας του. Ηθελε το στέμμα του Καίσαρα των Ρωμαίων και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να το αποκτήσει.
 
Η θύελλα έρχεται
 
Ο Δούκας στο χρονικό του παραδίδει ένα περιστατικό που, ακόμη κι αν δεν είναι πραγματικό, δίνει τη διάσταση της φιλοδοξίας του μετέπειτα Πορθητή να γίνει δική του η Κωνσταντινούπολη: ο μέγας βεζίρης του Μωάμεθ, ο Τσανταρλί Χαλίλ, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον σουλτάνο και φοβόταν (δίκαια, όπως αποδείχτηκε μετά την άλωση της Πόλης) για τη ζωή του, κλήθηκε από τον Μωάμεθ τα μεσάνυχτα στα διαμερίσματά του. Πήγε τρέμοντας από το φόβο, κρατώντας, όπως ήταν το έθιμο, ένα πεσκέσι, ένα δώρο στον άρχοντά του, μια πιατέλα γεμάτη με χρυσά νομίσματα, μήπως και τον εξευμενίσει.
Οταν τον είδε ο Μωάμεθ, ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό και ο Χαλίλ, φοβισμένος, του είπε ότι του έφερε ένα δώρο, όπως ήταν το έθιμο. Ο σουλτάνος παραμέρισε το δίσκο και φώναξε στον έντρομο βεζίρη του: "Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω: δώσε μου την Κωνσταντινούπολη." Ο Χαλίλ, έντρομος από το ξέσπασμα του αφέντη του, τον άκουσε να του περιγράφει τα σχέδιά του: θα επιτίθεντο στην Πόλη το συντομότερο δυνατόν, μόλις ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες του. Ο Χαλίλ υποσχέθηκε αιώνια πίστη και αποχώρησε. Ο μέγας βεζίρης ήταν ο μοναδικός από τους ανώτερους αξιωματούχους του σουλτανάτου που διατράνωνε σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ακριβώς η αντίθεσή του ήταν η πρόφαση για την καρατόμησή του μετά την άλωση.
Ο Μωάμεθ, με τη χαρακτηριστική αποφασιστικότητά του, ξεκίνησε μία σειρά κεραυνοβόλων ενεργειών για την πραγμάτωση του σχεδίου του. Επίσης, πήρε τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου των υπουργών του, υποσχόμενος ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει δική τους η υπέρλαμπρη Πόλη. Ο Χαλίλ δεν τόλμησε να διαφωνήσει μπροστά στην ψυχρή αποφασιστικότητα του αφέντη του και στην ομοθυμία των Οθωμανών, που ονειρεύονταν πλούσιο πλιάτσικο και στιγμές πολεμικής δόξας.
 
Μετά από εντατικές προετοιμασίες και αφού φρόντισε να συγκεντρώσει το τρομερό στράτευμά του, ο Μωάμεθ έσπευσε προς το Βόσπορο, έτοιμος να ξεκινήσει την πολιορκία.
Ο Κωνσταντίνος είχε προσπαθήσει με διπλωματικές επαφές να εξασφαλίσει κάποιου είδους βοήθεια για τη δοκιμαζόμενη πόλη. Πρεσβείες στις μεγάλες ιταλικές δυνάμεις και στα χριστιανικά βασίλεια των Βαλκανίων και της Ρωσίας εκλιπάρησαν για βοήθεια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η πόλη θα έπρεπε να φροντίσει με τις ίδιες τις δυνάμεις της να αποφύγει το μοιραίο. Οι βενετικές και γενουάτικες παροικίες της πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Επτά βενετικά πλοία με 700 Ιταλούς δραπέτευσαν από την καταδικασμένη πόλη, αλλά οι υπόλοιποι έμειναν ως το τέλος. Σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Γενουάτης Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο, ο οποίος έφερε 700 αρματωμένους άνδρες από τη Γένοβα, τη Χίο και τη Ρόδο, ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη χριστιανική Δύση σε αυτή την ύστατη μάχη.
Το σκηνικό είχε στηθεί και αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μία από τις πλέον δραματικές πολιορκίες της ιστορίας.
 
Οι αντίπαλοι στρατοί
 
Οι Οθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη του μεσαιωνικού κόσμου και σίγουρα η στρατιωτική οργάνωσή τους ξεπερνούσε οτιδήποτε μπορούσε να αντιπαραθέσει οποιοσδήποτε χριστιανός ηγεμόνας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Το στράτευμα αποτελούνταν από δύο κατηγορίες: τους επίστρατους, που ήταν ο κύριος όγκος του στρατεύματος αλλά ήταν σχετικά μέτριας μαχητικής αξίας, και τον τακτικό στρατό, τους στρατιώτες του παλατιού (Καπικουλού), μεταξύ των οποίων ήταν και περίφημοι Γενίτσαροι (Yeni Ceri στα Τουρκικά).
Αν και τα πρώτα χρόνια της επέκτασής τους οι Οθωμανοί βασίζονταν, όπως όλοι οι Τουρκομάνοι, κυρίως σε δυνάμεις άτακτων ελαφρών ιππέων και ιπποτοξοτών, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ορχάν και καθώς οι Τούρκοι αφομοίωναν σταδιακά τα διδάγματα τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δυτικής Ευρώπης με την οποία έρχονταν σε επαφή, ο στρατός τους εκσυγχρονίστηκε αποφασιστικά.
 
Οι επιδράσεις των Βυζαντινών ήταν εμφανείς κυρίως στη δομή του στρατού. Μεταξύ των επίστρατων του Μωάμεθ, η κύρια μάζα του πεζικού ήταν οι Αζάποι, χαμηλής κοινωνικής τάξης (και χαμηλής μαχητικής αξίας) μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι εντάσσονταν υποχρεωτικά στο στρατό του σουλτάνου πριν από κάθε εκστρατεία και πολεμούσαν με τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους. Επρόκειτο για τουρκογενείς, Κούρδους, αραβογενείς και άλλους ανατολίτες, που ήταν συνήθως οπλισμένοι με τόξα και μεγάλα μαχαίρια και μάχονταν χωρίς συγκεκριμένη τακτική. Οι Οθωμανοί διοικητές χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να ανοίξουν το δρόμο στα πιο επίλεκτα τμήματα που θα ακολουθούσαν και είναι χαρακτηριστικό ότι Αζάποι, μαζί με τα κατεξοχήν σώματα των ατάκτων, ήταν εκείνοι που έκαναν τις περισσότερες εφόδους στα τείχη της Κωνσταντινούπολης πριν αυτά υποστούν σοβαρά ρήγματα.
Μέρος των επίστρατων ήταν και το ιππικό των Ακιντσί, κυρίως Τουρκομάνοι οι οποίοι πολεμούσαν με τις γνωστές τακτικές των ιπποτοξοτών της στέπας και λίγη αξία είχαν σε συντεταγμένη μάχη, πόσο μάλλον σε πολιορκία. Στους επίστρατους θα συντάσσαμε και τις δυνάμεις των χριστιανών Τιμαριούχων, που ήταν υποτελείς του σουλτάνου, οι Βοϊνιούκ όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Μεταξύ αυτών ήταν βαρύ και μέσο ιππικό, καθώς και μέσο ή βαρύ πεζικό. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι δυνάμεις των Οθωμανών Τιμαριούχων, που οργανώνονταν κυρίως στο ιππικό των Τοπρακλί Σουβαρισί και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης μαχητικής αξίας και πολυάριθμες, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο ισχυρότερο πόλο του οθωμανικού στρατού, μετά τα στρατεύματα του παλατιού.
 
Τα σώματα του "παλατιού", δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιελάμβανε τον καιρό του Μωάμεθ το επίλεκτο ιππικό Καπικουλού, καθώς και το εξίσου επίλεκτο πεζικό Καπικουλού. Βασικό συστατικό στοιχείο του τελευταίου ήταν οι Γενίτσαροι, που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως στρατολογημένοι με τη βία αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν’ αλλαξοπιστήσουν και είχαν εκπαιδευτεί ως υψηλής ποιότητας πεζικό παντός ρόλου. Τα χρόνια του Μωάμεθ είχαν αρχίσει να εισέρχονται οι πρώτοι Γενίτσαροι που προέρχονταν από το παιδομάζωμα και ως εκ τούτου ήταν ακόμη πιο φανατισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι. Φυσικά, στις Καπικουλού δυνάμεις εντάσσονταν και τα επικουρικά σώματα του παλατιού, όπως οι Μποσταντσί, οι Σεγκμέν και ο Ντογκαντσί, ενώ εδώ ανήκαν και οι πυροβολητές και οι υπηρέτες των πυροβόλων, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία και οι οποίοι ήταν γνωστοί με τους τίτλους Τοπτσού και Τοπ Αραμπατσί.
Υπήρχε και ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατάκτων (βαζιβουζούκων), που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάποια από τις παραπάνω τάξεις. Κατά πάσα πιθανότητα οι άτακτοι, που ακολουθούσαν τους οθωμανικούς στρατούς για το πλιάτσικο και ήταν ιδιαίτερα άγριοι στη μάχη, ξεπερνούσαν τους 20.000.
 
Μέσα στα επόμενα χρόνια μετά την κατάκτηση ο οθωμανικός στρατός, με τη γενίκευση του παιδομαζώματος και την οργάνωση σε νέα πρότυπα, θα γινόταν ένας πραγματικά πανίσχυρος οργανισμός, προφανώς ο καλύτερος στρατός της εποχής του, πριν αρχίσει να παρακμάζει δραματικά  μαζί με ολόκληρη την οθωμανική κοινωνία  στα μέσα του 17ου αιώνα. Το 1453 όμως ο Μωάμεθ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει ένα εξαιρετικό στράτευμα και μάλιστα πολυπληθές: μόνο για την άλωση της Πόλης, ο στρατός που είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες των τειχών ξεπερνούσε τους 100.000 μάχιμους, ενώ ακολουθούσαν πολλοί περισσότεροι υπηρέτες, εργάτες, τεχνίτες και το πλήθος που κατά κανόνα ακολουθεί τους μεγάλους στρατούς.
 
Τι είχε να αντιπαρατάξει ο Βυζαντινός ηγεμόνας σε αυτόν τον τεράστιο στρατό; Ο ίδιος ο Σφραντζής ετοίμασε, κατ’ εντολή του Κωνσταντίνου, μία λίστα των κατάλληλων προς στρατιωτική υπηρεσία ανδρών. Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 4.973 Ελληνες και περί τους 2.000 ξένοι κάτοικοι της Πόλης και εθελοντές. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας μικρός ακόμη αριθμός προερχόμενων από έξωθεν βοήθεια, συμπεριλαμβανόμενων και Ελλήνων (όπως των Κρητών τοξοτών, που ήταν τυπικά πολίτες της Ενετίας). Το σύνολο των υπερασπιστών ήταν γύρω στις 7.500 με 8.000 μάχιμους.
Οι βυζαντινές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν ένα μικρό τμήμα ελληνικού μέσου ιππικού, τους Στρατιώτες, καθώς και τμήματα πολιτικού πεζικού. Κάποιοι από τους πεζούς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, φορούσαν δυτικού τύπου πανοπλίες και είχαν ανάλογο οπλισμό, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υπερασπιστών δεν ήταν παρά πολιτοφύλακες με φτωχό οπλισμό και ελάχιστη εκπαίδευση. Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν και λίγοι βαλλιστροφόροι, οι οποίοι μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε μια στρατιωτική κολεκτίβα, στα ιταλικά πρότυπα.
 
Στις τάξεις των Βυζαντινών πολέμησαν και κάποιοι Ιταλοί και Ούγγροι, ίσως και Γερμανοί "πυροβολητές", δηλαδή πρώιμοι τουφεκιοφόροι, που μάχονταν με τα άβολα και καθόλου ακριβή "κανόνια χειρός" της εποχής. Ο αριθμός αυτών ήταν πολύ μικρός (λίγες δεκάδες) και έπαιξαν μικρό μόνο ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. Η πλειονότητα των ξένων που συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλης ήταν Ενετοί και Γενοβέζοι. Αν και οι Γενοβέζοι του γενουατικού τομέα της Πόλης (Πέρα) διακήρυξαν ουδετερότητα αρκετοί συμπατριώτες τους πέρασαν τον Κεράτιο και εντάχθηκαν σε στρατιωτική υπηρεσία. Μοιάζει τραγική ειρωνεία ότι εκείνοι που έκαναν το μεγαλύτερο κακό στο Βυζάντιο ήταν οι ίδιοι που τώρα, λίγο πριν από το τέλος, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν να αποφευχθεί το μοιραίο. Μάλιστα, οι Βενετοί φέρεται να είχαν αποφασίσει να στείλουν έναν αξιόμαχο στόλο με 800 επαγγελματίες στρατιώτες, αριθμό Κρητών πολεμιστών και, φυσικά, μεγάλο αριθμό ναυτών, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης. Μία δύναμη που αν όντως είχε φθάσει, θα προσέφερε πολλά στην άμυνα, κυρίως αποσοβώντας την καταλυτική κυριαρχία του οθωμανικού στόλου. Ωστόσο, ο στόλος της Βενετίας καθυστέρησε για δύο μήνες ν’ αναχωρήσει από τη Βενετία. Η εντολή για την αναχώρηση δόθηκε μόλις στις 7 Μαΐου, όταν η πολιορκία βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή της (κάτι που δεν γνώριζαν, βεβαίως, οι Ενετοί) και όταν η Πόλη έπεφτε, ο στόλος βρισκόταν ακόμη στο Αιγαίο! Οι λόγοι αυτής της τεράστιας καθυστέρησης δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί. Ισως η ηγεσία της Γαληνότατης πίστευε ότι η Κωνσταντινούπολη, με τα πανίσχυρα τείχη της, θα κρατούσε επ’ αόριστον. Ισως πάλι οι καιροσκόποι Ενετοί δεν ήταν απολύτως βέβαιοι για την αφοσίωσή τους στους χριστιανούς του Βυζαντίου, αφού μπορεί να είχαν ακόμη κατά νου κάποιες μεθόδους συνεννόησης με τους Οθωμανούς ώστε να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμιά τους στην Ανατολική Μεσόγειο.
 
Τέλος, στο πλευρό των Βυζαντινών πολέμησε και μία ομάδα Τούρκων. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα Ορχάν, διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, που κατοικούσε στην Πόλη μαζί με τη συνοδεία των πιστών σωματοφυλάκων του και ακολούθων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των χριστιανών και ενάντια στους ομοδόξους τους.
 
Η έναρξη των εχθροπραξιών
 
Οι κάτοικοι της Πόλης μόλις είχαν προλάβει να γιορτάσουν το Πάσχα, όταν οι ορδές του Μωάμεθ άρχισαν να καταφτάνουν. Τα πρώτα τμήματα των προφυλακών των Οθωμανών φάνηκαν κοντά στα τείχη της πόλης στις 2 Απριλίου του 1453. Τμήμα ιππικού των Βυζαντινών έκανε έξοδο και κατάκοψε τους πρώτους Τουρκομάνους που αφίχθησαν, ωστόσο η ροή ανδρών ήταν σταθερή και σύντομα οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη – σχετική – ασφάλεια των τειχών, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να παρακολουθούν το μεγάλο στράτευμα να συγκεντρώνεται σιγά-σιγά.
 
Οι μάχιμοι άνδρες του τουρκικού στρατού θα πρέπει να ήταν περί τους 100.000, ωστόσο το πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από τις πύλες της Βασιλεύουσας ήταν τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο.
Ο Κωνσταντίνος έβλεπε με απόγνωση το πλήθος των πολιορκητών να μαυρίζει τον ορίζοντα, αλλά δεν έχανε την ψυχραιμία του. Εδωσε εντολή να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Κεράτιο, φράζοντας έτσι τον κόλπο και εμποδίζοντας τους Τούρκους να κερδίσουν την πολυπόθητη γι' αυτούς καθολική θαλάσσια κυριαρχία και να αποκλείσουν την πόλη απ' όλες τις πλευρές. Παράλληλα με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η επανάληψη του στρατηγήματος που είχαν χρησιμοποιήσει οι εισβολείς σταυροφόροι κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όταν είχαν καταλάβει εξ εφόδου τα ασθενώς υπερασπιζόμενα θαλάσσια τείχη.
 
Η αλυσίδα, οι γενναίοι αλλά ολιγάριθμοι υπερασπιστές και τα επιβλητικά χερσαία τείχη ήταν τώρα τα μόνα εμπόδια ανάμεσα στην πόλη και στους εχθρούς. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με κύριο άξονα το Θεοδόσιο τείχος, θεωρούνταν μακράν το καλύτερο δείγμα μεσαιωνικής τειχοποιίας και μέχρι τότε ήταν πρακτικά ακατάβλητα, τουλάχιστον πριν από την έλευση της πυρίτιδας, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια. Απλώνονταν σε μήκος έξι χιλιομέτρων, από τον Κεράτιο στο Μαρμαρά, σε τρία επάλληλα τμήματα, με μία τάφρο να εμποδίζει τους πολιορκητές να πλησιάσουν. Απέναντι στα τυπικά μεσαιωνικά όπλα, καταπέλτες και πετροβόλους (trebuchets), τα τείχη, αρκεί να ήταν επαρκώς επανδρωμένα, δεν είχαν φόβο. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν μια τυπική μεσαιωνική πολιορκία. Μια νέα εποχή ανέτειλε και ο ερχομός της σηματοδοτήθηκε από το βροντώδη ήχο τεράστιων μπρούτζινων ή σιδερένιων κυλίνδρων, που έριχναν ογκώδη πέτρινα βλήματα με μία δύναμη που κανένας καταπέλτης δεν μπορούσε να προσεγγίσει και σε σχεδόν ευθυτενή τροχιά.
Τα κανόνια των Τούρκων δίκαια έχουν χρεωθεί με το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της πολιορκίας. Γνωστά είναι τα τρία μεγάλα κανόνια που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός για τον Μωάμεθ. Το μεγαλύτερο από αυτά έριχνε βλήματα βάρους άνω του μισού τόνου, το δεύτερο μέχρι και 360 κιλά και το τρίτο λίγο πάνω από 300. Οι Οθωμανοί όμως είχαν πολύ περισσότερα κανόνια. Σύμφωνα με τις πηγές, τα οθωμανικά κανόνια ήταν περίπου 70, οργανωμένα σε 14 πυροβολαρχίες κατά μήκος των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Το σφυροκόπημα από τα κανόνια άρχισε από την έκτη Απριλίου, όταν το σύνολο των πυροβολαρχιών είχε παραταχθεί και το οθωμανικό στράτευμα είχε πάρει τις θέσεις του στη γραμμή που είχαν προετοιμάσει γι' αυτό οι πολυάριθμοι εργάτες και συνοδοί.
 
Πριν από αυτό, ο σουλτάνος, όπως επέβαλλε το τυπικό των συγκρούσεων της εποχής για τους Οθωμανούς, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον Κωνσταντίνο, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι σε μια τέτοια περίπτωση και κάτω από τους νόμους των μουσουλμάνων, δεν θα πείραζε τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ούτε τις περιουσίες τους. Σε διαφορετική περίπτωση, συμπλήρωνε, δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο όταν θα έμπαινε στην Πόλη. Οι προτάσεις του απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και τους πολίτες και η πολιορκία ήταν πλέον γεγονός.
Το πρωί της έκτης Απριλίου ο αυτοκράτορας βρέθηκε με τον Λόνγκο, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη υπεράσπισης του κεντρικού τμήματος του τείχους, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο των τουρκικών κανονιών, που ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αποσαθρώνουν τις δομές του τείχους και να δημιουργούν τη μία ρωγμή μετά την άλλη. Μάλιστα, ήδη από την πρώτη ημέρα του βομβαρδισμού προκάλεσαν την κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του τείχους.
 
Την επομένη ο Μωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντιστάσεις των χριστιανών. Συγκέντρωσε ένα σώμα ατάκτων και τους έστειλε κατά του κέντρου του τείχους. Οι υπερασπιστές, χωρίς καν να χρειαστεί να συμπτυχθούν από το εξωτερικό τείχος, τους απώθησαν εύκολα προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες.
Μετά από αυτό η δραστηριότητα των επιτιθέμενων περιορίστηκε και οι Βυζαντινοί αποσύρθηκαν από τον "περίβολο" στο κυρίως τείχος. Ο βομβαρδισμός ξανάρχισε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις 12 Απριλίου, αφού ο Μωάμεθ είχε δώσει εντολή για αναδιάταξή των πυροβολαρχιών βάσει των παρατηρήσεων από τις πρώτες βολές, και από εκεί και πέρα οι εκρήξεις των κανονιών και οι ξεροί ήχοι που έκαναν τα βλήματα πάνω στο τείχος, ήταν η καθημερινή συντροφιά των γενναίων υπερασπιστών έως την ημέρα που έπεσε η Πόλη.
Ταυτόχρονα με τον από ξηράς βομβαρδισμό, οι θαλάσσιες δυνάμεις του "Πορθητή" έκαναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να περάσουν την αλυσίδα και να εισέλθουν στον Κεράτιο, αλλά κάθε φορά αποκρούονταν από τα πλοία των Βυζαντινών και των Ενετών που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση του όρμου.
 
Οι Τούρκοι, ίσως για να δείξουν στους Βυζαντινούς τι τους περίμενε μετά το πέρας της πολιορκίας, κατέλαβαν δύο μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός των τειχών και επάνδρωναν ολιγομελείς φρουρές των Βυζαντινών και παλούκωσαν τους επιζώντες υπερασπιστές, περί τα 70 άτομα, μπροστά στα τείχη.
Ο συνεχιζόμενος βομβαρδισμός, παρά τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί πυροβολητές, συνεχιζόταν ακατάπαυστα όλη μέρα και οι υπερασπιστές ήταν απασχολημένοι με το να προσπαθούν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να μπαλώνουν όπως-όπως τα χάσματα που εμφανίζονταν συνεχώς στα τείχη.
Στις 18 Απριλίου, ο Μωάμεθ πίστεψε ότι θα μπορούσε να πάρει την Πόλη, θεωρώντας ότι η ζημιά στα τείχη ήταν ήδη σημαντική. Επέλεξε ένα συγκεκριμένο τμήμα του τείχους στο Μεσοτείχιο και εξαπέλυσε εκεί μια μεγάλη επίθεση, στην οποία δεν συμμετείχαν πλέον τμήματα βαζιβουζούκων αλλά τακτικοί πεζοί, με τους φανατικούς Γενίτσαρους να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την επίθεση.
Με επικεφαλής τον γενναίο Τζουστινιάνι, οι χριστιανοί κράτησαν τη θέση τους, απωθώντας τους Τούρκους που έρχονταν κατά κύματα. Η μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, πάνω από 200 Τούρκοι σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν, αλλά οι Ελληνες δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βενετό αυτόπτη μάρτυρα, Νικολό Μπαρμπάρο, ούτε ένας Ελληνας ή Ιταλός δεν σκοτώθηκε σε αυτήν την επίθεση!
 
Μία μικρή αχτίδα φωτός για το χριστιανικό στρατόπεδο έλαμψε όταν τρία γενουάτικα πλοία και ένα βυζαντινό, αψηφώντας την τεράστια τουρκική αρμάδα, πέρασαν στον Κεράτιο φέρνοντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Στη ναυμαχία που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν και βενετικά πλοία από την άμυνα της πόλης, σκοτώθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι ναύτες, ενώ τα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν έστω για λίγο, προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια από τον έξω κόσμο, που θα τους έδινε τη νίκη σε αυτήν την μάχη ζωής και θανάτου. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα μικρό φωτεινό διάλειμμα στις έξι εβδομάδες απελπιστικής βεβαιότητας ότι το τέλος ήταν κοντά.
 
Ο κλοιός σφίγγει
 
Αφού τιμώρησε (δεν τον αποκεφάλισε, μετά τα παρακάλια των αξιωματούχων του, αλλά τον καθαίρεσε και τον μαστίγωσε) τον Βούλγαρο ναύαρχο Μπάρτογλου για την αποτυχία του ενάντια στα τέσσερα χριστιανικά πλοία, ο Μωάμεθ αποφάσισε να αλλάξει πορεία. Κατανοούσε ότι για να εξασφαλίσει τον πλήρη αποκλεισμό της Πόλης, έπρεπε να ελέγξει τον Χρυσόκερο, τον Κεράτιο κόλπο. Η αλυσίδα που έφραζε την είσοδο, σε συνδυασμό με τα ισχυρά πλοία που τη φρουρούσαν, έμοιαζε αδύνατο να παραβιαστεί. Οπότε, παίρνοντας παράδειγμα από παρόμοιες ενέργειες που είχαν γίνει παλιότερα από Ιταλούς και Αραβες, αποφάσισε να προχωρήσει στην υπερνεώλκηση τμήματος του στόλου του από το δρόμο που περνούσε δίπλα στο Γαλατά, διαμέσου της "κοιλάδας των Πηγών".
 
Επρόκειτο για ένα τεράστιο έργο, αλλά οι δυνατότητες των Οθωμανών σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν σχεδόν ανεξάντλητες. Τα πληρώματα των πλοίων και χιλιάδες από τους εργάτες που συνόδευαν το στράτευμα, ξεκίνησαν το κολοσσιαίο έργο της υπερνεώλκησης 72 από τα μικρότερα πλοία των Οθωμανών στον Κεράτιο. Το πρωί της 23 Απριλίου το σύνολο των πλοίων βρισκόταν πλέον στον κόλπο. Οι Βυζαντινοί είχαν χάσει τον έλεγχο του Κεράτιου και ο οθωμανικό κλοιός είχε σφίξει γύρω από την Πόλη σαν μέγκενη που απειλούσε να συντρίψει τους υπερασπιστές της.
Το σχέδιο του Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρποληθούν τα πλοία των Οθωμανών που είχαν περάσει στον Κεράτιο τέθηκε σε εφαρμογή, αλλά το μόνο αποτέλεσμα ήταν η απώλεια δύο χριστιανικών πλοίων. Δύο ένα μάλιστα, όπου επέβαινε ο Κόκο, βυθίστηκε αύτανδρο. Σύμφωνα με τις πηγές, ένας Γενουάτης εξωμότης, έμπορος από το Πέρα, ήταν εκείνος που ενημέρωσε τον Μωάμεθ για το σχέδιο και γι’ αυτό οι τολμηροί μπουρλοτιέρηδες απέτυχαν.
 
Για μερικές ημέρες τα πράγματα ηρέμησαν, καθώς πέρα από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς και κάποιες σποραδικές απόπειρες των τουρκικών πλοίων να προσεγγίσουν τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κεράτιου, δεν υπήρξε άλλη αξιοσημείωτη δραστηριότητα. Αυτό κράτησε για μία σχεδόν βδομάδα. Καθώς η βοήθεια που περίμεναν οι πολιορκημένοι από τη Βενετία δεν ερχόταν, ο αυτοκράτορας έστειλε ένα πλοίο υπό τουρκική σημαία, με πλήρωμα δώδεκα εθελοντές ντυμένους με τουρκικές στολές, για να αναζητήσει νέα για το στόλο που είχαν ζητήσει ο αυτοκράτορας και οι Βενετοί της Πόλης από το Συμβούλιο της Γαληνότατης. Η αγωνιώδης αναμονή επέφερε διαλυτικά αποτελέσματα, καθώς τις ίδιες ημέρες η διαρκής έχθρα μεταξύ Γενουατών και Ενετών είχε εξελιχθεί σε ανοιχτή διαμάχη και η ενδοχριστιανική έριδα έμοιαζε αγριότερη από εκείνη έξω από τα τείχη. Η παρέμβαση του αυτοκράτορα έθεσε τέρμα στις ανοιχτές κατηγορίες και στους τσακωμούς, ωστόσο τα προβλήματα συνεννόησης μεταξύ των Ιταλών παρέμεναν.
 
Οι επιθέσεις ξαναρχίζουν
 
Για μερικές ημέρες το μεγάλο ("βασιλικό") κανόνι του Ουρβανού είχε σιγήσει, αντιμετωπίζοντας τεχνικά προβλήματα (παρουσίασε ρωγμές εξαιτίας της υπερθέρμανσης από τη συνεχή χρήση). Ομως την έκτη Μαΐου άρχισε ξανά να στέλνει τεράστιους ογκόλιθους με τρομερή δύναμη ενάντια στο τείχος. Οι υπερασπιστές παρατήρησαν μία αυξανόμενη κινητικότητα στις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από το τείχος, ενώ ταυτόχρονα τα πλοία στον Κεράτιο έδειχναν σημάδια κινητοποίησης.
Φαινόταν ότι προετοιμαζόταν επίθεση των Οθωμανών και πραγματικά, την αυγή της επομένης, 7 Μαΐου, ο Σουλτάνος έστειλε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού να επιτεθεί στα τείχη. Περνώντας μέσα από την, παραγεμισμένη με τα υλικά από το τείχος που κατέρρεε, τάφρο, οι Τούρκοι έβαλαν ξανά στόχο το Μεσοτείχιο. Η επίθεση ήταν σύντομη, αφού κράτησε μόλις τρεις ώρες, αλλά εξαιρετικά σφοδρή. Το τείχος στο σημείο αυτό ήταν περισσότερο ένα ερείπιο και οι υπερασπιστές χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους επί ίσοις όρους.
 
Στην τρομερή μάχη διακρίθηκε ένας γιγαντόσωμος Ελληνας με το όνομα Ρανγάβος, που φέρεται να έκοψε με μία σπαθιά στα δύο τον ίδιο τον σημαιοφόρο του σουλτάνου, τον Αμίρ Μπέη, πριν περικυκλωθεί και ο ίδιος από τα στίφη των Τούρκων και φονευθεί. Οι χριστιανοί κατάφεραν να κρατήσουν για άλλη μία φορά, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στους Τούρκους.
Ο Μωάμεθ άρχιζε να γίνεται ανυπόμονος και προβληματιζόταν με την αντοχή των υπερασπιστών. Ξημερώνοντας η 12η Μαΐου, ο Μωάμεθ έριξε σχεδόν το μισό στράτευμά του σε άλλη μία σφοδρή επίθεση, αυτή τη φορά στο τμήμα του τείχους των Βλαχερνών, κοντά στην ένωση με το Θεοδοσιανό τείχος. Στην τρομερή μάχη που ακολούθησε, οι χριστιανοί κατόρθωσαν για μία ακόμη φορά να αποκρούσουν την έφοδο, χάρη στην έγκαιρη άφιξη των εφεδρειών υπό τον Θεόδωρο Καρυστινό.
Η απελπισία άρχισε να γίνεται εμφανής στα πρόσωπα των πολιορκημένων και κάποιοι πρότειναν ακόμη και μαζική έξοδο, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, κάτι που απορρίφθηκε από εκείνους που προσέβλεπαν ακόμη σε έξωθεν βοήθεια.
 
Οι Τούρκοι, βλέποντας ότι τα τείχη, παρά τον σφοδρότατο βομβαρδισμό, πρόσφεραν ακόμη κάλυψη στους υπερασπιστές της πόλης, είχαν ξεκινήσει ήδη από εβδομάδες να σκάβουν σήραγγες για να τα υπονομεύσουν. Σέρβοι και Βόσνιοι μεταλλωρύχοι είχαν αναλάβει απρόθυμα το τρομερό καθήκον και ακούραστα έσκαβαν σήραγγες κάτω από τη δομή των τειχών. Στην αντιμετώπιση αυτής της απειλής εξέχοντα ρόλο έπαιξε ο Ιωάννης Γκραντ, μηχανικός που είχε έλθει στην Πόλη από τη Γερμανία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν σκωτσέζικης καταγωγής. Υπό την καθοδήγησή του οι Βυζαντινοί, αφού ανακάλυπταν τις στοές των Οθωμανών, έσκαβαν δικές τους και απέκρουαν τους εισβολείς, βάζοντας φωτιά στα υποστηρίγματα των "λαγουμιών" των Τούρκων. Το σκηνικό αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές.
 
 
Ο Μωάμεθ είχε πια ουσιαστικά σταματήσει τις εφόδους και προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα να πετύχει την εκπόρθηση της πόλης. Πέρα από τις στοές, που συνέχιζαν να σκάβονται σχεδόν καθημερινά, οι Τούρκοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν στις 19 Μαΐου μια πρόχειρη γέφυρα στον Κεράτιο, από το Γαλατά στα τείχη της πόλης, θέλοντας προφανώς να συνδυάσουν την επίθεση στο θαλάσσιο τμήμα του τείχους με τις χερσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, δεν φαίνεται αυτή η γέφυρα να ολοκληρώθηκε ή να χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις συγκρούσεις. Επίσης, ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος που κατασκεύασαν οι Οθωμανοί για να επιτεθούν κατά των τειχών, ανατινάχθηκε από μία ομάδα αποφασισμένων Βυζαντινών κατά τη διάρκεια της νύχτας.
 
Στις τελευταίες φάσεις της πολιορκίας υπερφυσικά σημάδια, όπως τουλάχιστον τα ερμήνευσαν οι πολιορκημένοι, ξύπνησαν δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις: Μία απόκοσμη ομίχλη, εντελώς εκτός εποχής, έπεσε στην πόλη και στα περίχωρα. Μία περίεργη λάμψη φώτισε την εκκλησία της Αγιάς Σοφιάς και, το χειρότερο απ’ όλα, τη νύχτα της 24 Μαΐου, μια έκλειψη της Σελήνης σκοτείνιασε τον ουρανό και τρόμαξε τους χριστιανούς, θυμίζοντας στους γηραιότερους μια προφητεία ότι "η πόλη δεν θα πέσει όσο το φεγγάρι βρίσκεται στον ουρανό". Μια τρομερή καταιγίδα διέκοψε τη λιτανεία και την περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου την επομένη. Και σαν να μην έφθανε αυτό, στην ίδια λιτανεία η εικόνα της Παναγίας γλίστρησε από τη θήκη της και έπεσε. Τα σημάδια ήταν πλέον εμφανή: οι περισσότεροι άρχισαν να πιστεύουν ότι όλα έδειχναν ότι η πόλη θα πέσει και ο Τούρκος θα πατήσει την Αγία Σοφία.
Ακόμη όμως δεν είχαν δει τα χειρότερα, ένα σημάδι το οποίο δεν ήταν ούτε θεόσταλτο ούτε υπερφυσικό: Οι Βυζαντινοί και οι Ιταλοί παρατήρησαν ένα μικρό πλοίο να προσεγγίζει τον Κεράτιο. Τα μεγαλύτερα τουρκικά πλοία προσπάθησαν να το αναχαιτίσουν, αλλά οι ικανοί ναυτικοί που το οδηγούσαν τα απέφευγαν με μαεστρία. Οταν άνοιξαν την αλυσίδα για να περάσει το πλοίο, είδαν ότι επρόκειτο για το μπρίκι που είχαν στείλει λίγες ημέρες πριν να εντοπίσει τον Ενετικό στόλο που θα ερχόταν για να λύσει την πολιορκία. Τα νέα που έφερναν οι γενναίοι ναυτικοί ήταν τρομερά. Αν και είχαν χτενίσει το Βόρειο Αιγαίο απ’ άκρη σε άκρη και είχαν ρωτήσει παντού, κανένα νέο για ενετικό στόλο δεν υπήρχε, ούτε φυσικά σημάδι του ίδιου του στόλου, ο οποίος είχε σταθμεύσει στη Στερεά Ελλάδα.
Ωστόσο και η κατάσταση στο μουσουλμανικό στρατόπεδο δεν ήταν ιδανική. Ο Μωάμεθ άρχιζε να έχει αμφιβολίες για το πόσο εύκολο ήταν, τελικά, να πάρει την Πόλη, ενώ πράκτορές του που είχαν μόλις αφιχθεί από τη Δύση, ανέφεραν ότι ένας μεγάλος ενετικός στόλος βρισκόταν καθ' οδόν για το Βόσπορο. Μαζί με τις γκρίνιες των στρατιωτών του αλλά και ορισμένων συμβούλων του, με πρώτο το μεγάλο βεζίρη, ο Μωάμεθ πείστηκε να δώσει ακόμη μία ευκαιρία στους πολιορκημένους να του παραδώσουν την πόλη.
Μία αντιπροσωπία στάλθηκε και έφερε μαζί της έναν πρέσβη. Στον τελευταίο ο Μωάμεθ έκανε για μία ακόμη φορά μια πρόταση που, προφανώς, στον ίδιο φαινόταν γενναιόδωρη, με δεδομένο ότι ήδη πολιορκούσε την Πόλη για πάνω από ενάμιση μήνα: αν οι υπερασπιστές δέχονταν ακόμη και τώρα να παραδώσουν την Κωνσταντινούπολη, θα τους επιτρεπόταν να φύγουν μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους και όσους κατοίκους το επιθυμούσαν. Ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο Μοριά και να ζήσει εν ειρήνη το υπόλοιπο του βίου του.
Ο γενναίος αυτοκράτορας έδωσε τη μόνη απάντηση που θα μπορούσε: ότι αρνείται να παραδώσει την Πόλη και ότι εκείνος και όλοι οι υπερασπιστές προτιμούν να πεθάνουν παρά να αφεθούν στα χέρια του. Αλλωστε, η φήμη του Μωάμεθ δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να καθησυχάσει τους υπερασπιστές ότι θα τηρούσε το λόγο του.
 
Την επομένη, Σάββατο 25 Μαΐου, ο Μωάμεθ συγκάλεσε τους υπουργούς του και τους στρατιωτικούς διοικητές του. Η αμφιβολία είχε αρχίσει να κατατρώει το σουλτάνο και ήθελε να μοιραστεί το βάρος της ευθύνης. Ο Χαλίλ, ο γηραιός βεζίρης, θέλησε να πετύχει έστω και αυτήν τη στιγμή τη λύση της πολιορκίας, όμως ο Ζαγανός Πασάς μίλησε ένθερμα για τη μοίρα του Μωάμεθ και τον συνέκρινε με τον Μέγα Αλέξανδρο, διαβεβαιώνοντας ότι οι άνδρες θέλουν να επιτεθούν άμεσα στην Πόλη.
Ο Μωάμεθ δε χρειάστηκε και πολλή ώρα για να αποφασίσει. Ανακοίνωσε ότι η μεγάλη επίθεση στα τείχη θα γίνει μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες. Ο κύβος ερρίφθη και η τύχη της Πόλης είχε σφραγιστεί.
 
Η Πόλις εάλω 
 
Αυτή τη φορά οι Οθωμανοί δεν προσπάθησαν να καλύψουν τις προετοιμασίες τους. Για τρεις ημέρες οι στρατιές του Μωάμεθ αναδιατάσσονταν σε όλο το μήκος των τειχών και συγκεντρώνονταν στα πλέον στρατηγικά σημεία, εκεί όπου είχε γίνει η μεγαλύτερη ζημιά από το βομβαρδισμό των έξι εβδομάδων. Ο στόλος έδειχνε παρόμοια κινητικότητα και όλοι πλέον ήταν βέβαιοι: η μεγάλη έφοδος ετοιμάζεται. Την 28η Μαΐου η Κωνσταντινούπολη αντηχούσε από προσευχές, ικεσίες, κλάματα και κραυγές απελπισίας. Την ίδια ημέρα έλαβε χώρα η τελευταία μετάληψη του αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία, μαζί με την τελευταία χριστιανική λειτουργία στη μεγαλύτερη εκκλησία της Ορθοδοξίας. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος μετέβη στο παλάτι των Βλαχερνών και ζήτησε συγχώρεση απ' όλα τα μέλη του προσωπικού του. Τόση ήταν η θλίψη που ήταν αποτυπωμένη στα τραχιά χαρακτηριστικά του, τέτοια η βεβαιότητα του επερχόμενου θανάτου και τόση η συγκίνηση που, όπως περιγράφει ο Σφραντζής, ακόμη και αν κάποιος ήταν από πέτρα ή ξύλο, δεν μπορούσε παρά να δακρύσει.
 
Οι Τούρκοι, καθώς ξημέρωνε η 29 Μαΐου, είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους και είχαν ετοιμαστεί για την έφοδο. Ο Κωνσταντίνος διέτρεχε το τείχος σε όλο το μήκος, δίνοντας κουράγιο στους πολεμιστές που επάνδρωναν το μισογκρεμισμένο τείχισμα, το οποίο μόλις πριν από δύο μήνες ήταν ακόμη το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τείχος που είχε δει ο κόσμος και ήταν το μοναδικό στήριγμά τους, το μόνο που έστεκε πλέον μεταξύ αυτών και του βέβαιου θανάτου. Μιάμιση ώρα πριν χαράξει, δόθηκε το σύνθημα. Ο Μωάμεθ είχε οργανώσει το στρατό του σε τρία κύματα, στοχεύοντας σε ένα ιδιαίτερα μεγάλο ανάπτυγμα των τειχών και σε πολλά σημεία που είχαν υποστεί συντριπτικά πλήγματα από τα κανόνια.
Με τους ήχους από τα νταούλια και τις σάλπιγγες, το πρώτο κύμα των Οθωμανών ξεχύθηκε προς τα τείχη. Το αποτελούσαν οι άτακτοι που είχαν έλθει με τους Οθωμανούς και χρησιμοποιήθηκαν για να ανοίξουν το δρόμο για τους υπόλοιπους. Οι βαζιβουζούκοι, εκτοξεύοντας ομοβροντίες βελών και κραδαίνοντας γιαταγάνια, επιτέθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα, αλλά απωθήθηκαν από τους αποφασισμένους υπερασπιστές μετά από σκληρή μάχη. Τα πτώματά τους στοιβάζονταν στα χαλάσματα και το αίμα τους έβαφε τις θρυμματισμένες πέτρες. Ακόμη και την ώρα που οι άτακτοι επιτίθεντο, τα κανόνια συνέχιζαν το αποτρόπαιο έργο τους, συνθλίβοντας φίλους και εχθρούς μαζί με τα κάποτε περήφανα τείχη. Οι άτακτοι άρχισαν να υποχωρούν και τότε οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά και το δεύτερο κύμα των Τούρκων επιτέθηκε. Αυτή τη φορά ήταν ο τακτικός στρατός των μπεηλικιών, οι πεζοί και οι ιππείς που τώρα μάχονταν και εκείνοι πεζή. Επέπεσαν στους υπερασπιστές των τειχών με τρομερή ορμητικότητα και άρχισαν να δημιουργούν τα πρώτα ρήγματα στην άμυνα. Οι χριστιανοί, με αυταπάρνηση, ρίχνονταν στη μάχη ενάντια στους πάνοπλους Οθωμανούς, κατορθώνοντας να αντέξουν και αυτό το δεύτερο κύμα της επίθεσης σε όλο το μήκος των τειχών. Οι τακτικοί στρατιώτες του Μωάμεθ δεν ήταν βαζιβουζούκοι, αλλά ικανοί επαγγελματίες πολεμιστές, αρματωμένοι με τις καλύτερες πανοπλίες που παρήγαγε η τουρκική μεταλλουργική και οπλισμένοι με θανατηφόρα όπλα. Αποχωρούσαν με τάξη από το τείχος, αφήνοντας τα κανόνια να εξαπολύσουν ακόμη ένα τρομακτικό κύμα βλημάτων και πριν ακόμη κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, ξεχύνονταν ξανά μπροστά. Αλλά ό,τι κι αν έκαναν, ήταν αδύνατο να κάμψουν την αντίσταση των υπερασπιστών, που πλέον μάχονταν σαν λιοντάρια, σαν αληθινοί ήρωες στο πνεύμα της προαιώνιας ελληνικής παράδοσης.
Αλλά η γενναιότητά τους δεν επαρκούσε απέναντι στο πλήθος των Οθωμανών. Αν και τα δύο πρώτα κύματα δεν είχαν διαρρήξει την άμυνα, ο Μωάμεθ είχε ακόμη έναν "άσσο στο μανίκι του", με τη μορφή του τρίτου κύματος. Το αποτελούσαν οι εκλεκτότερες των μονάδων του, με το ιππικό του παλατιού που τώρα είχε ξεπεζέψει και πολεμούσε πεζή και το πεζικό του παλατιού και με τους περίφημους Γενίτσαρους ν’ αποτελούν την αιχμή του δόρατος. Για πολλή ώρα μαινόταν η μάχη των Βυζαντινών με τις ορδές του δεύτερου κύματος, όταν ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στο τρίτο κύμα να επιτεθεί.
 
Με απόλυτη τάξη και δίχως τη συνοδεία μουσικής, οι Γενίτσαροι ξεκίνησαν για τις θέσεις που είχαν επιλεγεί. Οι συμπολεμιστές τους παραμέριζαν και τους άφηναν να πιάσουν δουλειά. Οι αποκαμωμένοι χριστιανοί, που φυτοζωούσαν τον τελευταίο μήνα λόγω της έλλειψης τροφίμων, είχαν ξενυχτήσει περιμένοντας την επίθεση και είχαν αποκρούσει δύο σφοδρότατα κύματα εχθρών, τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν τη φρέσκια εφεδρεία των Οθωμανών, η οποία μάλιστα αποτελούνταν από τους τρομερότερους πολεμιστές της Ανατολικής Μεσογείου. Η αντίσταση που προέβαλλαν ήταν μνημειώδης, αλλά δεν ήταν αρκετή. Οι Οθωμανοί, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, υπό την άμεση καθοδήγηση του ίδιου του Μωάμεθ που έφθασε κοντά στα τείχη και έδινε άμεσα διαταγές στους διοικητές των μονάδων, άρχισαν να εντοπίζουν αδύναμα σημεία στην άμυνα και να επικεντρώνουν εκεί τις προσπάθειές τους. Ενα παραπόρτι από το οποίο είχαν βγει ανιχνευτές των πολιορκημένων και το οποίο δεν είχε κλείσει καλά, η "τρισκατάρατη" της ελληνικής παράδοσης  Κερκόπορτα, έδωσε την ευκαιρία σε μια ομάδα Γενίτσαρων να περάσει μέσα στο τείχος και να υψώσει το πρώτο οθωμανικό λάβαρο. Αυτή η επιτυχία και το λάβαρο των Γενίτσαρων να κυματίζει στο τείχος, έδωσε θάρρος σε όλους τους υπόλοιπους Οθωμανούς, που με ανανεωμένη επιθετικότητα όρμησαν στους υπερασπιστές. Οι Γενίτσαροι της Κερκόπορτας απωθήθηκαν και εξοντώθηκαν, αλλά η αντίσταση είχε αρχίσει να κάμπτεται στα περισσότερα σημεία. Χιλιάδες Τούρκοι συνέρρεαν από κάθε άνοιγμα των τειχών, πέφτοντας με τρομακτική αγριότητα στους υπερασπιστές. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, με τη γυαλιστερή πανοπλία του γεμάτη αίματα και το σπαθί στο χέρι, πολεμούσε ασταμάτητα, έχοντας ξεφορτωθεί την πορφύρα και τα αυτοκρατορικά διακριτικά, ανάμεσα στους άνδρες του, μέχρι που κυκλώθηκε από τα οθωμανικά στίφη. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, κάτω από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα των Γενίτσαρων, ακούστηκε να κραυγάζει πάνω από τη βοή της μάχης: "Μα δεν υπάρχει χέρι χριστιανού να μου πάρει τη ζωή;". Ετσι άφησε την τελευταία του πνοή ο ύστατος Ελληνας αυτοκράτορας, με το σπαθί στο χέρι, πιστός στις παραδόσεις ηρωισμού και αυταπάρνησης, έσχατος υπερασπιστής μιας σπουδαίας αυτοκρατορίας.
 
Οι Τούρκοι πλέον είχαν πάρει το πάνω χέρι σε όλες τις επιμέρους εστίες αντίστασης και οι υπερασπιστές που είχαν επιβιώσει, κυκλώνονταν και παραδίνονταν ή σφάζονταν. Ακολουθώντας τους Γενίτσαρους, οι υπόλοιποι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη και άρχισε το όργιο της λεηλασίας και του πλιάτσικου. Καθώς προωθούνταν στην πόλη, τα τακτικά σώματα του οθωμανικού στρατού, που είχαν ακόμη κάποιου είδους πειθαρχία και δεν είχαν υποκύψει στις σειρήνες του πλιάτσικου, εκκαθάρισαν τις τελευταίες εστίες αντίστασης και εξασφάλισαν όλες τις σημαντικές θέσεις στρατηγικής σημασίας.
 
Πολλή ώρα μετά την πτώση του τείχους, μία απομονωμένη εστία αντίστασης προβλημάτιζε ακόμη τους Τούρκους. Επρόκειτο για τους Κρήτες τοξότες, που είχαν στρατολογηθεί από τον αυτοκράτορα στη Μεγαλόνησο, μετά από ειδική άδεια που παραχώρησαν οι Ενετοί. Οι Κρήτες, τέκνα της προαιώνιας πολεμικής παράδοσης του νησιού, δεινοί τοξότες όπως οι πρόγονοί τους για πάνω από 2.000 χρόνια, τρομεροί πολεμιστές, με αδάμαστο κουράγιο, είχαν οχυρωθεί στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου. Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των Κρητών. Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή. Οι ηγέτες των Οθωμανών, που όπως όλοι οι μουσουλμάνοι εκτιμούσαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν. Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο.
 
Μετά την παράδοση των Κρητών, δεν είχαν μείνει πλέον υπερασπιστές ζωντανοί και ελεύθεροι στην Πόλη. Το αιώνιο φως είχε σβήσει και μια νέα εποχή ξεκινούσε για την Κωνσταντινούπολη.
 
Μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί 
 
Ο Μωάμεθ είχε πλέον κερδίσει τον τίτλο του Πορθητή. Η Πόλη ήταν δική του και η αντίσταση είχε παύσει. Κατόρθωσε με τον τρόπο αυτό να εκπληρώσει το πρώτο μέρος του ονείρου του, που ήταν η ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλο της το μεγαλείο: η "Νέα Ρώμη" ήταν δική του. Η μελλοντική απόπειρά του να καταλάβει και την ίδια τη Ρώμη απέτυχε παταγωδώς, αλλά για την ώρα ήταν θριαμβευτής, κατακτητής και μπορούσε πλέον να σφετεριστεί τον τίτλο "καϊζέρ ι ρουμ", Καίσαρας των Ρωμαίων.
 
Η μοίρα της Πόλης και των κατοίκων της αμέσως μετά την άλωση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή που αναμενόταν: κάτω από την ισλαμική παράδοση του πολέμου, την οποία ο Μωάμεθ συνήθως τηρούσε, όπως και τους υπόλοιπους κανόνες που συνιστούσαν το πλαίσιο γύρω από το οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις τον ύστερο Μεσαίωνα, εάν μια πόλη "απίστων" που πολιορκούνταν, καλούνταν να παραδοθεί και δεχόταν, οι κάτοικοί της διατηρούσαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ενώ και οι περιουσίες τους παρέμεναν στα χέρια τους. Η πόλη δεν ήταν υποκείμενη λεηλασίας και τα θρησκευτικά κέντρα των κατακτημένων παρέμεναν στη θέση τους και λειτουργούσαν κανονικά αν και με κάποιους περιορισμούς που έθετε ο κατακτητής. Η μόνη "ποινή" των παραδοθέντων ήταν η πληρωμή κάποιας προσόδου στον κατακτητή, πέρα φυσικά από το ότι θα ήταν πλέον υποτακτικοί του τελευταίου.
 
Βεβαίως, η Πόλη δεν παραδόθηκε. Οι υπερασπιστές της πολέμησαν γενναία, αψηφώντας τους πολυάριθμους εχθρούς και οι Οθωμανοί χρειάστηκε να πληρώσουν βαρύτατο φόρο αίματος για να καταβάλουν την αντίσταση των τελευταίων Βυζαντινών. Υπό αυτό το πρίσμα και κάτω από τους κανόνες εμπλοκής των μουσουλμάνων, οι στρατιώτες του κατακτητή είχαν πλέον δικαίωμα σε τρεις μέρες λεηλασίας, ενώ όταν αυτή έληγε, όλα τα λατρευτικά κτήρια των υποδούλων μετατρέπονταν σε τζαμιά ή κατεδαφίζονταν. Κατά τα ειωθότα, ο Μωάμεθ, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, δεν μπορούσε να απαγορεύσει στους άνδρες του, που κυριολεκτικά μάτωσαν για να καταλάβουν την πόλη, ν’ απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους.
Οταν και οι τελευταίοι υπερασπιστές είτε έπεσαν υπό το βάρος των αριθμών των Οθωμανών που εισέρρεαν στην Πόλη από κάθε πιθανό και απίθανο άνοιγμα είτε οχυρώθηκαν στα τελευταία σημεία αντίστασης, οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε ένα απίστευτο όργιο λεηλασίας, φόνων, βιασμών και πλιάτσικου. Οι χιλιάδες τακτικών και ιδιαίτερα οι ημιάγριοι βαζιβουζούκοι άτακτοι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, άνδρα, γυναίκα, παιδί. Ουδείς μπορούσε να ξεφύγει από τη μανία των κατακτητών, που έκοβαν αδιακρίτως κεφάλια, χέρια, πόδια, σε μια τρομερή μανία που προερχόταν από τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας και το βαρύ φόρο αίματος που χρειάστηκε να πληρώσουν, αλλά και από το πολύχρονο αίσθημα κατωτερότητας που διακατείχε τους νεόκοπους κατακτητές σε σχέση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν πίσω τους 3.000 χρόνια ελληνικής και ρωμαϊκής κουλτούρας.
 
Αυτά τα συναισθήματα μετουσιώθηκαν σε σφαγή. Οπως παραδίδεται στο "Απόδειξις ιστοριών" του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη: "... Οι Ελληνες, μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πάνω τους βιαστικά και με ακαταστασία, χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη, έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
.... Ενα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγία Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους, χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για πού. Σε λίγο σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως φάνηκαν γενναίοι, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν, αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν."
 
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό κλαγγών όπλων και ουρλιαχτών, μέσα στα ποτάμια αίματος που πλημμύριζαν τα σπίτια, τις πλατείες και τους δρόμους, μέσα σε αυτό το όργιο της καταστροφής και του πλιάτσικου, ο Μωάμεθ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν άφηνε τους βάρβαρους στρατιώτες του να συνεχίσουν, δεν θα του έμενε τίποτε να κυβερνήσει από την κάποτε υπερήφανη πόλη. Ετσι, σε λιγότερο από 24 ώρες από την πτώση της πόλης, ο σουλτάνος διέταξε την άμεση παύση του πλιάτσικου και έδωσε εντολή στους Γενίτσαρους να σύρουν έξω από την Πόλη όποιον αρνηθεί να υπακούσει τη διαταγή.
Μέσα σε ελάχιστες ώρες η καταστροφή είχε σταματήσει. Τα τελευταία σώματα άτακτων είχαν συρθεί έξω από τα τείχη και όσοι Ελληνες είχαν επιβιώσει, έβγαιναν σιγά-σιγά από τις εκκλησίες και τις κρυψώνες τους. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είχε είτε σφαγιασθεί είτε σκλαβωθεί, καθώς οι περισσότεροι Τούρκοι, μετά την εκτόνωση της αρχικής μανίας τους, άρχισαν να σκέφτονται περισσότερο το κέρδος και λιγότερο τη σφαγή, οπότε τα θύματά τους αιχμαλωτίζονταν για να πωληθούν στη συνέχεια ως σκλάβοι.
 
Φυσικά, ο ήδη συρρικνωμένος πληθυσμός της πόλης δεν ανταποκρινόταν πλέον ούτε σε... μεγάλο χωριό. Γι’ αυτό και μία από τις πρώτες κινήσεις του Μωάμεθ αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας του Οθωμανικού κράτους ήταν να φέρει πολυάριθμους αποίκους, κυρίως Τούρκους ή εξισλαμισμένους Ανατολίτες, Ελληνες, αλλά και Αρμένιους και Εβραίους, να κατοικήσουν στην αχανή πόλη.
Αμέσως μετά την παύση της σφαγής και την εδραίωση κάποιας τάξης στην κατακτημένη πόλη, ο Μωάμεθ εισήλθε επικεφαλής εντυπωσιακής πομπής και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532. Η Αγία Σοφία θα μετατρεπόταν πλέον σε τζαμί μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο κατακτητής δεν φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την παλιά αριστοκρατία και τη διοικητική ελίτ του Βυζαντίου. Μέσα σε λίγες μέρες είχε εκτελέσει το σύνολο των επιφανών Βυζαντινών που κατείχαν κάποιο αξίωμα και δεν είχαν φροντίσει να αποχωρήσουν. Ακόμη και ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, ένας από τους ηγέτες της ανθενωτικής παράταξης και εκείνος που είχε εκφράσει την άποψη ότι καλύτερα οι Τούρκοι παρά η Ενωση, αποκεφαλίσθηκε. Σύμφωνα με κάποιες πηγές εξαιτίας των αντιρρήσεων που εξέφρασε όταν ο Μωάμεθ του ανακοίνωσε την απόφασή του να πάρει το γιο του ως "προστατευόμενό" του. Μάλιστα ζήτησε από τον Μωάμεθ να σκοτώσει τα παιδιά του και μετά ν’ αποκεφαλίσει τον ίδιο, έτσι ώστε να πεθάνει βέβαιος πως τα παιδιά του είναι νεκρά.
 
--------
 
Η δόξα της Βασιλεύουσας
 
Η Βασιλεύουσα της ελληνικής παράδοσης, η πιο ένδοξη πόλη του Μεσαίωνα και το φρούριο του μεσαιωνικού ελληνισμού, η "Νέα Ρώμη", το "κόσμημα του Βοσπόρου" και άλλα πολλά είναι η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα και το κέντρο της Βυζαντινής (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας, που το 1453 έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Το αρχαίο όνομα της πόλης, την οποία κατέστησε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας την παραπαίουσα Ρώμη, ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, ήταν Βυζάντιο. Πόλη ελληνική, ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας, ελέγχοντας τα στενά του Βοσπόρου, ωστόσο ουδέποτε μπόρεσε να πλησιάσει τη σημασία των ελληνικών μητροπόλεων (Αθήνα, Σπάρτη) και των μεγαλύτερων δυτικών αποικιών (Συρακούσες, Τάρας).
Το Βυζάντιο είχε ιδρυθεί από τους Μεγαρείς υπό τον θρυλικό Βύζαντα το 667 π.Χ. Η ιστορία της πόλης ανά τους αιώνες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν σχετίζεται πρακτικά με αυτήν της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης.
Ιδρυτής της τελευταίας είναι ο αυτοκράτορας της Ρώμης Κωνσταντίνος ο Μέγας, που με σκοπό να εξυπηρετήσει τα ιδιαίτερα φιλόδοξα σχέδιά του για τη νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη.
Η τελευταία την εποχή του Κωνσταντίνου συνέχιζε να είναι μία εντυπωσιακή και πλούσια και σχεδόν οριακά πυκνοκατοικημένη πόλη, ωστόσο δεν ήταν πλέον το κατάλληλο κέντρο διακυβέρνησης μιας αυτοκρατορίας που άρχιζε να νιώθει καυτή την ανάσα των βορείων και ανατολικών εχθρών της. Η Ρώμη είχε μία σειρά από μειονεκτήματα, τα οποία επιγραμματικά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
- Ηταν κτισμένη σε πεδινή τοποθεσία και ήταν δύσκολη η υπεράσπισή της σε περίπτωση πολιορκίας.
- Δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα.
- Αντιμετώπιζε μία σειρά από προβλήματα υγιεινής (ιδιαίτερα επιδημίες ελονοσίας ήταν τακτικό φαινόμενο).
- Η αριστοκρατία της ήταν διεφθαρμένη και ο λαός καλομαθημένος και συνηθισμένος μέχρι υπερβολής σε "άρτο και θεάματα".
- Ουδέποτε έπαψε να είναι μία πόλη-κράτος, με όλα τα συμπλέγματα που αυτό συνεπάγεται, και ως εκ τούτου όχι ιδανική για το ρόλο της πρωτεύουσας μιας πολυεθνικής, εκτεταμένης αυτοκρατορίας.
- Βρισκόταν μακριά από τα κύρια σύνορα της αυτοκρατορίας (που τότε ήταν ο Δούναβης και ο Ευφράτης), τα οποία αποτελούσαν και σημεία μόνιμης τριβής με τους γείτονες των Ρωμαίων.
- Βρισκόταν στο φτωχό δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας (σε αντίθεση με το πλούσιο ανατολικό).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου