Κατά κανόνα, οι λαϊκιστές κερδίζουν δύσκολα την εξουσία αλλά εξίσου
δύσκολα τη χάνουν. Συνήθως διατηρούνται σε αυτήν για δεύτερη ή και
περισσότερες κυβερνητικές θητείες, όπως ήδη συμβαίνει στην Ουγγαρία (το
κόμμα του Ορμπαν έχει κερδίσει τρεις συνεχόμενες εκλογές) ή όπως συνέβη
στο παρελθόν στην Ιταλία, καθώς και στη χώρα μας από τη δεκαετία του ’80
και μετά. Οι προσεχείς εκλογές του Οκτωβρίου στην Πολωνία μάλλον
πρόκειται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα, αφού οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν
νίκη των λαϊκιστών για δεύτερη συνεχόμενη φορά. Η πρόσφατη, λοιπόν, ήττα
του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου, ύστερα από μία μόνο πλήρη
κυβερνητική θητεία, αποτελεί εξαίρεση του παραπάνω κανόνα. Πώς
εξηγείται;
Η απάντηση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ακολούθησε το βασικό μοντέλο εξουσίας που εφαρμόζουν όλες οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις, δεν κατόρθωσε να το υλοποιήσει στο πεδίο της πολιτικής πράξης. Αυτό το «μοντέλο» αποτελείται από τέσσερα συστατικά στοιχεία που, το κυριότερο, βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ τους.
Το πρώτο στοιχείο είναι η ύπαρξη προσωποπαγούς και ρηξικέλευθης ηγεσίας. Ο λαϊκιστής ηγέτης διαθέτει προσωπικό «χάρισμα», έχει πλήρη έλεγχο στο κόμμα του και υπόσχεται την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού κυβερνητικού προγράμματος που επιδιώκει να τα «αλλάξει όλα». Το δεύτερο στοιχείο είναι η οξεία πολιτική πόλωση. Η στρατηγική πόλωσης είναι απαραίτητη καθώς, για τους λαϊκιστές, η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε δύο μόνο κατηγορίες, τον «λαό» και το «κατεστημένο», οι οποίες βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη αναμεταξύ τους, χωρίς καμία δυνατότητα συναίνεσης. Το τρίτο αναγκαίο στοιχείο του κυβερνώντος λαϊκισμού είναι η περιστολή των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, πράγμα που όμως προϋποθέτει την άλωση του κράτους και την κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Το τέταρτο και τελευταίο στοιχείο είναι η επέκταση και συστηματοποίηση των πελατειακών σχέσεων προς (προσωρινό) όφελος επιλεγμένων κοινωνικών ομάδων, αλλά σε (μόνιμο) βάρος των παραγωγικών τάξεων στο σύνολό τους.
Μετά την εκλογική του νίκη τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αγαστή συνεργασία με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, ακολούθησε πιστά το παραπάνω υπόδειγμα. Ο Αλέξης Τσίπρας έμοιαζε να διαθέτει χαρακτηριστικά χαρισματικού ηγέτη. Ηταν νέος και άφθαρτος, φαινόταν να ελέγχει το κόμμα του και, κυρίως, διέθετε ριζοσπαστικό λόγο που διέγειρε πολλές ελληνικές καρδιές. Η στρατηγική της πόλωσης παρέμεινε κύριο χαρακτηριστικό της κυβέρνησης αφού, κατά δήλωση του ίδιου του αρχηγού της, κύριος στόχος ήταν να «τελειώσει» τους αντιπάλους της (για να μην την «τελειώσουν» εκείνοι). Επίσης, η νέα συγκυβέρνηση κινήθηκε με ταχύτητα στον «αποικισμό» του κράτους με προσλήψεις, διορισμούς και μετατάξεις κομματικών φίλων, ενώ επίσης φρόντισε με επιμέλεια την παροχή ωφελημάτων σε «λαϊκές» ομάδες ψηφοφόρων, αντλώντας πόρους μέσω φορολόγησης από την ευρύτερη μεσαία τάξη. Κι όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές και, μαζί με αυτές, την εξουσία. Να τι συνέβη.
Πρώτα πρώτα, το ηγετικό χάρισμα του πρωθυπουργού σταδιακά ξέφτισε. Ιδίως μετά την παρωδία του δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015, η ηγεσία του αμφισβητήθηκε έντονα από αρκετούς, οι οποίοι επέλεξαν να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, ενώ πολύ περισσότεροι δυσαρεστήθηκαν με τη μνημονιακή «κωλοτούμπα». Μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, η δημοτικότητα τόσο της κυβέρνησης όσο και του πρωθυπουργού βρέθηκαν σε σταθερά καθοδική πορεία, η οποία συνεχίστηκε χωρίς διακοπή. Οταν έφτασαν οι εκλογές, ο Τσίπρας εμφανίστηκε χωρίς θετικό μήνυμα ή ρηξικέλευθες ιδέες στον χώρο του εφικτού και, εντέλει, δίχως πραγματικό όραμα για το μέλλον της χώρας.
Η τακτική πόλωσης που επιχείρησε η κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα κατάφερε, πράγματι, να συσπειρώσει αρχικά τους οπαδούς της και να δημιουργήσει έκδηλη αμηχανία στους αντιπάλους της. Σύντομα όμως προσέκρουσε σε ένα απρόσμενο εμπόδιο – την πολιτικά ευφυή άρνηση του Μητσοτάκη να ακολουθήσει παρόμοια τακτική, αποφεύγοντας έτσι να πέσει στην παγίδα της πόλωσης. Αντίθετα, ο νέος αρχηγός της Ν.Δ. ακολούθησε με συνέπεια στρατηγική πολιτικής μετριοπάθειας, ήπιων τόνων και αναζήτησης συναινέσεων. Κι έτσι, ενώ ο Τσίπρας στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις έκανε αναφορές στον Αρη Βελουχιώτη και σε παλιούς διχασμούς, ο Μητσοτάκης παρουσίαζε με άνεση ένα καλοδουλεμένο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, τονίζοντας ότι η δική του κυβέρνηση «δεν θα είναι με τους πολλούς ή τους λίγους, θα είναι με όλους».
Σε ό,τι αφορά τους θεσμούς και το κράτος, οι πρώτοι πράγματι ταλαιπωρήθηκαν και το δεύτερο πράγματι κατελήφθη από κομματικά διορισμένους. Αλλά, δυστυχώς, η διακυβέρνηση κυμάνθηκε μεταξύ σχετικής ανεπάρκειας και πλήρους ανικανότητας, ιδίως σε τομείς αιχμής όπως η πολιτική προστασία, η ενέργεια, η Παιδεία, η Υγεία. Η κρατική διοίκηση κατέληξε απλό εργαλείο για την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών και κομματικών επιδιώξεων. Οσο, δε, εμφανέστερο γινόταν αυτό, τόσο περισσότερο η ευρεία μεσαία τάξη έχανε την αρχική εμπιστοσύνη που είχε δείξει στην κυβέρνηση. Οι καταστροφές στη Μάνδρα και στο Μάτι απλώς αποτέλεσαν τη θλιβερή επιβεβαίωση της ανικανότητας του κομματικού κράτους να προστατεύει τους πολίτες του.
Τέλος, δεδομένης της γενικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας αλλά και της ειδικότερης αδυναμίας των λαϊκιστών να εφαρμόσουν ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα στην οικονομία, η προηγούμενη κυβέρνηση ούτε διέθετε ούτε μπόρεσε να δημιουργήσει ικανούς πόρους για να εφαρμόσει συστηματική πολιτική παροχών σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Ετσι, ακόμη και το πακέτο μέτρων που δόθηκε μόλις λίγες ημέρες πριν από τις κρίσιμες ευρωεκλογές, αφενός μεν θεωρήθηκε από τους ψηφοφόρους σαν ένα ευκαιριακό «δωράκι», αφετέρου δε προκάλεσε ενστάσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους καθώς η αύξηση της δημόσιας δαπάνης για παροχές εξανέμισε σημαντικό δημοσιονομικό χώρο.
Η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολλαπλά σημαντική. Το ίδιο το κόμμα είναι απίθανο ότι θα επιχειρήσει μια μελλοντική επάνοδο στην εξουσία βάσει του λαϊκιστικού υποδείγματος που ήδη απέτυχε να υλοποιήσει, αλλά ακόμη είναι αβέβαιο με τι θα μπορέσει να το αντικαταστήσει. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ επίσης συνιστά την πρώτη μεγάλη ήττα του λαϊκισμού στη σύγχρονη Ευρώπη. Τα διδάγματα που προσφέρει σε άλλες χώρες με λαϊκιστικές κυβερνήσεις δεν πρέπει να πάνε χαμένα.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας.
kathimerini.gr
Η απάντηση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ακολούθησε το βασικό μοντέλο εξουσίας που εφαρμόζουν όλες οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις, δεν κατόρθωσε να το υλοποιήσει στο πεδίο της πολιτικής πράξης. Αυτό το «μοντέλο» αποτελείται από τέσσερα συστατικά στοιχεία που, το κυριότερο, βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ τους.
Το πρώτο στοιχείο είναι η ύπαρξη προσωποπαγούς και ρηξικέλευθης ηγεσίας. Ο λαϊκιστής ηγέτης διαθέτει προσωπικό «χάρισμα», έχει πλήρη έλεγχο στο κόμμα του και υπόσχεται την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού κυβερνητικού προγράμματος που επιδιώκει να τα «αλλάξει όλα». Το δεύτερο στοιχείο είναι η οξεία πολιτική πόλωση. Η στρατηγική πόλωσης είναι απαραίτητη καθώς, για τους λαϊκιστές, η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε δύο μόνο κατηγορίες, τον «λαό» και το «κατεστημένο», οι οποίες βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη αναμεταξύ τους, χωρίς καμία δυνατότητα συναίνεσης. Το τρίτο αναγκαίο στοιχείο του κυβερνώντος λαϊκισμού είναι η περιστολή των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, πράγμα που όμως προϋποθέτει την άλωση του κράτους και την κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Το τέταρτο και τελευταίο στοιχείο είναι η επέκταση και συστηματοποίηση των πελατειακών σχέσεων προς (προσωρινό) όφελος επιλεγμένων κοινωνικών ομάδων, αλλά σε (μόνιμο) βάρος των παραγωγικών τάξεων στο σύνολό τους.
Μετά την εκλογική του νίκη τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αγαστή συνεργασία με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, ακολούθησε πιστά το παραπάνω υπόδειγμα. Ο Αλέξης Τσίπρας έμοιαζε να διαθέτει χαρακτηριστικά χαρισματικού ηγέτη. Ηταν νέος και άφθαρτος, φαινόταν να ελέγχει το κόμμα του και, κυρίως, διέθετε ριζοσπαστικό λόγο που διέγειρε πολλές ελληνικές καρδιές. Η στρατηγική της πόλωσης παρέμεινε κύριο χαρακτηριστικό της κυβέρνησης αφού, κατά δήλωση του ίδιου του αρχηγού της, κύριος στόχος ήταν να «τελειώσει» τους αντιπάλους της (για να μην την «τελειώσουν» εκείνοι). Επίσης, η νέα συγκυβέρνηση κινήθηκε με ταχύτητα στον «αποικισμό» του κράτους με προσλήψεις, διορισμούς και μετατάξεις κομματικών φίλων, ενώ επίσης φρόντισε με επιμέλεια την παροχή ωφελημάτων σε «λαϊκές» ομάδες ψηφοφόρων, αντλώντας πόρους μέσω φορολόγησης από την ευρύτερη μεσαία τάξη. Κι όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές και, μαζί με αυτές, την εξουσία. Να τι συνέβη.
Πρώτα πρώτα, το ηγετικό χάρισμα του πρωθυπουργού σταδιακά ξέφτισε. Ιδίως μετά την παρωδία του δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015, η ηγεσία του αμφισβητήθηκε έντονα από αρκετούς, οι οποίοι επέλεξαν να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, ενώ πολύ περισσότεροι δυσαρεστήθηκαν με τη μνημονιακή «κωλοτούμπα». Μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, η δημοτικότητα τόσο της κυβέρνησης όσο και του πρωθυπουργού βρέθηκαν σε σταθερά καθοδική πορεία, η οποία συνεχίστηκε χωρίς διακοπή. Οταν έφτασαν οι εκλογές, ο Τσίπρας εμφανίστηκε χωρίς θετικό μήνυμα ή ρηξικέλευθες ιδέες στον χώρο του εφικτού και, εντέλει, δίχως πραγματικό όραμα για το μέλλον της χώρας.
Η τακτική πόλωσης που επιχείρησε η κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα κατάφερε, πράγματι, να συσπειρώσει αρχικά τους οπαδούς της και να δημιουργήσει έκδηλη αμηχανία στους αντιπάλους της. Σύντομα όμως προσέκρουσε σε ένα απρόσμενο εμπόδιο – την πολιτικά ευφυή άρνηση του Μητσοτάκη να ακολουθήσει παρόμοια τακτική, αποφεύγοντας έτσι να πέσει στην παγίδα της πόλωσης. Αντίθετα, ο νέος αρχηγός της Ν.Δ. ακολούθησε με συνέπεια στρατηγική πολιτικής μετριοπάθειας, ήπιων τόνων και αναζήτησης συναινέσεων. Κι έτσι, ενώ ο Τσίπρας στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις έκανε αναφορές στον Αρη Βελουχιώτη και σε παλιούς διχασμούς, ο Μητσοτάκης παρουσίαζε με άνεση ένα καλοδουλεμένο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, τονίζοντας ότι η δική του κυβέρνηση «δεν θα είναι με τους πολλούς ή τους λίγους, θα είναι με όλους».
Σε ό,τι αφορά τους θεσμούς και το κράτος, οι πρώτοι πράγματι ταλαιπωρήθηκαν και το δεύτερο πράγματι κατελήφθη από κομματικά διορισμένους. Αλλά, δυστυχώς, η διακυβέρνηση κυμάνθηκε μεταξύ σχετικής ανεπάρκειας και πλήρους ανικανότητας, ιδίως σε τομείς αιχμής όπως η πολιτική προστασία, η ενέργεια, η Παιδεία, η Υγεία. Η κρατική διοίκηση κατέληξε απλό εργαλείο για την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών και κομματικών επιδιώξεων. Οσο, δε, εμφανέστερο γινόταν αυτό, τόσο περισσότερο η ευρεία μεσαία τάξη έχανε την αρχική εμπιστοσύνη που είχε δείξει στην κυβέρνηση. Οι καταστροφές στη Μάνδρα και στο Μάτι απλώς αποτέλεσαν τη θλιβερή επιβεβαίωση της ανικανότητας του κομματικού κράτους να προστατεύει τους πολίτες του.
Τέλος, δεδομένης της γενικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας αλλά και της ειδικότερης αδυναμίας των λαϊκιστών να εφαρμόσουν ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα στην οικονομία, η προηγούμενη κυβέρνηση ούτε διέθετε ούτε μπόρεσε να δημιουργήσει ικανούς πόρους για να εφαρμόσει συστηματική πολιτική παροχών σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Ετσι, ακόμη και το πακέτο μέτρων που δόθηκε μόλις λίγες ημέρες πριν από τις κρίσιμες ευρωεκλογές, αφενός μεν θεωρήθηκε από τους ψηφοφόρους σαν ένα ευκαιριακό «δωράκι», αφετέρου δε προκάλεσε ενστάσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους καθώς η αύξηση της δημόσιας δαπάνης για παροχές εξανέμισε σημαντικό δημοσιονομικό χώρο.
Η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολλαπλά σημαντική. Το ίδιο το κόμμα είναι απίθανο ότι θα επιχειρήσει μια μελλοντική επάνοδο στην εξουσία βάσει του λαϊκιστικού υποδείγματος που ήδη απέτυχε να υλοποιήσει, αλλά ακόμη είναι αβέβαιο με τι θα μπορέσει να το αντικαταστήσει. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ επίσης συνιστά την πρώτη μεγάλη ήττα του λαϊκισμού στη σύγχρονη Ευρώπη. Τα διδάγματα που προσφέρει σε άλλες χώρες με λαϊκιστικές κυβερνήσεις δεν πρέπει να πάνε χαμένα.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας.
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου