Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Ούτε Καίσαρας, ούτε μαριονέττα του Αντώνη Αντωνάκου


Ούτε Καίσαρας, ούτε μαριονέττα.
Παρακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις -τους πολιτικούς που είναι στο προσκήνιο, τα έργα και τα λόγια τους- και αναλογιζόμενος το μέλλον διολισθαίνεις, ανεπαισθήτως,  προς κατάθλιψη. Καμία αισιοδοξία δεν μπορεί να προκύψει με δεδομένο το επίπεδο των πολιτικών «ταγών» -αφ’ ενός και αφ’ ετέρου τις εξαιρετικά δυσοίωνες εξελίξεις, παγκόσμιες-περιφερειακές και εγχώριες- στο βαθμό μάλιστα που πιθανώς ισχύει και το λεγόμενο ότι: «κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει», οπότε δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μια ουσιωδώς διαφορετική διακυβέρνηση από την σημερινή. Ο πολιτικός καιροσκοπισμός και η εξουσιομανία αποτέλεσε βασικό στοιχείο σε πολλές κρίσιμες επιλογές καθορίζοντας, εν τέλει, και την πρόσκρουση της χώρας στο «παγόβουνο» της κρίσης παρά το γεγονός ότι αυτό ήταν ορατό ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Υπήρξαν και υπάρχουν βεβαίως εξαιρέσεις –σε πρόσωπα και πολιτικές πρακτικές- αλλά όπως πάντα αυτές επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Οι ανυπαρξία ρεαλιστικών απαντήσεων-λύσεων ή ακόμα χειρότερα η επιλογή κακών λύσεων οδηγούσε και οδηγεί σε αδιέξοδα. Κοινό υπόβαθρο των κακών επιλογών η τυφλή πόλωση, η ιδιοτέλεια και γενικότερα η πολιτική αβελτηρία. Οι λύσεις που προωθήθηκαν κατά καιρούς είχαν κοντόφθαλμη ωφελιμιστική οπτική αντί να επιλέγονται με βάση τα μακροχρόνια συμφέροντα της κοινωνίας και της χώρας. Η συναίνεση, η σύνθεση, η διαφύλαξη και η ενίσχυση των στοιχείων εκείνων που διασφαλίζουν την ομαλή πορεία της χώρας εξοβελίστηκαν σκοπίμως και στη θέση τους ορθώθηκαν τεχνητές διαχωριστικές γραμμές που τις καθόριζε το ιδεολόγημα των «προοδευτικών» απέναντι στους «δεξιούς». Κορυφαίες λειτουργίες του πολιτεύματος μπήκαν στο μικροκομματικό παιχνίδι. Το Σύνταγμα από την έγκρισή του το 1975 μπήκε σε αυτό το παιχνίδι ο χρόνος όμως απέδειξε ότι ήταν σύγχρονο και πραγματικά προοδευτικό διασφαλίζοντας την ομαλή δημοκρατική πορεία της χώρας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα –καιροσκοπισμού και μικροκομματικής προσέγγισης- η Προεδρία της Δημοκρατίας που από στοιχείο σταθερότητας και εξισορρόπησης μετατράπηκε σε αρκετές περιπτώσεις σε μοχλό πολιτικής αταξίας. Οι αυξημένες πλειοψηφίες που προβλέπει το Σύνταγμα βασίζονται στην -αυτονόητη στις ώριμες δημοκρατίες- υπέρβαση του «φαίνεσθε» και του «δήθεν» για χάρη της πολιτικής ουσίας και της σταθερότητας. Ο Π.τ.Δ. προβλεπόταν να είναι μια από τις ασφαλιστικές και εξισορροπητικές δικλείδες   (checks and balances) του πολιτεύματος. Οι αρμοδιότητες που προέβλεπε η αρχική ρύθμιση και των οποίων η χρήση θα γινόταν ενδεχομένως σε πολύ ακραία περίπτωση δικαιολογούντο με βάση την αυξημένη πλειοψηφία εκλογής ή οποία προφανώς θα προέκυπτε, κατά κανόνα, από την συναινετική επιλογή του προσώπου από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις ή από μια μεγάλη εκλογική πλειοψηφία η οποία -όπως αποδείχθηκε μετά το 54,37% της Ν.Δ. το 1974- ήταν απίθανη.
Η κατάργηση ορισμένων βασικών αρμοδιοτήτων του Π.τ.Δ., το 1986, ήταν κίνηση πολιτικού συμβολισμού χωρίς πραγματικό αντικείμενο, δεδομένου ότι η πιθανότητα να ασκηθούν κάποιες από αυτές ενάντια στην πολιτική βούληση της κυβέρνησης –λόγω του τρόπου εκλογής του- ήταν από ακραία έως απίθανη. Η χρήση της διαδικασίας εκλογής –συγκαλυμμένα το 2010 και απροκάλυπτα το 2015- από τους Παπανδρέου και Τσίπρα προκειμένου να προκληθούν πρόωρες εκλογές οδήγησε στην αναζήτηση λύσης στην παρούσα αναθεωρητική διαδικασία. Από μόνη της αυτή η πρόθεση δείχνει ότι ακόμα και οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις δεν εμπιστεύονται τον εαυτό τους, φοβούνται ότι για μια ακόμα φορά με την αβελτηρία τους θα οδηγήσουν την χώρα σε αδιέξοδα. Ίσως δικαίως, διαισθανόμενες την ανεπάρκεια και την ανευθυνότητά τους, προσπαθούν να καλυφθούν πίσω από «τρίχες κατσαρές». Γιατί αυτό που φταίει δεν είναι οι πρόνοιες του Συντάγματος αλλά ο δικός τους πολιτικός αμοραλισμός. Έτσι οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί δεν οδηγούν σε λύση του προβλήματος αλλά μάλλον σε περαιτέρω επιπλοκές.
Η επιλογή του προέδρου από τον λαό είναι ασφαλώς δημοκρατική αλλά το ερώτημα είναι αν είναι λυτρωτική ή αντίθετα υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα. Έστω και αποστερημένος από τις αρχικές αρμοδιότητες ο Πρόεδρος σε αυτήν την περίπτωση θα αποτελεί στην ουσία έναν δεύτερο ισχυρό –λόγω της δημοκρατικής νομιμοποίησης- πόλο εξουσίας. Είναι φανερό ότι, έστω και αν είναι διαφορετικής υφής η ψήφος, θα μπορούσαν αρκετοί να ισχυρισθούν ότι η απόλυτη πλειοψηφία της προεδρικής εκλογής υπερισχύει της σχετικής –στο εκλογικό σώμα- της κυβέρνησης. Τι θα συνέβαινε για παράδειγμα στην περίπτωση που ήταν εκλεγμένος Πρόεδρος ο κύριος Σαμαράς και η κυβέρνηση επιχειρούσε να προωθήσει την συμφωνία των Πρεσπών; Η εκδοχή λοιπόν της εκλογής από τον λαό δημιουργεί τις προοπτικές για πολύ πιο επικίνδυνες καταστάσεις σε σχέση με τις αρμοδιότητες που παρείχε στον Πρόεδρο το σύνταγμα πριν αναθεωρηθεί το 1986. Μπορεί να αποτελέσει την θρυαλλίδα για έναν νέο επικίνδυνο και επώδυνο διχασμό.
Αλλά και η βασική αντιπρόταση –της εκλογής με 151 ψήφους- δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με αυτήν ακόμα και από μια κυβέρνηση της οποίας ο πολιτικός βίος θα ήταν στα τελευταία της θα μπορούσε να εκλεγεί πρόεδρος οποιοδήποτε πρόσωπο εξυπηρετούσε στιγμιαία κομματικές σκοπιμότητες δίχως το αναγκαίο κύρος και τα προσόντα για να υπηρετήσει τον θεσμό. Σε όποιον αυτό φαίνεται ακραίο ενδεχόμενο αρκεί να αναλογιστεί ότι το 2011 ο κύριος Παπανδρέου πρότεινε για πρωθυπουργό τον κ. Πετσάλνικο ή ότι το 2015 η κυρία Κωνσταντοπούλου έγινε Πρόεδρος της Βουλής. Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση λοιπόν, αν έληγε τώρα η θητεία του Π.τ.Δ., η κυβέρνηση –εκπροσωπώντας το 35%, του 46% των ψηφοφόρων που συμμετείχαν στις εκλογές- μαζί με τους 6 «συνοδοιπόρους» της θα μπορούσε να εκλέξει οποιονδήποτε, ενδεχομένως άνθρωπο «μαριονέττα», ως νέο Πρόεδρο.
Αν όμως ένας Πρόεδρος-Καίσαρας είναι επικίνδυνο ενδεχόμενο για την λειτουργία της Πολιτείας άλλο τόσο επικίνδυνος θα είναι και ένας Πρόεδρος-μαριονέττα, αποτελώντας εκ των πραγμάτων προϊόν συγκυριών και όργανο κομματικών σκοπιμοτήτων. Ενδεχομένως μια ρύθμιση που θα προέβλεπε –συμπληρώνοντας τις ισχύουσες- ότι σε περίπτωση προσφυγής στις κάλπες -λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου- οι εκλογές  θα διεξάγονταν με απλή αναλογική θα πειθανάγκαζε τα δύο μεγάλα κόμματα να ομονοήσουν στο πρόσωπο του Προέδρου. Σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερο, αν τα κόμματα αν δεν μπορούν να βρουν μια αξιόπιστη λύση -στο πρόβλημα που η δική τους αβελτηρία και ο πολιτικός τους αμοραλισμός δημιούργησε στο παρελθόν- να αφήσουν την διάταξη ως έχει, είναι λιγότερο επικίνδυνη από τις εναλλακτικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί.
Αντώνης Αντωνάκος 18/01/2019  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου