Το αφήγημα για την «καθαρή έξοδο» της Ελλάδας από τα μνημόνια μοιάζει με εκείνα τα δώρα που κρύβουν μέσα τους εκρηκτικά.
Είναι πολύ ωραίο να ακούς τον Αλέξη
Τσίπρα και τον Wolfgang Schaeuble να συμφωνούν ότι ήρθε ο καιρός να
τελειώσουν τα προγράμματα χρηματοδότησης και η Ελλάδα να ξαναγίνει μια
«κανονική χώρα». Αλλά όσο πλησιάζει η κρίσιμη ώρα δεν μπορείς να είσαι
σίγουρος αν ανοίγοντας το κουτί θα έχεις κερδίσει το λαχείο ή θα εκραγεί
πάνω σου η βόμβα.
Ο Τσίπρας έχει κάθε λόγο να
υπερασπίζεται το σενάριο της «καθαρής εξόδου». Δεν θέλει να είναι ο
πρωθυπουργός που θα υπογράψει τα περισσότερα μνημόνια από κάθε άλλον και
θα είναι πρώτος που θα πηδήξει από το βαγόνι αν δει ότι το τρένο
κινδυνεύει να βγει από τις ράγες.
Ο Schaeuble έχει άλλα σχέδια στο μυαλό
του. Καιρό τώρα εργάζεται για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και ίσως
θα πρέπει κανείς να διαβάζει δύο φορές πίσω από τα ευχολόγια ότι η
Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει. Γνωρίζει, όμως πως αργά ή γρήγορα η χώρα
μας θα χρειαστεί και πάλι λεφτά, αν όχι με ένα κανονικό πρόγραμμα
πολλών δισεκατομμυρίων και αυστηρής εποπτείας, μέσω μιας «πιστωτικής
γραμμής» την οποία Βερολίνο δεν ντρέπονται να την λένε μνημόνιο.
Το θέμα είναι και πάλι οι «όροι». Οι
Γερμανοί δεν καίγονται να ξαναδώσουν λεφτά στην Ελλάδα. Αν χρειαστεί θα
το κάνουν με ακόμη πιο σκληρούς όρους και μόνο αν διαπιστώσουν στην
πράξη ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν σταματήσει να κοροϊδεύουν. Τώρα
που τελείωσαν οι εκλογές τους και ετοιμάζονται να βάλουν μπροστά το
μεγάλο σχέδιο αναδιάρθρωσης της ευρωζώνης, έχουν την υπομονή να
περιμένουν από την Ελλάδα να ζητήσει η ίδια την βοήθειά τους.
Να συμφωνήσουμε όλοι πως κάποτε πρέπει
να ξεμπερδέψουμε με τα μνημόνια. Αλλά εδώ δεν συζητάμε αν το 2018 θα
σταματήσει η «επιτροπεία», τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις. Το διακύβευμα
είναι αν αντέχει πράγματι η χώρα τη διακοπή της χρηματοδότησης της με
προνομιακούς όρους από την ευρωζώνη, και αν θα είναι πράγματι σε θέση να
δανείζεται αποκλειστικά μέσω των αγορών όσα λεφτά χρειάζεται. Πρέπει
επίσης να δοθούν απαντήσεις για το αν είμαστε έτοιμοι για όλα αυτά και
τι θα συμβεί αν σε λίγους μήνες διαπιστωθεί ότι δεν είμαστε.
Αυτή τη στιγμή κανείς δεν έχει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, παρότι βρισκόμαστε μόλις 10 μήνες πριν την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου.
Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι η Ευρώπη
έχει ανοίξει στην κυβέρνηση Τσίπρα ένα τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας
μέχρι το καλοκαίρι του 2018 ώστε η Ελλάδα να διεκδικήσει την παραμονή
της στην πρώτη ταχύτητα της ευρωζώνης.
Είναι στο χέρι της και μόνο να μην την
ξοδέψει σε νέες αυταπάτες και να διακινδυνεύσει να οδηγήσει τη χώρα στις
επικίνδυνες ατραπούς που διανοίγονται με την εφαρμογή του σχεδίου της
Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων.
Η «καθαρή έξοδος», δηλαδή η πλήρης
επιστροφή της χώρας στις αγορές κεφαλαίου και η απεμπόληση της
δυνατότητας πρόσθετου δανεισμού μέσω πιστωτικής γραμμής ή νέου
μνημονίου, απαιτεί να συμβούν θεαματικά επιτεύγματα σε πολύ μικρό
χρονικό διάστημα.
Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μια πρώτη
προϋπόθεση είναι η κυβέρνηση να ολοκληρώσει το αργότερο μέχρι τον
Ιανουάριο-Φεβρουάριο τα περίπου 100 προαπαιτούμενα που προβλέπονται στις
αξιολογήσεις της ευρωπαϊκής τρόικας και του ΔΝΤ. Ακόμη και αν δεχθούμε
πως ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να κλείσει την 3η αξιολόγηση δεν
υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό που να έχουν πειστεί πως
αυτό μπορεί να συμβεί στο χρόνο που πρέπει και χωρίς κλυδωνισμούς που θα
επιδεινώσουν ξανά το κλίμα στην οικονομία.
Μια δεύτερη προϋπόθεση είναι η
δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διασφαλίσει ένα απόθεμα
διαθεσίμων τουλάχιστον 12-15 δισ. ευρώ μέσα από τις εναπομείνασες δόσεις
του προγράμματος και τις δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές. Αυτό απαιτεί
γρήγορες αξιολογήσεις και διαδοχικές προσπάθειες δανεισμού. Με ένα
τέτοιο ποσό θα μπορεί να ισχυριστεί ότι δυνητικά καλύπτει τις
χρηματοδοτικές ανάγκες του 2019-2020 ώστε να εγγυηθεί στους επενδυτές
των ομολόγων ότι δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο να χάσουν τα λεφτά που θα
βάλουν στην Ελλάδα αγοράζοντας χρέος.
Μια τρίτη προϋπόθεση είναι να επιτύχει
την τελική συμφωνία αναδιάρθρωσης χρέους η οποία θεωρείται καθοριστική
ώστε να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος χρεοκοπίας που ανακύπτει για την
περίοδο από το 2022 και μετά.
Μια άλλη σημαντική προϋπόθεση είναι το
επενδυτικό θαύμα που χρειάζεται να επιτευχθεί ώστε η ανάπτυξη στη χώρα
να αρχίσει να τρέχει με ρυθμούς κοντά στο 4% από την επόμενη χρονιά για
να μην διασαλευτούν οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ.
Τέλος το κυριότερο αν θέλουμε να μιλάμε
για απευθείας δανεισμό από τους διεθνείς ιδιώτες επενδυτές είναι οι
διεθνείς οίκοι αξιολόγησης να αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία
συνολικά κατά πέντε ολόκληρες βαθμίδες ώστε τα ελληνικά ομόλογα να
αποκτήσουν και πάλι βαθμολογία investment grade. Η επαναφορά του
αξιόχρεου είναι ο μόνος τρόπος ώστε αφενός οι επενδυτές να εμπιστευτούν
τα χρήματά τους στην Ελλάδα, και αφετέρου τα ομόλογα που κατέχουν οι
τράπεζες να γίνονται αποδεκτά ως ενέχυρα έναντι ρευστότητας από την ΕΚΤ
μόλις πάψει να ισχύει η εξαίρεση του μνημονίου.
Διαφορετικά χωρίς πιστωτική γραμμή
προληπτικής χρηματοδότησης ή άλλου είδους συμφωνία, η μόνη πηγή
ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι και πάλι ο έκτακτος
μηχανισμός ELA. Και αυτό όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, είναι από μόνο
του ένα μεγάλο αντικίνητρο για να υποστηρίζει κανείς αφελώς ότι η χώρα
οδεύει σε «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια.
liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου