Ανυποχώρητο
το ΔΝΤ στα εργασιακά, «χλιαρή» η στήριξη της Ευρώπης. Αναπόφευκτη η
πώληση μονάδων της ΔΕΗ σε ιδιώτες. Εσωκομματικές αντιδράσεις φοβάται το
Μαξίμου.
«Νεύμα» από την Αθήνα περιμένουν οι δανειστές για να επιστρέψουν στην Αθήνα οι επικεφαλής των Θεσμών και να κλείσουν σε λίγα 24ωρα τη συμφωνία για την αξιολόγηση. Όμως, στο Μέγαρο Μαξίμου κλιμακώνονται οι ανησυχίες για τις εσωκομματικές αντιδράσεις, καθώς η διαπραγμάτευση για δύο «εκρηκτικά» θέματα, τα εργασιακά και τα ενεργειακά, δεν έχει εξελιχθεί σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες και οι συμβιβασμοί που υποδεικνύονται από τους πιστωτές είναι άκρως επώδυνοι.
Η προσπάθεια του πρωθυπουργού να πολιτικοποιήσει τη διαπραγμάτευση με τα εργασιακά, που αποτελούν το σημαντικότερο σημείο διαφωνίας με το ΔΝΤ, όπως δήλωσε ο Π. Τόμσεν σε ομιλία του στην Οξφόρδη, απέδωσε μια πολύ “χλιαρή” στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν «αντίβαρο» στις προτάσεις του Ταμείου.
Η αναφορά στο σεβασμό στο εργασιακό και κοινωνικό κεκτημένο σε όλα τα κράτη – μέλη, την οποία είχε προτείνει η ελληνική πλευρά, δεν εντάχθηκε στο κείμενο της Διακήρυξης της Ρώμης.
Η δε απάντηση του Ζαν Κλωντ Γιούνκερ στην επιστολή του πρωθυπουργού αναφέρει, βεβαίως, ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο ισχύει στην Ελλάδα, αλλά σε αρκετά σημεία ο πρόεδρος της Κομισιόν «κλείνει το μάτι» στο Ταμείο, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να αναστραφούν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (βασική θέση του ΔΝΤ), ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν είναι ένα μέγεθος που ταιριάζει σε όλους (“one size fits all”) και ότι δεν θα πρέπει να προσεγγίζεται το θέμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας με ιδεολογικό τρόπο.
Με αυτά τα δεδομένα, οι διακηρύξεις της κυβέρνησης για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων φαίνεται ότι πέφτουν στο κενό, ενώ παραμένουν στο τραπέζι οι προτάσεις του Ταμείου για τις ομαδικές απολύσεις και την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου (απεργίες), χωρίς καν να αναγνωρίζονται ως βάση διαπραγμάτευσης οι συστάσεις που περιλαμβάνονται στο πόρισμα εμπειρογνωμόνων του περασμένου φθινοπώρου.
Μονάδες σε ιδιώτες
Η δεύτερη «βόμβα» σε αυτό το καταληκτικό στάδιο των διαπραγματεύσεων είναι η αναπόφευκτη, όπως όλα δείχνουν, πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ κατ’ εφαρμογή όχι του μνημονίου, αλλά της σχετικής απόφασης που εξέδωσε τον Δεκέμβριο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η οποία ορίζει ως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να περάσει σε ιδιώτες η εκμετάλλευση τουλάχιστον 40% των αποθεμάτων λιγνίτη.
Η θέση της ελληνικής πλευράς έχει κατ’ ανάγκη προσαρμοσθεί στην απόφαση του Ευρωδικαστηρίου και πλέον συζητείται η πώληση τεσσάρων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, ενώ επιχειρείται να αναχαιτισθούν οι πιέσεις της Κομισιόν για πώληση και υδροηλεκτρικών μονάδων, προκειμένου να μειωθεί ταχύτερα το μερίδιο αγοράς της επιχείρησης.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η τελική συμφωνία δεν περιλαμβάνει και πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων, κάτι που θα συνιστούσε… ολική επαναφορά του σχεδίου για τη «μικρή ΔΕΗ», στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτάσσεται σκληρά από την εποχή Σαμαρά, ο τελικός συμβιβασμός δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει πωλήσεις λιγνιτικών μονάδων.
Οι υπολογισμοί του Μαξίμου
Ο προβληματισμός που επικρατεί στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης αφορά το αν και σε ποιο βαθμό μπορούν να γίνουν ανεκτές από το κόμμα ενδεχόμενες υποχωρήσεις στα εργασιακά και στο ενεργειακό, προκειμένου να κλείσει η συμφωνία για την αξιολόγηση και να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, δηλαδή σε μια συμφωνία μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η οποία θα οδηγήσει, με τη σειρά της, στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Πέρα από το αφήγημα της αποκατάστασης της σταθερότητας στην οικονομία και της τόνωσης των αναπτυξιακών ρυθμών, το Μαξίμου μπορεί να επικαλεσθεί στον εσωτερικό διάλογο και το γεγονός ότι έγινε δεκτό από τους πιστωτές να νομοθετηθούν, για να ισχύσουν ταυτόχρονα με τα μέτρα που προτείνει το Ταμείο (μείωση αφορολόγητου και συντάξεων) τα «αντίμετρα» που θα συμφωνηθούν με τους δανειστές.
Έτσι, θα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η συμφωνία είναι ισορροπημένη και δεν οδηγεί σε μεγαλύτερη λιτότητα, κάτι που δικαιώνει τη ρητορική του Μαξίμου («ούτε ένα ευρώ πρόσθετης λιτότητας»).
Από την άλλη, όμως, μια συμφωνία για τα εργασιακά που δεν θα περιλαμβάνει κάποιας μορφής επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα ήταν «κόκκινο πανί» για την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Επιπλέον, η πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ θα συναντήσει ισχυρή αντίσταση από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που εκλέγονται σε περιοχές με μονάδες της ΔΕΗ, χωρίς να αποκλείονται και πιο γενικευμένες αντιδράσεις, αφού και οι συνδικαλιστές της επιχείρησης προγραμματίζουν δυναμικές κινητοποιήσεις, οι οποίες θα ανεβάσουν το πολιτικό θερμόμετρο.
Τις επόμενες ημέρες, το Μαξίμου καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο γρήγορο κλείσιμο της συμφωνίας, έστω και με αυτούς τους δυσμενείς όρους και σε μια επικίνδυνη παράταση της στασιμότητας, αφού πλέον οι δανειστές έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να ξαναστείλουν στην Αθήνα τα κλιμάκια των θεσμών, αν δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί συμφωνία.
Μια στασιμότητα αυτής της μορφής, δηλαδή το πέρασμα του χρόνου ως το επόμενο Eurogroup, μόνο με ορισμένες εξ αποστάσεως επαφές, δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα ανεκτό από τους συντελεστές της πραγματικής οικονομίας και από το τραπεζικό σύστημα.
«Νεύμα» από την Αθήνα περιμένουν οι δανειστές για να επιστρέψουν στην Αθήνα οι επικεφαλής των Θεσμών και να κλείσουν σε λίγα 24ωρα τη συμφωνία για την αξιολόγηση. Όμως, στο Μέγαρο Μαξίμου κλιμακώνονται οι ανησυχίες για τις εσωκομματικές αντιδράσεις, καθώς η διαπραγμάτευση για δύο «εκρηκτικά» θέματα, τα εργασιακά και τα ενεργειακά, δεν έχει εξελιχθεί σύμφωνα με τις αρχικές προσδοκίες και οι συμβιβασμοί που υποδεικνύονται από τους πιστωτές είναι άκρως επώδυνοι.
Η προσπάθεια του πρωθυπουργού να πολιτικοποιήσει τη διαπραγμάτευση με τα εργασιακά, που αποτελούν το σημαντικότερο σημείο διαφωνίας με το ΔΝΤ, όπως δήλωσε ο Π. Τόμσεν σε ομιλία του στην Οξφόρδη, απέδωσε μια πολύ “χλιαρή” στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν «αντίβαρο» στις προτάσεις του Ταμείου.
Η αναφορά στο σεβασμό στο εργασιακό και κοινωνικό κεκτημένο σε όλα τα κράτη – μέλη, την οποία είχε προτείνει η ελληνική πλευρά, δεν εντάχθηκε στο κείμενο της Διακήρυξης της Ρώμης.
Η δε απάντηση του Ζαν Κλωντ Γιούνκερ στην επιστολή του πρωθυπουργού αναφέρει, βεβαίως, ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο ισχύει στην Ελλάδα, αλλά σε αρκετά σημεία ο πρόεδρος της Κομισιόν «κλείνει το μάτι» στο Ταμείο, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να αναστραφούν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (βασική θέση του ΔΝΤ), ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν είναι ένα μέγεθος που ταιριάζει σε όλους (“one size fits all”) και ότι δεν θα πρέπει να προσεγγίζεται το θέμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας με ιδεολογικό τρόπο.
Με αυτά τα δεδομένα, οι διακηρύξεις της κυβέρνησης για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων φαίνεται ότι πέφτουν στο κενό, ενώ παραμένουν στο τραπέζι οι προτάσεις του Ταμείου για τις ομαδικές απολύσεις και την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου (απεργίες), χωρίς καν να αναγνωρίζονται ως βάση διαπραγμάτευσης οι συστάσεις που περιλαμβάνονται στο πόρισμα εμπειρογνωμόνων του περασμένου φθινοπώρου.
Μονάδες σε ιδιώτες
Η δεύτερη «βόμβα» σε αυτό το καταληκτικό στάδιο των διαπραγματεύσεων είναι η αναπόφευκτη, όπως όλα δείχνουν, πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ κατ’ εφαρμογή όχι του μνημονίου, αλλά της σχετικής απόφασης που εξέδωσε τον Δεκέμβριο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η οποία ορίζει ως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να περάσει σε ιδιώτες η εκμετάλλευση τουλάχιστον 40% των αποθεμάτων λιγνίτη.
Η θέση της ελληνικής πλευράς έχει κατ’ ανάγκη προσαρμοσθεί στην απόφαση του Ευρωδικαστηρίου και πλέον συζητείται η πώληση τεσσάρων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, ενώ επιχειρείται να αναχαιτισθούν οι πιέσεις της Κομισιόν για πώληση και υδροηλεκτρικών μονάδων, προκειμένου να μειωθεί ταχύτερα το μερίδιο αγοράς της επιχείρησης.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η τελική συμφωνία δεν περιλαμβάνει και πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων, κάτι που θα συνιστούσε… ολική επαναφορά του σχεδίου για τη «μικρή ΔΕΗ», στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτάσσεται σκληρά από την εποχή Σαμαρά, ο τελικός συμβιβασμός δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει πωλήσεις λιγνιτικών μονάδων.
Οι υπολογισμοί του Μαξίμου
Ο προβληματισμός που επικρατεί στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης αφορά το αν και σε ποιο βαθμό μπορούν να γίνουν ανεκτές από το κόμμα ενδεχόμενες υποχωρήσεις στα εργασιακά και στο ενεργειακό, προκειμένου να κλείσει η συμφωνία για την αξιολόγηση και να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, δηλαδή σε μια συμφωνία μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η οποία θα οδηγήσει, με τη σειρά της, στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Πέρα από το αφήγημα της αποκατάστασης της σταθερότητας στην οικονομία και της τόνωσης των αναπτυξιακών ρυθμών, το Μαξίμου μπορεί να επικαλεσθεί στον εσωτερικό διάλογο και το γεγονός ότι έγινε δεκτό από τους πιστωτές να νομοθετηθούν, για να ισχύσουν ταυτόχρονα με τα μέτρα που προτείνει το Ταμείο (μείωση αφορολόγητου και συντάξεων) τα «αντίμετρα» που θα συμφωνηθούν με τους δανειστές.
Έτσι, θα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η συμφωνία είναι ισορροπημένη και δεν οδηγεί σε μεγαλύτερη λιτότητα, κάτι που δικαιώνει τη ρητορική του Μαξίμου («ούτε ένα ευρώ πρόσθετης λιτότητας»).
Από την άλλη, όμως, μια συμφωνία για τα εργασιακά που δεν θα περιλαμβάνει κάποιας μορφής επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα ήταν «κόκκινο πανί» για την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Επιπλέον, η πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ θα συναντήσει ισχυρή αντίσταση από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που εκλέγονται σε περιοχές με μονάδες της ΔΕΗ, χωρίς να αποκλείονται και πιο γενικευμένες αντιδράσεις, αφού και οι συνδικαλιστές της επιχείρησης προγραμματίζουν δυναμικές κινητοποιήσεις, οι οποίες θα ανεβάσουν το πολιτικό θερμόμετρο.
Τις επόμενες ημέρες, το Μαξίμου καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο γρήγορο κλείσιμο της συμφωνίας, έστω και με αυτούς τους δυσμενείς όρους και σε μια επικίνδυνη παράταση της στασιμότητας, αφού πλέον οι δανειστές έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να ξαναστείλουν στην Αθήνα τα κλιμάκια των θεσμών, αν δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί συμφωνία.
Μια στασιμότητα αυτής της μορφής, δηλαδή το πέρασμα του χρόνου ως το επόμενο Eurogroup, μόνο με ορισμένες εξ αποστάσεως επαφές, δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα ανεκτό από τους συντελεστές της πραγματικής οικονομίας και από το τραπεζικό σύστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου