Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Οι έλληνες εκπαιδευτικοί και η Μπαρτσελόνα

 Πώς φτάσαμε να λοιδορείται η άμιλλα και να υμνείται η ισοπέδωση προς τα κάτω; Και γιατί το όχι στην αξιολόγηση ισοδυναμεί με υποβιβασμό στη Δ΄ Εθνική;
 
Παίρνουμε παίκτες από την Primera División και τους βάζουμε σε μια κακοτράχαλη αλάνα. Τους ζητάμε να παίξουν μπάλα φορώντας τρύπια άρβυλα και εξηγούμε ότι, ελλείψει γκολπόστ, μπορούν να σουτάρουν προς πάσα κατεύθυνση. Να τους αξιολογήσουμε; Μπορούμε να το κάνουμε, έχοντας επίγνωση ότι δεν παίζουν σε ιδανικές συνθήκες. Το αυτό ισχύει με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Δεν έχουμε αντίρρηση με τη συστηματική, αυστηρή, εποικοδομητική αξιολόγηση των διδασκόντων. Αυτό που συνέβαινε τις τελευταίες δεκαετίες ήταν αλλόκοτο. Κανείς δεν ήξερε πόσο αποδίδει ένας καθηγητής, αν έχει σώας τας φρένας, αν μέσα στην τάξη ασχολείται με την καλαθοπλεκτική, αν έχει προσβλητική συμπεριφορά. Δηλαδή ήξεραν οι μαθητές, ήξεραν οι γονείς, όμως δεν υπήρχε οργανωμένος τρόπος βαθμολόγησης του εκπαιδευτικού.

Η αξιολόγηση που προωθεί ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος περιλαμβάνει συνέντευξη με τον εκπαιδευτικό, επίσκεψη στην τάξη και δημιουργία φακέλου όπου συγκεντρώνονται τεκμήρια: δείγματα μαθητικών εργασιών, θέματα εξετάσεων μαζί με απαντήσεις, υλικό από τις εκτός τάξης δραστηριότητες, σχόλια σε μαθητικές εργασίες, ένα ημερολόγιο με σκέψεις του εκπαιδευτικού, πιθανότατα και κάποιες απόψεις γονέων για την επαφή μαζί τους.

Δεν θα σταθούμε στην ιδεολογία της αδράνειας, δηλαδή στο αίτημα των συνδικαλιστών να παραμείνουν όλα ως έχουν. Ούτε θα αναλωθούμε σε συζήτηση για το αν η αξιολόγηση προάγει τον ανταγωνισμό. Γιατί εκεί φτάσαμε, να λοιδορείται η άμιλλα και να υμνείται η ισοπέδωση προς τα κάτω. Η λογική που προασπίζονται οι συνδικαλιστές απαιτεί στην περίπτωση που υπάρχει πριμ απόδοσης να το λαμβάνουν όλοι, στην περίπτωση που κάποιος υπερτερεί σε προσόντα (τυχόν μεταπτυχιακά) να κατακρίνεται ως αριβίστας.

Θα σταθούμε στην περίπτωση των αξιόλογων, φιλότιμων διδασκόντων που συνταιριάζουν τον ρόλο του επιστήμονα με εκείνον του παιδαγωγού. Προσπερνάμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί (τον βιοπορισμό με ελάχιστο μισθό, τις μετακινήσεις μακριά από την εστία) και εστιάζουμε στον ιδεατό καθηγητή. Με ποια βιβλία θα κάνει μάθημα; Τα εγχειρίδια ως ύλη και ως τρόπος γραφής είναι εντελώς ξεπερασμένα. Το αναγνωρίζουν καθηγητές όλων των ειδικοτήτων. Τα σχολικά βιβλία για τους δασκάλους είναι σαν τα τρύπια παπούτσια για τους ποδοσφαιριστές. Δεν βοηθάνε.

Το δημόσιο σχολείο ομοιάζει με κακοτράχαλο γήπεδο όπου κανείς δεν ξέρει πού να στοχεύσει. Ποιος θα θέλαμε να είναι ο ρόλος του σχολείου; Τι ακριβώς θέλουμε να περιλαμβάνουν οι εγκύκλιες σπουδές; Αυτό δεν το γνωρίζουμε. Δεν έχει διατυπωθεί ούτε από την πολιτική ηγεσία ούτε από τους φορείς των διδασκόντων. Δεν λέμε για τα φούμαρα του καθενός, αλλά για ειλικρινή καταγραφή της κατάστασης με ρεαλιστικές προτάσεις.

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση την παροχή της γνώσης έχει αναλάβει η παραπαιδεία - η τόσο συκοφαντημένη, η τόσο βολική. Τα φροντιστήρια μειώνουν την ανεργία, τα ιδιαίτερα χαρτζιλικώνουν καθηγητές χωρίς απόδειξη. Παράλληλα με το δημόσιο σχολείο αναπτύσσεται αυτός ο κλάδος που κάνει τζίρους δισεκατομμυρίων (περισσότερα από 5 δισ. τον χρόνο ξοδεύουν οι γονείς για ξένες γλώσσες, ενισχυτική διδασκαλία και ιδιωτικά σχολεία).

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα είχε μεγαλύτερο νόημα αν γινόταν μέσα σε πλαίσιο μεταρρύθμισης. Να βαθμολογηθούν οι καθηγητές, αλλά να βαθμολογηθεί και το σύστημα βάσει του οποίου χιλιάδες εργαζόμενοι δεν ξέρουν σε ποια πόλη θα διδάσκουν σε έξι μήνες από τώρα. Ολη αυτή η αναστάτωση με τις οργανικές θέσεις, τις αποσπάσεις, τις μεταθέσεις, τις επαπειλούμενες κυήσεις κάπως θα έπρεπε να μπει σε μια ρότα. Οι περίφημες κενές ημέρες των παρατεταμένων διακοπών θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε επιμορφωτικά σεμινάρια. Να λυθούν τα τρέχοντα ζητήματα ώστε οι διδάσκοντες να μην ασχολούνται με το πετρέλαιο θέρμανσης και τα άλλα τεχνικά που δυσχεραίνουν την εκπαιδευτική διαδικασία.

Το κυριότερο, όμως, είναι να διατυπωθούν οι στόχοι. Θέλουμε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να αφιερώνεται στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια; Θέλουμε τα παιδιά να κάνουν επί 12 χρόνια Θρησκευτικά; Θέλουμε να μαθαίνουν από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία την ελληνική σκέψη ή μόνο τις εξαιρέσεις στη σύνταξη των ρημάτων; Στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν υπάρχει διάζευξη. Ολα μαζί μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα. Αν αρχίσουμε ή το ένα ή το άλλο, στα ίδια καταλήγουμε, στη Δ΄ Εθνική.
Κέζα Λώρη
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Μαρτίου 2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου