Η υφυπουργός Παιδείας, Ζέττα Μακρή, απάντησε:
Α. Με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ν. 4172/2013, κατ’ εφαρμογή της Υποπ. Ζ2 της Παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, τέθηκαν από 22.07.2013 σε διαθεσιμότητα εκπαιδευτικοί διαφόρων κλάδων και ειδικοτήτων της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης, λόγω κατάργησης των θέσεών τους. Με τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 4325/2015 οι εν λόγω εκπαιδευτικοί επανήλθαν στις θέσεις τους, καθώς επανασυστήθηκαν οι καταργηθείσες ειδικότητες και κλάδοι.
Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, οι εκπαιδευτικοί ελάμβαναν το 75% των αποδοχών τους, δηλαδή οι αποδοχές τους ήταν μειωμένες κατά 25% και επί αυτών των μειωμένων αποδοχών τους διενεργούνταν και οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές κρατήσεις.
Β. Με τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του ν. 3528/2007 προβλέπεται ότι, σε περίπτωση κατάργησης θέσης, ο υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 102 του ίδιου νόμου και την παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 4354/2015 (ενιαίο μισθολόγιο), ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας δικαιούται τα τρία τέταρτα (3⁄4) των αποδοχών του.
Εξάλλου, με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 11 του π.δ. 169/2007 προβλέπεται ότι ο χρόνος της διαθεσιμότητας, εφόσον δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου, λογίζεται ως συντάξιμος για τους υπαγόμενους στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς του πρ. Δημοσίου. Επομένως, οι αποδοχές που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, υπόκεινται στις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές.
Επίσης, με τις ως άνω διατάξεις, βάσει των οποίων τέθηκαν σε διαθεσιμότητα οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί, καθορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη, υπολογίζονται στο ύψος των μειωμένων κατά 25% αποδοχών του υπαλλήλου που τέθηκε σε διαθεσιμότητα.
Δεδομένου του ανωτέρω νομοθετικού πλαισίου, κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας των εν λόγω εκπαιδευτικών, οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές ορθά υπολογίστηκαν στο ύψος των μειωμένων κατά 25% αποδοχών τους.
Γ. Με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, όπως ισχύει θεσπίσθηκε ενιαίος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης για τους ασφαλισμένους στους πρώην φορείς κύριας ασφάλισης, καθώς και του Δημοσίου.
Η ανταποδοτική σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του ν. 4670/2020 και ισχύει, για τους υπαγόμενους στη συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου, υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές του ασφαλισμένου, όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, τον χρόνο ασφάλισης και τα κατ` έτος ποσοστά αναπλήρωσης των πινάκων 1 και 2 της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών.
Ειδικότερα, ως προς τις συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου και ειδικότερα από το 2002 μέχρι και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
Ο κατά τα ανωτέρω τρόπος υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης είναι ενιαίος, σύμφωνα με το πνεύμα των διατάξεων του ν. 4387/2016 και ως εκ τούτου τροποποίηση της νομοθεσίας για συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων, δεν εξετάζεται από το Υπουργείο μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου