Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

ΔΑΚΕ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ: Συνδικαλιστική «τοξικότητα» και οι «αγκυλώσεις» του ΥΠΑΙΘ

 

Συνδικαλιστική «τοξικότητα» και οι «αγκυλώσεις» του ΥΠΑΙΘ

Το    φλέγον    ζήτημα    της    αξιολόγησης,    απασχολεί    διαχρονικά    όχι   μόνο    την  εκπαιδευτική και μαθητική κοινότητα αλλά και την κοινωνία γενικότερα. Για το λόγο αυτό   οι    όποιες   απόψεις,   είτε   θετικές,   είτε   αρνητικές   θα   πρέπει   να   είναι τεκμηριωμένες και  σαφείς. Όλοι συμφωνούμε ότι η αξιολόγηση θα πρέπει να έχει βελτιωτικό και όχι τιμωρητικό χαρακτήρα.  Απόψεις, που εμπεριέχουν το λαϊκισμό, ατεκμηρίωτες   κινδυνολογίες   και   «δημιουργικές    ασάφειες»   δεν   βοηθούν.   Τα παραδείγματα   είναι   πολλά   κυρίως   από   παρατάξεις   που    λόγω   ιδεολογικού προσανατολισμού      «κινδυνολογούν»      και      διαρκώς       «καταστροφολογούν». Ενδιαφέρον   μάλιστα   προσελκύουν   και   οι   απόψεις   εκείνες   που    δημιουργούν «αστείες ασάφειες» όπως για παράδειγμα : «είμαστε υπέρ ενός ενισχυμένου ρόλου του  Συλλόγου   Διδασκόντων»  αλλά  «κατά  των  θεσμικών  αρμοδιοτήτων  που  θα λάβουν   μέλη   του   Συλλόγου    των   Διδασκόντων   στα   πλαίσια   της   αξιολόγησης», δηλαδή,  «εμπιστευόμαστε  το  Σύλλογο   Διδασκόντων  αλλά  όχι  τα  μέλη  του  εφόσον αυτά αναλάβουν κάποια θέση ευθύνης»!


Η  απάντηση  λοιπόν  στο  ζήτημα  της  αξιολόγησης  θα  πρέπει  να  προκύπτει  από  αντικειμενικότητα    και    νηφαλιότητα.    Όλοι    αναγνωρίζουμε    τη    σημασία    της  αξιολόγησης,υπάρχουν, όμως, έντονες διαφωνίες ως προς τον χαρακτήρα που αυτή θα  έχει  και  ως   προς  την  ερμηνεία  των  νόμων  που  αφορούν  την  αξιολόγηση,  με πρόσφατο παράδειγμα το νόμο για  τους «Μέντορες» και τους «Συντονιστές» στις Σχολικές  Μονάδες. Ο νόμος  αυτός  προκάλεσε  και  προκαλεί την  έντονη αντίδραση συνδικαλιστικών φορέων οι οποίοι προσπαθούν να αξιοποιήσουν την  ευκαιρία για να   αποκομίσουν   πολιτικά   οφέλη   μέσα   από   «διαπρύσια   κηρύγματα»   περί «καταπάτησης    δημοκρατικών    θεσμών»    και    «ταξική    κατηγοριοποίηση    των Σχολείων». Ως  αποτέλεσμα αυτής της «συνδικαλιστικής λογικής» και της «ακραίας ρητορικής», δημιουργείται ένα κλίμα  «τοξικότητας» και μετωπικής σύγκρουσης με το ΥΠΑΙΘ, η οποία σύγκρουση, όπως συνηθίζεται, θα  καταλήξει (εκτός απροόπτου) πάλι  στα  δικαστήρια,  δίχως  επί  της  ουσίας  κάποιο  ουσιαστικό   όφελος  για  την εκπαιδευτική  κοινότητα.  Μην  ξεχνούμε,  όμως,  ότι  η  «ποινικοποίηση»  της   όποιας συνδικαλιστικής δράσης ωφελεί, εν τέλει, και το (εκάστοτε) ΥΠΑΙΘ, το οποίο αντί να ασχοληθεί   με  τα  δίκαια  του  κλάδου,  «κρύβεται»  πίσω  από  τις  «θριαμβολογίες» περί  25000  διορισμένων   (επί  θητείας  του  εν  λόγω  ΥΠΑΙΘ)  στη  δημόσια  παιδεία, αλλά και πίσω από τις αποφάσεις  δικαστικών θεσμών που δικαιώνουν τους νόμους αυτούς.  Δικαιολογημένα,  δημιουργείται  το  ερώτημα   ποια  θα  πρέπει  να  είναι  η συνδικαλιστική   απάντηση   μπροστά   στις   τρέχουσες   εξελίξεις    που   αφορούν   τη δημόσια  παιδεία,  όπως  για  παράδειγμα  ο  νόμος  για  τους  «Μέντορες»  και  τους  «Συντονιστές» στις Σχολικές Μονάδες.


Αρχικά,   θα   πρέπει   να   σκεφτούμε   την   προβληματική   που   προκύπτει   από   τις «εκάστοτε»  ποικίλες  ερμηνείες  των  εκάστοτε  νόμων  από  το  (εκάστοτε)  ΥΠΑΙΘ. Ειδικότερα,  το   ερώτημα  είναι  αν,  τελικά,  αποτελεί  «λύση»  η  μη  εφαρμογή  των νόμων με βάση τις «ποικίλες  ερμηνείες» που η κάθε συνδικαλιστική παράταξη θα κάνει πάνω στους νόμους αυτούς. Ως δημόσιοι  λειτουργοί δεν είναι «δουλειά» μας να «ερμηνεύουμε εκ των προτέρων» τις νομικές αποφάσεις του  εκάστοτε ΥΠΑΙΘ, αλλά να κρίνουμε στην πράξη και να αξιολογούμε οι ίδιοι το πώς αυτοί οι νόμοι  εφαρμόζονται  και  ποια  είναι  τα  αποτελέσματα  της  εφαρμογής  τους  στη  δημόσια παιδεία  αλλά   και  στους  ίδιους  τους  συναδέλφους.  Πώς,  λοιπόν,  είναι  δυνατόν  να πείσεις  την  κοινωνία,   στην  οποία  πρωτίστως  και  απευθύνεσαι  ως  συνδικαλιστής, όταν  επιχειρείς  μία  apriori (εκ  των  προτέρων)  ερμηνεία  πάνω  σε  ένα  ψηφισμένο νόμο (πχ αυτόν που αφορά στους «Μέντορες» και τους  «Συντονιστές») και με βάση την δική σου «ερμηνεία» αντιδράς έντονα (πχ «απεργία – αποχή), με τη  λογική ό,τι «θα  δείτε  τι  θα  πάθετε»,  «θα  δείτε  τις  σας  περιμένει»!!!  Πως  είναι  δυνατόν  να πείσεις  ως συνδικαλιστής την κοινωνία όταν εμπεριέχεις στο λόγο σου «αντιθέσεις» -  αντιφάσεις,  όπως  για  παράδειγμα  :  «εμπιστεύομαι  το  συνάδελφο  εκπαιδευτικό όταν   λειτουργεί  ως  μέλος  του  Συλλόγου  Διδασκόντων  αλλά  δεν  τον  εμπιστεύομαι όταν αυτός (ενώ  είναι μέλος του Συλλόγου Διδασκόντων) αναλάβει θέση ευθύνης ή κάποια θεσμική αρμοδιότητα στα  πλαίσια της αξιολόγησης». Τι είναι αυτό που ως συνδικαλιστές  λέμε  στον  κόσμο  που  μας  ακούει;   Ότι,  δηλαδή,  ο  συνάδελφος εκπαιδευτικός  ενώ  είναι  «καλός»  και  «εξαιρετικός»,  ξαφνικά  θα   αλλάξει  όταν αποκτήσει    μία    θεσμική    αρμοδιότητα    όπως    αυτή    του    «Μέντορα»    ή    του «Συντονιστή»;


Με βάση τα παραπάνω, οι ατεκμηρίωτες κινδυνολογίες όπως και οι αντιθέσεις – αντιφάσεις δεν  στοιχειοθετούν μία ουσιαστική και ωφέλιμη συνδικαλιστική δράση αλλά  δημιουργούν  συνθήκες   τοξικότητας  που  θα  μπορούσαν  να  οδηγήσουν  σε περιπτώσεις  εντάσεων  και  σύγχυσης.  Η  όποια   σύγχυση  και  οι    όποιες  εντάσεις μεταξύ  των  συναδέλφων  εκπαιδευτικών,  μεταξύ  των   συνδικαλιστικών  φορέων, όπως  και  μεταξύ  των  συνδικαλιστικών  φορέων  και  του  (εκάστοτε)   ΥΠΑΙΘ,  μόνο ωφέλιμες   δεν   είναι.   Στο   σημείο   αυτό,   όμως,   θα   πρέπει   να   τονιστούν    και   οι «αγκυλώσεις»  του  ΥΠΑΙΘ,  όσον  αφορά  στον  τρόπο  εφαρμογής  της  αξιολόγησης τόσο   ως   προς    τις   Σχολικές   Μονάδες   όσο   και   ως   προς   τον   κάθε   συνάδελφο εκπαιδευτικό ατομικά.


Μία  πολιτική  που  επιζητά  την  αξιολόγηση  στη  δημόσια  παιδεία,  θα  πρέπει  να προϋποθέτει  ένα  περιβάλλον  «ασφάλειας» που θα  βιώνει το εκπαιδευτικό  και το μαθητικό  δυναμικό.  Σημαντικές   προϋποθέσεις  είναι:  α)  η  ομαλή  λειτουργία  των Σχολικών Μονάδων με την πλήρη κάλυψη σε  εκπαιδευτικό δυναμικό, β) η κάλυψη των  ελλείψεων  σε  υλικοτεχνικό  εξοπλισμό  και  στις   κτιριακές  εγκαταστάσεις  των Σχολικών Μονάδων, γ) η απαραίτητη μείωση του αριθμού των μαθητών ανά  τμήμα (κάτω  των  20)  ούτως  ώστε  η  διαδικασία  μάθησης  να  είναι  πιο  «λειτουργική»  κα αποτελεσματική,  δ)  η  γραμματειακή  υποστήριξη  σε  όλες  τις  Σχολικές  Μονάδες ούτως  ώστε  να  αποφορτιστεί  ο  εκπαιδευτικός  από  τις  χρονοβόρες  εξωδιδακτικές υποχρεώσεις    του   και   να   επικεντρωθεί   στο   παιδαγωγικό   και   διδακτικό   του αντικείμενο   και   ε)    η   εξασφάλιση   ενός   αξιοπρεπούς   τρόπου   διαβίωσης   των εκπαιδευτικών (μισθός, στέγαση,  μεταφορές κτλ).


Πώς,  λοιπόν,  είναι  δυνατόν,  ο  συνάδελφος  εκπαιδευτικός,  είτε  αναπληρωτής  είτε μόνιμος,  να   αισθάνεται  αυτή  την  «ασφάλεια»  όταν  δεν  έχει  εξασφαλίσει  για  τον εαυτό  και  για  την   οικογένειά  του  ένα  αξιοπρεπές  βιοτικό  επίπεδο  λόγω  του πενιχρού μισθού (μειώσεις μισθού,  πάγωμα Μισθολογικών Κλιμακίων, κατάργηση δώρων κτλ) και όταν «αγωνιά», σε πάρα πολλές περιπτώσεις,  αν θα βρει ένα σπίτι να  μείνει  στο  μέρος  που  τον  έχει  καλέσει  η  υπηρεσία  του  για  να   διδάξει;  Πώς  ο συνάδελφος αυτός, θα αποδεχθεί την αξιολόγηση, όπως αυτή εφαρμόζεται από το  σημερινό  ΥΠΑΙΘ,  όταν,  εδώ  και  πολλά  χρόνια,  παρατηρούνταν  σε  πολύ  μεγάλο βαθμό μία  «υπολειτουργία» αν όχι «ανυπαρξία», του δια ζώσης συμβουλευτικού - ανατροφοδοτικού χαρακτήρα των  στελεχών εκπαίδευσης (πχ Σχολικοί Σύμβουλοι); Όταν, λοιπόν, με ευθύνη των εκάστοτε ΥΠΑΙΘ, δεν έχει  καλλιεργηθεί εδώ και πολλά χρόνια    η    «κουλτούρα»   της   «δια    ζώσης»    ανατροφοδότησης    των   στελεχών εκπαίδευσης προς τους νεοδιόριστους, και όχι μόνο, εκπαιδευτικούς, καλούνται, τη  φετινή  χρονιά,  οι  συνάδελφοι  εκπαιδευτικοί  να  αποδεχθούν  μία  αξιολόγηση  η οποία δεν θα  «συμβουλεύει» μόνο αλλά και θα αξιολογεί αν ο συνάδελφος κάνει σωστά τη δουλειά του!


Προκύπτουν     σαφώς     δύο     βασικά     ζητήματα:     α)     η     εφαρμογή     της  προβλεπόμενης, με βάση τους σχετικούς νόμους, διαδικασίας της αξιολόγησης και β)  οι  προϋποθέσεις   με  βάση  τις  οποίες  η  διαδικασία  της  αξιολόγησης  θα  πείσει τους  συναδέλφους   εκπαιδευτικούς  και  θα  είναι  αποτελεσματική  γενικότερα.  Σε περίπτωση,   λοιπόν,   που   δεν    ληφθούν   υπόψη   από   το   ΥΠΑΙΘ,   οι   παραπάνω προϋποθέσεις,   ανάγκες   ή   ελλείψεις,    τότε,   θα   μπορούσαμε   να   μιλήσουμε   για «αγκυλώσεις»   εκ   μέρους   του   ΥΠΑΙΘ,   το   οποίο   αναλώνεται  σε   μία  «ψυχρή» εφαρμογή   νομικών  διατάξεων  δίχως,  όμως,  να  αντιλαμβάνεται  τις  πραγματικές εργασιακές  συνθήκες  και   τις  ανάγκες  των  εκπαιδευτικών,  όπως  και  της  δημόσιας παιδείας  γενικότερα.  Είναι  σημαντικό  να  καταλάβει  το  (εκάστοτε)  ΥΠΑΙΘ,  ότι  μία επιτυχημένη    και    ουσιαστική    εκπαιδευτική    πολιτική    δεν    αποτελεί    ζήτημα «εκπλήρωσης  προεκλογικών  δεσμεύσεων»  αλλά  (η  πολιτική  αυτή)  θα  πρέπει  να στοχεύει,  πρωτίστως, στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών του εκπαιδευτικού και    του    μαθητικού     δυναμικού    όπως    και    στην    καλλιέργεια    ενός    κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας.  Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν χωρά ούτε «τοξικότητα» ούτε «αγκυλώσεις».



Ζάκυνθος 26/1/2023
ΔΑΚΕ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου