ΑΦΙΕΡΩΜΑ - ΠΛΟΥΣΙΟ ΥΛΙΚΟΟΜΙΛΙΕΣ
Η σχεσιοδυναμική ΔΑΣΚΑΛΟΥ-ΜΑΘΗΤΩΝ στις ΟΜΙΛΙΕΣ του ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (του φιλολόγου Βασιλείου Σαρρή)
η ομιλία εκφωνήθηκε στην εκδήλωση προς τιμήν των 3 Ιεραρχών
της Ομάδας "Ο Παιδαγωγός" ,
της Ομάδας "Ο Παιδαγωγός" ,
στον ναό του Αγ.Νεκταρίου Χαρισείου Γηροκομείου Θεσσαλονίκης
την Κυριακή 29/1/2012
Η
εκκλησία μας είναι ουρανός πολύφωτος που με το φως των αστεριών της
καταυγάζει τους πιστούς και ως λαμπροί αστέρες αυτού του νοητού
στερεώματος της εκκλησίας του Χριστού, ως φωστήρες της τρισηλίου
θεότητος απαστράπτουν στην άχρονη αιωνιότητα της θείας ζωής των πιστών
του Χριστού οι τρεις Ιεράρχαι. Ο Βασίλειος ο Μέγας, ο ιερός Χρυσορρήμων
Χρυσόστομος και ο θεολόγος Γρηγόριος με τις ροές των δακρύων της
μετανοίας τους, με τα ασκητικά τους παλαίσματα, με τους μόχθους και τους
αγώνες της προσευχής, με την αδιάλειπτη
μνήμη του Θεού, με την πιστή και ακριβή τήρηση των εντολών του Χριστού, με τη διηνεκή μελέτη του λόγου του Θεού, με τη μελέτη θανάτου ως φιλοσοφία ζωής, με την αυταπάρνησή τους η οποία τους καθιστούσε ανά πάσα στιγμή κατά προαίρεση μάρτυρας, έφτασαν στα ύψη της χριστιανικής τελειώσεως και καθώς επέτυχαν τη μέθεξη του Τριαδικού Θεού και έγιναν έμπλεοι του θείου φωτός απολάμβαναν μυστικά τη θέα του Θεού κατά τον τρόπο που την απολάμβαναν και οι μαθητές του στο ορος Θαβώρ και βοούσαν στεναγμοίς αλαλήτοις: «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι». Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε από την Γραφή, ούτε ο Χριστός και οι μαθηταί του έμειναν για πάντα στο όρος Θαβώρ, βιώνοντας το θεϊκό μεγαλείο της Μεταμορφώσεως, και κατά μίμησιν αυτών ούτε και οι τρεις Ιεράρχαι έμειναν για πολύ καιρό απομακρυσμένοι από τον κόσμο στη θεία μακαριότητα της ασκητικής ζωής. Η χριστοκεντρική και χριστομίμητη ζωή που επέλεξαν τους οδήγησε από πόνο και αγάπη για τον συνάνθρωπό τους , να αφήσουν την θαβώρεια μακαριότητα της ασκητικής ζωής και να κατέλθουν από το νοητό ύψος των μυστικών εμπειριών στην καθημερινότητα και τα προβλήματα του λαού του Θεού . Σπλαχνίστηκαν τους λαϊκούς της εποχής τους , γιατί τους είδαν, όπως και ο Κύριος, να έρχονται προς αυτούς ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και να ζητούν διαποίμανση. Και δέχθηκαν συγκαταβαίνοντας στις ανάγκες και στα αιτήματα του λαού του Θεού να καταστούν ποιμένες και διδάσκαλοι της εκκλησίας και να γίνουν, κατά τον απόστολο Παύλο, τα πάντα τοις πάσι. Δεν περιορίστηκαν στη στωική απάθεια , ούτε έκαναν δόγμα τους την αταραξία των σκεπτικών. Σήκωσαν τον σταυρό του Χριστού , κάνοντας τον πόνο του ποιμνίου τους δικό τους πόνο για να ομολογήσουν μαζί με τον απόστολο Παύλο:
Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;
Παρηγόρησαν τους πενθoύντες, στήριξαν τους ολιγοψύχους, στηλίτευσαν την κοινωνική αδικία και την κρατική αυθαιρεσία, κατήγγειλαν την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση των πτωχών από τους πλουσίους, δεν αδιαφόρησαν και για τα πιο μικρά ζητήματα της καθημερινότητας των πιστών. Είχαν λόγο για όλα τα κοινωνικά και για όλα τα ανθρώπινα ζητήματα. Για την οικονομία, για το ήθος της πολιτικής εξουσίας, για το δίκαιο και τη νομοθεσία, για την ιατρική, για το γάμο, για την ανατροφή των παιδιών, για το ποιες γυναίκες πρέπει να παίρνουν οι άνδρες, για την αξία της σοφίας των Ελλήνων και το μπόλιασμά της με τη θεϊκή σοφία του Χριστού, για τη θέση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό κόσμο , για την ελεημοσύνη και την φιλανθρωπία, για την ισότητα και την ισονομία. Αυτή η καταβύθιση του πνεύματος από το νοητό ύψος και το κάλλος της θείας μακαριότητος στα κοινά και τετριμμένα, στα μάταια και πρόσκαιρα του ανθρωπίνου βίου, από τα ουράνια στα επί γης δεν ήταν μια ανώδυνη και εύκολη υπόθεση. Απαιτούσε πόνο και οδύνη, ταπείνωση και συγκατάβαση. Ήταν το θαύμα της οδυνωμένης αγάπης.
μνήμη του Θεού, με την πιστή και ακριβή τήρηση των εντολών του Χριστού, με τη διηνεκή μελέτη του λόγου του Θεού, με τη μελέτη θανάτου ως φιλοσοφία ζωής, με την αυταπάρνησή τους η οποία τους καθιστούσε ανά πάσα στιγμή κατά προαίρεση μάρτυρας, έφτασαν στα ύψη της χριστιανικής τελειώσεως και καθώς επέτυχαν τη μέθεξη του Τριαδικού Θεού και έγιναν έμπλεοι του θείου φωτός απολάμβαναν μυστικά τη θέα του Θεού κατά τον τρόπο που την απολάμβαναν και οι μαθητές του στο ορος Θαβώρ και βοούσαν στεναγμοίς αλαλήτοις: «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι». Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε από την Γραφή, ούτε ο Χριστός και οι μαθηταί του έμειναν για πάντα στο όρος Θαβώρ, βιώνοντας το θεϊκό μεγαλείο της Μεταμορφώσεως, και κατά μίμησιν αυτών ούτε και οι τρεις Ιεράρχαι έμειναν για πολύ καιρό απομακρυσμένοι από τον κόσμο στη θεία μακαριότητα της ασκητικής ζωής. Η χριστοκεντρική και χριστομίμητη ζωή που επέλεξαν τους οδήγησε από πόνο και αγάπη για τον συνάνθρωπό τους , να αφήσουν την θαβώρεια μακαριότητα της ασκητικής ζωής και να κατέλθουν από το νοητό ύψος των μυστικών εμπειριών στην καθημερινότητα και τα προβλήματα του λαού του Θεού . Σπλαχνίστηκαν τους λαϊκούς της εποχής τους , γιατί τους είδαν, όπως και ο Κύριος, να έρχονται προς αυτούς ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και να ζητούν διαποίμανση. Και δέχθηκαν συγκαταβαίνοντας στις ανάγκες και στα αιτήματα του λαού του Θεού να καταστούν ποιμένες και διδάσκαλοι της εκκλησίας και να γίνουν, κατά τον απόστολο Παύλο, τα πάντα τοις πάσι. Δεν περιορίστηκαν στη στωική απάθεια , ούτε έκαναν δόγμα τους την αταραξία των σκεπτικών. Σήκωσαν τον σταυρό του Χριστού , κάνοντας τον πόνο του ποιμνίου τους δικό τους πόνο για να ομολογήσουν μαζί με τον απόστολο Παύλο:
Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;
Παρηγόρησαν τους πενθoύντες, στήριξαν τους ολιγοψύχους, στηλίτευσαν την κοινωνική αδικία και την κρατική αυθαιρεσία, κατήγγειλαν την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση των πτωχών από τους πλουσίους, δεν αδιαφόρησαν και για τα πιο μικρά ζητήματα της καθημερινότητας των πιστών. Είχαν λόγο για όλα τα κοινωνικά και για όλα τα ανθρώπινα ζητήματα. Για την οικονομία, για το ήθος της πολιτικής εξουσίας, για το δίκαιο και τη νομοθεσία, για την ιατρική, για το γάμο, για την ανατροφή των παιδιών, για το ποιες γυναίκες πρέπει να παίρνουν οι άνδρες, για την αξία της σοφίας των Ελλήνων και το μπόλιασμά της με τη θεϊκή σοφία του Χριστού, για τη θέση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό κόσμο , για την ελεημοσύνη και την φιλανθρωπία, για την ισότητα και την ισονομία. Αυτή η καταβύθιση του πνεύματος από το νοητό ύψος και το κάλλος της θείας μακαριότητος στα κοινά και τετριμμένα, στα μάταια και πρόσκαιρα του ανθρωπίνου βίου, από τα ουράνια στα επί γης δεν ήταν μια ανώδυνη και εύκολη υπόθεση. Απαιτούσε πόνο και οδύνη, ταπείνωση και συγκατάβαση. Ήταν το θαύμα της οδυνωμένης αγάπης.
Έτσι, στο έργο τους , το οποίο είναι κοινό κτήμα για τους πιστούς όλων
των εποχών, καθώς διαχρονικά η εκκλησία είναι μία για όλους και το
Πνεύμα είναι ένα και το αυτό, ο κάθε άνθρωπος βρίσκει να καθρεπτίζεται η
κατάστασή του . Από αυτήν την άποψη και ο δάσκαλος και ο παιδαγωγός
συναντούν στα κείμενα και τις Ομιλίες των τριών Ιεραρχών τα διαχρονικά
πρακτικά, καθημερινά προβλήματα που ταλανίζουν τους δασκάλους στην
άσκηση του παιδαγωγικού τους έργου αλλά και τον παιδαγωγό ως αιώνιο κατά Χριστόν αρχέτυπο στο οποίο μπορούν να αναφέρονται και να προσανατολίζονται.
Ένα πολύ ειδικό θέμα ψυχοπαιδαγωγικής υφής που συναντούμε στις ομιλίες του ιερού Χρυσοστόμου είναι το ζήτημα της σχεσιοδυναμικής δασκάλου μαθητών, δηλαδή το πώς ο δάσκαλος και οι μαθητές επηρεάζονται και διαμορφώνουν ο ένας τον άλλον στο πλαίσιο μιας δυναμικής διαπροσωπικής σχέσης η οποία εδράζεται στην συναισθηματική αλληλεπίδραση και στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η αμοιβαία αγάπη, εκτίμηση και αναγνώριση.
Για τον ιερό Χρυσόστομο το έργο του διδασκάλου έχει τρία ειδοποιά χαρακτηριστικά:
Πρώτον είναι υψηλό γιατί έχει να κάνει με την καλλιέργεια της αθανάτου και θεοειδούς ψυχής. Ο διδάσκαλος γεωργεί τας ψυχάς.
Δεύτερον είναι κοπιαστικό και οδυνηρό. Ο διδάσκαλος έλκει τον ζυγόν, τέμνει τον αύλακα
Τρίτον είναι παραγωγικό και δημιουργικό. Ο διδάσκαλος σπείρει τον σπόρον.
Επιπλέον, ο ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι για τον δάσκαλο η διδασκαλία και η μάθηση δεν συνιστούν αυτοσκοπό αλλά έχουν συγκεκριμένη στόχευση , τόσο αναφορικά με το μαθητή ως άτομο, όσο και αναφορικά με τον κοινωνικό ρόλο του μαθητή. Κατά πρώτο λόγο ο πόνος και ο μόχθος του δασκάλου δεν είναι απλά και μόνο να κατορθώσει να έχει έναν ικανό και πρόθυμο ακροατή, αλλά το παιδευθήναι , δηλ. η διάπλαση της ψυχής του μαθητή και η διά της ασκήσεως των αρετών μόρφωσίς του εις άνδρα τέλειον , κατά το πρότυπο του Χριστού. Κατά δεύτερο λόγο η μάθηση δεν συνιστά αυτοσκοπό ο οποίος εξικνείται στα όρια της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του μαθητή. Ο μαθητής δέχεται τη γνώση από τον δάσκαλο όχι με τη στατική αλλά με τη δυναμική της έννοια, δηλαδή με σκοπό να την μεταβιβάσει και σε άλλους και να γίνει πολλαπλασιαστής της γνώσης στο κοινωνικό σώμα. Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, το έργο του δασκάλου διευρύνεται, απλώνεται έξω από τα στενά όρια της αίθουσας και ο αριθμός των μαθητών πολλαπλασιάζεται, εφόσον οι πρώτοι λίγοι μαθητές, διαδίδοντας αυτά που έμαθαν, προσελκύουν και πολλούς άλλους στη γνώση και , επί της ουσίας, τους κάνουν συμμαθητές τους. Έτσι οι λίγοι γίνονται πολλοί, αναμορφώνουν και αναπλάθουν την κοινωνία. Αυτή η φιλοσοφία για τη διαχείριση της γνώσης είναι που λαμπρύνει το έργο του διδασκάλου και του προσδίδει μια κυρίαρχη θέση μέσα στο κοινωνικό σώμα.
Υπό αυτήν την έννοια ο δάσκαλος όταν διδάσκει δεν έχει υπόψη του μόνο αυτούς που διδάσκει εκείνη τη στιγμή και τους έχει μπροστά του, αλλά και τους πόρρωθεν όντας, αυτούς δηλαδή που θα γίνουν έμμεσα μαθητές του μέσα από τη διάδοση του λόγου του και σε άλλους. Το γεγονός αυτό αυξάνει την ευθύνη του δασκάλου και καθιστά το έργο του ακόμη πιο υψηλό και σπουδαίο. Όταν αυτό το συνειδητοποιήσει, όπως ο απόστολος Παύλος, η αγάπη του και η μέριμνά του απλώνεται προς πάντας και στους οικείους και γνώριμους μαθητές, αλλά και στους άγνωστους και πολύ περισσότερους μαθητές που θα έλθει σε κοινωνία μαζί τους μέσω του λόγου του.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει να θεμελιώνει και να διέπει τη σχέση δασκάλου μαθητών είναι η προθυμία και η ζέση των μαθητών να ανταποκριθούν στο έργο του δασκάλου από τη μια και η φιλοστοργία του δασκάλου προς τους μαθητές από την άλλη. Αυτή η ανταπόκριση των μαθητών μπορεί να φτάσει την αγάπη του δασκάλου σε πολύ υψηλά μέτρα, ώστε να καταλυθεί και αυτή ακόμη η ιεραρχική διαβάθμιση ανάμεσά τους, όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος νιώθει και καλεί τους μαθητές του, «αδελφούς». Γράφει συγκεκριμένα, ο ιερός Χρυσόστομος: «Τέτοιο πράγμα είναι η αγάπη. Αποβάλλει κάθε ανισότητα και διαφορά και δεν γνωρίζει καμμία υπεροχή ή αξίωμα, αλλά και αν ακόμη κανείς κατέχει την υψηλότερη θέση από όλους, συγκαταβαίνει και έρχεται στη θέση και του πλέον ταπεινού και άσημου, όπως ακριβώς έπραττε και ο απόστολος Παύλος».
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο η σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του δεν είναι εξουσιαστική, αλλά υπαρξιακή μέσα στα πλαίσια της συναλληλίας, όπου μαθητές και δάσκαλος βιώνουν το ίδιο συναίσθημα εξάρτησης και υπαρξιακής πλήρωσης εις τρόπον ώστε να μην μπορούν να υπάρξουν ο ένας χωρίς τον άλλον. Δηλωτική αυτού του βιώματος είναι η εξομολόγηση του Χρυσοστόμου στο ακροατήριό του: «Μια μέρα έμεινα μακριά σας και είναι σα να αποχωρίστηκα έναν ολόκληρο χρόνο και έτσι στενοχωριόμουν και αδημονούσα. Και γνωρίζετε ότι σας λέω αλήθεια γιατί και σεις πάθατε το ίδιο». Η αμοιβαιότητα αυτή στα συναισθήματα και τα βιώματα δασκάλου και μαθητών είναι που οικοδομεί και διαμορφώνει εκείνη την παιδαγωγική σχέση, η οποία καλλιεργεί και αξιοποιεί τις συγκινήσεις ως πρωταρχικό παράγοντα επίτευξης των παιδαγωγικών και γνωστικών στόχων που θέτει η διδασκαλία. Και πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συγκίνηση που αναδύεται μέσα από τη σχέση αυτή δεν είναι ούτε μεθοδευμένη, ούτε τεχνητή, ούτε προσποιητή στα πλαίσια μιας τυποποιημένης, στεγνής διδακτικής πρακτικής και φιλοσοφίας, κάτι που θα απηχούσε πρακτικές και μεθοδεύσεις των στωικών, οι οποίοι αρκούνται σε προσποιητά συναισθήματα για να μην πλήξουν την αταραξία της ψυχής τους. Πρόκειται για ζωντανή, ανυπόκριτη κα αυθόρμητη αγαπητική στάση η οποία εκδηλώνεται με έντονο πολλές φορές τρόπο. Είναι εκπληκτικές οι εικόνες και οι αναλογίες που πλάθει ο Χρυσόστομος για να περιγράψει την συναισθηματική του εξάρτηση από το ακροατήριό του και τους μαθητές του και να αποδώσει παραστατικά με ανθρώπινα μέτρα τους παλμούς της καρδιάς του δασκάλου που δεν περιγράφονται με λόγια. Τη μια αισθάνεται ως βρέφος που επιζητεί το ακροατήριό του ως τη μάνα που τον θηλάζει:
«Σαν ένα βυζασταρούδι που τό κοψαν ξαφνικά από την μητρική θηλή, κι όπου κι αν το πάνε, γυρνά από δω κι από κει το κεφαλάκι του, γυρεύοντας να δει τη μανούλα του, το ίδιο έπαθα και γω. Από τη στιγμή που ξέκοψα από τη μητρική αγκαλιά σας, όλο τον καιρό ολοένα κοιτούσα εδώ και κει , λαχταρώντας παντού τον δικό σας όμιλο».
Από την αναλογία αυτή καθίσταται σαφές ότι για τον Χρυσόστομο ο όμιλος των μαθητών είναι οι μητρικές αγκάλες, όπου νιώθει ανακούφιση και υπαρξιακή πληρότητα, η πηγή της ζωής, ο τόπος όπου ικανοποιεί τον εσώτερο προορισμό του για τελείωση. Αντιλαμβανόμαστε σαφώς ότι σε μια παιδαγωγική σχέση δεν είναι μόνο ο μαθητής που δέχεται τροφή από το δάσκαλο, αλλά και ο δάσκαλος ζει και αναπνέει από τη σχέση του με τον μαθητή. Ο δάσκαλος υφίσταται ως δάσκαλος επειδή υπάρχει ο μαθητής. Χωρίς μαθητή θα ήταν παράλογο να αυτοπροσδιορίζεται κανείς ως δάσκαλος. Σε μεγάλο βαθμό , στα πλαίσια της δυναμικής σχέσης δασκάλου-μαθητή, στη διάρκεια της οποίας αναπτύσσονται δυνάμεις εκατέρωθεν, ο μαθητής είναι αυτός που κάνει τον δάσκαλο. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές όταν ο δάσκαλος μπαίνει στην αίθουσα για να διδάξει έχει την αγωνία της επιτυχίας του μαθήματος. Απόρροια αυτής της αγωνίας είναι η άσκηση αυτοκριτικής. Νιώθει τις δυνάμεις του πολύ μικρές , αισθάνεται συχνά την ανεπάρκειά του , αμφιβάλλει για την ικανότητά ή τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στο δύσκολο έργο του. Καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Χρειάζεται ένα χέρι βοηθείας έναν συμπαραστάτη. Πού να το βρει όμως αυτό το χέρι να τον τραβήξει προς τα πάνω, να τον στηρίξει, να τον ανεβάσει ψηλά , παρά στους μαθητές του; Η διδασκαλία θέλει έμπνευση και τον δάσκαλο τον εμπνέουν οι μαθητές. Όταν το ακροατήριο διψά, όταν αδημονεί, όταν απαιτεί, όταν αγκαλιάζει με την αγάπη του, όταν συγκινεί, τότε και ο δάσκαλος μεταμορφώνεται και έρχεται εις την αρίστην διάθεσιν. Κατά κάποιο τρόπο οι μαθητές με τον τρόπο τους ασκούν στο δάσκαλο μια θεμιτή βία, μία δημιουργική και αγαπητή τυραννίδα. Είναι η τυραννίς της αγάπης, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Αυτή είναι που κάνει το δάσκαλο να τα δώσει όλα στη διδασκαλία. Καλύτερα , όμως να μας τα πει ο ίδιος ο Χρυσόστομος, με τον δικό του ανεπανάληπτο και απαράμιλλο τρόπο.
« Νιώθω αδύναμος και φτωχός και αισθάνομαι ότι έχω διδακτική ανεπάρκεια. Μόλις, όμως, δω την αγαπημένη σας συντροφιά λησμονώ και την αδυναμία, ξεχνώ και την ανεπάρκεια, αφήνω στην άκρη και την φτώχεια . Αυτά κάνει τη αγάπη σας που με κατατυραννά. Γι αυτό και σας στρώνω το φτωχικό μου τραπέζι , με τέτοια διάθεση, σα να είμαι πιο πλούσιος και από τους πλούσιους. Και εσείς είστε που με κάνετε να αισθάνομαι πλούσιος και με ανεβάζετε ψυχολογικά, εσείς που με τη δίψα σας για μάθηση ανορθώνετε τους καταπτοημένους, καθώς με ανοιχτό το στόμα περιμένετε να ακούσετε λόγο από το δάσκαλο και κρέμεστε από τα χείλη του. Είστε σαν τα μικρά τα χελιδονάκια, τα οποία κάθε φορά που βλέπουν τη μανούλα τους να πετάει και να τα πλησιάζει, ξεπροβάλλουν τα κεφαλάκια τους από τη φωλιά και με τους λαιμούς να κρέμονται από έξω λαμβάνουν την τροφή τους. Με τον ίδιο τρόπο και εσείς προσηλώνοντας το βλέμμα σας με όλη σας την καρδιά στον ομιλητή, λαμβάνετε την διάλεξη που διακομίζει η γλώσσα του και, πριν ακόμη οι λέξεις ξεπηδήσουν από το στόμα μου, η διάνοιά σας αρπάζει αμέσως τα λεγόμενά μου.»
Τελικά, για τον Χρυσόστομο ο δάσκαλος στη σχέση του με τους μαθητές μπορεί να νιώθει και ως βρέφος και ως μητέρα. Φαίνεται αντινομικό αλλά δεν είναι. Είναι η υπέρβαση της τυπικής λογικής που βιώνουμε στην Ορθοδοξία. Η αρμονική σύνθεση των εναντίων. Ο δάσκαλος και τρέφει και τρέφεται και καλύπτει και καλύπτεται και στηρίζει και στηρίζεται. Και επί της ουσίας όντας δάσκαλος νιώθει μαθητής και νιώθοντας μαθητής είναι δάσκαλος. Ένας χριστιανικός χρυσοστομικός μετασχηματισμός και μια τελείωση της ατελούς σωκρατικής φιλοσοφίας για τον δάσκαλο και το ρόλο του.
Τελεώνοντας, οφείλουμε μια διευκρίνηση. Οι μαθητές εμπνέουν το δάσκαλο, γιατί πρώτα τους έχει εμπνεύσει αυτός. Από το δάσκαλο εκπορεύεται η έμπνευση και στο δάσκαλο επιστρέφει μέσω των μαθητών. Είναι μια κυκλική κίνηση , η οποία στην πορεία της διδασκαλίας γίνεται αναγωγική , καθώς διά του λόγου παίρνει τις συγκινήσεις από το επίπεδο της καρδιάς και τις ανεβάζει στο νου και από εκεί τις επιστρέφει πάλι πίσω στην καρδιά, όπου και φυλάσσονται όλα όσα άκουσε ο μαθητής από το δάσκαλο.
Πώς, όμως, εμπνέει ο δάσκαλος το μαθητή; Πρωταρχικά ο δάσκαλος εμπνέει με τη ζωή του, με το παράδειγμά του. Όπως πολύ εύστοχα διαπιστώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «Λόγω παλαίει πας λόγος, βίω δε τις;» . Έτσι και για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο εκείνο που καταξιώνει έναν δάσκαλο στα μάτια των μαθητών του δεν είναι ούτε η κομψή ενδυμασία, ούτε τα φτιασιδώματα, ούτε ο πλούτος. Είναι η αρετή του βίου. Το υψηλό ήθος, η εγκράτεια, η εντιμότητα, η συνάφεια λόγων και έργων και, επιπλέον, ο λιτός βίος. Ως υποδείγματα εναρέτων δασκάλων οι οποίοι ακριβώς με το λιτό, πτωχικό και ασκητικό τους βίο ενέπνευσαν τους μαθητές τους αναφέρει τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους: τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Διογένη. Και, μάλιστα, αναφέρει ότι ακριβώς επειδή ήταν πτωχοί ως δάσκαλοι γι αυτό το λόγο ήταν πιο ισχυροί και πιο λαμπροί και από τους πλέον ισχυρούς ηγεμόνες της εποχής τους. Ο Σωκράτης κρίνεται ως πιο επιφανής από το βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο, ο Πλάτωνας πολύ πιο σημαντικός από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο Διογένης πιο λαμπρός από τον Φίλιππο. Όλοι αυτοί είχαν έναν πολύτιμο θησαυρό: την έντιμον πενίαν, για να επικαλεστούμε μια ωραία φράση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Για τον Χρυσόστομο ένα από τα πιο εμφανή σημάδια ότι η κοινωνία έχει διαφθαρεί είναι όταν οι εκπαιδευτικοί φτάνουν στο σημείο να νιάζονται μόνο για την τσέπη τους.
Και κατά έναν δεύτερο λόγο ο δάσκαλος εμπνέει τον μαθητή με τις γνώσεις του και την κατάρτισή του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χρυσόστομος, ο διδάσκαλος δεν είναι από φύσεως διδάσκαλος, υπό την έννοια ότι το όνομα από μόνο του δεν κάνει το δάσκαλο ή διά μαγείας δεν γίνεται κανείς δάσκαλος. Ο δάσκαλος παρομοιάζεται με έναν χρυσοφόρο ποταμό, ο οποίος μεταφέρει την γνώση ως χρυσίτιν κόνιν, χάρη στο γεγονός ότι στην πορεία της ροής του περνά από όρη και βουνά τα οποία έχουν φλέβες χρυσού, περνά δηλαδή από πολλά χρυσοφόρα επίπεδα της γνώσης, μελετά πολύ και αυτό που αποκομίζει κατά την επίπονο αυτή διαδρομή, το καταθέτει στους μαθητές του.
Αυτός είναι ο δάσκαλος κατά τον ιερό Χρυσόστομο, όπως ορίζεται και διαμορφώνεται από τη σχεσιοδυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτόν και τους μαθητές του. Είναι ο ζωντανός δάσκαλος, αυτός που ζει για τους μαθητές και από τους μαθητές. Ο ποιμήν ο καλός, ο οποίος δίνει για το ποίμνιο την ίδια του τη ζωή και όταν δει τους λύκους να πλησιάζουν δεν το βάζει στα πόδια ούτε βρίσκει ένα καλύβι να κρυφτεί και να γλυτώσει. Αυτό ο ιερός Χρυσόστομος το είχε βασική αρχή, το έκανε πράξη και το πλήρωσε με τη ζωή του. Για την αγάπη των μαθητών του κυνηγήθηκε και διώχθηκε από τους κοσμοκράτορες της εποχής του, πεθαίνοντας ως μάρτυρας εξόριστος και βασανισμένος. Όλα για την αγάπη των μαθητών, τίποτε για τον εαυτό του. Μια αγάπη πηγαία, χωρίς υποκρισία, χωρίς ιδιοτέλεια. Μια αγάπη ασκητική, χωρίς την επιζήτηση της καλοπέρασης και του βολέματος. Μια αγάπη ασυμβίβαστη και ανυποχώρητη. Μια αγάπη της θυσίας, μια αγάπη του μαρτυρίου.
Ένας τέτοιος δάσκαλος δεν είναι υπάλληλος, αλλά λειτουργός. Προσφέρει και προσφέρεται υπέρ του λαού, υπέρ των μαθητών του. Η ζωή του είναι μια διαρκής προσφορά, χωρίς όρια, χωρίς ανάπαυση. Στη διάρκεια μιας λιτανείας στην Κωνσταντινούπολη, ο ιερός Χρυσόστομος εκφώνησε δεκαοκτώ ομιλίες κάτω από την συνεχή πίεση των μαθητών του, να ακούσουν, να μάθουν. Και όσο αυτός μιλούσε, τόσο αυτοί διψούσαν περισσότερο και απαιτούσαν να συνεχίσει και εύχονταν, αν ήταν δυνατόν, να μην τελείωνε ποτέ αυτή η ευλογία, αυτή η χάρις, αυτή η ζωντανή αγάπη. Και όταν πήρε το δρόμο για την εξορία και το μαρτύριο, τον αποζητούσαν λέγοντας:
«Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».
Έτσι συμβαίνει σε μια γνήσια παιδαγωγική σχέση. Όταν έρχεται η ώρα να αποχωρήσει ο δάσκαλος, για το μαθητή είναι σα να σβήνει ο ήλιος. Κι αυτό γιατί η παιδεία και ιδιαίτερα η παιδεία του Χριστού, αυτή που θεμελίωσαν και οικοδόμησαν οι Τρεις Ιεράρχες με τη ζωή τους και τον λόγο τους είναι το φως το αληθινόν. Το φως που φωτίζει και αγιάζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον.
Εμείς οι δάσκαλοι του 21ου αιώνα λάβαμε αυτήν την παιδεία ως παρακαταθήκη από τους τρεις Ιεράρχες. Ας αντιληφθεί ο καθένας μας τι βάρος ευθύνης σηκώνει στους ώμους του και ποιο θησαυρό έχει κληθεί να διαχειρισθεί. Το ζήτημα είναι να είμαστε καλοί οικονόμοι αυτής της κληρονομιάς, αυτού του πλούτου. Όλα θα κριθούν από το αν ο κάθε ένας από μας επιθυμεί να αξιοποιήσει αυτόν τον θησαυρό. Αν πραγματικά το επιθυμούμε, τότε οι επιθυμίες μας μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Δεν θέλω να προχωρήσω σε μια ανατομία της σημερινής κατάστασης στην ελληνική παιδεία, αλλά έχουμε μια τάση να πριονίζουμε συνεχώς το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε. Με τον τρόπο που ενεργούμε και σκεφτόμαστε νιώθω ότι δεν είμαστε άξιοι αυτής της κληρονομιάς, καθώς κατά έναν εξωφρενικό τρόπο οι άλλοι λαοί την αναγνωρίζουν και την σέβονται και εμείς την παραπετάμε και την ευτελίζουμε. Δεν καταλάβαμε ακόμη πως χρεωκόπησε η οικονομία , επειδή οδηγήσαμε την παιδεία μας σε χρεωκοπία, από μια ανεξήγητη εμπάθεια. Πουλήσαμε τον Χριστό και δεν καταλάβαμε ότι και ο Χριστός μπορεί να μας πουλήσει, όπως λέει και ο προφητικός λόγος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Και να τώρα που η Ελλάδα ξεπουλιέται.
Μακάρι αυτή η περιπέτεια που ζει η πατρίδα μας να μας συνεφέρει , να κάνουμε την αυτοκριτική μας ως εκπαιδευτικοί και να ξαναγίνουμε δάσκαλοι της προσφοράς και της θυσίας και της αγάπης, δάσκαλοι ακέραιοι και πνευματοφόροι, δάσκαλοι ζωντανοί, όχι νεκροί.
Ένα πολύ ειδικό θέμα ψυχοπαιδαγωγικής υφής που συναντούμε στις ομιλίες του ιερού Χρυσοστόμου είναι το ζήτημα της σχεσιοδυναμικής δασκάλου μαθητών, δηλαδή το πώς ο δάσκαλος και οι μαθητές επηρεάζονται και διαμορφώνουν ο ένας τον άλλον στο πλαίσιο μιας δυναμικής διαπροσωπικής σχέσης η οποία εδράζεται στην συναισθηματική αλληλεπίδραση και στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η αμοιβαία αγάπη, εκτίμηση και αναγνώριση.
Για τον ιερό Χρυσόστομο το έργο του διδασκάλου έχει τρία ειδοποιά χαρακτηριστικά:
Πρώτον είναι υψηλό γιατί έχει να κάνει με την καλλιέργεια της αθανάτου και θεοειδούς ψυχής. Ο διδάσκαλος γεωργεί τας ψυχάς.
Δεύτερον είναι κοπιαστικό και οδυνηρό. Ο διδάσκαλος έλκει τον ζυγόν, τέμνει τον αύλακα
Τρίτον είναι παραγωγικό και δημιουργικό. Ο διδάσκαλος σπείρει τον σπόρον.
Επιπλέον, ο ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι για τον δάσκαλο η διδασκαλία και η μάθηση δεν συνιστούν αυτοσκοπό αλλά έχουν συγκεκριμένη στόχευση , τόσο αναφορικά με το μαθητή ως άτομο, όσο και αναφορικά με τον κοινωνικό ρόλο του μαθητή. Κατά πρώτο λόγο ο πόνος και ο μόχθος του δασκάλου δεν είναι απλά και μόνο να κατορθώσει να έχει έναν ικανό και πρόθυμο ακροατή, αλλά το παιδευθήναι , δηλ. η διάπλαση της ψυχής του μαθητή και η διά της ασκήσεως των αρετών μόρφωσίς του εις άνδρα τέλειον , κατά το πρότυπο του Χριστού. Κατά δεύτερο λόγο η μάθηση δεν συνιστά αυτοσκοπό ο οποίος εξικνείται στα όρια της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του μαθητή. Ο μαθητής δέχεται τη γνώση από τον δάσκαλο όχι με τη στατική αλλά με τη δυναμική της έννοια, δηλαδή με σκοπό να την μεταβιβάσει και σε άλλους και να γίνει πολλαπλασιαστής της γνώσης στο κοινωνικό σώμα. Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, το έργο του δασκάλου διευρύνεται, απλώνεται έξω από τα στενά όρια της αίθουσας και ο αριθμός των μαθητών πολλαπλασιάζεται, εφόσον οι πρώτοι λίγοι μαθητές, διαδίδοντας αυτά που έμαθαν, προσελκύουν και πολλούς άλλους στη γνώση και , επί της ουσίας, τους κάνουν συμμαθητές τους. Έτσι οι λίγοι γίνονται πολλοί, αναμορφώνουν και αναπλάθουν την κοινωνία. Αυτή η φιλοσοφία για τη διαχείριση της γνώσης είναι που λαμπρύνει το έργο του διδασκάλου και του προσδίδει μια κυρίαρχη θέση μέσα στο κοινωνικό σώμα.
Υπό αυτήν την έννοια ο δάσκαλος όταν διδάσκει δεν έχει υπόψη του μόνο αυτούς που διδάσκει εκείνη τη στιγμή και τους έχει μπροστά του, αλλά και τους πόρρωθεν όντας, αυτούς δηλαδή που θα γίνουν έμμεσα μαθητές του μέσα από τη διάδοση του λόγου του και σε άλλους. Το γεγονός αυτό αυξάνει την ευθύνη του δασκάλου και καθιστά το έργο του ακόμη πιο υψηλό και σπουδαίο. Όταν αυτό το συνειδητοποιήσει, όπως ο απόστολος Παύλος, η αγάπη του και η μέριμνά του απλώνεται προς πάντας και στους οικείους και γνώριμους μαθητές, αλλά και στους άγνωστους και πολύ περισσότερους μαθητές που θα έλθει σε κοινωνία μαζί τους μέσω του λόγου του.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει να θεμελιώνει και να διέπει τη σχέση δασκάλου μαθητών είναι η προθυμία και η ζέση των μαθητών να ανταποκριθούν στο έργο του δασκάλου από τη μια και η φιλοστοργία του δασκάλου προς τους μαθητές από την άλλη. Αυτή η ανταπόκριση των μαθητών μπορεί να φτάσει την αγάπη του δασκάλου σε πολύ υψηλά μέτρα, ώστε να καταλυθεί και αυτή ακόμη η ιεραρχική διαβάθμιση ανάμεσά τους, όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος νιώθει και καλεί τους μαθητές του, «αδελφούς». Γράφει συγκεκριμένα, ο ιερός Χρυσόστομος: «Τέτοιο πράγμα είναι η αγάπη. Αποβάλλει κάθε ανισότητα και διαφορά και δεν γνωρίζει καμμία υπεροχή ή αξίωμα, αλλά και αν ακόμη κανείς κατέχει την υψηλότερη θέση από όλους, συγκαταβαίνει και έρχεται στη θέση και του πλέον ταπεινού και άσημου, όπως ακριβώς έπραττε και ο απόστολος Παύλος».
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο η σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του δεν είναι εξουσιαστική, αλλά υπαρξιακή μέσα στα πλαίσια της συναλληλίας, όπου μαθητές και δάσκαλος βιώνουν το ίδιο συναίσθημα εξάρτησης και υπαρξιακής πλήρωσης εις τρόπον ώστε να μην μπορούν να υπάρξουν ο ένας χωρίς τον άλλον. Δηλωτική αυτού του βιώματος είναι η εξομολόγηση του Χρυσοστόμου στο ακροατήριό του: «Μια μέρα έμεινα μακριά σας και είναι σα να αποχωρίστηκα έναν ολόκληρο χρόνο και έτσι στενοχωριόμουν και αδημονούσα. Και γνωρίζετε ότι σας λέω αλήθεια γιατί και σεις πάθατε το ίδιο». Η αμοιβαιότητα αυτή στα συναισθήματα και τα βιώματα δασκάλου και μαθητών είναι που οικοδομεί και διαμορφώνει εκείνη την παιδαγωγική σχέση, η οποία καλλιεργεί και αξιοποιεί τις συγκινήσεις ως πρωταρχικό παράγοντα επίτευξης των παιδαγωγικών και γνωστικών στόχων που θέτει η διδασκαλία. Και πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συγκίνηση που αναδύεται μέσα από τη σχέση αυτή δεν είναι ούτε μεθοδευμένη, ούτε τεχνητή, ούτε προσποιητή στα πλαίσια μιας τυποποιημένης, στεγνής διδακτικής πρακτικής και φιλοσοφίας, κάτι που θα απηχούσε πρακτικές και μεθοδεύσεις των στωικών, οι οποίοι αρκούνται σε προσποιητά συναισθήματα για να μην πλήξουν την αταραξία της ψυχής τους. Πρόκειται για ζωντανή, ανυπόκριτη κα αυθόρμητη αγαπητική στάση η οποία εκδηλώνεται με έντονο πολλές φορές τρόπο. Είναι εκπληκτικές οι εικόνες και οι αναλογίες που πλάθει ο Χρυσόστομος για να περιγράψει την συναισθηματική του εξάρτηση από το ακροατήριό του και τους μαθητές του και να αποδώσει παραστατικά με ανθρώπινα μέτρα τους παλμούς της καρδιάς του δασκάλου που δεν περιγράφονται με λόγια. Τη μια αισθάνεται ως βρέφος που επιζητεί το ακροατήριό του ως τη μάνα που τον θηλάζει:
«Σαν ένα βυζασταρούδι που τό κοψαν ξαφνικά από την μητρική θηλή, κι όπου κι αν το πάνε, γυρνά από δω κι από κει το κεφαλάκι του, γυρεύοντας να δει τη μανούλα του, το ίδιο έπαθα και γω. Από τη στιγμή που ξέκοψα από τη μητρική αγκαλιά σας, όλο τον καιρό ολοένα κοιτούσα εδώ και κει , λαχταρώντας παντού τον δικό σας όμιλο».
Από την αναλογία αυτή καθίσταται σαφές ότι για τον Χρυσόστομο ο όμιλος των μαθητών είναι οι μητρικές αγκάλες, όπου νιώθει ανακούφιση και υπαρξιακή πληρότητα, η πηγή της ζωής, ο τόπος όπου ικανοποιεί τον εσώτερο προορισμό του για τελείωση. Αντιλαμβανόμαστε σαφώς ότι σε μια παιδαγωγική σχέση δεν είναι μόνο ο μαθητής που δέχεται τροφή από το δάσκαλο, αλλά και ο δάσκαλος ζει και αναπνέει από τη σχέση του με τον μαθητή. Ο δάσκαλος υφίσταται ως δάσκαλος επειδή υπάρχει ο μαθητής. Χωρίς μαθητή θα ήταν παράλογο να αυτοπροσδιορίζεται κανείς ως δάσκαλος. Σε μεγάλο βαθμό , στα πλαίσια της δυναμικής σχέσης δασκάλου-μαθητή, στη διάρκεια της οποίας αναπτύσσονται δυνάμεις εκατέρωθεν, ο μαθητής είναι αυτός που κάνει τον δάσκαλο. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές όταν ο δάσκαλος μπαίνει στην αίθουσα για να διδάξει έχει την αγωνία της επιτυχίας του μαθήματος. Απόρροια αυτής της αγωνίας είναι η άσκηση αυτοκριτικής. Νιώθει τις δυνάμεις του πολύ μικρές , αισθάνεται συχνά την ανεπάρκειά του , αμφιβάλλει για την ικανότητά ή τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στο δύσκολο έργο του. Καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Χρειάζεται ένα χέρι βοηθείας έναν συμπαραστάτη. Πού να το βρει όμως αυτό το χέρι να τον τραβήξει προς τα πάνω, να τον στηρίξει, να τον ανεβάσει ψηλά , παρά στους μαθητές του; Η διδασκαλία θέλει έμπνευση και τον δάσκαλο τον εμπνέουν οι μαθητές. Όταν το ακροατήριο διψά, όταν αδημονεί, όταν απαιτεί, όταν αγκαλιάζει με την αγάπη του, όταν συγκινεί, τότε και ο δάσκαλος μεταμορφώνεται και έρχεται εις την αρίστην διάθεσιν. Κατά κάποιο τρόπο οι μαθητές με τον τρόπο τους ασκούν στο δάσκαλο μια θεμιτή βία, μία δημιουργική και αγαπητή τυραννίδα. Είναι η τυραννίς της αγάπης, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Αυτή είναι που κάνει το δάσκαλο να τα δώσει όλα στη διδασκαλία. Καλύτερα , όμως να μας τα πει ο ίδιος ο Χρυσόστομος, με τον δικό του ανεπανάληπτο και απαράμιλλο τρόπο.
« Νιώθω αδύναμος και φτωχός και αισθάνομαι ότι έχω διδακτική ανεπάρκεια. Μόλις, όμως, δω την αγαπημένη σας συντροφιά λησμονώ και την αδυναμία, ξεχνώ και την ανεπάρκεια, αφήνω στην άκρη και την φτώχεια . Αυτά κάνει τη αγάπη σας που με κατατυραννά. Γι αυτό και σας στρώνω το φτωχικό μου τραπέζι , με τέτοια διάθεση, σα να είμαι πιο πλούσιος και από τους πλούσιους. Και εσείς είστε που με κάνετε να αισθάνομαι πλούσιος και με ανεβάζετε ψυχολογικά, εσείς που με τη δίψα σας για μάθηση ανορθώνετε τους καταπτοημένους, καθώς με ανοιχτό το στόμα περιμένετε να ακούσετε λόγο από το δάσκαλο και κρέμεστε από τα χείλη του. Είστε σαν τα μικρά τα χελιδονάκια, τα οποία κάθε φορά που βλέπουν τη μανούλα τους να πετάει και να τα πλησιάζει, ξεπροβάλλουν τα κεφαλάκια τους από τη φωλιά και με τους λαιμούς να κρέμονται από έξω λαμβάνουν την τροφή τους. Με τον ίδιο τρόπο και εσείς προσηλώνοντας το βλέμμα σας με όλη σας την καρδιά στον ομιλητή, λαμβάνετε την διάλεξη που διακομίζει η γλώσσα του και, πριν ακόμη οι λέξεις ξεπηδήσουν από το στόμα μου, η διάνοιά σας αρπάζει αμέσως τα λεγόμενά μου.»
Τελικά, για τον Χρυσόστομο ο δάσκαλος στη σχέση του με τους μαθητές μπορεί να νιώθει και ως βρέφος και ως μητέρα. Φαίνεται αντινομικό αλλά δεν είναι. Είναι η υπέρβαση της τυπικής λογικής που βιώνουμε στην Ορθοδοξία. Η αρμονική σύνθεση των εναντίων. Ο δάσκαλος και τρέφει και τρέφεται και καλύπτει και καλύπτεται και στηρίζει και στηρίζεται. Και επί της ουσίας όντας δάσκαλος νιώθει μαθητής και νιώθοντας μαθητής είναι δάσκαλος. Ένας χριστιανικός χρυσοστομικός μετασχηματισμός και μια τελείωση της ατελούς σωκρατικής φιλοσοφίας για τον δάσκαλο και το ρόλο του.
Τελεώνοντας, οφείλουμε μια διευκρίνηση. Οι μαθητές εμπνέουν το δάσκαλο, γιατί πρώτα τους έχει εμπνεύσει αυτός. Από το δάσκαλο εκπορεύεται η έμπνευση και στο δάσκαλο επιστρέφει μέσω των μαθητών. Είναι μια κυκλική κίνηση , η οποία στην πορεία της διδασκαλίας γίνεται αναγωγική , καθώς διά του λόγου παίρνει τις συγκινήσεις από το επίπεδο της καρδιάς και τις ανεβάζει στο νου και από εκεί τις επιστρέφει πάλι πίσω στην καρδιά, όπου και φυλάσσονται όλα όσα άκουσε ο μαθητής από το δάσκαλο.
Πώς, όμως, εμπνέει ο δάσκαλος το μαθητή; Πρωταρχικά ο δάσκαλος εμπνέει με τη ζωή του, με το παράδειγμά του. Όπως πολύ εύστοχα διαπιστώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «Λόγω παλαίει πας λόγος, βίω δε τις;» . Έτσι και για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο εκείνο που καταξιώνει έναν δάσκαλο στα μάτια των μαθητών του δεν είναι ούτε η κομψή ενδυμασία, ούτε τα φτιασιδώματα, ούτε ο πλούτος. Είναι η αρετή του βίου. Το υψηλό ήθος, η εγκράτεια, η εντιμότητα, η συνάφεια λόγων και έργων και, επιπλέον, ο λιτός βίος. Ως υποδείγματα εναρέτων δασκάλων οι οποίοι ακριβώς με το λιτό, πτωχικό και ασκητικό τους βίο ενέπνευσαν τους μαθητές τους αναφέρει τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους: τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Διογένη. Και, μάλιστα, αναφέρει ότι ακριβώς επειδή ήταν πτωχοί ως δάσκαλοι γι αυτό το λόγο ήταν πιο ισχυροί και πιο λαμπροί και από τους πλέον ισχυρούς ηγεμόνες της εποχής τους. Ο Σωκράτης κρίνεται ως πιο επιφανής από το βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο, ο Πλάτωνας πολύ πιο σημαντικός από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο Διογένης πιο λαμπρός από τον Φίλιππο. Όλοι αυτοί είχαν έναν πολύτιμο θησαυρό: την έντιμον πενίαν, για να επικαλεστούμε μια ωραία φράση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Για τον Χρυσόστομο ένα από τα πιο εμφανή σημάδια ότι η κοινωνία έχει διαφθαρεί είναι όταν οι εκπαιδευτικοί φτάνουν στο σημείο να νιάζονται μόνο για την τσέπη τους.
Και κατά έναν δεύτερο λόγο ο δάσκαλος εμπνέει τον μαθητή με τις γνώσεις του και την κατάρτισή του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χρυσόστομος, ο διδάσκαλος δεν είναι από φύσεως διδάσκαλος, υπό την έννοια ότι το όνομα από μόνο του δεν κάνει το δάσκαλο ή διά μαγείας δεν γίνεται κανείς δάσκαλος. Ο δάσκαλος παρομοιάζεται με έναν χρυσοφόρο ποταμό, ο οποίος μεταφέρει την γνώση ως χρυσίτιν κόνιν, χάρη στο γεγονός ότι στην πορεία της ροής του περνά από όρη και βουνά τα οποία έχουν φλέβες χρυσού, περνά δηλαδή από πολλά χρυσοφόρα επίπεδα της γνώσης, μελετά πολύ και αυτό που αποκομίζει κατά την επίπονο αυτή διαδρομή, το καταθέτει στους μαθητές του.
Αυτός είναι ο δάσκαλος κατά τον ιερό Χρυσόστομο, όπως ορίζεται και διαμορφώνεται από τη σχεσιοδυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτόν και τους μαθητές του. Είναι ο ζωντανός δάσκαλος, αυτός που ζει για τους μαθητές και από τους μαθητές. Ο ποιμήν ο καλός, ο οποίος δίνει για το ποίμνιο την ίδια του τη ζωή και όταν δει τους λύκους να πλησιάζουν δεν το βάζει στα πόδια ούτε βρίσκει ένα καλύβι να κρυφτεί και να γλυτώσει. Αυτό ο ιερός Χρυσόστομος το είχε βασική αρχή, το έκανε πράξη και το πλήρωσε με τη ζωή του. Για την αγάπη των μαθητών του κυνηγήθηκε και διώχθηκε από τους κοσμοκράτορες της εποχής του, πεθαίνοντας ως μάρτυρας εξόριστος και βασανισμένος. Όλα για την αγάπη των μαθητών, τίποτε για τον εαυτό του. Μια αγάπη πηγαία, χωρίς υποκρισία, χωρίς ιδιοτέλεια. Μια αγάπη ασκητική, χωρίς την επιζήτηση της καλοπέρασης και του βολέματος. Μια αγάπη ασυμβίβαστη και ανυποχώρητη. Μια αγάπη της θυσίας, μια αγάπη του μαρτυρίου.
Ένας τέτοιος δάσκαλος δεν είναι υπάλληλος, αλλά λειτουργός. Προσφέρει και προσφέρεται υπέρ του λαού, υπέρ των μαθητών του. Η ζωή του είναι μια διαρκής προσφορά, χωρίς όρια, χωρίς ανάπαυση. Στη διάρκεια μιας λιτανείας στην Κωνσταντινούπολη, ο ιερός Χρυσόστομος εκφώνησε δεκαοκτώ ομιλίες κάτω από την συνεχή πίεση των μαθητών του, να ακούσουν, να μάθουν. Και όσο αυτός μιλούσε, τόσο αυτοί διψούσαν περισσότερο και απαιτούσαν να συνεχίσει και εύχονταν, αν ήταν δυνατόν, να μην τελείωνε ποτέ αυτή η ευλογία, αυτή η χάρις, αυτή η ζωντανή αγάπη. Και όταν πήρε το δρόμο για την εξορία και το μαρτύριο, τον αποζητούσαν λέγοντας:
«Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».
Έτσι συμβαίνει σε μια γνήσια παιδαγωγική σχέση. Όταν έρχεται η ώρα να αποχωρήσει ο δάσκαλος, για το μαθητή είναι σα να σβήνει ο ήλιος. Κι αυτό γιατί η παιδεία και ιδιαίτερα η παιδεία του Χριστού, αυτή που θεμελίωσαν και οικοδόμησαν οι Τρεις Ιεράρχες με τη ζωή τους και τον λόγο τους είναι το φως το αληθινόν. Το φως που φωτίζει και αγιάζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον.
Εμείς οι δάσκαλοι του 21ου αιώνα λάβαμε αυτήν την παιδεία ως παρακαταθήκη από τους τρεις Ιεράρχες. Ας αντιληφθεί ο καθένας μας τι βάρος ευθύνης σηκώνει στους ώμους του και ποιο θησαυρό έχει κληθεί να διαχειρισθεί. Το ζήτημα είναι να είμαστε καλοί οικονόμοι αυτής της κληρονομιάς, αυτού του πλούτου. Όλα θα κριθούν από το αν ο κάθε ένας από μας επιθυμεί να αξιοποιήσει αυτόν τον θησαυρό. Αν πραγματικά το επιθυμούμε, τότε οι επιθυμίες μας μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Δεν θέλω να προχωρήσω σε μια ανατομία της σημερινής κατάστασης στην ελληνική παιδεία, αλλά έχουμε μια τάση να πριονίζουμε συνεχώς το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε. Με τον τρόπο που ενεργούμε και σκεφτόμαστε νιώθω ότι δεν είμαστε άξιοι αυτής της κληρονομιάς, καθώς κατά έναν εξωφρενικό τρόπο οι άλλοι λαοί την αναγνωρίζουν και την σέβονται και εμείς την παραπετάμε και την ευτελίζουμε. Δεν καταλάβαμε ακόμη πως χρεωκόπησε η οικονομία , επειδή οδηγήσαμε την παιδεία μας σε χρεωκοπία, από μια ανεξήγητη εμπάθεια. Πουλήσαμε τον Χριστό και δεν καταλάβαμε ότι και ο Χριστός μπορεί να μας πουλήσει, όπως λέει και ο προφητικός λόγος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Και να τώρα που η Ελλάδα ξεπουλιέται.
Μακάρι αυτή η περιπέτεια που ζει η πατρίδα μας να μας συνεφέρει , να κάνουμε την αυτοκριτική μας ως εκπαιδευτικοί και να ξαναγίνουμε δάσκαλοι της προσφοράς και της θυσίας και της αγάπης, δάσκαλοι ακέραιοι και πνευματοφόροι, δάσκαλοι ζωντανοί, όχι νεκροί.
Οι Τρεις Ιεράρχες : ΟΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΙ !
Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα
και την βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της αγιότητος και καλούσαν τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.
Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων.
Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντάς τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεώς μας και διαφωτίζοντάς τους για τα μεγάλα θέματα, που απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Καθόρισαν συστηματικά την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.
Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα οποία ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις μέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράματά τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετελέσαν εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον διά το ανθρώπινον γένος» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β’ σελ. 1, 6).
Πολύ εύστοχα ελέχθη γι’ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».
Βασικό στοιχείο της αγιότητος και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της διπλωματίας.
Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα αρχών και πίστεως. Δε σκέφτηκαν ποτέ εάν αντίπαλοί τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.
Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «ὅταν Θεός ᾖ τό κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς». Να τα πεις και να τ’ ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (PG 36, 561).
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινούπολης, που τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επισκόπου αμφισβήτησαν την εκλογή του, παρητήθη αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παρητήθη και από την προεδρία της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του. Δεν γνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμά του ήταν όπως έγραφε, το «μή παρασυρῆναι», να μη παρασύρεται και να έχει «παρρησίαν» (PG 37, 32-33).
Και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι οποίοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν εδίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι’ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματός του βλέπουμε στην ομιλία, που εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία: «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γἀρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει» (PG 52, 427).
Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε την Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.
Οι Τρεις Ιεράρχες - 4η ομιλία
Ομιλία για τους 3 Ιεράρχες της εκπαιδευτικού κ. Βασιλικής Παπακώστα του 9ου Δημ. Σχολείου. Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011.
Τους
τρεις Ιεράρχες τιμά σήμερα η Εκκλησία μας: τόν μέγαν ιεροφάντορα
Βασίλειον, τον θείον και θεορρήμονα Γρηγόριον και τον Ιωάννην τον
χρυσούν την γλώτταν.
Ήταν
γύρω στον 11 ° αιώνα στα χρόνια του Αλεξίου Κομνηνού όταν στην
Κωνσταντινούπολη [ξέσπασε μια νέα διαμάχη. Άνθρωποι των γραμμάτων και
μη, χωρίστηκαν και αλληλοσυγκρούονταν μεταξύ τους για το ποιος Ιεράρχης
της Εκκλησίας ήταν ο σπουδαιότερος και ωφέλησε περισσότερο την Εκκλησία.
Έφθασαν στο σημείο να χωριστούν και σε παρατάξεις, στους Βασιλίτες,
αυτούς δηλαδή που υποστήριζαν το Μέγα Βασίλειο τον Αρχιεπίσκοπο
Καισαρείας, στους Γρηγορίτες, αυτούς που τάσσονταν υπέρ του Αγίου
Γρηγορίου του Θεολόγου και τους Ιωαννίτες, αυτούς που θεωρούσαν τον Άγιο
Ιωάννη το Χρυσόστομο ως τον αξιότερο Ιεράρχη και Πάτερα της Εκκλησίας
αντί των άλλων δυο. Οι Βασιλίτες, οι Γρηγορίτες, και οι Ιωαννίτες,
λοιπόν, δημιούργησαν μεγάλη αναστάτωση στην Κωνσταντινούπολη σε σημείο
που διασάλευαν όχι μόνο την Εκκλησιαστική αλλά και τη δημόσια τάξη.
Η
λύση στο πρόβλημα έμελλε να δοθεί από τους ίδιους τους τρεις μεγάλους
Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, όταν παρουσιάστηκαν σε όραμα στον
Επίσκοπο Ευχαϊτων Ιωάννη. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στα άλλα που είπαν και
εξήγησαν στον Επίσκοπο Ιωάννη ήταν και τα εξής « Εμείς είμαστε ένα
ενώπιον του Θεού και δεν υπάρχει καμία αντίθεση ούτε αντιδικία ανάμεσά
μας. Ανάμεσα μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος ούτε δεύτερος, αλλά αν ειπείς
τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι».
Από
τότε, λοιπόν, ορίστηκε η 30η Ιανουαρίου ως η μέρα μνήμης των Τριών
Ιεραρχών, μια κι ο Ιανουάριος είναι ο μήνας όπου και οι τρεις
εορτάζουν.
Έξι
αιώνες αργότερα, το 1826 μΧ ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής
της Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα
της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική
Επτανησιακή Παιδεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 μΧ το πανεπιστήμιο
Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών
Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα.
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Νεοκαισάρεια του Πόντου.
Οι
γονείς του Βασιλείου (Βασίλειος και Εμμέλεια), αν και κατά κόσμον
ευγενείς και πλούσιοι, διέθεταν συγχρόνως και ένα υψηλό χριστιανικό
φρόνημα.. Κάτι το οποίο επηρέασε βαθύτατα την νεανική ψυχή του αγίου
μας, δεδομένου ότι με εφόδιον αυτήν την χριστιανική ανατροφή ο Βασίλειος
αρχίζει μια καταπληκτική ανοδική πνευματική πορεία. Όπως λέγουν οι
ερευνητές, ο Βασίλειος, έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της
μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του! Μα το
σπουδαιότερο; Κατακτά την θεία θεωρία του Ευαγγελίου, που την κάνει
αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή του.
Ο
υποδειγματικός τρόπος της πνευματικής εργασίας του Μεγάλου Βασιλείου
δεν αργεί να τον ανεβάσει στον θρόνο της αρχιερωσύνης. Με σταθερότητα
και γενναίο φρόνημα, σαν αρχιερέας έκανε πολλούς αγώνες για την ορθόδοξη
πίστη. Με τους ορθοδόξους λόγους που συνέγραψε, κατακεραύνωσε τα
φρονήματα των κακοδόξων. Αγωνίστηκε, ακόμη, κατά της ηθικής σήψεως και
επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στον μοναχισμό. Άριστος ποιμένας διετέλεσε,
κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή ιδρύματα, που
φιλοξένησε χιλιάδες πάσχοντες, ανεξαρτήτως φρονημάτων, ιδεών, φυλής ή
φύλου και καταγωγής των ασθενούντων. Στα πενήντα του χρόνια ο Μέγας
Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής του κράσεως, εγκαταλείπει τον φθαρτό
αυτό κόσμο, αφήνοντας στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ.
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρείται ένα
από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Χριστιανισμού και ένας από τους
λαμπρότερους φωστήρες της ορθοδόξου πίστεως. Γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην
Νανζιανζό, κωμώπολη της Καππαδοκίας. Στην Ναζιανζό (εξ ου και
Ναζιανζηνός), διδάσκεται την στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ την μέση
εκπαίδευση στην Καισαρεία, όπου γνωρίζεται με τον συμμαθητή του και στην
συνέχεια αχώριστο φίλο του Μέγα Βασίλειο. Στην συνέχεια ο Γρηγόριος
πηγαίνει κοντά στους περίφημους διδασκάλους της ρητορικής και, τέλος,
στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, όπου ξαναβρίσκει, ως συμφοιτητή πλέον, τον
Μέγα Βασίλειο. Όταν επιστρέφει στην πατρίδα του, ο πατέρας του,
επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο, αλλά αυτός προτιμά
την ησυχία του αναχωρητηρίου στον Πόντο, κοντά στον φίλο του Βασίλειο, για περισσότερη άσκηση στην πνευματική ζωή.
την ησυχία του αναχωρητηρίου στον Πόντο, κοντά στον φίλο του Βασίλειο, για περισσότερη άσκηση στην πνευματική ζωή.
Μετά,
όμως, από θερμές παρακλήσεις των δικών του, επιστρέφει στην πατρίδα του
και μπαίνει στην ενεργό δράση της Εκκλησίας. Όμως, το δρεπάνι του Χάρου
έρχεται να πληγώση την ψυχή του, με αλλεπάλληλους θανάτους συγγενικών
του προσώπων. Πρώτα του αδελφού του Καισαρείου, έπειτα της αδελφής του
Γοργονίας, μετά του πατέρα του και, τέλος, της αγαπημένης του μητέρας
Νόννας.
Μετά
απ' αυτές τις θλίψεις, η θεία Πρόνοια τον φέρνει στην Κωνσταντινούπολη
όπου υπερασπίζεται με καταπληκτικό τρόπο την Ορθοδοξία και κτυπά καίρια
τους Αρειανούς, που είχαν πλημμυρίσει τη Βασιλεύουσα.
Μετά τον σκληρό αυτό αγώνα, ο Μέγας Θεοδόσιος τον αναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλως.
Δυστυχώς,
όμως, μικροπρεπείς και κακοήθεις πάντα υπάρχουν, Στην Β' Οικουμενική
Σύνοδο, μία μερίδα επισκόπων τον αντιπολιτεύεται για ευτελή λόγο.
Τότε
ο Γρηγόριος, αηδιασμένος, δηλώνει την παραίτησή του, αναχωρεί στην
γενέτειρά του Ναζιανζό και τελειώνει με ειρήνη την ζωή του, το 390 μ.Χ.
Είναι αυτός που όταν είδε νεκρό στο χώμα το Μέγα Βασίλειο έκλαψε τόσο
πολύ (μα τόσο πολύ) όσο ποτέ άλλοτε στην άμοιρη ζωή του.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 347 μ.Χ. Πατέρας του
ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Γρήγορα έμεινε
ορφανός από πατέρα, και η μητέρα του τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε κατά
τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο.
Ο
Χρυσόστομος ήταν ένα - ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες
στην Αντιόχεια και Αθήνα. Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, απεσύρθη
στην έρημο, οπού ασκήτευσε προσευχόμενος και μελετώντας τις Γραφές. Στην
Αντιόχεια χειροτονήθηκε διάκονος και έπειτα πρεσβύτερος. Στις 15
Δεκεμβρίου του 397 μΧ, βασιλιάς και κλήρος τον έκαναν Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξε αδυσώπητος
ελεγκτής κάθε παρανομίας και κακίας και δεινός ερμηνευτής της Αγίας
Γραφής, όπως φαίνεται από τα πολλά συγγράμματά του.
Η
αυτοκράτειρα Ευδοξία, επειδή την ήλεγχε για τις παρανομίες της, τον
εξόρισε τρεις φορές. Τελευταία στην Κουκουσό της Αρμενίας, όπου από τις
πολλές ταλαιπωρίες πέθανε το 407 μ.Χ.
Οι
Τρείς Ιεράρχες έζησαν σε μια εποχή με δύσκολα προβλήματα:
εκκλησιαστικά, κοινωνικά, παιδευτικά. Η Εκκλησία μετά από αγώνες πού
κράτησαν τρεις περίπου αιώνες, βγήκε νικήτρια. Το Διάταγμα των
Μεδιολάνων έθεσε τέρμα στους διωγμούς και τα βασανιστήρια των
Χριστιανών.
Η
Εκκλησία όμως είχε να παλέψει τώρα με ιδέες και κακοδοξίες πού
απειλούσαν να νοθεύσουν το ορθόδοξο δόγμα της. Πρωταγωνιστές σ' αυτόν
τον αγώνα αναδείχτηκαν οι τρεις μεγάλοι αυτοί Πατέρες, οι οποίοι με τη
ζωή και το έργο τους, ξεκαθάρισαν τις χριστιανικές αλήθειες από
ψευδολογίες και πλάνες, οργάνωσαν τη ζωή της Εκκλησίας και έκαναν το
Χριστιανισμό πράξη. Η Εκκλησία μας στις μέρες τους λαμπρύνθηκε, έφτασε
σε ύψη πνευματικής καρποφορίας και δίκαια ο αιώνας της ακμής τους
ονομάστηκε «χρυσός αιώνας της Ορθοδοξίας». Η ζωή και το έργο τους
αποτελεί έναν ύμνο δοξαστικό στο Θεό. Ό,τι έπραξαν δεν το έκαναν για
δική τους προβολή. «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν», ήταν τα τελευταία λόγια
του Χρυσοστόμου, καθώς βάδιζε το δρόμο της εξορίας. Η φιλομάθεια, η δίψα
για μόρφωση και η επίδοση στις σπουδές τους ήταν τα γνωρίσματα των
Τριών Ιεραρχών, τον καιρό πού ήταν φοιτητές. Για το Βασίλειο έλεγαν πως,
όντας ακόμη σπουδαστής, γνώριζε περισσότερα από τους καθηγητές του, ενώ
στο Γρηγόριο πρότειναν καθηγητική έδρα στην περίφημη τότε Φιλοσοφική
Σχολή των Αθηνών, από την οποία δίδαξε για ένα χρόνο. Αλλά και τον
Χρυσόστομο ο δάσκαλός του Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη
Ρητορική Σχολή.
Αργότερα
όταν χειροτονούνται κληρικοί διακρίνονται για την υποδειγματική άσκηση
των ποιμαντικών τους καθηκόντων αλλά και για τους αγώνες τους για την
εδραίωση και διάδοση της χριστιανικής πίστης.
Δεύτερο
γνώρισμα της εκκλησιαστικής ποιμαντικής διακονίας των τριών Ιεραρχών
είναι η πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική τους δράση, η οποία δεν
περιορίζεται μόνο στα πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα και στην περίθαλψη των
θυμάτων της κοινωνικής αδικίας αλλά εκτείνεται και στους αγώνες τους
για την διάδοση των κοινωνικών αρετών: της αδελφότητας, της δικαιοσύνης
και της ισοτιμίας. Σε επίπεδο διδασκαλίας, οι τρεις Πατέρες πέτυχαν να
θεμελιώσουν και να πραγματοποιήσουν τη σύνθεση Ελληνισμού και
Χριστιανισμού.
Οι
Τρεις Ιεράρχες αναγνωρίστηκαν δια μέσου των αιώνων ανυπέρβλητα
υποδείγματα Ελληνο - χριστιανικής αγωγής, όχι μόνο γιατί κατείχαν την
χριστιανική και ελληνική σοφία αλλά γιατί η ζωή τους ήταν οδηγός της
θεωρίας και η θεωρία επισφράγιση του βίου τους. Συμφωνία λοιπόν έργων
και λόγων, σοφίας και αρετής διακρίνει το παιδαγωγικό ήθος των Τριών
Ιεραρχών. Δεν αγνόησαν την πλούσια ελληνική παιδαγωγική «παραίνεση».
Αναγνώρισαν την μορφωτική αξία των γραμμάτων, στηρίχτηκαν σ' αυτήν αλλά
προχώρησαν ακόμη παραπέρα. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι με τη βοήθεια
μόνο της λογικής μπόρεσαν να ξεχωρίσουν τον άνθρωπο από τα άλλα
δημιουργήματα του Θεού, συνέλαβαν την ιδέα του καλού καγαθού πολίτη και
επεδίωξαν την τελείωση και την καλλιέργεια του νου, της διάνοιας του
ανθρώπου. Ο Χριστιανισμός όμως προχώρησε παραπέρα. Έθεσε το νου κάτω από
την αρετή της αγάπης την οποία θεώρησε ως πρώτη αρετή. Την Αγάπη όπως
την ορίζει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Κορινθίους επιστολή, την οποία
μπορούν να κατακτήσουν όλοι οι άνθρωποι και η οποία εκτείνεται και
αγκαλιάζει και τον εχθρό μας. Ο ανθρωπισμός των τριών Ιεραρχών δίνει ένα
σαφές και συγκεκριμένο μορφωτικό ιδεώδες: τη θέωση, την ένωση δηλαδή με
το Θεό, την ομοίωση του άνθρωπου με το Δημιουργό του πού αποτελεί και
τον προορισμό του στην επίγεια ζωή.
Ως
ειδικότερη επιδίωξη της αγωγής θεωρεί ο Μέγας Βασίλειος την πνευματική
πρόοδο του ανθρώπου και την απόκτηση των τεσσάρων βασικών αρετών: της
σοφίας, της σωφροσύνης, της ανδρείας και της δικαιοσύνης. Ο άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι πρέπει να «φυτευθούν» στο
αναπτυσσόμενο παιδί οι ιδιότητες του Θεού, δηλαδή η αγαθότης, το
αόργητον, το ευεργετικόν, το φιλοσοφικόν» ώστε να διαπλασθεί σε τέλειο
χριστιανό. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι πρωτίστως πρέπει να φροντίζουμε
για την επιμέλεια και την κάθαρση της ψυχής. Αυτή είναι, λέει, η
αληθινή παιδεία.
Η
σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από μια συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας
και μια ταχύτατη αύξηση των επιστημονικών γνώσεων, οι οποίες μάλιστα
γίν/ονται ολοένα και πιό εύκολα προσιτές στους πολλούς. Τα κοινωνικά
ωστόσο προβλήματα παραμένουν έντονα, με τα δύο τρίτα της γης να
υποσιτίζονται και τη μάστιγα του πολέμου να χτυπά ακόμη και τους
λεγόμενους ισχυρούς της γης. Ο άνθρωπος αρχίζει να νιώθει έντονα το
αίσθημα μιας γενικής ανασφάλειας χωρίς να μπορεί πάντα να προσδιορίσει
από πού προέρχεται αυτό.Δημήτρης Νατσιός, Οι Τρεις Ιεράρχες για την Παιδεία
Ο
Νομπελίστας μας ποιητής Γ. Σεφέρης έλεγε: "Τα γράμματα είναι από τις
πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η
παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι
αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία εκείνη που
ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό
του και μια κακή παιδεία εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και
είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους
νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους
νεόπλουτους του χρήματος". Κι αν σήμερα επερίσσευσαν οι νεόπλουτοι του
χρήματος και της μάθησης, αυτοί που συνάζουν γνώσεις με αποκλειστική
φροντίδα την προαγωγή και το εισόδημα, εντούτοις υπάρχουν ακόμη άνθρωποι
με καλή και αληθινή παιδεία, δε σταμάτησε ποτέ ο μικρός κι ευλογημένος
αυτός τόπος να αναδεικνύει πνεύματα φωτοβόλα.
Είμαστε
μια χώρα μικρή, ποτέ δεν είχαμε υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, το εντός
της κεφαλής όμως εισόδημα των Ελλήνων επλεόναζε, δάνεισε απλόχερα τον
πλούτο του και σ' άλλους λαούς. "Της Ελλάδος αείκοτε σύντροφος πενίη"
της Ελλάδας η φτώχεια ήταν πάντοτε σύντροφος, λέει ο Ηρόδοτος, αλλά "στο
μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω, ούτε
ένας αιώνας, που να μην γράφτηκε ποίηση, στην ελληνική γλώσσα, που να
μην υπήρχε πολιτισμός" απαντά ο Οδ. Ελύτης, ο του Αιγαίου ραψωδός.Από
τους 25 αιώνες αδιάλειπτης πνευματικής παραγωγής, δύο απ' αυτούς η
ιστορία τους τίμησε, τους επροίκισε με το ένδοξο και αθάνατο επίθετο: ο
χρυσούς αιών. Σεμνύνεται ο αρχαίος ελληνικός κόσμος για τον χρυσό αιώνα
του Περικλή. Έλαμψαν τότε τα λαμπρά αυτά πνεύματα, "οι γονέοι της
ανθρωπότητος" όπως τους ονομάζει ο Μακρυγιάννης, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο
Αριστοτέλης.
Αυτό
το εξέχον πνεύμα το μεταλαμπαδεύει ο Μ. Αλέξανδρος σ' όλον τον γνωστό
τότε κόσμο, καθιστώντας την Οικουμένη ελληνική. Με όχημα την ελληνική
γλώσσα, η παιδεία, η οποία κατά τον Σωκράτη "εν ταις ευτυχίαις κόσμος
(δηλ. στολίδι) εστίν, εν δε ταις ατυχίαις καταφυγή", γίνεται κτήμα όλων
των λαών, γεγονός που αναγκάζει τον ρήτορα Ισοκράτη να διαπιστώσει πως
"μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της Παιδείας της ημετέρας ή τους της
κοινής φύσεως μετέχοντας". Έλληνες είναι αυτοί που μετέχουν, που
μορφώνονται με την ελληνική σοφία και όχι αυτοί που έχουν καταγωγή
ελληνική. Ανήλθε βέβαια το αρχαιοελληνικό πνεύμα σε ύψη δυσθεώρητα,
εντούτοις τα μελανά στίγματα παρέμειναν. Το ιδεώδες του καλού καγαθού
πολίτη επισκιαζόταν από τον θεσμό της δουλείας, την υποτίμηση των
γυναικών, την περιφρόνηση του σώματος, όπως αυτό εκφράστηκε από τους
νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, κατέπεσε με την επικούρεια φιλοσοφία στην
ηδονοθηρία: "αρχή και ρίζα παντός αγαθού, η της γαστρός ηδονή" έλεγε ο
Επίκουρος. Φάε, δηλαδή, πίε και ευφραίνου, εκφυλίστηκε το ελληνικό
πνεύμα, κυρίως κατά τους αιώνες της ρωμαιοκρατίας, τότε εμφανίστηκαν και
οι Γραικύλοι, Έλληνες που υιοθετούσαν τα αισχρά ήθη των ξένων. Ήταν η
στιγμή που ο Ελληνισμός ομοίαζε με έναν γέρο, κουρασμένο και
ετοιμοθάνατο, όπως γράφει ο Παν. Κανελόπουλος. Το πνεύμα έσβηνε, η τότε
παγκοσμιοποίηση, εκβαρβάριζε και μόλυνε τα πάντα.
Είχε
έρθει όμως "το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλεν ο θεός τον Υιόν
αυτού". Αυτό το πλήρωμα του χρόνου σήμαινε, όπως γράφει και ο μεγάλος
μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, πως η εξάπλωση του ελληνικού
πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας, ήταν σχέδιο του Θεού, ώστε η
τελειότατη πίστη να εκφρασθεί με το τελειότατο όργανο και να ζυμωθεί
μέσα σ' ένα υψηλό πολιτισμό, όπως τον δημιούργησαν και τον εξέφρασαν οι
Έλληνες. "Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί το όνομα του Κυρίου", είπε ο
Χριστός όταν αντίκρισε τους Έλληνες. Και έτσι έγινε. Μετά την Ανάσταση
του Κυρίου (αυτό σημαίνει η φράση ) και την Πεντηκοστή, οι Απόστολοι
μεταφέρουν το χαρμόσυνο μήνυμα εις πάντα τα έθνη, με πρώτο το ελληνικό.
Στέκεται προβληματισμένος στην Τροία, απέναντι από την Ελλάδα ο Απ.
Παύλος, οπότε του εμφανίζεται το γνωστό όραμα του Μακεδόνα άνδρα ο
οποίος τον παρακαλεί "διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν". Από εκείνη
την στιγμή η ελληνική Οικουμένη, γίνεται χριστιανική Οικουμένη. Ο Παύλος
γνωρίζει στους Έλληνες τον άγνωστο Θεό. Ο χριστιανισμός, ως νέος
έφηβος, παίρνει στους ώμους του το πολύπαθο κορμί του γέρου Έλληνα. Ο
Ελληνισμός σώζεται και αναγεννάται. Μετά από τρεις αιώνες δημιουργεί και
τον δεύτερο χρυσό αιώνα του. Τον χρυσό αιώνα των Πατέρων της Εκκλησίας,
τότε που έλαμψαν αυτοί που σήμερα τιμάμε, οι μέγιστοι φωστήρες, οι
μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας, αυτοί που εφώτισαν και επότισαν την
Οικουμένη, οι Τρεις Ιεράρχες, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο
θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. "Νενικήμεθα", νικηθήκαμε φωνάζει ο
μεγάλος ειδωλολάτρης ρήτορας Λιβάνιος, διαβάζοντας μια επιστολή του
Μεγ. Βασιλείου. Δεν νικήθηκε ο Ελληνισμός, αλλά σώθηκε, δημιουργώντας
την νέα μεγάλη πολιτιστική και πνευματική δύναμη της Ανατολής, την
Ορθοδοξία. Γεωγραφικά κατάγονται και οι τρεις Ιεράρχες από τον ευρύτερο
Ελληνισμό από την Καππαδοκία οι δύο επιστήθιοι φίλοι, ο Μέγας Βασίλειος
και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, από την Αθήνα της Συρίας, την Αντιόχεια, ο
Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Συνηθίζεται να λέγεται πως οι Τρεις Ιεράρχες
πέτυχαν την σύνθεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Η αλήθεια είναι πως
πέτυχαν να προφυλάξουν αυτήν την σύνθεση από ακρότητες φιλοσοφικές και
αιρετικές που ήθελαν την απορρόφηση του ενός από το άλλο στοιχείο.
"Γιατί,
Κύριε; οι τρεις Ιεράρχες είναι προστάτες των γραμμάτων, της Παιδείας
μας". Το ερώτημα μου το απηύθυνε μαθητής μου, παιδί της ΣΤ' δημοτικού.
Το ερώτημα, το ομολογώ, με έφερε σε δύσκολη θέση. Οι προστάτες άγιοι της
Παιδείας, είναι εξοβελισμένοι από την Παιδεία μας. Στο γλωσσικό μάθημα,
που συστήνει τον άνθρωπο ως πνευματικό και ηθικό όν, δεν συναντά ο
μαθητής του δημοτικού ούτε ένα κείμενο των Τριών Ιεραρχών, ενώ
παρελαύνουν οι μέτριοι και οι ασήμαντοι. Εμποτισμένοι εδώ και 170 χρόνια
από το πνεύμα των Βαυαρών, από τους ξενοτραφείς καλαμαράδες και
λογίους, θεωρούμε το Βυζάντιο, την Ρωμιοσύνη ως περίοδο σκοταδισμού και
μηχανορραφιών. Για να γίνουμε σαν τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, πρέπει
να αποκηρύξουμε "το πάτριον θρήσκευμα και παν ελληνικόν", όπως έγραφε ο
καθ. Βερναρδάκης πριν από 150 χρόνια.
Οι
ασκητικές μορφές των Τριών Ιεραρχών, η όλο αγάπη για το συνάνθρωπο ζωή
τους, η απάρνηση του πλούτου και της καριέρας τους δεν χωρούν στην
κοινωνία που έχει ως στόχο το να περνάμε καλά, την ευδαιμονία, την
κοινωνική αναρρίχηση με οποιοδήποτε μέσο.. Αναμασάμε εδώ και δεκαετίες
τα ξυλοκέρατα της δήθεν πολιτισμένης Δύσης, που βρίσκεται στα όρια της
νευρικής κρίσης και δεν σπεύδουμε να ξεδιψάσουμε από την πηγή την
αστείρευτη, που λέγεται λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας. "Επειδή είμαστε
άνθρωποι, δεν μπορούμε να περιφρονούμε του ανθρώπους", να λόγια
αγιασμένα από το στόμα του Μεγ. Βασίλειου, που ίδρυσε ολόκληρη πόλη την
Βασιλειάδα, όπου διακονούσε τους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού). 1700
χρόνια πριν από την εμφάνιση του φεμινισμού χτυπά ο Γρηγόριος την
ανισότητα ανδρών και γυναικών, τους τότε νόμους που προκλητικά ευνοούσαν
τους άνδρες. "Δεν δέχομαι αυτήν την νομοθεσία" έλεγε. "Άνδρες ήταν οι
νομοθέτες γι' αυτό ενομοθέτησαν κατά των γυναικών. Ουκ ένι άρσεν ή θήλυ
είπεν ο Κύριος". "Για τα κτήματα που έχουν δοθεί στα παιδιά φροντίζουμε,
όχι όμως και για τα παιδιά. Βλέπεις την ανοησία γονέα. Άσκησε την ψυχή
του παιδιού πρώτα και κατόπιν θα έλθουν όλα τα άλλα. Όταν η ψυχή του
παιδιού δεν είναι ενάρετη, καθόλου δε το ωφελούν τα χρήματα και όταν
είναι, καθόλου δεν το βλάπτει η φτώχεια, θέλεις να το αφήσεις πλούσιο;
Μάθε το να είναι καλός άνθρωπος... Γιατί πλούσιος δεν είναι αυτός που
έχει ανάγκη από πολλά χρήματα και που περιβάλλεται από πολλά αγαθά, αλλά
εκείνος που δεν έχει ανάγκη από τίποτε". Λόγια προς τους γονείς του αγ.
Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που ηχούν παράξενα σ' έναν κόσμο σαν τον
σημερινό που έχει επιδοθεί στο μανιώδες κυνήγι του εύκολου πλουτισμού,
της καλοπέρασης, της επίδειξης.
Η
παιδεία μας σήμερα, εγκατέλειψε την ψυχή του παιδιού και στράφηκε στον
εγκέφαλο του. "Παιδεία εστί ου την υδρία πληρώσαι, αλλά ανάψαι αυτήν"
έλεγε ο Πλάτωνας. Γεμίζουμε το κεφάλι του παιδιού με γνώσεις και
αφήνουμε σβησμένη την ψυχή του. Ουδέποτε υπήρχαν στον κόσμο και στον
τόπο μας τόσοι εγγράμματοι και τέτοια φτώχεια πνευματική. Έχουμε μια
παιδεία που επιζητά πρωτίστως να θεραπεύσει τις ανάγκες του κράτους, της
βιομηχανίας, των επιχειρήσεων. Γεμίσαμε διπλωματούχους και
εξαφανίστηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι. Η πραγματική παιδεία προσφέρει
κατ' ουσίαν πνευματική και όχι τεχνική μόρφωση, κάθε κοινωνία που θέλει
να προκόψει έχει πρώτα ανάγκη χαρακτήρων και κατόπιν τεχνικών. "Είχαμε
τζιβαϊρικόν πολυτίμημον και παίρνομεν ασκιά με αγέρα και κούφια καρύδια.
Έτζι θα γίνωμεν παλιόψαθα των λαών" βροντοφωνάζει ο στρατηγός
Μακρυγιάννης, που έβλεπε με θλίψη την περιφρόνηση της παράδοσης μας.
"Είναι καλός μαθητής;" ρωτούν αγωνιωδώς οι γονείς, αδιαφορώντας πολλές
φορές για τη συμπεριφορά του, τη διαγωγή του. Παιδεία όμως σημαίνει
μόρφωση, μεταμόρφωση του ανθρώπου, η παιδεία οφείλει να δημιουργεί
άνθρωπο με πίστη, δηλαδή αγωνιστή.
Αντί
να ανατρέφουμε αητούς, θαλασσοπούλια που θα βγαίνουν ψηλά για να
ελέγχουν το πέλαγος, εμείς ταΐζουμε παπαγάλους σε χρυσό κλουβί. Ας
σκύψουμε όμως λίγο στο πολυτίμητο τζιβαϊρικόν στον λόγο τον χαριτωμένο,
των τριών Ιεραρχών. Τονίζουν και οι τρεις Άγιοι την σπουδαιότητα της
αληθινής παιδείας: "Καθένας που έχει μυαλό θ' αναγνωρίσει ότι η παιδεία
είναι για μας τους χριστιανούς το πρώτο των αγαθών. Δεν περιφρονούμε την
παίδευση, όπως νομίζουν μερικοί. Αντίθετα, εκείνοι που έχουν τέτοια
γνώμη είναι ανόητοι και αμαθείς, θέλουν όλοι να είναι σαν κι αυτούς,
ώστε μέσα στην γενική αμάθεια να μην φαίνεται η δική τους άγνοια", λέει ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος. "Η παιδεία" γράφει ο Χρυσόστομος, "είναι μέγιστο
αγαθό για τον άνθρωπο, είναι μετάληψη αγιότητας. Αυτή ξεριζώνει από τον
άνθρωπο την ραθυμία, τις πονηρές επιθυμίες, το πάθος για τα υλικά αγαθά,
αυτή αναμορφώνει την ψυχή, αυτή καθιστά την ψυχή, με την χάρη του Αγ.
Πνεύματος, αγία". "Η παιδεία είναι πολύ ωφέλιμη στον άνθρωπο, αλλά
απαιτεί πολύ επίμονη προσπάθεια, ώστε να ξεριζωθούν από την ψυχή του
παιδαγωγού αδυναμίες και πάθη" λέει ο ουρανοφάντωρ γέροντας της
Καισαρείας. Ξερίζωμα είναι λοιπόν η Παιδεία, πρώτα των κακών επιθυμιών
και στη συνέχεια καλλιέργεια αξιών, εξευγενισμός της ψυχής. Τονίζουν
ιδιαίτερα οι τρεις Ιεράρχες την ιερότητα του έργου του δασκάλου,
θεωρώντας ως πρωταρχικής σημασίας το παράδειγμα, τα έργα του. "Ου γαρ ο
λόγος τοσούτον όσον ο βίος, η ζωή, εις την αρετήν άγειν" έλεγε ο αρχαίος
Χρυσούς αιών. "Γενού αυτοίς τύπος και μη νομοθέτης" λέει ο χρυσούς το
στόμα Ιωάννης. "Η διδασκαλία στην τάξη" λέει ο Μ. Βασίλειος, "πρέπει να
γίνεται ευχάριστα, γιατί μόνο τότε η γνώση παραμένει μόνιμα. (Τέρπειν τε
άμα και διδάσκειν)". Για τούτο και τα μαθητικά βιβλία πρέπει να είναι
σαφή και ευχάριστα. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να διατάζει, όταν είναι ανάγκη
να συμβουλεύει, ούτε να συμβουλεύει, όταν είναι ανάγκη να διατάζει". Οι
συμβουλές αυτές του Αγίου μπορούν άνετα να υιοθετηθούν και από τους
γονείς που και αυτοί είναι δάσκαλοι δια βίου των παιδιών τους.
"Καθαρθήναι δει πρώτον είτα καθάραι, σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι,
γενέσθαι φως και είτα φωτίσαι, εγγίσθαι Θεώ και προσαγάγειν άλλους,
αγιασθήναι και αγιάσαι" αναφωνεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Πατριάρχης
της Νέας Ρώμης, ο οποίος ονομάζει “τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών”
το άγειν άνθρωπον, το έργο του δασκάλου. Σημειώσαμε πως και οι τρεις
Ιεράρχες μοίρασαν την περιουσία τους, δεν κράτησαν τίποτε για τον εαυτό
τους. Μια πράξη που αντηχεί σίγουρα ξένη και αστεία στις αντιλήψεις μας
σήμερα, τις χριστιανικές (εντός εισαγωγικών η λέξη) αντιλήψεις για
διαφύλαξη και αύξηση της περιουσίας μας. "Όσον πλεονάζεις τω πλούτω,
τοσούτων ελλείπεις την αγάπη" καταγγέλει ο Μ. Βασίλειος. "Ουκ εστί μη
αδικούντα πλουτείν" δεν μπορεί κάποιος να γίνει πολύ πλούσιος χωρίς να
αδικήσει, συμπληρώνει ο Χρυσόστομος που καθημερινά 7.000 άνθρωποι
έβρισκαν τροφή στο πατριαρχείο του. "Ντρέπομαι", έλεγε ο Χρυσόστομος
"κάθε φορά που βλέπω πολλούς πλούσιους να γυρίζουν εδώ κι εκεί, να
ιππεύουν άλογα με χρυσά χαλινάρια, κι όταν έλθει η ώρα να δώσουν κάτι
στον φτωχό, γίνονται από τους φτωχούς φτωχότεροι". Γάγγραινα της
κοινωνίας κατάντησε σήμερα η φιλαργυρία.
"Απ'
όλες τις αρρώστιες που παθαίνει η ψυχή του ανθρώπου, η πιο σιχαμερή,
κατά την κρίση μου, είναι η φιλαργυρία, η τσιγγουνιά. Από μικρός την
απεχθανόμουν. Και τώρα, μ' όλο που με την ηλικία άλλαξα γνώμη για πολλά
πράγματα, για την τσιγγουνιά δεν άλλαξα. Προτιμώ να ’χω να κάνω και μ'
έναν φονιά, παρά με τσιγκούνη. Γιατί ο φονιάς μπορεί να σκότωσε απάνω
στον θυμό του και να μετάνιωσε ύστερα, ενώ ο τσιγκούνης είναι ψυχρός
υπολογιστής, ως το κόκαλο χαλασμένος. Στον φονιά μπορείς να βρεις και
κάποια αισθήματα, στον φιλάργυρο κανένα. Ο φιλάργυρος είναι εγωιστής,
αγαπά μόνο τον εαυτό του, αλλά μπορεί να είναι και τέρας χειρότερο κι
από τον εγωιστή, γιατί μπορεί να μην αγαπά μήτε τον εαυτό του και να τον
αφήσει να πεθάνει από την πείνα" λόγια του μεγάλου Φ. Κόντογλου, συμφυή
με τα λόγια των Πατέρων της Εκκλησίας. Ασυμβίβαστοι οι Τρεις Ιεράρχες
δεν δίστασαν να συγκρουστούν με την τότε εξουσία προκειμένου να
υπερασπιστούν την δικαιοσύνη ή την ορθόδοξη πίστη. Δεν δίστασε ο Μεγ.
Βασίλειος να αρνηθεί την φιλία του αιρετικού αυτοκράτορα Ουάλη, λέγοντας
του "Την βασιλέως φιλίαν μέγα μεν ηγούμαι μετ' ευσέβειας, άνευ δε
ταύτης, ολεθρίαν αποκαλώ". Δεν ανέχεται να εγκαταλείψει ούτε “ιώτα εν”
των θείων δογμάτων και ασπάζεται και τον θάνατο αν παραστεί ανάγκη.
Παραιτήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος από τον θρόνο της Κων/πόλεως όταν
διαπίστωσε αιρετικές κακοδοξίες. Χτυπά αλύπητα ο Χρυσόστομος, την
ανηθικότητα της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. "Ο Θεός" της γράφει "σου έδωσε
το βασιλικό σκήπτρο για να απονέμεις παντού την δικαιοσύνη. Χώμα και
στάχτη, χόρτο και σκόνη, σκιά και καπνός και όνειρο είναι ο άνθρωπος,
ακόμα κι αν είναι ισχυρός άρχοντας. Δώσε τέλος στον πόνο και στη
δυστυχία των απελπισμένων. Μήπως θα κατέβουν μαζί σου στον τάφο τα
σταφύλια των κλημάτων, τα χρήματα και η δόξα της εξουσίας;". Εξορίστηκε ο
Άγιος, πέθανε από τις κακουχίες μακριά στα βάθη της Μ. Ασίας, έδωσε
όμως παράδειγμα αιώνιο στους εκκλησιαστικούς ηγέτες, κυρίως στους
σημερινούς που ορισμένοι κυκλοφορούν σαν Πέρσες σατράπες, μια άλλη μορφή
εξουσίας, ανίκανη να συλλάβει το μήνυμα του Ευαγγελίου που τονίζει πως
όποιος θέλει να είναι πρώτος, έσται υμών διάκονος, πρέπει να είναι
υπηρέτης όλων. Απηχώντας τα λόγια του Χρυσοστόμου προς την τότε εξουσία,
ο Παπαδιαμάντης πριν από 100 περίπου χρόνια γράφει: "Να παύσει η
συστηματική περιφρόνησης της θρησκείας εκ μέρους των πολιτικών ανδρών,
επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Να συμμορφωθεί η ανωτέρα
τάξις με τα έθιμα της χώρας. Να γίνει προστάτης των πατρίων και όχι
διώκτρια. Να ασπασθεί και να εγκολπωθεί τα εθνικός παραδόσεις. Να μην
περιφρονεί ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να μην
νοθεύονται τα οικογενειακά και θρησκευτικά έθιμα. Να μη μιμώμεθα πότε
τους παπιστάς πότε τους προτεστάντας, να μην χάσκωμεν προς τα ξένα, να
τιμώμεν τα πάτρια, ως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;". "Η
Ρωμανία κι αν επέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο", έψαλλε ο ποντιακός
ελληνισμός. Θα ανθίζει η Ρωμανία όταν τιμά τα πάτρια. "Πρέπει να
φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα
άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος" έλεγε στα
1838 στους μαθητές των Αθηνών ο Κολοκοτρώνης ή όπως το γράφει ο
στρατηγός Μακρυγιάννης "χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη
εις την θρησκεία έθνη δεν υπάρχουν". Είναι πολύ δύσκολο, αδύνατο να
περιγραφεί μ' έναν ταπεινό λόγο η προσφορά των τριών Ιεραρχών στα
γράμματα, στην Παιδεία. Αποσιωπώντας την προσφορά τους, σ' άλλους
κοινωνικούς τομείς είναι σαν να προσπαθείς να κρύψεις τον ήλιο με τα
χέρια. Θα προσπαθήσω όμως, τελειώνοντας, να συνοψίσω την προσφορά των
ακάματων και ακατάβλητων στύλων της Ορθοδοξίας. Και οι τρεις, εις πείσμα
του καιρού τους που θεωρούσαν τα αρχαιοελληνικά γράμματα ειδωλολατρική
ενασχόληση, σπούδασαν στις καλύτερες σχολές της εποχής τους, διότι
πίστευαν ότι η γνώσις και "προς ψυχής γυμνασίαν και προς σεμνότητα
ήθους" οδηγεί. Απέκτησαν πάλι την λάμψη τους τα αρχαιοελληνικά γράμματα.
Έγιναν αργότερα τα μοναστήρια φιλοσοφικά φροντιστήρια, σ' αυτά οι
μοναχοί “αδιάσπαστον τον μετά του παρελθόντος σύνδεσμον τηρούντες,
εκαλλιέργουν τα ελληνικά γράμματα, μεταλαμπαδεύοντες ως συγγραφείς ή και
διδάσκαλοι τον ελληνικόν πολιτισμόν εις τους συγχρόνους. Εκ των
περιβόλων των μονών, ως από κοιλίας δουρείου ίππου, την ελληνικήν
παιδείαν διδαχθέντες και εις τα νάματα της χριστιανικής αρετής
λουσθέντες, εξεπήδησαν άνδρες οι οποίοι στύλοι της εκκλησίας και του
έθνους εγένοντο", γράφει ο καθηγητής Φ. Κουκουλές. Ο Μέγας Βασίλειος
μάλιστα στο έργο του "προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο
λόγων" προτρέπει τους νέους να εγκύψουν στα έργα των αρχαίων Ελλήνων,
αλλά να αποφεύγουν τα άσχημα όπως αποφεύγει η μέλισσα τα αγκάθια από τα
τριαντάφυλλα. Δεν διστάζει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο ποιητής του
Χριστιανισμού, να μιμηθεί τους τραγικούς ποιητές, δεν διστάζει το
ωραιότερο πνεύμα της νέας Ελλάδος, ο Χρυσόστομος, να σπουδάσει τον
Δημοσθένη.
Από
κείνη την στιγμή οι εγγράμματοι Χριστιανοί φυλάττουν και διασώζουν την
Ελληνική Παιδεία που μεταφέρθηκε αργότερα στην Δύση για να υπάρξει η
Αναγέννηση και όλος ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός . "Υπόβαθρον της κατά
Χριστόν φιλοσοφίας" θεωρούν την αρχαιοελληνική παιδεία και φτάνουν από
τον καλό καγαθό πολίτη του κόσμου, με την μάθηση και την πίστη, στον
καλοκάγαθο πολίτη του ουρανού. "Ο γαρ Θεός πλάττων τον άνθρωπο ουκ
εποίησεν αυτόν δούλον, αλλ' ελεύθερον" λόγια του Γρηγορίου. Να η μεγάλη
αλήθεια, να ο κρυμμένος θησαυρός, να η βασιλική οδός για μια παιδεία
αληθινή. Με την παιδεία κερδίζεται η μεγαλύτερη αρετή, η ελευθερία. "Ου
φύσει, (όχι από την φύση), αλλά μαθήσει (με την μάθηση) καλοί καγαθοί
γίνονται". Ελεύθερο άνθρωπο δίδαξαν οι Τρεις Ιεράρχες. Η ελευθερία λέξη
που παράγεται από τον μέλλοντα του ρήματος έρχομαι, το ελεύσομαι, είναι
αυτή που θα έρθει, που κινείται και που την αρπάζουν κάστρο είναι και το
παίρνεις με το σπαθί σου, λέει ο Καζαντζάκης οι λαοί που αξίζουν, που
έχουν δηλαδή αξίες, αιώνιες και ακατάλυτες. "Γνώμες, καρδιές όσοι
Έλληνες ό,τι είστε μη ξεχνάτε. Δεν είσθε από τα χέρια σας μονάχα, όχι
χρωστάτε σ' όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ’ρθουνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας
δικάσουν οι αγέννητοι οι νεκροί". Χρωστάμε λέει ο Παλαμάς, δανεισθήκαμε
μια λαμπρή παράδοση και η παράδοση παραδίδεται στους αγέννητους. Η
μικρή μας πατρίδα, "ουδέν της οποίας είναι γλυκύτερον" όπως λέει ο
Χρυσόστομος, θέλει μαθητές παιδευμένους, που να έχουν σκοπό τους όχι
μόνο το ζην, αλλά το "ευ ζην". Που θα συλλογίζονται ελεύθερα και καλά,
κατά τον Ρήγα Φεραίο, θέλει η πατρίδα μας "η κοινή μήτηρ πάντων" όπως
λέει ο Αγ. Βασίλειος δασκάλους, μάλλον διδασκάλους, που να δίδουν το
καλόν, όπως λέει η λέξη, που θα αγαπούν που θα εκτείνουν την της αγάπης
σαγήνην, “ίνα μη το χωλόν εκτραπή, ιαθή δε μάλλον" που θα απλώνουν τα
δίχτυα της αγάπη και θα αγκαλιάζουν και τους αδύνατους, για να μη
εκτραπούν, αλλά να γίνουν και αυτοί μέτοχοι της καλής τραπέζης, παιδεία,
δηλαδή, χωρίς αποκλεισμούς κοινωνικούς και ταξικές διαφοροποιήσεις. Οι
δάσκαλοι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους που δίνουν ό,τι
έχουν, δίνουν ό,τι είναι.
Υπενθυμίζω
και την ρήση του απ. Παύλου "Εάν ταις γλώσαις των ανθρώπων λαλώ και των
αγγέλων, αγάπη δε μη έχω γέγονα ως χαλκός ήχων και κύμβαλον αλαλάζον"
ένα άδειο βαρέλι ο χωρίς αγάπη άνθρωπος. Θέλει το τιμιώτερον πάντων η
πατρίδα μας επιστήμονες, που θα ακολουθούν τα χνάρια των 3 Ιεραρχών, όχι
μικροπρεπείς θηρευτές δόξας και χρήματος, όχι τέτοιους που χωρίζουν την
επιστήμη με την αρετή και δουλεύουν την πανουργία, αλλά ταπεινούς
σκαπανείς της γνώσης, παραδείγματα προς μίμηση, επιστήμονες που κίνητρο
των πράξεων τους θα είναι, όχι οι προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά η ευτυχία
των ανθρώπων. Στην αντίθετη περίπτωση δεν είναι επιστήμονες, αλλά
τύραννοι εισί, γράφει ο ιερός Χρυσόστομος. Θέλουμε πολιτικούς, ναι "η
πολιτεία τροφή ανθρώπων εστίν, καλή μεν αγαθών η δ' εναντία κακών". Το
καλό πολίτευμα κάνει τους ανθρώπους, τους πολίτες αγαθούς, το κακό
πολίτευμα εκφαυλίζει τους πολίτες", λέει ο Πλάτωνας, θέλουμε πολιτικούς
διακόνους του λαού, οι οποίοι θα προσπαθούν να λύουν τας πενίας (την
φτώχεια, τις ανάγκες) των πλησίον, των πολιτών, "εξόχως δε των
πενεστέρων και κακώς εχόντων", κυρίως των αδυνάτων, λέει ο Αγ.
Γρηγόριος. "Γιατί καμαρώνεις; επειδή πολιτεύεσαι με λόγια; είναι εύκολη η
πολιτική με λόγια· δίδαξε με τον τρόπο της ζωής σου αυτή είναι η άριστη
πολιτική... Εάν δεν έχεις να επιδείξεις έργο, καλύτερο είναι να σιωπάς,
λέει ο Άγιος Ιωάννης. Σήμερα είμαστε μέλος της Ενωμένης Ευρώπης, η
οποία βέβαια δεν αποτελεί ιδέα αποτελεί συγκυρία ιστορική στην οποία
οφείλουμε να προσαρμοσθούμε διατηρώντας όπως όλοι οι εταίροι μας το δικό
μας πρόσωπο. Χωρίς ιδέα το πρόσωπο γίνεται μάσκα και πέφτει. Με μεγάλη
ιδέα την εύκολη και άκοπη απόκτηση χρήματος και τις πιο ευτελείς
απολαύσεις, ουδείς λαός προκόβει, όταν μάλιστα σηκώνει στις πλάτες του
το φορτίο μιας υπέρογκης κληρονομιάς σαν την δική μας. Και όσο πιο βαριά
είναι η κληρονομιά τόσο ισχυρότερη γονιμοποιό ιδέα χρειάζονται οι
κληρονόμοι.
Στην
Ενωμένη Ευρώπη δεν πάμε ως απόγονοι του Σωκράτη μόνο. Αυτό μας κάνει
κωμικούς. Όταν μπήκαμε στην ΕΟΚ το 1979 η γαλλική εφ. "ΛΕ ΜΟΝΤ" έγραψε
"καλωσορίζουμε την χώρα της Φιλοκαλίας, την χώρα του Βασιλείου, του
Γρηγορίου, του Χρυσοστόμου". Αυτόν περιμένει η Ευρώπη από εμάς, τον
φιλόκαλο άνθρωπο, τον φίλο του καλού, τον άγιο, τον άνθρωπο που όπως
έλεγε ο Χρυσόστομος είναι πλούσιος όχι γιατί έχει πολλά, αλλά γιατί δεν
έχει ανάγκη από τίποτε. Το τι μας χρειάζεται, μας το λέει ο Δάσκαλος του
Γένους, ο Κοσμάς ο Αιτωλός: "Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα
δύο όλος ο κόσμος να πέσει δεν ημπορεί να σας τα πάρει εκτός και αν τα
δώσετε με το θέλημα σας", όπου ψυχή είναι η παράδοση μας, η γλώσσα μας,
τα ήθη και έθιμα μας και Χριστός είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία του, αυτήν
που τίμησαν και δόξασαν οι Τρεις πάνσεπτοι φωστήρες, οι πυρσεύσαντες διά
θείων δογμάτων την οικουμένην, οι μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας, οι
διδάσκαλοι ου μόνων λόγων αλλά και έργων, οι Τρεις Ιεράρχες, οι
προστάτες της Παιδείας και των παιδιών μας.
Νατσιός Δημήτρης , δάσκαλος -Κιλκίς
(Η ομιλία έγινε στις 31 Ιανουαρίου του 2001 στον Δήμο Δοϊράνης, επ’ ευκαιρία της γιορτής των Τριών Ιεραρχών)ΠΕΤΡΑΧΕΙΛΙ Η ΚΑΡΥΟΦΥΛΙ; (3 Ιεράρχες)
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Οι χρυσές εφεδρείες του πνεύματος
Όταν ένα κράτος δεν έχει μάχιμο, κανονικό στρατό,καλεί τις εφεδρείες,
καλεί από το απώτερο ή πρόσφατο παρελθόν τις παλιές σειρές στρατιωτών,
οι οποίοι και περισσότερη πείρα πολέμου έχουν, αλλά και το στήθος τους
είναι γεμάτο παράσημα.
Έτσι
κι εμείς, επειδή στερούμαστε σχεδόν καθ΄ ολοκληρίαν συγχρόνων γενναίων
παραδειγμάτων στο χώρο του πνεύματος και μεγάλων εκκλησιαστικών
προσωπικοτήτων, και,ανακυκλώνουμε συνεχώς, επ΄ εσχάτων των ημερών τη μετριότητά μας,
θα καταφύγουμε σήμερα στις δεξαμενές της Αγίας μας Εκκλησίας και θα
ανασύρουμε από τις δέλτους του ουρανού άγια ονόματα, εύοσμα άνθη του
Παραδείσου, αστέρες πολύφωτους, για να φωτίσουν το σκοτάδι της σημερινής
καταστάσεως.
Στο πρόσφατο παρελθόν, και μόνο που ζούσε ο μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης,κυρός Αυγουστίνος Καντιώτης,
κι αυτό ήταν μια παρηγοριά. Τώρα θυμόμαστε τη φωτεινή πορεία που
διέδραμε στο σύγχρονο πνευματικό στερέωμα της ελληνικής Ορθοδοξίας και
δοξάζουμε το Θεό που μας τον χάρισε για εκατόν τόσα χρόνια.
Θυμόμαστε
τον αείμνηστο Μητροπολίτη Κονίτσης κυρό Σεβαστιανό Οικονομίδη και τους
μεγάλους εθνικούς του αγώνες για το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, αλλά και
τους πρό αυτούεθνομάρτυρες ΜητροπολίτεςΑιμιλιανό
Γρεβενών και Κορυτσάς Φώτιο, και τόσους άλλους ευλαβεστάτους Αρχιερείς
και φλογερούς πατριώτες στα δύσκολα χρόνια του πολυπαθούς Γένους μας.
Τώρα λοιπόν βρισκόμαστε σε πνευματική ξηρασία και παντελή έλλειψη πνευματικής καρποφορίας.Ο τόπος στέρεψε. Έφυγαν και οι άγιοι Πατέρες,η
μεγάλη βοήθεια του πονεμένου και αμαρτωλού κόσμου, του εν μετανοία
ευρισκομένου, δηλ. ο π. Παϊσιος, ο π. Πορφύριος και ο π. Ιάκωβος. Πάνε
και αυτοί και μείναμε ανθρωπίνως ορφανοί περιδιαβαίνοντες την ματαιότητα
των εγκοσμίων «τόπον εκ τόπου συνεχώς διαμείβοντες» σε μια «μακρά και
απανδόχευτον οδόν», δηλ. χωρίς κάποια πνευματική όαση ανεφοδιασμού.
-----------------------------------------------------------------------------------------
Η έλλειψη αυτή φαίνεται ακόμη περισσότερο σήμερα, επειδή«μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά»χύμηξαν
για να μας πάρουν την ψυχή μας, και μαύρα, κατάμαυρα σύννεφα πλάκωσαν
στον γαλανό ουρανό της ευλογημένης Ελλάδος. Τώρα που το σκοτάδι γίνεται
πυκνότερο, «μαύρης σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι» και είμαστε μετέωροι
και υπόδουλοι και εξαρτώμενοι και επίφοβοι και ευάλωτοι, τώρα ψάχνουμε
για ένα οδηγό προς τα άνω, ένα πνευματικό Μωϋσή, που θα μας βγάλει στο
ξέφωτο της ελπίδας και στη χαρά του Θεού.
Δεν
είναι μόνο ο καιρός – οι συνθήκες - ή οι αμαρτίες μας, που έφεραν αυτή
την τραγικότητα των στιγμών και που επιτάσσουν την επέμβαση του Θεού και
την παρέμβαση των ανθρώπων του Θεού.Είναι και οι άνθρωποι του σκότους,οι
συγκεχυμένοι, οι αναμειγνυόμενοι, οι παραπορευόμενοι, οι πονηρευόμενοι,
οι «Μητροκτόνοι», οι οποίοι δεν θέλουν καθόλου την Μάννα Εκκλησία και
την Μάννα Ελλάδα, οι έχοντες ψύχωση με τα ιδανικά και φοβερό κόλλημα με
τη λαθρομετανάστευση και τον κοσμοπολιτισμό, που έχουν στο αίμα τους την
αίρεση και στο γονιδίωμά τους την προδοσία και τον δήθεν αγνωστικισμό.
Είναι οι «δοκούντες αρχειν των εθνών», πολιτικοί και οικονομικοί
παράγοντες και πληρωμένοι ασπόνδυλοι κονδυλοφόροι και κατευθυνόμενα
δημοσιογραφικά μικρόφωνα.Οι χειρότεροι εχθροί της αλήθειας σε κάθε επίπεδο.Κι είναι μεγάλοι παίκτες οι άνθρωποι αυτοί!
Ισοπεδώνουν
τις αξίες, κολακεύουν τα πρόσωπα, υποβαθμίζουν την αγιότητα,
αναδεικνύουν μόνο το κοινωνικό έργο, εξισώνουν τις θρησκείες, μπερδεύουν
το παρελθόν με το παρόν,
δουλεύουν με προκατασκευασμένα συνθήματα που πουλάνε στον κόσμο,
επενδύουν στο λαϊκισμό, απειλούν με διαπόμπευση και εγείρουν τη σημαία
της κάθαρσης και της δικαιοσύνης,έχουν πουλήσει την ψυχή τους στην αίρεση και την παραθρησκεία, «ελευθερίαν επαγγελλόμενοι δούλοι υπάρχοντες της φθοράς»
----------------------------------------------------------------------------------
Μπροστά σ΄αυτό το βομβαρδισμένο τοπίο υπάρχει ένας κίνδυνος για τους Χριστιανούς: να πάθουνσύγχυση φρενώνκαι
να αφήσουν στην άκρη το Ευαγγέλιο και την Παράδοση, να ψάχνονται
εναγωνίως για τη γνώμη των καναλιών και των δημοσιογράφων, να τα ρίξουν
όλα στο χαρακτήρα και στο «πραότατο ήθος» της χριστιανικής ζωής και να
μετακινούνται νοερά και διλημματικά από το Πετραχείλι στο Καρυοφίλι, που
είναι και της μόδας τελευταία.
Μαποιο τέλος πάντων είναι το «Καρυοφίλι»;
Είπε κάποτε κι ο Χριστός στους μαθητές Του για μαχαίρια, με τα οποία
πρέπει να εφοδιασθούν, κι αυτοί τούδειξαν δύο κουζινομάχαιρα, ενώ άλλο
εννοούσε ο Χριστός μας, πράγμα που μας το ξεκαθαρίζει τέλεια ο απόστολος
Παύλος: ένα από τα όπλα μας είναι και «η μάχαιρα του Πνεύματος, ό εστι
ρήμα Θεού».
Τα όπλα της στρατείας μας δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά,
δυνατά χάρη στη δύναμη και ευλογία του Θεού και ικανά προς καθαίρεση
εχθρικών οχυρωμάτων. Δεν υπάρχει κανένα δίλημμα και αδιέξοδο. Με το λόγο
και την αλήθεια θα πολεμήσουμε. «Εν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν». Έχουμε
την αλήθεια, τη χάρη, τη χαριτωμένη αλήθεια, με την οποία οι Απόστολοι
και οι Πατέρες υπέταξαν «παν πνεύμα κοσμικόν επαιρόμενον κατά της
γνώσεως του Θεού», και θα κάνουμε πίσω εμείς; Η αλήθεια είναι βόμβα
μεγατόνων, ο λόγος είναι ομοβροντία του αγίου Πνεύματος, και «η αλήθεια
υπέρ πάντα νικά». Συμμαχεί από τη μια μεριά με το άγιο Πνεύμα και από
την άλλη με τις ψυχές, την βοηθάει το άγιο βάπτισμα και την ενισχύει το
άγιο Χρίσμα του ορθοδόξου λαού μας. Προς τι λοιπόν ο προβληματισμός;
Ούτε
πάλι σωφρόνως σκεπτόμενοι επί του θέματος είναι καλό να ξεχνάμε το
Φραγγέλιο του «πράου και ταπεινού τη καρδία» Κυρίου και τη δράση των
αγίων Πατέρων. Ο λόγος της Αγίας Γραφής μας λέγει«και ο πραϋς έστω μαχητής», όταν χρειάζεται, και, «εξεγείρατε τους μαχητάς»,όταν
πρέπει. Ναι, δεν θα γυρίζουμε με ένα σπαθί στο χέρι και ένα φραγγέλιο,
όλες τις ώρες, αλλά κάποτε χρειάζεται και ο έλεγχος και ο έπαινος, η
μαρτυρία πάντοτε και η διαμαρτυρία ενίοτε.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν είναι επίκαιρος σήμερα λόγω της
Εορτής των Τριών Ιεραρχών ή μόνο από το γνησιότατο παράδειγμα μιας
άσπιλης και ανεπίληπτης ιερωσύνης, αλλά και θεωρητικά μας εξασφάλισε το
θεμέλιο της παρεμβάσεώς μας:«είμαστε σ΄ αυτά τα χάλια, -έλεγε- επειδή δεν ελέγχουμε και δεν ελεγχόμαστε».Η
ιερωσύνη δεν έχει μόνο το τελετουργικό και θυσιαστικό χάρισμα, αλλά και
το βασιλικό και το προφητικό, δηλ. το λόγο και τη μαρτυρία, το
ξεκαθάρισμα των καταστάσεων και τι δέον γενέσθαι. Μέχρι να στείλει ο
Θεός Κριτές και ηγέτες του Λαού, χρειαζόμαστε τους προφήτες. Τα πράγματα
είναι σαφέστατα.
Δεν
νομίζουμε ότι μπορεί επίσης να επικαλεσθεί κάποιος συγκυρίες και
ειδικές συνθήκες ζωής και περιβάλλοντος. Μη πούμε ότι άλλαξαν οι καιροί.«Αυτά δεν γίνονται σήμερα».Τότε
– επί εποχής Πατέρων - ήταν χειρότερα τα πράγματα και οι πνευματικοί
ηγέτες και θεοφόροι Πατέρες ήταν καλύτεροι και αποφασιστικότεροι και
αναλάμβαναν τα «ρίσκα» μεταξύ ζωής και θανάτου. Σήμερα τα πράγματα
είναι, προσφερότερα, ευνοϊκότερα, δημοκρατικότερα, πιο επικοινωνιακά, κι
όμως εμείς γίναμε χειρότεροι και αφωνότεροι. Κρίμα!
Γίνεται
ακόμη ένα λάθος. Πολλοί νομίζουν ότι η σιωπή είναι η ενδεδειγμένη
μέθοδος αντιμετωπίσεως των αθέων και εκκλησιομάχων. Λάθος.«Καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».Σε περίοδο αιρέσεων και διωγμών, ακολασίας και κοινωνικής αδικίας, σιώπησαν οι Πατέρες; Εδώο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος,
ο κατεξοχήν νηπτικός και ησυχαστικός των Τριών Ιεραρχών, επιστρατεύτηκε
και έγινε αυτός ο άνθρωπος της νήψεως, εκκλησιαστικός ηγέτης και
κοινωνικός αναμορφωτής, αντιρρητικός θεολόγος και ιεροκήρυκας
μεγαλοφωνότατος. Αν ήταν έτσι θα μας έλεγε ο το Ευαγγέλιο να σιωπούμε
και να μη μιλάμε. Αλλά δεν είμαστε άϋλες υπάρξεις, γι αυτό είπε στον
Παύλο ο ίδιος ο Χριστός: «να γίνει μάρτυρας, να βαστάσει το Όνομά του
ενώπιον εθνών και βασιλέων,να μιλήσει στην Κόρινθο και να μη σιωπήσει», όλοι οι χριστιανοί να ομολογούν και να απολογούνται «περί της εν ημίν ελπίδος».
Δυστυχώς
δεν έχουμε καταλάβει, ότι υπάρχει και«ένοχη σιωπή».Λέγει πάλι στην Αγία
Γραφή: «όταν έρχεται ο εχθρός και οι στρατιώτες κοιμούνται, αν τότεο
σαλπιγκτήςπου έχει τη σάλπιγγα και είναι επιφορτισμένος με το ιερό
καθήκον της αφυπνίσεως, της αμύνης και της επιθέσεως, δεν σαλπίσει, δεν
θα είναι ένοχος θανάτου, αλλά και του θανάτου των υπολοίπων;» Ο ιερέας
και ο Χριστιανός, που έχουν το θείο λόγο και τη διάκριση των πνευμάτων,
οφείλουν να προστατεύσουν και τους άλλους, από την επέλαση του
«βδελύγματος της ερημώσεως, του εστώτος ήδη εν αγίω ελληνορθοδόξω τόπω».
Εξάλλουοι εχθροί και ο διάβολος αφώνους μας θέλουν.
Πόσο χαίρονται οι αντίθεες δυνάμεις όταν δεν μιλάμε! Κάνουν ανενόχλητα
τη δουλειά τους και πόσο λυσσάνε όταν ακούγεται λόγος Θεού. Διότι ο
θείος λόγος είναι φως και φοβούνται και δεν θέλουν το φως, γιατί
αποκαλύπτονται και ελέγχονται τα σκοτεινά αυτών έργα και κυρίως
αφυπνίζεται ο λαός και αποκτά υγιά κριτήρια ορθών επιλογών ζωής. Δεν μας
κάνει εντύπωση πως ο Χριστός μαγνήτισε με το λόγο της Χάριτος ακόμη και
τους κατασκόπους των Εβραίων και όλοι πήγαιναν ξωπίσω Αυτού;Αυτό είναι το πρόβλημα: μήπως και ξυπνήσει ο γίγαντας Λαόςκαι μετανοήσει και αλλάξει γνώμη για τις βδέλλες που του ρουφούν το αίμα ψυχής και σώματος.
Ακόμηκαι στον διάβολοπου
πρέπει να μη ασχολούμαστε και να τον περιφρονούμε, ο Κύριος μίλησε
αντιρρητικά και με την Αγία Γραφή. Και μείς έστω κι ένα «ύπαγε οπίσω μου
σατανά», μπορούμε να του πούμε. Πόσο μάλλον στα θλιβερά εν επιγνώσει ή
ανεπιγνώστως γινόμενα όργανά του, χρειάζεται και επιβάλλεται από την
Εκκλησία μας λόγος Αληθείας, «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον».
Λόγος, ο οποίος ελέγχει και ανατρέπει το κακό και την αθεϊα και από την
άλλη μεριά στηρίζει τους πιστούς στον ωραίο αγώνα τους.
Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας
ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ – ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους.
Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς.
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αγάπη για τους Πατέρες, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, έχει κόστος. Είναι πράξη που απαιτεί υπευθυνότητα και διάθεση για διαρκή προσφορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.
Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την έκαστε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές.
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Οι κοινωνικές θέσεις τους είναι τόσο
σύγχρονες και ριζοσπαστικές που νομίζει κανείς πως έχουν γραφεί μόλις
τον τελευταίο αιώνα και μάλιστα κατά τα διαστήματα των μεγάλων
κοινωνικών επαναστάσεων και συγκρούσεων. Ο Νικόλας Μπερντιάεφ ο
μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα μεταξύ των άλλων
αναφέρει «στον Μεγάλο Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η
κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομή του πλούτου κριτικάρεται
με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Καρλ Μαρξ να
χλωμιάσουν».Ο γνωστός σε όλους ΄Εριχ Φρομ στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι» προβάλλει τις απόψεις των Πατέρων για την κοινοκτημοσύνη αξιολογώντας τες θετικά. Για τους Τρεις Ιεράρχες το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β). Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.
Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται πολύ παραστατικός όταν θέλει να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» λέει «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες… αλλά κάποιοι…που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία… Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα…», για οποιουσδήποτε λόγους. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν…εύκολα τους απλώνουν το χέρι και του μακαρίζουν…και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών, (PG 31, 325 Α-Β). O Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρει για τους Τρεις Ιεράρχες: «η γλώσσα τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Αφύσικα βλέπει» φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι «άθεοι» ή «παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση». Ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, (PG 2,123).
Οι Τρείς Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από τον έρωτα για τα χρήματα», ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία του πολέμου; Οι εξοπλισμοί» συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (Ε.Π.Ε. 6,312). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών», (ΒΕΠ 59, 141).
Λόγια ξεκάθαρα και αληθινά. Λόγια που η αιώνια αξία τους αποδεικνύεται διαρκώς μέσα στην ιστορία. Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο παραδείγματα από την εποχή μας για του λόγου το αληθές. Το πρώτο: η περυσινή έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2007 και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο μας πληροφορεί ότι 22 δις δολάρια κατά μέσο όρο δαπανώνται κάθε χρόνο για όπλα από χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Με αυτά τα χρήματα οι συγκεκριμένες χώρες θα είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν σε κάθε παιδί μια θέση στο σχολείο και να μειώσουν την παιδική θνησιμότητα κατά δύο τρίτα μέχρι το 2015. Το δεύτερο: το κόστος 216 Τόμαχοκ που εξαπολύθηκαν στον πόλεμο κατά του Ιράκ σε μια μόνο ημέρα (19/1/1990) αρκούσαν να θρέψουν με τρόφιμα το λαό της Αιθιοπίας για έξι μήνες.
Σε μια εποχή που η γυναίκα βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο οι Πατέρες αναλαμβάνουν την υπεράσπισή της και αγωνίζονται σθεναρά να της δώσουν τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία Είναι γνωστή σε όλους μας η θέση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου 17 αιώνες πριν την εποχή μας όταν στιγμάτιζε, τη μεροληπτική υπέρ των ανδρών νομοθεσία του κράτους. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερχόμενος σε ρήξη με τις ανδροκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, επιλέγει ως πρώτη μεταξύ των συνεργατών του μια γυναίκα, τη μετέπειτα Αγία Ολυμπιάδα η οποία αναδεικνύεται σε ηγέτιδα του χριστιανικού κοινωνικού έργου.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΖΩΗΣ ΄Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ;
Μελετώντας κανείς τις θέσεις των Τριών
Ιεραρχών για θέματα αγωγής των νέων, συναντά στα κείμενα τους
προβληματισμούς και προτάσεις, όμοιες με τις πλέον προωθημένες της
εποχής μας στις επιστήμες της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Δυστυχώς
όμως, ακόμα παραμένουν άγνωστες, όχι απλά στο ευρύ κοινό αλλά και στον
εκπαιδευτικό κόσμο.Η παιδεία κατά τους Τρείς Ιεράρχες πρέπει να αποτελεί δρόμο απελευθέρωσης προσωπικής και κοινωνικής, όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί ότι πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία παίζει η προσωπικότητα του δασκάλου καθώς επίσης και η σχέση του με τους μαθητές. Η σχέση δάσκαλου-μαθητή πρέπει να είναι μια σχέση αγάπης και αλληλοσεβασμού. Το να αγαπά ο δάσκαλος το μαθητή και να αγαπιέται από αυτόν, «το φιλείν και φιλείσθαι» όπως ακριβώς λέει, είναι το στοιχείο εκείνο που βοηθάει ουσιαστικά να γίνει αποδοτική η διδασκαλία. Ο καλός δάσκαλος κατά τον Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327 ) Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57,61 ).
Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, ( MG. 60,35-36 ). Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. (MG. 61,404-406 ). Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62,402-403 ). Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)», (MG. 61 593-594).
Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.
Με απλά λόγια οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η Παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος, όπως δυστυχώς έχει καταντήσει στις μέρες μας. Σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο η Παιδεία είναι κατευθυνόμενη, γι’ αυτό και αποτυχημένη. Οι νέοι-ες κατευθύνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος κάθε χώρας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία ότι μόνο ένας στους πέντε νέους κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή των ονείρων του την προηγούμενη χρονιά. Το ζητούμενο, δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι να φτιάξουμε ελεύθερους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, υπεύθυνους, έτοιμους να σταθούν κριτικά σε ό,τι αλλοιώνει την ομορφιά της ζωής, αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει καλά η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. (Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας και ο γιος μου ανταλλακτικό). Οι περισσότεροι νέοι δεν προχωρούν στις σπουδές τους σε ότι αυτοί ονειρεύονταν και επέλεξαν, δε σπουδάζουν για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, για να ζήσουν, αλλά για να ενταχθούν εκεί που το απαιτούν οι ανάγκες του συστήματος με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην ανάκαμψη των «δεικτών της παραγωγικότητας». Η παιδεία όμως δεν πρέπει να αποβλέπει ούτε στην παραγωγικότητα, ούτε στις όποιες ανάγκες του κράτους, οφείλει να οδηγεί τους νέους στην ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, στην κατάκτηση της ελευθερίας, στα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας, στη μύησή τους στην παράδοση του τόπου τους και στον πολιτισμό, στη μεταμόρφωσή τους. Άραγε πόσοι από τους μαθητές, για παράδειγμα, της Λέσβου, ακόμη κι απ’ αυτούς που έχουν πετύχει στις καλύτερες πανεπιστημιακές και πολυτεχνικές σχολές έχουν μυηθεί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη;
Όπως ωραία λέει ο Χρήστος Γιανναράς, όσοι κάνουν τους σχεδιασμούς για την παιδεία δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει « η κατά κεφαλήν καλλιέργεια αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα». Συνεχίζουμε να εγκληματούμε σε βάρος των νέων ανθρώπων. Ξεκόψαμε τη γνώση από τη ζωή, τον έρωτα, την ομορφιά. Υποτάξαμε την αγάπη στην αναγκαιότητα και γι’ αυτό αποτύχαμε. Για όποιον αμφιβάλει γι’ αυτή την αποτυχία, παραπέμπω στην πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τους νέους όπου τα συμπεράσματά της μας αποκαλύπτουν ότι το 20% των Ελλήνων μαθητών ηλικίας 15 ως 18 ετών υποφέρει από κατάθλιψη, στις κοπέλες μάλιστα το ποσοστό φτάνει στο 30%. Στις μέρες μας η παιδεία έχει δώσει τη θέση της σε μια μονοδιάστατη, γι’ αυτό και άρρωστη εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, όλοι (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί) μπαίνουν σε καλούπια από νωρίς. Μια άλλη έρευνα έδειξε ότι το 97% των γονέων που έχουν παιδιά στο δημοτικό σχολείο απαιτούν πρώτιστα από αυτά την άριστη βαθμολογία. Το δόγμα παιδείας ειδικά στα Λύκεια, δηλαδή την εποχή που η ψυχή του νέου πάει να ανθίσει, είναι «να βγει η ύλη». Όλα θυσιάζονται εκεί. Η πίεση αφόρητη στους εκπαιδευτικούς που ζουν την τραγικότητα της μετατροπής τους, από φορείς γνώσης και ζωής σε απλούς διεκπεραιωτές ύλης ενώ τα παιδιά μας στην ηλικία που διψάνε για ζωή και αλήθεια περιορίζονται στο να μετατραπούν σε ζωντανά λυσάρια φυσικής, χημείας, μαθηματικών, αρχαίων, κλπ.
Στη σημερινή εκπαίδευση της ισοπέδωσης, φτάσαμε ακόμη και η έκθεση ιδεών, το μάθημα που ο μαθητής υποτίθεται ελεύθερα καταθέτει τις ιδέες του, να ταυτίζεται με ένα φροντιστηριακό δίωρο. Ο μαθητής αφού πληρώσει αδρά ζει την τραγωδία του να μαθαίνει «τι πιστεύει» και πως «πρέπει να το εκθέσει» ούτως ώστε να «πετύχει». Ζητάμε δηλαδή από τον νέο άνθρωπο να αρνηθεί την προσωπικότητά του, να γίνει κάτι «άλλο» για να κατορθώσει να θεωρηθεί επιτυχημένος. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στον ατομικισμό, στις αξίες του εύκολου κέρδους, σε μια κοινωνία που προοδεύει όποιος διακρίνεται όχι για τις γνώσεις του αλλά για την ευλυγισία της μέσης του, τις γνωριμίες του, τα «κονέ» του που λένε οι νέοι, σε μια κοινωνία, στην οποία οι αξίες που προτείνονται στη νέα γενιά είναι ο καριερισμός, η βαθμοθηρία και αργότερα το μικροαστικό βόλεμα τι μπορούμε να περιμένουμε; Εμείς οι μεγαλύτεροι πνιγμένοι στις ανασφάλειές μας θέλουμε γενιές βολικών και βολεμένων, ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε: «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Προτείνουμε στους νέους την κοινωνία του «φαίνεσθαι», του «πρεστίζ». Το παν, είναι το προσωπείο. Η εικόνα μας προ τα έξω. Ξεχάσαμε ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Έτσι οι νέοι άρχισαν να μαζεύουν προσωπεία. Πώς να επιβιώσεις διαφορετικά. Στο βάθος ακούγεται η κραυγή αυτών που παλεύουν και διψάνε για ζωή. «Φανέρωσέ μας τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς», λέει το τραγούδι. Θέλει δρόμο για να φτάσεις στο πρόσωπο, στην επικοινωνία, στη συνάντηση. Θέλει ψυχή.
Η αγάπη, λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Όχι. Τότε πως θέλουμε παιδεία ζωής; Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλά στις ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από ακίνδυνες τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους.
Ανδρέα Αργυρόπουλου, Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου
Πηγή: ΠΙ
Το είδαμε στο istologio.org
Ομιλία για τους τρεις ιεράρχες - Greek school Wiki
Μέρα
γιορτινή η σημερινή και μάλιστα διπλά γιορτινή. Γιορτή της Ορθοδοξίας
και της Ελληνικής Παιδείας δηλαδή των ελληνικών γραμμάτων. Αυτές οι δυο
έννοιες Ορθοδοξία και Παιδεία είναι το υπόβαθρο οι συνεκτικοί δεσμοί της
πονεμένης Ρωμοσύνης όπως έλεγε ο Φώτης Κόντογλου, ο μεγάλος αυτός
πνευματικός άνθρωπος, από το Αϊβαλί της Μ.Ασίας. Αυτός λοιπόν είναι και ο
λόγος που σήμερα τα σχολεία της πατρίδας μας γιορτάζουν και αυτός είναι
ο λόγος του σημερινού μας εκκλησιασμού να τιμήσουμε, ως εκπαιδευτικοί
και μαθητές, τη μνήμη τριών κορυφαίων Πατέρων της Ορθοδοξίας Βασιλείου
του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τους
οποίους θεωρούμε προστάτες της παιδείας μας και κρηπίδες της ορθόδοξης
πίστης μας.
Οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν για το γένος μας σοφοί δάσκαλοι. Και δάσκαλος, όπως έλεγε ο πανεπιστημιακός καθηγητής Αλέξ.Δελμούζος σημαίνει φως, και το φως όπως όλοι ξέρουμε καθιστά τα αντικείμενα ορατά. Μεταφορικά η λέξη φως σημαίνει γνώσεις, παιδεία, καλλιέργεια, σοφία, γεώργηση του όλου ανθρώπου, για να πορευθεί προς την τελειότητα, τη Θέωση. Ο δάσκαλος ο αληθινός, δεν μεταδίδει μόνο γνώσεις, δεν είναι μονάχα τεχνοκράτης, αλλά είναι κυρίως παιδαγωγός. Και παιδαγωγός είναι το πρόσωπο που με την προσφορά του ασκεί σημαντική επίδραση στα διδακτικά του υποκείμενα, διαμορφώνοντας αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Είναι αυτός που με τις πνευματικές του μεθόδους διαπλάθει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των μαθητών του. Μ'ένα λόγο διαπαιδαγωγεί το μαθητή του να μορφώσει ηθική συνείδηση και ανθρωπιά. Οι δάσκαλοι και η οικογένεια είναι το θερμοκήπιο της αρετής. Και οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν δάσκαλοι της Ρωμιοσύνης και γενικότερα της οικουμένης, γιατί τα διαπαιδαγωγητικά τους ρήματα έχουν διαχρονική αξία.
Όπως είναι γνωστό, για να αποτιμηθεί ένα οποιοδήποτε πνευματικό έργο πρέπει να γνωρίζουμε τις συνθήκες της εποχής που έγινε το έργο, δηλαδή να γνωρίζουμε το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον όπου έζησε και έδρασε ο δημιουργός. Οι τρεις Ιεράρχες, τα μεγάλα αυτά πνευματικά αναστήματα, αυτοί οι πυλώνες της ορθοδοξίας μας, έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, σε μια εποχή όπου το νεοσύστατο βυζαντινό κράτος, βρισκόταν στην αρχή της πολιτειακής του διάρθρωσης. Αποτελούσε δηλαδή αδιάσπαστη συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γι' αυτό και λεγόταν Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος. Το Βυζάντιο πληθυσμιακά συγκροτούνταν από φυλετική πανσερμία. Πλήθος λαών το δομούσαν: Έλληνες, Αρμένιοι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, Σύριοι, Φρύγες, Καππαδόκες. Αυτό λοιπόν το πολυπολιτισμικό πολιτειακό μόρφωμα για να εξελληνίσθει και να εκχριστιανιστεί απαιτούσε αγώνες και θυσίες. Και ακόμη αυτό το νεοπαγές κρατικό μόρφωμα για να μετεξελιχθεί αντιμετώπιζε δεινές εσωτερικές συγκρούσεις. Το παλιό, που εκπροσωπούσε η ρωμαϊκή κουλτούρα, και το νέο, που εξέφραζε η χριστιανική κουλτούρα.
Σε αυτόν τον κρατήρα της κοινωνικής μετάλλαξης έζησαν οι άγιοι τρεις Ιεράρχες. Οι τρεις μεγάλες μορφές της Ορθόδοξης Θεολογίας αναλώθηκαν στη διακονία της νέας κουλτούρας. Και ξέρουμε τι αγώνας τιτάνιος απαιτείται για τέτοιες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Πάγια νομοτέλεια της κοινωνίας είναι το παλιό να αντιμάχεται λυσσαλέα το καινούργιο. Είναι γνωστό ότι δεν αλλάζει εύκολα ρότα προσανατολισμού το κοινωνικό γίγνεσθαι. Και όμως οι τρεις Ιεράρχες χάρη στη βαθιά τους πίστη στο Χριστό, στην ελληνομάθειά τους και στην αρχαιομάθειά τους δηλ. στη βαθιά γνώση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που τον σπούδασαν στα πανεπιστημιακά έδρανα της Αθήνας και μάλιστα ο Γρηγόριος έγινε και πανεπιστημιακός δάσκαλος, με τέτοια στέρεη πνευματική αρματωσιά, κατάφεραν να ζυμώσουν μια νέα πολιτισμική κουλτούρα. Πήραν από τη βρυσομάνα των κλασσικών μας γραμμάτων ό,τι διαχρονικό είχε και το σύζευξαν με τα ευαγγελικά μηνύματα. Από τη σύζευξη αυτή γεννήθηκε ένα νέο πολιτισμικό μόρφωμα ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, που στάθηκε αργότερα το στέρεο υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού.
Ας δούμε τώρα πολύ σύντομα βέβαια το έργο των τριών Ιεραρχών για να βγάλει ο καθένας μας αβίαστα τα συμπεράσματα του για το πόσο πολύτιμοι στάθηκαν για το γένος μας και τον πολιτισμό μας.
Τώρα θέλω να περιγράψω και μια άλλη διάσταση του Ιωάννη του Χρυστοστόμου: Όταν το 398, παρά τη θέλησή του, έγινε Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, πρώτο του έργο ήταν να ξεκαθαρίσει τον κλήρο από τα παράσιτα και κατόπιν να στηλιτεύσει τη σπατάλη και τη υλοφρονύση της εξουσίας. Η ελεγκτική του γλώσσα τον οδήγησε σε σύγκρουση με το παλάτι, τη φιλόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία με συμμάχους τους εχθρούς του, τον εξόρισε στα βάθη της Αρμενίας. Τρεις μήνες οδοιπορούσε κάτω από αφόρητο καύσωνα και τελικά πέθανε από εξάντληση στα Κόμανα του Πόντου. Τα στερνά του λόγια ήταν «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Και σας ερωτώ: ποιος φιλόσοφος, ποιος πολιτικός, ποιος κοινωνιολόγος, ποιος κοινωνικός μεταρρυθμιστής είπε κάτι περισσότερο από την κοινωνική Θεολογία του Ιωάννη Χρυσοστόμου; που είναι Θεολογία επανάστασης, ενάντια σε εκείνους που αδικούν.
Και τελειώνω με μια σύντομη αναφορά μου στην δράση μιας άλλης μεγάλης μορφής της Χριστιανοσύνης, τον Καππαδόκη και μελίρρυτο πατριάρχη Κων/πόλεως:
Από αυτή την τηλεγραφική μου αναφορά στους τρεις ιεράρχες, βγαίνει ότι οι πατέρες αυτοί είχαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και την είχαν γιατί βίωσαν το πνεύμα της αγάπης και της θυσίας που είχε ο Χριστός για κάθε άνθρωπο. Και αγάπη σημαίνει ανθρωπιά σημαίνει αλληλεγγύη, ευαισθησία για τον διπλανό μας, γιατί ο κάθε διπλανός μας είναι η ζωντανή εικόνα του Θεού. Για να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε πόσο επίκαιρος και διαχρονικός είναι ο λόγος των τριών Ιεραρχών θα αναφέρω ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη στην ελληνική τηλεόραση της ελληνίδας καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ. Είπε: "το ζητούμενο της καταναλωτικής μας κοινωνίας είναι: να αναδείξουμε τον άνθρωπο σαν πρώτη αξία της ζωής. Και η ανάδειξη του ανθρώπου σαν πρώτη αξία στη ζωή μας, θα γίνει όταν ο καθένας μας είναι αλληλέγγυος προς τον πλησίον του. Να έχουμε δίπλα μας κάποιον που να πονάει όταν πονάμε και να χαιρόμαστε όταν ο διπλανός χαίρεται".
Απ'όσα ειπώθηκαν στη σύντομη σημερινή ομιλία μου για τους τρεις Ιεράρχες βγαίνει το επιμύθιο: Οι τρεις ιεράρχες με τη ζωή και το έργο τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη του θρησκευτικού και του κοινωνικού μας πολιτισμού. Οι τρεις ιεράρχες αποτελούν πρότυπα για εκείνους που θέλουν, που επιθυμούν, να έχουν δημιουργική παραγωγή μέλλοντος.
(Λόγος που εκφωνήθηκε στον ι.ν.Αγ.Δημητρίου Αλμυρού στις 30/1/2010 από την κ.Μαυρογένη Ευμορφία θεολόγο καθηγήτρια του 2ου γυμ.Αλμυρού)
Οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν για το γένος μας σοφοί δάσκαλοι. Και δάσκαλος, όπως έλεγε ο πανεπιστημιακός καθηγητής Αλέξ.Δελμούζος σημαίνει φως, και το φως όπως όλοι ξέρουμε καθιστά τα αντικείμενα ορατά. Μεταφορικά η λέξη φως σημαίνει γνώσεις, παιδεία, καλλιέργεια, σοφία, γεώργηση του όλου ανθρώπου, για να πορευθεί προς την τελειότητα, τη Θέωση. Ο δάσκαλος ο αληθινός, δεν μεταδίδει μόνο γνώσεις, δεν είναι μονάχα τεχνοκράτης, αλλά είναι κυρίως παιδαγωγός. Και παιδαγωγός είναι το πρόσωπο που με την προσφορά του ασκεί σημαντική επίδραση στα διδακτικά του υποκείμενα, διαμορφώνοντας αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Είναι αυτός που με τις πνευματικές του μεθόδους διαπλάθει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των μαθητών του. Μ'ένα λόγο διαπαιδαγωγεί το μαθητή του να μορφώσει ηθική συνείδηση και ανθρωπιά. Οι δάσκαλοι και η οικογένεια είναι το θερμοκήπιο της αρετής. Και οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν δάσκαλοι της Ρωμιοσύνης και γενικότερα της οικουμένης, γιατί τα διαπαιδαγωγητικά τους ρήματα έχουν διαχρονική αξία.
Όπως είναι γνωστό, για να αποτιμηθεί ένα οποιοδήποτε πνευματικό έργο πρέπει να γνωρίζουμε τις συνθήκες της εποχής που έγινε το έργο, δηλαδή να γνωρίζουμε το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον όπου έζησε και έδρασε ο δημιουργός. Οι τρεις Ιεράρχες, τα μεγάλα αυτά πνευματικά αναστήματα, αυτοί οι πυλώνες της ορθοδοξίας μας, έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, σε μια εποχή όπου το νεοσύστατο βυζαντινό κράτος, βρισκόταν στην αρχή της πολιτειακής του διάρθρωσης. Αποτελούσε δηλαδή αδιάσπαστη συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γι' αυτό και λεγόταν Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος. Το Βυζάντιο πληθυσμιακά συγκροτούνταν από φυλετική πανσερμία. Πλήθος λαών το δομούσαν: Έλληνες, Αρμένιοι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, Σύριοι, Φρύγες, Καππαδόκες. Αυτό λοιπόν το πολυπολιτισμικό πολιτειακό μόρφωμα για να εξελληνίσθει και να εκχριστιανιστεί απαιτούσε αγώνες και θυσίες. Και ακόμη αυτό το νεοπαγές κρατικό μόρφωμα για να μετεξελιχθεί αντιμετώπιζε δεινές εσωτερικές συγκρούσεις. Το παλιό, που εκπροσωπούσε η ρωμαϊκή κουλτούρα, και το νέο, που εξέφραζε η χριστιανική κουλτούρα.
Σε αυτόν τον κρατήρα της κοινωνικής μετάλλαξης έζησαν οι άγιοι τρεις Ιεράρχες. Οι τρεις μεγάλες μορφές της Ορθόδοξης Θεολογίας αναλώθηκαν στη διακονία της νέας κουλτούρας. Και ξέρουμε τι αγώνας τιτάνιος απαιτείται για τέτοιες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Πάγια νομοτέλεια της κοινωνίας είναι το παλιό να αντιμάχεται λυσσαλέα το καινούργιο. Είναι γνωστό ότι δεν αλλάζει εύκολα ρότα προσανατολισμού το κοινωνικό γίγνεσθαι. Και όμως οι τρεις Ιεράρχες χάρη στη βαθιά τους πίστη στο Χριστό, στην ελληνομάθειά τους και στην αρχαιομάθειά τους δηλ. στη βαθιά γνώση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που τον σπούδασαν στα πανεπιστημιακά έδρανα της Αθήνας και μάλιστα ο Γρηγόριος έγινε και πανεπιστημιακός δάσκαλος, με τέτοια στέρεη πνευματική αρματωσιά, κατάφεραν να ζυμώσουν μια νέα πολιτισμική κουλτούρα. Πήραν από τη βρυσομάνα των κλασσικών μας γραμμάτων ό,τι διαχρονικό είχε και το σύζευξαν με τα ευαγγελικά μηνύματα. Από τη σύζευξη αυτή γεννήθηκε ένα νέο πολιτισμικό μόρφωμα ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, που στάθηκε αργότερα το στέρεο υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού.
Ας δούμε τώρα πολύ σύντομα βέβαια το έργο των τριών Ιεραρχών για να βγάλει ο καθένας μας αβίαστα τα συμπεράσματα του για το πόσο πολύτιμοι στάθηκαν για το γένος μας και τον πολιτισμό μας.
Ο Χρυσόστομος
ορφάνεψε από τα γεννοφάσκια του. Παρά την ορφάνια του και τη φτώχεια του μπόρεσε χάρη στη μητέρα του την Ανθούσα να σπουδάσει φιλοσοφία, νομικά, ρητορική και θεολογία. Να αποκτήσει δηλαδή στέρεη πνευματική θωράκιση. Ακούστε δειγματοληπτικά μερικές από τις πάγιες θέσεις του. Το δράμα της φτωχολογιάς τον συγκλονίζει. Αρνείται τη διάκριση πλούσιων και φτωχών. Εξεγείρεται για όλους τους κατατρεγμένους προκειμένου να βρούν τα δίκαια τους. Καταγγέλλει, δραστηριοποιείται για να ανακουφίσει του πάσχοντες. Στις μέρες του η εκκλησία της Κωνσταντινούπολης τρέφει 7.000 φτωχούς. Εκφωνεί πύρινους λόγους. Ακούστε τι κηρύττει: "Δεν είναι με κανένα τρόπο δυνατό να γίνεται κάποιος πλούσιος χωρίς να αδικεί". Αν κάποιος πει ότι κληρονόμησε τον πλούτο από τον πατέρα του, πάλι με άδικα μέσα θα έχει πλουτίσει. Γιατί κληρονόμησε προϊόντα της αδικίας …" ,και αλλού λέγει: "Τα αγαθά ανήκουν στο Θεό και ό,τι προσφέρει ο Κύριος είναι κοινά …". Και συνεχίζει: "δικό μου και δικό σου, είναι λέξεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, γιατί τα πάντα από τον Χριστό τα έχουμε πάρει: Όταν τα θεωρείς κοινά, τότε είναι και δικά σου και του συνανθρώπου σου όπως ακριβώς είναι κοινός ο ήλιος και ο αέρας και η γη και όλα τα υπόλοιπα φυσικά αγαθά …".Τώρα θέλω να περιγράψω και μια άλλη διάσταση του Ιωάννη του Χρυστοστόμου: Όταν το 398, παρά τη θέλησή του, έγινε Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, πρώτο του έργο ήταν να ξεκαθαρίσει τον κλήρο από τα παράσιτα και κατόπιν να στηλιτεύσει τη σπατάλη και τη υλοφρονύση της εξουσίας. Η ελεγκτική του γλώσσα τον οδήγησε σε σύγκρουση με το παλάτι, τη φιλόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία με συμμάχους τους εχθρούς του, τον εξόρισε στα βάθη της Αρμενίας. Τρεις μήνες οδοιπορούσε κάτω από αφόρητο καύσωνα και τελικά πέθανε από εξάντληση στα Κόμανα του Πόντου. Τα στερνά του λόγια ήταν «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Και σας ερωτώ: ποιος φιλόσοφος, ποιος πολιτικός, ποιος κοινωνιολόγος, ποιος κοινωνικός μεταρρυθμιστής είπε κάτι περισσότερο από την κοινωνική Θεολογία του Ιωάννη Χρυσοστόμου; που είναι Θεολογία επανάστασης, ενάντια σε εκείνους που αδικούν.
Και τώρα ας πάρουμε μια γεύση από τη δράση και τη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου
Και αυτός είναι της ίδιας σχολής με τον Ιω.Χρ. και ίσως έχει πιο προωθημένες αντιλήψεις για την αναμόρφωση της κοινωνίας. Προσπαθεί να αναβιώσει την κοινοκτημοσύνη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων. Καταδικάζει την ατομική ιδιοκτησία, την αδικία, τον πλούτο. Κηρύσσει την ισοτιμία των ανθρώπων μεταξύ τους. Αρνείται ότι μπορεί κάποιος να είναι δούλος, εξ αιτίας των πολιτικών και κοινωνικών του πεποιθήσεων. Όλοι οι άνθρωποι είναι ομότιμοι μπροστά στο Θεό. Τα αγαθά προορίζονται για όλους τους ανθρώπους. Η υπέρβαση του μέτρου στις εκδηλώσεις της ζωής οδηγεί στον εγωισμό, στην πλεονεξία, στην κοινωνική αδικία και απανθρωπιά. Όπως δυστυχώς συμβαίνει και στις μέρες μας. Αυτό που κάνουν οι πλούσιοι να μαζεύουν τα αγαθά που είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους, και να τα θεώρουν αποκλειστικά δικά τους, είναι αδικία. Και δίνει πρώτος το παράδειγμα: Όλη του την περιουσία τη διαθέτει στους φτωχούς και χτίζει την περίφημη Βασιλειάδα, ένα ολόκληρο κτιριακό συγκρότημα από νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, σχολείο στα οποία η φτωχολογιά εύρισκε προστασία και οι ανήμποροι καταφύγιο. Κι όταν το 367 πλήττει την Καισάρεια μεγάλη πείνα ο Μ. Βασίλειος οργανώνει λαϊκά συσσίτια και στηλιτεύει τους μαυραγορίτες που πλουτίζουν, χωρίς αιδώ, χωρίς έλεος. Και τους λέγει: δεν έχετε το δικαίωμα να βάζετε το κέρδος πάνω από τον άνθρωπο. Πέρα όμως από αυτό ο μεγάλος αυτός πατέρας της Ορθοδόξου εκκλησίας, ήταν όπως λέμε σήμερα και ακτιβιστής οικολόγος. Ακούστε τι λέει για την μόλυνση του περιβάλλοντος, από την αλόγιστη εκμετάλλευση και φθορά του φυσικού πλούτου. Η κατασπατάληση των πηγών ενέργειας, χάριν του κέρδους άλλαξαν την φύση, και το κλίμα αλλόκοτα, δηλαδή αφύσικα, τροποποιήθηκε. Ακραία καιρικά φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους: Δριμείς χειμώνες, αυξημένη υγρασία, καύσωνες, καταρρακτώδεις βροχές και ποικίλες άλλες μετεωρολογικές μεταλλάξεις προκαλούνται. Αυτές οι κλιματικές μεταβολές ξεπέρασαν τα φυσικά όρια και βλάπτουν και θανατώνουν τους ανθρώπους. Ποια είναι η αιτία της κλιματικής αυτής διαταραχής; Από πού προέρχονται τα καινοφανή αυτά κλιματικά φαινόμενα; Και απαντά ο ίδιος: "από την κατασπατάληση των φυσικών πόρων, χάριν του κέρδους". Ακούγοντας αυτές τις οικολογικές θέσεις του Μ. Βασίλειου δεν νομίζετε ότι ακούτε ανθρώπους της Γκριν-Πις (GreenPeace) του καιρού μας;Και τελειώνω με μια σύντομη αναφορά μου στην δράση μιας άλλης μεγάλης μορφής της Χριστιανοσύνης, τον Καππαδόκη και μελίρρυτο πατριάρχη Κων/πόλεως:
Τον Γρηγόριο το Θεολόγο
Γι’ αυτόν τον πρύτανη των Θεολόγων το Γρηγόριο έχω να πω τα εξής: Πρόκειται για χαρισματική μορφή. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διανοητές των αιώνων και ίσως ο πρώτος από τους πιο αξιόλογους στοχαστές. Όποιος μελετήσει κείμενα του Γρηγορίου θα μείνει έκπληκτος για το ύψος της σκέψης του και το βάθος των συλλογισμών του. Πουθενά η προχειρότητα, το έωλο και το σαθρό. Ο λόγος του έχει τόση νοηματική πύκνωση που για να τον προσεγγίσεις απαιτείται υψηλή αυτοσυγκέντρωση. Δεινός χειριστής του προφορικού και του γραπτού λόγου. Κινείται με άνεση – με ευχέρεια – από την ομηρική μέχρι την αττική των ελληνιστικών χρόνων, και όταν γράφει ποίηση, ιδιαίτερα έμμετρη, χρησιμοποιεί και ομηρικούς τύπους. Όταν όμως απευθύνεται στο λαό χρησιμοποιεί τη γλώσσα της εποχής του, για να συγκινήσει το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Ο Γρηγόριος θεωρείται ο λογοτεχνικότερος και χαριέστερος των πατέρων της εκκλησίας γιατί συνδυάζει τους νόμους της λογικής με τους κανόνες της αισθητικής. Στερεότητα λόγου με λεπτότητα έκφρασης. Τα κείμενα του θεωρούνται μνημειώδη και κλασσικά γι' αυτό το λόγο, όλοι οι υμνογράφοι της Εκκλησιαστικής μας ποίησης, όπως ο Ρωμανός ο μελωδός, ο Ιωάννης ο Δαμασκήνος και πολλοί άλλοι, τα χρησιμοποιούν σαν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης των ύμνων τους. Πέρα όμως από αυτή τη διάσταση της δράσης του, ο Αγιος Γρηγόριος, αυτός ο υψιπετών νους, αναπτύσσει και αντιαιρετική δράση. Στην εποχή του αναπτύσσονται πολλά αιρετακά ρεύματα, αιρετικές τάσεις. Όλα αυτά τα απύλωτα στόματα των αιρετικών που διαστρέφουν και κακοποιούν τις χριστιανικές αλήθειες, τα αποστομώνει με τη θεολογική του ρομφαία, δηλ. την πύρινη θεολογική του επιχειρηματολογία. Σ'αυτόν τον τομέα της θρησκευτικής ζωής του βυζαντινού κράτους, ο Άγιος Γρηγόριος, αυτό το θερμοκήπιο των χριστιανικών αρετών, αυτός ο αετός της θεολογίας αναδεικνύεται δεσπόζουσα μορφή του αγώνα εναντίων των αιρετικών, ο κυματοθραύστης των αιρετικών τάσεων. Αυτή η θεηγόρος φωνή, αυτό το φωτεινό πνεύμα συναρπάζει και συνεγείρει, γοητεύει και σαγηνεύει τους πιστούς και φυτεύει στις ψυχές τους τα μυρίπνοα άνθη της χριστιανικής ορθόδοξης θεολογίας για να αντιστέκονται σθεναρά στους αιρετικούς. Έτσι ο Γρηγόριος με τη στέρεη θεολογική του αρματωσιά και την πνευματική του θωράκιση, κατόρθωσε να στερεώσει και να παγιώσει τις χριστιανικές αλήθειες στη συνείδηση των πιστών.Από αυτή την τηλεγραφική μου αναφορά στους τρεις ιεράρχες, βγαίνει ότι οι πατέρες αυτοί είχαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και την είχαν γιατί βίωσαν το πνεύμα της αγάπης και της θυσίας που είχε ο Χριστός για κάθε άνθρωπο. Και αγάπη σημαίνει ανθρωπιά σημαίνει αλληλεγγύη, ευαισθησία για τον διπλανό μας, γιατί ο κάθε διπλανός μας είναι η ζωντανή εικόνα του Θεού. Για να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε πόσο επίκαιρος και διαχρονικός είναι ο λόγος των τριών Ιεραρχών θα αναφέρω ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη στην ελληνική τηλεόραση της ελληνίδας καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ. Είπε: "το ζητούμενο της καταναλωτικής μας κοινωνίας είναι: να αναδείξουμε τον άνθρωπο σαν πρώτη αξία της ζωής. Και η ανάδειξη του ανθρώπου σαν πρώτη αξία στη ζωή μας, θα γίνει όταν ο καθένας μας είναι αλληλέγγυος προς τον πλησίον του. Να έχουμε δίπλα μας κάποιον που να πονάει όταν πονάμε και να χαιρόμαστε όταν ο διπλανός χαίρεται".
Απ'όσα ειπώθηκαν στη σύντομη σημερινή ομιλία μου για τους τρεις Ιεράρχες βγαίνει το επιμύθιο: Οι τρεις ιεράρχες με τη ζωή και το έργο τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη του θρησκευτικού και του κοινωνικού μας πολιτισμού. Οι τρεις ιεράρχες αποτελούν πρότυπα για εκείνους που θέλουν, που επιθυμούν, να έχουν δημιουργική παραγωγή μέλλοντος.
(Λόγος που εκφωνήθηκε στον ι.ν.Αγ.Δημητρίου Αλμυρού στις 30/1/2010 από την κ.Μαυρογένη Ευμορφία θεολόγο καθηγήτρια του 2ου γυμ.Αλμυρού)
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
ΟΜΙΛΙΑ της Εκπαιδευτικού Νίκα –Μάνου Αικατερίνης
Τιμούμε σήμερα τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Η γιορτή αυτή ξεκίνησε ως γιορτή της εκκλησίας, όταν ο Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτων της Μ. Ασίας, συνέταξε ακολουθία τον 11ο αιώνα με σκοπό να τιμηθούν και οι τρεις μαζί μεγάλοι άνδρες, ως κήρυκες του μυστηρίου της Αγ. Τριάδος. Δεν ξεκίνησε ως γιορτή της παιδείας.
Πώς όμως μια γιορτή καθαρά εκκλησιαστική καθιερώθηκε στην Ελλάδα ως γιορτή ταυτόχρονα των γραμμάτων, της γνώσης, της πνευματικής καλλιέργειας;
Ποιο είναι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που νοηματοδοτεί τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία; Πώς πραγματώνεται μέσα στην ιστορία η συμπόρευση αυτή στα πρόσωπα των Τριών Μεγάλων Ιεραρχών;
Κατά τη διάρκεια των νεοτέρων Βυζαντινών χρόνων και ιδιαίτερα της Τουρκοκρατίας, επικράτησε η γιορτή ως γιορτή των γραμμάτων, διότι οι τρεις αυτοί άνδρες, υπήρξαν από τη μια μεριά με τη ζωή τους και τη δράση τους εκφραστές της γνήσιας Ευαγγελικής αλήθειας και ενσάρκωναν την παράδοση όλων των Αγίων και από την άλλη υπήρξαν γνώστες, εντρυφητές και συνεχιστές των ελληνικών γραμμάτων. Είχαν όπως συνήθιζε να λέει ο Μακρυγιάννης και τα δύο πόδια γερά, είχαν δηλαδή πληρότητα παιδείας και πληρότητα αγιοπνευματικής παραδόσεως. Ο Μακρυγιάννης, συνειδητοποιούσε το δυναμισμό αυτής της ενότητας, που σήμερα, αποξενωμένοι από τις ρίζες και τις πηγές μας, ηχεί σε μας τους Νεοέλληνες ως διάσταση και διάσπαση. Ζούσε την υπέρβαση της ελληνικής αρχαιότητας και συγχρόνως την συνέχειά της μέσα στην ορθοδοξία των Αγίων Πατέρων, βλέποντας στην πορεία αυτή να εξασφαλίζεται η συνέχεια του Γένους μας, αφού όταν μιλάμε για ταυτότητα , για συνείδηση, όλα αυτά εξαρτώνται από το νόημα που λαμβάνει η παιδεία μας.
Το 1826, ο Άγγλος ευγενής Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, βαπτισμένος Ορθόδοξος από το 1791, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, του Α΄ Ελληνικού Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα , καθιέρωσε μαζί με τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τυπάλδο, τον μετέπειτα ιδρυτή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης , από κοινού, τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, ως γιορτή της Ελληνικής και Επτανησιακής παιδείας. Ο Γκίλφορντ, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Καθηγητής της Οξφόρδης π. Κάλλιστος Γουέρ δεν τεμάχισε τον Ελληνισμό, δεν ανακήρυξε προστάτες των γραμμάτων κάποιους αρχαίους φιλοσόφους, που θα μπορούσε να το κάνει ως ξένος, αλλά θέλησε να γνωρίσει τον Ελληνισμό στην συνέχεια του, σ’ όλη την ιστορική του πορεία , τον Ελληνισμό του μέλλοντος, αυτόν που διασώθηκε χάρη στην ορθοδοξία , αφού οι μεγάλοι Πατέρες, ήταν αυτοί που προήγαν τη γλώσσα, δημιούργησαν γραμματεία εφάμιλλη της Αρχαίας Ελληνικής και πέρασαν στα συγγράμματά τους τα αγαθά της ελληνικής παιδείας αφού την αποκάθαραν από την κατάπτωση της θρησκευτικής και ηθικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, όπως φαίνεται αυτό σαφώς στο γνωστό Λόγο του Μ. Βασιλείου « Προς τους νέους».
Οι Άγιοι κινούνται προς τα εμπρός, δεν λειτουργούν ισοπεδωτικά, προσλαμβάνουν από τον Ελληνισμό τη ζήτηση της αλήθειας στην κοινωνία, στο δίκαιο, στην τέχνη, σ’ όλες τις μορφές της ζωής και αφομοιώνουν το κάθε τι δημιουργικά, παρουσιάζοντας μέσα από αυτά το περιεχόμενο της Θείας Αποκάλυψης.
Το 1842-43 το πανεπιστήμιο των Αθηνών μιμούμενο το παράδειγμα του Γκίλφορντ, καθιέρωσε για το ελεύθερο πια Ελληνικό κράτος τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών ως γιορτή της παιδείας.
Η ζήτηση λοιπόν της αλήθειας της ελληνικής φιλοσοφίας, έρχεται να απαντηθεί από το Χριστιανισμό και να λάβει ιστορική σάρκα με τη θεανθρώπινη αποκάλυψη. Έτσι πραγματοποιείται η σύζευξη Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, που λαμβάνει πια οικουμενικές διαστάσεις στην χωρίς σύνορα αυτοκρατορία που προσέλαβε και οικειοποιήθηκε την αλήθεια χάρη στις μεγάλες μορφές των Αγ. Πατέρων που ενσαρκώνουν και μεταδίδουν τη νέα πραγματικότητα.
Μέσα σ’ αυτήν τη ενότητα κινείται η παιδεία που μας παρέδωσαν οι τρεις ιεράρχες.
Ποιά είναι λοιπόν τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν; Η παιδεία, λέει ο Μ. Βασίλειος, πρέπει να εξυπηρετεί τον προορισμό του ανθρώπου. Η παιδεία που μορφώνει τον όλον άνθρωπο, που διακρατεί την ιδιοπροσωπεία και την ιδιαιτερότητά μας είναι αυτή που αντλεί το περιεχόμενό της, από την βεβαιότητα της παρουσίας του Θεανθρώπου στη γη και από τη δυνατότητα του ανθρώπου να προσλάβει μέσα από την ελευθερία του το Θεό και να γίνει δεκτικός της χάριτός του.
Κινείται και αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτήν τη δυαδική σχέση ζωής που εξισορροπεί τις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου και τον αναγάγει στο άκτιστο. Αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταυτότητας του ελληνορθόδοξου Ρωμιού. Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών δεν είναι λοιπόν ανθρωπιστική αλλά συνιστά υπέρβαση του ανθρωπισμού. Το αρχέτυπο δεν είναι σύμφωνα με τους μεγάλους δασκάλους ο καλός και ηθικός άνθρωπος που όσο τέλειος και αν είναι δεν μπορεί από μόνος του να υπερβεί τα τραγικά αδιέξοδα της φύσεώς του, αλλά ο κατά χάριν Θεάνθρωπος που μεταμορφώνεται συνεχώς από δόξα σε δόξα μιμούμενος «εν πάσι» τον κατά φύσιν Θεό που συγκαταβαίνει και γίνεται άνθρωπος «καθ`ημέραν» στη γη, για να μπορεί ο άνθρωπος να γίνει Θεός. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα της παιδείας τους είναι ότι καλλιεργεί το αυτοσυναίσθημα , την ορθή γνώση του εαυτού μας. «Μικρός ειμί και μέγας», έγραφε ο Ελύτης, «ταπεινός και υψηλός , θνητός και αθάνατος , επίγειος και ουράνιος». Οι λόγοι αυτοί που φαινομενικά δείχνουν αντίθεση , εναρμονίζονται και γίνεται σύνθεση μέσα στην παιδεία των Τριών Ιεραρχών, ως έκφραση και συνειδητοποίηση από τη μια μεριά της ασημαντότητας και μικρότητας που πρέπει να αισθάνεται ο άνθρωπος λόγω της φθαρτότητας και θνητότητάς του και από την άλλη ως πεποίθηση ότι μπορεί να γίνει μέγας, ταμείο αγιότητας. Αυτή είναι η αυτοσυνειδησία που μας κληροδότησαν οι Τρεις Ιεράρχες.
Η παιδεία τους είναι ακόμη, ένα είδος ποιμαντικής αγωγής . Ο δάσκαλος είναι ποιμένας , κατευθύνει , οδηγεί, μεταδίδει ζωή, όχι μόνο γνώσεις. Έτσι παραδίδει μια σκυτάλη στους μαθητές του. Η παιδεία μας δεν είναι “ξηρή πολυμάθεια”, αλλά κατά τον Βασίλειο, «ανατροφή μετ’ ευλαβείας και μετάληψις αγιότητος».
Πέρασαν δεκαεφτά περίπου αιώνες στην Ιστορία της ανθρωπότητας για να φτάσει η σύγχρονη Παιδαγωγική επιστήμη να προσεγγίσει τις βασικές βιωματικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελίωσαν οι Τρεις Ιεράρχες τα παιδαγωγικά τους αξιώματα.
Ο δάσκαλος, λέει ο Χρυσόστομος, πρέπει να διαθέτει απέραντο σεβασμό για την προσωπικότητα του παιδιού και όπως οι δάσκαλοι της κιθάρας, αφού πιάσουν τα δάχτυλα των μαθητών τους τα πλησιάζουν με ηρεμία στις χορδές και τα διδάσκουν να χτυπούν με προσοχή, το ίδιο ακριβώς πρέπει να κάνουν και οι παιδαγωγοί, σ’ όλες τις ηλικίες. Τα τελευταία διδάγματα της Παιδαγωγικής που αναφέρονται στην ποσότητα της ύλης και την αφομοίωσή της από τους μαθητές, δεν είναι ασφαλώς καθόλου καινούργια. Αυτό φαίνεται σαφέστατα στα κείμενα του Γρηγορίου, ο οποίος χρησιμοποιώντας εικόνες από την γεωργική ζωή, λέει πως δεν είναι ωφελιμότερη η ραγδαία βροχή από την ήρεμη, γιατί εκείνη παρασύρει το έδαφος ενώ αυτή μπαίνει βαθιά και το κάνει γόνιμο. Η διδασκαλία στην τάξη λέει ο Βασίλειος, πρέπει να γίνεται ευχάριστα γιατί μόνο τότε η γνώση παραμένει μόνιμη. Για αυτό και τα μαθητικά βιβλία θα πρέπει να είναι σαφή και επαγωγικά. Κατά τον Γρηγόριο το να επιχειρεί κανείς να εκπαιδεύει άλλους προτού ο ίδιος εκπαιδευτεί ικανοποιητικά είναι τολμηρό και ανόητο. Ή να μη διδάσκεις ή να διδάσκεις με το παράδειγμά σου τονίζει, διαφορετικά ότι κτίζεις με το δεξί, το γκρεμίζεις με το αριστερό. Το να φιλοσοφεί κανείς μόνο με τους λόγους, είναι χαρακτηριστικό του υποκριτή και όχι του δασκάλου.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αληθινού δασκάλου, είναι να δείχνει στους μαθητές του πατρική αγάπη και στοργή, που να ξεπερνά πολλές φορές κι αυτή των φυσικών τους γονιών.
Σε τελική ανάλυση η παιδεία των Τριών Ιεραρχών είναι ένα έργο ανόρθωσης του όλου ανθρώπου ως προσώπου. Μέσα από την αξία του προσώπου πηγάζει ο κοινοτισμός που αποτελεί αίτημα της σύγχρονης εποχής μας. Ο Μ. Βασίλειος πριν δεκαεφτά αιώνες περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο τη σημερινή οδυνηρή πραγματικότητα και τα λόγια του αποκτούν προφητική σημασία.«Γεγεννήμεθα καθάπερ η ψάμμος, διηρημένοι, ού συνημμένοι αλλήλοις». Έχουμε φτάσει δηλαδή εξαιτίας της ατομικότητας μας να είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας, όπως η άμμος, φαίνεται από μακριά σαν κάτι ενιαίο, αλλά από κοντά είναι κόκκοι διηρημένοι. Λείπει η κατακόρυφη κίνηση κοινωνίας με το Θεό από όπου αντλείται η οριζόντια, με τον κάθε άνθρωπο. Αυτή είναι η παιδεία μας, η παράδοση των Τριών Ιεραρχών. Από την Ενορία, που είναι η σύναξη γύρω από την Αγία Τράπεζα όπου πραγματώνεται το μυστήριο της ζωής και της ενώσεως των πιστών με τον Έναν και μεταξύ τους, στην ευρύτερη ενορία που είναι η οικογένεια, το σχολείο, η κοινότητα. Αυτή η παράδοση θα συνεχιστεί ακόμη και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μόνο κατά τον 19ο αιώνα θα επιχειρηθεί το ξεθεμελίωμα της από τους απεσταλμένους δυτικούς που στάλθηκαν να αναμορφώσουν τα σχολεία μας.
Ο Γ. Τυπάλδος – Ιακωβάτος ομολογεί με πικρία πως «μήτε εικόνες μήτε σταυρό αφήνουν στα σχολεία μας». Και ο Μακρυγιάννης αγανακτεί με τις ύπουλες επεμβάσεις τους στα ιερά και όσια της φυλής μας και με πολύ πόνο γράφει στα Απομνημονεύματά του: « Όλοι οι προκομμένοι άνδρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, … και οι επίλοιποι πατέρες, κόπιαζαν και βασανίζονταν μέρα και νύχτα μ’ αρετή και λικρίνειαν να φωτίσουνε την ανθρωπότη, νάχη αρετή και φώτα , γενναιότητα και πατριωτισμό. Κάνουν και οι μαθητές τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή τους εις τους απογόνους τους εμάς, γύμναση της κακίας και παραλυσίας… Τέτοια αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν. Το παιδί όταν γεννιέται δεν γεννιέται με γνώση. Οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν».
Η παιδεία μας υπέστη μεγάλο πλήγμα που το πλήρωσε ακριβά ολόκληρος ο νεοελληνικός πολιτισμός όπως εκτιμά σήμερα η αμερόληπτη ιστορική επιστήμη.
Αναγνωρίζει, πως η παιδεία των Τριών Ιεραρχών δεν είναι απόκοσμη ή φιλόκοσμη, αλλά μια προσπάθεια ορθής γνώσης, θέασης και εκτίμησης του κόσμου. Κινείται στο παρόν μεταμορφώνοντας συνεχώς τον άνθρωπο και προσβλέπει στα έσχατα, όχι σαν μια παθητική αναμονή ενός ιδεατού κόσμου, αλλά ως φυσική κατάληξη και « πλήρωση » της συνεχούς επί γης μεταμόρφωσής του. Δεν είναι σκοταδιστική, δεν κάνει διάκριση μεταξύ υλικών και πνευματικών, ανοίγεται σ’ όλους τους τομείς, όλος ο άνθρωπος και όλη η ζωή γίνεται δεκτή, εφόσον μπορεί να ενταχθεί στην καινή πραγματικότητα του Χριστού, στη νέα λυτρωτική πορεία . Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στέρησε από τους χριστιανούς τη δυνατότητα να μαθαίνουν Ελληνικά, για να πάψει η συνέχεια της Ελληνικής παιδείας, ο Γρηγόριος Θεολόγος, έγραψε στην Ομηρική διάλεκτο ποιήματα για να διατηρηθεί η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας .
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε κάτοχος όλων των επιστημών της εποχής του, όπως ομολογεί ο Έρασμος της Αναγέννησης , υπήρξε ανώτερος του Αριστοτέλη. Κουβαλούσε τον Ελληνισμό στη σάρκα του. Δεν τον βρήκε και τον κατέστρεψε, όπως συνέβηκε στη δύση, όπου κατά τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα από τον 6ο –11ο αιώνα καταργήθηκαν στην Γαλλία και στην Ισπανία τα γράμματα και μόλις στον 13ο – 14ο αιώνα γνώρισαν τον Αριστοτέλη και τον Όμηρο.
Διαβάζοντας κάποτε ο μεγάλος εθνικός ρήτορας Λιβάνιος επιστολή που του έστειλε ο Μ. Βασίλειος, ενώ βρισκόταν μεταξύ φίλων και μαθητών του , φώναξε «νενικήμεθα», εντυπωσιασμένος από την αρτιότητα της επιστολής . Ο ίδιος ο Λιβάνιος, εκφράζει σε άλλη περίπτωση τη λύπη του που κέρδισε ο Χριστιανισμός τον Χρυσόστομο, γιατί διαφορετικά θα τον άφηνε διάδοχό του.
Κάτοχοι λοιπόν όλης της εγκόσμιας σοφίας οι τρεις δάσκαλοι που σήμερα τιμούμε, ανοίχτηκαν άφοβα σ’ όλους τους τομείς , μα αυτή η πολλαπλότητα και πολυμερότητα στην κατάρτισή τους, ιεραρχήθηκε και εντάχθηκε στον αγώνα για τον σκοπό της ζωής. Δεν θεωρήθηκε ποτέ αυτοσκοπός ή αιτία καυχήσεως. Ήταν φυσικό λοιπόν να πηγάσει μέσα από όλο τους το είναι ένα εξαιρετικό ήθος.
Ο Χρυσόστομος, λέει ο Παπαρηγόπουλος , ήταν αγαθότατος, πραότατος , ο πιο επιεικής από τους ανθρώπους, όσες φορές όμως βρισκόταν μπροστά στην πωρωμένη κακία, την αγέρωχη αμαρτία, την οργανωμένη αδικία, την πονηρή υποκρισία, είχε τη δύναμη να μη σιωπά, αλλά να ελέγχει. «Αν ο Θεός σου έδωσε βασιλικό σκήπτρο», γράφει στην αυτοκράτειρα Ευδοξία, «σου το έδωσε για να απονέμει παντού δικαιοσύνη. Χώμα και στάχτη, χόρτος και σκόνη, σκιά και καπνός και όνειρο είναι ο άνθρωπος ακόμα κι αν είναι ισχυρός άρχοντας». Ασυμβίβαστες προσωπικότητες οι Τρεις Ιεράρχες , δεν ταυτίστηκαν ποτέ με την αδικία για να επιβιώσουν και να κρατήσουν τη θέση τους. Γι’ αυτό πλήρωσαν το αγέρωχο φρόνημά τους με πικρίες, εξορίες, διωγμούς. «Μ’ άλλο τίποτα φοβέριξέ με» , είπε ο Βασίλειος στον Έπαρχο Μόδεστο, όταν αρνούμενος να αποδεχθεί την πλάνη του αρειανισμού που άπλωνε τα δίχτυα της παντού, τον φοβέριξε με δήμευση περιουσίας , εξορία, θάνατο. «Αυτά δεν με φοβίζουν». Ο Έπαρχος απορεί. «Κανείς μέχρι τώρα δεν μίλησε με τέτοιο θάρρος μπροστά μου», λέει και ο Βασίλειος που υπήρξε πάντα ταπεινός , στην ιστορική αυτή στιγμή δεν διστάζει να πει. «Γιατί δεν συνάντησες ποτέ σου αληθινό Επίσκοπο. Αλλιώς θα σου μιλούσε με τον ίδιο τρόπο , αφού θα αγωνίζονταν για τόσο υψηλά πράγματα».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν υπήρξαν απλώς ποιμένες, δάσκαλοι ή καθοδηγητές. Πολέμησαν το ψεύδος , όχι από μίσος στους αιρετικούς, αλλά από αγάπη και πόθο για την αλήθεια . Υπήρξαν πρώτα και κύρια άνθρωποι που πόνεσαν βαθιά τον άνθρωπο. Έζησαν έντονα τα ανθρώπινα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα βίωσαν έντονα τον Θεό, όχι σαν μια αφηρημένη ιδέα, αλλά ως τη μόνη καθημερινή αλήθεια που έδινε νόημα και περιεχόμενο στη ζωή τους. Γι’ αυτό χαρακτηρίζονται Οικουμενικοί, δάσκαλοι όλης της οικουμένης, που πρόσφεραν ελεύθερα και αβίαστα, χωρίς καμία επιβολή, με τρόπο θεοπρεπή, όχι μια ιδέα, αλλά ένα τρόπο ζωής σ’ Ανατολή και Δύση.
Τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι τρεις μεγάλοι δάσκαλοι που τιμούμε, μας δίνουν το μήνυμα, πως μπορούμε να επιβιώσουμε στην χωρίς σύνορα εποχή μας, όπως τυπικά ανάλογη υπήρξε η εποχή των Τριών Ιεραρχών, μιμούμενοι το ήθος, την αγωνιστικότητα τους, τον τρόπο της ζωής τους, συνδεόμενοι με το νήμα που μας δένει μαζί τους. Η σύνδεσή μας με την παράδοση των Τριών Ιεραρχών και άλλων μεγάλων μορφών του Γένους μας αποτελεί ίσως τη μόνη ελπίδα για την διατήρηση της ταυτότητας μας, αλλά και την αναμόρφωση του δυτικού κόσμου, ο οποίος κουρασμένος από τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού προσβλέπει με πόθο στην Ανατολή, αναζητώντας γνήσιες και αυθεντικές εμπειρίες.
Βιβλιογραφία
π . Γεώργιος Μεταλληνού : Ομιλία στους Τρεις Ιεράρχες.
π. Γεωργίου Μεταλληνού : Ελληνισμός μετέωρος.
Στυλλιανού Παπαδοπούλου : Η ζωή ενός μεγάλου.
Αγγελικής και Αλέξανδρου Καριώτογλου : Ζωντανό σχολείο.
Π. Θεοδώρου Ζήση : Φραγκέψαμε.
Μακρυγιάννη : Απομνημονεύματα.
- Ομιλία για τους Τρεις Ιεράρχες. - ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
Φίλες και Φίλοι
Κυρίες και κύριοι
Αγαπητά μας παιδιά
Σήμερα, 30 Ιανουαρίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία και όλοι εμείς οι Έλληνες
τιμούμε τους Τρεις Ιεράρχες, τους Άγιους Πατέρες της Εκκλησίας μας οι
οποίοι περισσότερο από κάθε άλλον αποτελούν άριστα πρότυπα αρετής και
ζωής για τη νεολαία μας και τους λειτουργούς της εκπαίδευσης.
Οι Τρεις Ιεράρχες, Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός, ο Μέγας Βασίλειος και ο
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μας έδειξαν τόσο με τα κείμενά τους και τους
λόγους τους, όσο και με την εν γένει ζωή τους πώς πρέπει να ζούμε και να
πολιτευόμαστε εμείς οι άνθρωποι, αν πραγματικά θέλουμε να.......
αποκαλούμαστε άξια τέκνα του Θεού που μας έδωσε απλόχερα και με αγάπη τα καλύτερα εφόδια για να ζήσουμε μια ζωή με αξία, με νόημα και ευτυχία. Μας δίδαξαν τα στοιχεία που πρέπει να διακρίνουν τα ζωή κάθε ανθρώπου έτσι ώστε ορθά και δίκαια αυτός να χαρακτηρίζεται άνθρωπος!
αποκαλούμαστε άξια τέκνα του Θεού που μας έδωσε απλόχερα και με αγάπη τα καλύτερα εφόδια για να ζήσουμε μια ζωή με αξία, με νόημα και ευτυχία. Μας δίδαξαν τα στοιχεία που πρέπει να διακρίνουν τα ζωή κάθε ανθρώπου έτσι ώστε ορθά και δίκαια αυτός να χαρακτηρίζεται άνθρωπος!
Οι Τρεις Ιεράρχες αποτελούν ύψιστο πρότυπο μαθητή καθώς όλα τους τα
κείμενα, όλοι τους οι λόγοι φανερώνουν προσωπικότητες όχι μόνο ενάρετες
και αγαθές αλλά και σφυρηλατημένες στο αμόνι της γνώσης και της
παιδείας. Τα έργα τους δείχνουν ότι συντάχτηκαν από ανθρώπους οι οποίοι
όχι μόνο πίστευαν πως όσα δίδασκαν ήταν αλήθεια αλλά γνώριζαν και τον
τρόπο να αποδείξουν στους αμφισβητίες τους την αλήθεια αυτή!
Πέρα από μέγιστο πρότυπο μαθητή όμως οι Τρεις Ιεράρχες αποτελούν
αξεπέραστο πρότυπο δασκάλου για όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς γιατί δεν
περιορίστηκαν στη στείρα απόκτηση γνώσεων, δε σπούδασαν για να
εξυπηρετήσουν το προσωπικό τους συμφέρον αλλά για να μοιραστούν τα αγαθά
της γνώσης με όλους εμάς που, αν και ξέρουμε πάρα πολλά, στην
πραγματικότητα δε γνωρίζουμε παρά μονάχα ελάχιστα. Ο Τρεις Ιεράρχες
αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν γνώσεις και να τις μεταλαμπαδεύσουν σε
όλους εμάς χωρίς να περιμένουν ανταλλάγματα παρά μόνο με ένα στόχο, να
καλλιεργήσουν τη φιλανθρωπία, την ευσπλαχνία και την αγάπη στις καρδιές
των συνανθρώπων τους, τη αγάπη για το αληθινό και το φωτεινό!
Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν, όπως έχω ήδη αναφέρει, Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός, ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε
το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ήταν γόνος ενάρετης
οικογένειας, μάλιστα ο παππούς του ήταν Χριστιανός μάρτυρας! Σπούδασε
στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και συνδέθηκε με αληθινή φιλία με το
Γρηγόριο τον Νανζιανζινό. Γύρισε στην πατρίδα του όπου δούλεψε ως
δικηγόρος προς όφελος των αδικημένων. Κατόπιν ασκήτεψε σε διάφορες
περιοχές με τελευταία τον Πόντο. Από εκεί, κατόπιν λαϊκής βούλησης και
χωρίς ο ίδιος να το θέλει, έγινε επίσκοπος Καππαδοκίας. Το έργο του
πραγματικά αξιοθαύμαστο! Οι αγαθοεργίες του αμέτρητες! Μοίρασε όλα του
τα χρήματα στους φτωχούς και τους αδύναμους! Η μέγιστη προσφορά του όμως
ήταν η δημιουργία της Βασιλειάδας, ενός συνόλου ευαγών ιδρυμάτων που
λειτουργούσε προς όφελος των φτωχών, το δε μέγεθός της ήταν ίσο με αυτό
μιας μικρής πόλης!
Ο Μέγας Βασίλειος, ταλαιπωρημένος από την ασκητική ζωή, τις στερήσεις και την συνεχή εργασία, πέθανε την 1η Ιανουαρίου 379 μ.Χ. Την πρώτη ημέρα του χρόνου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη αυτού του τόσο σημαντικού και σπουδαίου διδασκάλου.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός
γεννήθηκε το 329 μ.Χ. κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Γόνος
ευσεβούς και ιδιαίτερα μορφωμένης οικογένειας ολοκλήρωσε τις σπουδές του
στα σπουδαιότερα πνευματικά κέντρα της εποχής του. Υπήρξε στενότατος
φίλος του Μεγάλου Βασιλείου. Στα 30 του βαπτίστηκε Χριστιανός. Κατόπιν
έφυγε για την έρημο για να γίνει ασκητής. Όμως, έστω και αν δεν το
ήθελε, ο Μέγας Βασίλειος τον χειροτόνησε Επίσκοπο. Ο Γρηγόριος σύντομα
έφυγε και πάλι για την έρημο και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί η
δράση του υπήρξε αξιοθαύμαστη! Οι πέντε θεολογικοί λόγοι που εκφώνησε
στη Βασιλεύουσα έχουν καταγραφεί με χρυσά γράμματα στο βιβλίο στης
Ιστορίας της Εκκλησίας μας! Αν και δε το επιδίωξε, η προσωπικότητα και
το κύρος του τον ανέδειξαν Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης και λίγο
αργότερα Πρόεδρο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Ως άνθρωπος μετριοπαθής και αγνός χριστιανός δε συγκινήθηκε από τους
τίτλους και από την αίγλη της θέσης του και, αφού παραιτήθηκε, έφυγε και
πάλι για την έρημο όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 347 μ.Χ. στην Αντιόχεια. Ο πατέρας
του ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του η Αγία Ανθούσα. Έλαβε σπουδαία
μόρφωση και κατόπιν χειροτονήθηκε αναγνώστης, μετά διάκονος, πρεσβύτερος
και το 398 μ.Χ. Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Μέγιστη προσφορά του
ήταν η ηθική εξυγίανση του λαού της Βασιλεύουσας, γεγονός που προσέδωσε
ξεχωριστό κύρος και πνευματική δύναμη. Ωστόσο η δράση του του
δημιούργησε πολλούς και ισχυρούς εχθρούς οι οποίοι κατάφεραν να διώξουν
τον Ιωάννη και τους πιστούς του από τη Βασιλεύουσα. Τον έστειλαν πρώτα
στην Καππαδοκία και έπειτα στον Πόντο. Ο Ιωάννης πέθανε στις 14
Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ. καθοδόν προς τον Πόντο από τις κακουχίες και
τις ταλαιπωρίες. Υπήρξε σπουδαιότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας και
λαμπρός ρήτορας και κατηχητής.
Αυτούς λοιπόν εμείς, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί, καλούμαστε να
έχουμε ως πρότυπα και το δικό τους έργο να συνεχίσουμε! Και είναι βέβαιο
πως, αν πραγματικά έχουμε ως στόχο μας την αγάπη και τη φιλανθρωπία,
όποιο μονοπάτι και να διαλέξουμε, θα βρεθούμε εκεί που αξίζει να
βρίσκονται αυτοί που την ψυχή τους φωτίζει το φως της αλήθειας και της
αγάπης.
Χρόνια πολλά σε όλους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου