Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Όχι άλλο «κάρβουνο» του Αντώνη Αντωνάκου.


Όχι άλλο «κάρβουνο»…
«ΣΦΙΓΓΕΙ Ο ΚΛΕΙΟΣ για τα χρέη τριών μεγαλοξενοδόχων. Οφείλουν 700 εκατ. ευρώ στις τράπεζες.» Real news, 3/11/2019
Η εμβληματική κραυγή του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου -από την ταινία «Ορατότης μηδέν»-  εντυπώθηκε στην λαϊκή συνείδηση και η χρήση της είναι συχνή. Η εκβιαστική πίεση της πλοιοκτησίας, στα πλαίσια της επιχειρηματικής «νόρμας», προκάλεσε την έκρηξη του λέβητα οδηγώντας 26 ναυτικούς στον βυθό. Η ταινία ήταν μια κοινωνική κατακραυγή εναντίον της πλεονεξίας των μεγαλοεπιχειρηματιών την οποία κανένα ηθικός ενδοιασμός δεν είναι ικανός να αναχαιτίσει. Αν και στην ταινία η αλήθεια ήρθε τελικά  στην επιφάνεια και επιβλήθηκε ο νόμος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν απλά μια μυθοπλασία, ενώ στην πραγματικότητα το δίκαιο συχνά «είναι  αλλού». Είναι αυτή η πραγματικότητα που σύμφωνα με τον Σ. Κωνσταντινίδη(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/9/2019), «δεν είναι προβλέψιμη, αλλά ούτε και φυσιολογική».

Τι γίνεται λοιπόν στην πραγματικότητα και πόσο μπορούμε να προβλέψουμε τις οικονομικές εξελίξεις; Είναι γνωστό το ανέκδοτο που θέλει τον οικονομολόγο να είναι: «ένας ειδικός που θα ξέρει αύριο γιατί τα πράγματα που προέβλεψε χτες δεν συνέβησαν σήμερα». Η αλήθεια είναι όμως ότι τις περισσότερες φορές δεν ευθύνονται οι οικονομολόγοι αλλά το γεγονός ότι παραβιάζονται από καθοριστικούς παράγοντες οι «κανόνες του παιχνιδιού». Για παράδειγμα θα ήταν αναμενόμενο και απόλυτα λογικό ένας οικονομολόγος να προβλέπει ότι οι τουριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα όχι μόνο δεν θα επηρεάζονταν σημαντικά από την κρίση αλλά αντίθετα θα διένυαν περίοδο «παχιών αγελάδων». Τα κύματα τουριστών που κατακλύζουν την χώρα αλλά και τα ρεκόρ εσόδων του κλάδου τον έχουν καταστήσει την ατμομηχανή της οικονομίας. Αποτελεί λοιπόν έκπληξη η είδηση που δημοσιεύει πρωτοσέλιδη η Real News. Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση –η «αδυναμία» εξυπηρέτησης του χρέους- αλλά αφορά το 49,8% των δανείων του κλάδου των ξενοδόχων τα οποία είναι «μη εξυπηρετούμενα»(Σ. Κωνσταντινίδης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/9). 
Φυσικά για το «οικονομικό παράδοξο», -ο τομέας να ανθεί και οι επιχειρήσεις του να «δυσπραγούν»- δεν φταίνε οι οικονομολόγοι αλλά οι παράγοντες που αλλοιώνουν τους κανόνες. Τα τρία βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι: α)Τηρήθηκαν κατά την χορήγηση των δανείων οι κανόνες; Εξασφάλισαν οι τράπεζες τις αναγκαίες εγγυήσεις εξασφάλισης του κεφαλαίου; Αν όχι ήλεγξε κάποια αρχή τους υπεύθυνους και αν ναι τι κυρώσεις επεβλήθησαν; β)Επετράπη στις τράπεζες να λειτουργήσουν σύμφωνα με τους «κανόνες της αγοράς»; Μήπως εμποδίστηκαν, με πολιτικές αποφάσεις, να υλοποιήσουν τα μέτρα εξασφάλισης των κεφαλαίων τους; γ)Ήταν αποτελεσματικός ο οικονομικός έλεγχος κατά την διάρκεια λειτουργίας των επιχειρήσεων ή επέτρεπε την συστηματική απόκρυψη κερδών και την δημιουργία «εικονικής δυσπραγίας»;
Όσον αφορά το τελευταίο ερώτημα ο Σ. Κωνσταντινίδης απαντά στο προαναφερόμενο δημοσίευμα: «Οι εταιρείες που ανακαινίζουν τα ξενοδοχεία, όπως και οι άλλες που τα προμηθεύουν τρόφιμα, ποτά, κλινοσκεπάσματα και άλλα αναλώσιμα, είναι εξαιρετικά κερδοφόρες. Συνήθως ανήκουν σε πρόσωπα από τις οικογένειες των υπερχρεωμένων ξενοδόχων, αλλά λειτουργούν αποτελεσματικά»! Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι ενδεχομένως και κάποια τουριστικά γραφεία είναι γρανάζια της ίδιας προσοδοφόρου «μηχανής». Επομένως δεν φταίνε οι οικονομολόγοι, που φυσιολογικά θα προέβλεπαν ότι ο συγκεκριμένος κλάδος έπρεπε να ανθεί, αλλά εκείνοι που επέτρεψαν την συστηματική παραβίαση των κανόνων της «αγοράς».
Φυσικά στο σύνολο των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων ο συγκεκριμένος κλάδος έχει μικρό μερίδιο.  Όμως εκείνο που έχει σημασία είναι το συμπέρασμα που μπορεί να προκύψει με βεβαιότητα, ότι δηλαδή τα ερωτήματα που προαναφέρθηκαν αφορούν το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου. Τα επαναλαμβάνουμε. Με ποια κριτήρια χορηγούσαν οι τράπεζες τα δάνεια; Με ποιες εγγυήσεις εξασφάλιζαν την επιστροφή των χρημάτων; Τι ή ποιος εμπόδισε αυτές τις εγγυήσεις να λειτουργήσουν με αποτέλεσμα το κοινωνικό σύνολο να πληρώνει τα σπασμένα αναχρηματοδοτώντας τις τράπεζες; Βλέπουμε στις ειδήσεις τις «μπούκες» του Ρουβίκωνα και των αυτόκλητων «προστατών» της κοινωνίας αλλά φυσικά δεν είναι αυτοί το εμπόδιο. Δεν εμπόδισαν αυτοί την είσπραξη των 700 εκατ. που οφείλουν οι τρείς αναφερόμενοι στο δημοσίευμα της R.N., ούτε βέβαια και τα άλλα αντίστοιχα μεγάλα δάνεια που συγκροτούν τον πυρήνα του προβλήματος. Ούτε και εμπόδισαν την είσπραξη των οφειλών προς το Δημόσιο αφού -σύμφωνα με δημοσιευθέντα πέρυσι επίσημα στοιχεία- 3.247.620 μικροοφειλέτες είχαν «κόκκινη» οφειλή 1.247.923.208€, όταν μόνο 17.104 μεγαλοοφειλέτες έχουν ρίξει «κανόνι» 85.359.876.112€ μόνο στην εφορία.».
Είναι επίσης λογικό να υποθέσουμε ότι και στο γενικότερο  επιχειρηματικό πεδίο επικρατούν αντίστοιχες πρακτικές. Συγγενικές εταιρίες οι οποίες λειτουργώντας εν είδη συγκοινωνούντων δοχείων «απορροφούν» τα κέρδη και τα αποθησαυρίζουν την ώρα που οι «μητρικές» δανειολήπτριες εμφανίζονται να δυσπραγούν. Φυσικά, όσοι ελπίζαμε ότι με τις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς θα μαθαίναμε  κάτι για τις «λεωφόρους διαφυγής» του μεγάλου κεφαλαίου, αποδειχθήκαμε ρομαντικά αφελείς.
Το φαινόμενο «χρωστάω αλλά δεν πληρώνω» δεν είναι καινούργιο, δεν είναι δημιούργημα της κρίσης. Η κρίση απλώς δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες και έδωσε το αναγκαίο άλλοθι για την γενίκευσή του. Έδωσε επίσης την ευκαιρία για την διεκδίκηση ευνοϊκών ρυθμίσεων αλλά και για την υιοθέτηση και την προώθησή τους ενάντια στους περιβόητους «κανόνες της αγοράς». Η υπουργική σύσκεψη που έγινε τον Σεπτέμβριο για το «σουρεαλιστικό, αλλά υπαρκτό θέμα: κόκκινα δάνεια τουριστικών επιχειρήσεων»(Σ. Κωνσταντινίδης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/9) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν η «ρύθμιση» των δανείων από τις τράπεζες που χρεοκόπησαν(Α.Τ.Ε., Τ.Τ., κ.λπ.) προς τις επιχειρήσεις του κλάδου. Τα 9 δισ. της «περιουσίας» αυτών των τραπεζών είναι τα δάνεια που χορήγησαν. Στο βαθμό που δεν θα εισπραχθούν θα τα πληρώσουν οι φορολογούμενοι.
Για πολλές δεκαετίες τα χρήματα που ρίχνονταν στην αγορά αντί να οδηγήσουν στην βιώσιμη ανάπτυξη τροφοδοτούσαν την συγκυριακή μεγέθυνση η οποία υπονόμευε τα θεμέλια της οικονομίας. Μέσα σε 15 χρόνια οι χορηγήσεις(δάνεια) των τραπεζών από τα 15,61 δισ. το 1993 εκτοξεύθηκαν στα 233,35 δισ. το 2008(Ε. Δρυμπέτας & Ν. Καλογερίδης, «Η Ελληνική πολιτική οικονομία 2000-2010»). Αυτή η γενναιόδωρη «αιμοδοσία» της αγοράς που κατέληξε; Αν αφήσουμε στην άκρη τις ψευδαισθήσεις –ή αν προτιμάτε τις παραισθήσεις- που δημιούργησε, σε ποια ανάπτυξη οδήγησε;  Μήπως είναι καιρός να σταματήσουμε να ρίχνουμε ανεξέλεγκτα «κάρβουνο»(χρήματα) σε αυτήν την «αγορά»; Μήπως πρέπει να αναγκαστούν –και να αφεθούν- οι τράπεζες να λειτουργήσουν με τραπεζικά κριτήρια; Με κριτήρια κανονικής αγοράς; Να μην ρίχνουν -δημοσία δαπάνη- άλλο «κάρβουνο» στον αδηφάγο «καυστήρα» του δανειόβιου τμήματος της «αγοράς»;
Αντωνάκος Αντώνης
05-11-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου