Η εν ψυχρώ εκτέλεση του Κωσταντίνου Κατσίφα, ενός παιδιού από φτωχή
λαϊκή οικογένεια, όπως συνέβη σχεδόν πριν είκοσι χρόνια με τον Σολωμό
Σολωμού, στην Κύπρο συνιστά και μια ζωντανή καταγγελία για την ένοχη
συνείδησή μας.
Αυτός, τη στιγμή που σύσσωμες οι ελληνικές ελίτ και το ελληνικό κράτος,
έχουν εγκαταλείψει τη ελληνική μειονότητα στη μοίρα της, θυσίασε
κυριολεκτικά τη ζωή του, μια και δεν έβλεπε πλέον καμιά δυνατότητα για
να κρατήσει την αξιοπρέπεια και τον εθνισμό του.
Η Βόρειος Ήπειρος, όπως όλα τα ακριτικά σημεία του ελληνισμού, κατοικείται από έναν λαό, κυριολεκτικά μαρτυρικό, που άντεξε επί εκατοντάδες χρόνια τους χειρότερους διωγμούς, τις γενοκτονίες, τους βίαιους εξισλαμισμούς, τις απαγορεύσεις της θρησκευτικής, γλωσσικής και εθνικής του ταυτότητας, για να φτάσει, σήμερα, στην «δημοκρατική εποχή» μας, να απειλείται με ιστορική εξαφάνιση.
Χαρακτηριστικά, το χωριό του Κατσίφα, το Βουλιαράτι, στην απογραφή του 2005, από 1464 κατοίκους που είχε θεωρητικά, κατέγραφε 1220 μετανάστες. Και όπως σημείωνε ο Παναγιώτης Κονδύλης το 1997, οι Βορειοηπειρώτες έρχονται να ολοκληρώσουν αυτή τη τεράστια, μέσα σε εκατό χρόνια, αιμορραγία του οικουμενικού ελληνισμού.
Μετά το 1920... αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το κράτος.... γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945).
Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) και την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική άποψη – εβδομήντα μόλις χρόνια*.
Προς στιγμήν, όταν κατέρρευσε το καθεστώς Ενβέρ Χότζα-Ραμίζ Αλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Έλληνες πίστεψαν πως επιτέλους είχε έρθει η ώρα, αν όχι να εκπληρωθούν οι προσδοκίες και τα όνειρά που είχαν καταποντιστεί το 1914 με την αναίρεση της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου–, τουλάχιστον να μπορούν ανενόχλητοι να ασκούν τα δικαιώματά που θεωρητικώς τους αναγνωρίζει το αλβανικό Σύνταγμα, το οποίο τους χαρακτηρίζει ως «ελληνική εθνική μειονότητα».
Οι Βορειοηπειρώτες είχαν επιτέλους τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στη μητέρα πατρίδα και να φιλήσουν τα χώματά της, όπως έκαναν μαζικά, περνώντας τα σύνορα. Ελληνικά σχολεία και εκκλησίες ξανάνοιγαν μετά από σαράντα ή πενήντα χρόνια και οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Αλβανίας (που αποτελούν το 25% του πληθυσμού) στράφηκαν αποφασιστικά προς την Ελλάδα.
Όμως, τα όνειρα και οι ελπίδες κράτησαν πολύ λίγο.
Ο αλβανικός εθνικισμός, υποδαυλιζόμενος και συνεπικουρούμενος από τους Τούρκους, αντί να κατευναστεί από το γεγονός ότι η Αλβανία επιβίωνε κυριολεκτικά από τα εμβάσματα των εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών που βρίσκονταν στην Ελλάδα, αντίθετα, αναζωπυρώθηκε. Έβαλε πλέον ως στόχο να συρρικνώσει και να αφανίσει οριστικά τη μειονότητα και να αποκόψει τις οκτακόσιες χιλιάδες των ορθοδόξων από των ελληνισμό.
Τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι αλβανικές κυβερνήσεις είναι αναρίθμητα.
Μετακινήσεις πληθυσμών, «αποχαρακτηρισμός» ελληνικών χωριών και εγκατάσταση Τσάμηδων γύρω από τη Χιμάρα και τις άλλες μειονοτικές περιοχές. Διαρκείς και μόνιμες πιέσεις για να αποχωρήσουν οι Βορειοηπειρώτες προς την Ελλάδα, υποδαύλιση του αλβανικού εθνικισμού μέσω των διεκδικήσεων των Τσάμηδων και έντονου ανθελληνισμού στην εκπαίδευση.
Αντί να υπάρξει προσέγγιση Ελλήνων και Αλβανών, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Και τα κατάφεραν όλα αυτά γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα με τον Κώστα Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου όχι μόνο δεν στήριξαν τους Έλληνες και τους ορθόδοξους της Αλβανίας, αλλά έκαναν, αντίθετα, ό,τι μπορούσαν για να τους αποδυναμώσουν.
Θα μπορούσαν να οργανώσουν την οικονομική στήριξη της ελληνικής μειονότητας στο εσωτερικό της Βορείου Ηπείρου, ενισχύοντας την εγκατάσταση επιχειρήσεων με προνομιακό δανεισμό για τους Έλληνες μειονοτικούς, ώστε να ζήσουν στον τόπο τους.
Αλλά για τους Έλληνες ιθύνοντες οι Βορειοηπειρώτες αποτελούσαν ένα «πρόβλημα», και τους αντιμετώπισαν, όπως και το αλβανικό κράτος, διευκολύνοντας, στην ουσία, τη μετακίνησή τους προς τις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας, όπου αντιμετωπίζονταν ως «Αλβανοί» ή ως Έλληνες δεύτερης κατηγορίας.
Μέσα σε μια τριακονταετία, κουτσουρεύτηκαν τα φτερά των Βορειοηπειρωτών, το μεγαλύτερο μέρος τους μετανάστευσε στην Ελλάδα, επιτάθηκε ο αφελληνισμός των ελληνικών περιοχών και οι Βορειοηπειρώτες πήραν το σκληρό μάθημα που τους έδωσαν, οι «Τουρκαλβανοί» και η μητριά μάνα τους, ταυτόχρονα,
Αφού σίγησαν σταδιακά οι φωνές και οι διαμαρτυρίες της βορειοηπειρωτικής κοινότητας που ακουγόταν στη δεκαετία του 1990 και του 2000, δεν έμενε στους πατριώτες Βορειοηπειρώτες παρά ο δρόμος της φυγής ή της ατομικής αντίστασης.
Η Βόρειος Ήπειρος, όπως όλα τα ακριτικά σημεία του ελληνισμού, κατοικείται από έναν λαό, κυριολεκτικά μαρτυρικό, που άντεξε επί εκατοντάδες χρόνια τους χειρότερους διωγμούς, τις γενοκτονίες, τους βίαιους εξισλαμισμούς, τις απαγορεύσεις της θρησκευτικής, γλωσσικής και εθνικής του ταυτότητας, για να φτάσει, σήμερα, στην «δημοκρατική εποχή» μας, να απειλείται με ιστορική εξαφάνιση.
Χαρακτηριστικά, το χωριό του Κατσίφα, το Βουλιαράτι, στην απογραφή του 2005, από 1464 κατοίκους που είχε θεωρητικά, κατέγραφε 1220 μετανάστες. Και όπως σημείωνε ο Παναγιώτης Κονδύλης το 1997, οι Βορειοηπειρώτες έρχονται να ολοκληρώσουν αυτή τη τεράστια, μέσα σε εκατό χρόνια, αιμορραγία του οικουμενικού ελληνισμού.
Μετά το 1920... αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το κράτος.... γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945).
Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) και την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική άποψη – εβδομήντα μόλις χρόνια*.
Προς στιγμήν, όταν κατέρρευσε το καθεστώς Ενβέρ Χότζα-Ραμίζ Αλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Έλληνες πίστεψαν πως επιτέλους είχε έρθει η ώρα, αν όχι να εκπληρωθούν οι προσδοκίες και τα όνειρά που είχαν καταποντιστεί το 1914 με την αναίρεση της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου–, τουλάχιστον να μπορούν ανενόχλητοι να ασκούν τα δικαιώματά που θεωρητικώς τους αναγνωρίζει το αλβανικό Σύνταγμα, το οποίο τους χαρακτηρίζει ως «ελληνική εθνική μειονότητα».
Οι Βορειοηπειρώτες είχαν επιτέλους τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στη μητέρα πατρίδα και να φιλήσουν τα χώματά της, όπως έκαναν μαζικά, περνώντας τα σύνορα. Ελληνικά σχολεία και εκκλησίες ξανάνοιγαν μετά από σαράντα ή πενήντα χρόνια και οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Αλβανίας (που αποτελούν το 25% του πληθυσμού) στράφηκαν αποφασιστικά προς την Ελλάδα.
Όμως, τα όνειρα και οι ελπίδες κράτησαν πολύ λίγο.
Ο αλβανικός εθνικισμός, υποδαυλιζόμενος και συνεπικουρούμενος από τους Τούρκους, αντί να κατευναστεί από το γεγονός ότι η Αλβανία επιβίωνε κυριολεκτικά από τα εμβάσματα των εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών που βρίσκονταν στην Ελλάδα, αντίθετα, αναζωπυρώθηκε. Έβαλε πλέον ως στόχο να συρρικνώσει και να αφανίσει οριστικά τη μειονότητα και να αποκόψει τις οκτακόσιες χιλιάδες των ορθοδόξων από των ελληνισμό.
Τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι αλβανικές κυβερνήσεις είναι αναρίθμητα.
Μετακινήσεις πληθυσμών, «αποχαρακτηρισμός» ελληνικών χωριών και εγκατάσταση Τσάμηδων γύρω από τη Χιμάρα και τις άλλες μειονοτικές περιοχές. Διαρκείς και μόνιμες πιέσεις για να αποχωρήσουν οι Βορειοηπειρώτες προς την Ελλάδα, υποδαύλιση του αλβανικού εθνικισμού μέσω των διεκδικήσεων των Τσάμηδων και έντονου ανθελληνισμού στην εκπαίδευση.
Αντί να υπάρξει προσέγγιση Ελλήνων και Αλβανών, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Και τα κατάφεραν όλα αυτά γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα με τον Κώστα Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου όχι μόνο δεν στήριξαν τους Έλληνες και τους ορθόδοξους της Αλβανίας, αλλά έκαναν, αντίθετα, ό,τι μπορούσαν για να τους αποδυναμώσουν.
Θα μπορούσαν να οργανώσουν την οικονομική στήριξη της ελληνικής μειονότητας στο εσωτερικό της Βορείου Ηπείρου, ενισχύοντας την εγκατάσταση επιχειρήσεων με προνομιακό δανεισμό για τους Έλληνες μειονοτικούς, ώστε να ζήσουν στον τόπο τους.
Αλλά για τους Έλληνες ιθύνοντες οι Βορειοηπειρώτες αποτελούσαν ένα «πρόβλημα», και τους αντιμετώπισαν, όπως και το αλβανικό κράτος, διευκολύνοντας, στην ουσία, τη μετακίνησή τους προς τις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας, όπου αντιμετωπίζονταν ως «Αλβανοί» ή ως Έλληνες δεύτερης κατηγορίας.
Μέσα σε μια τριακονταετία, κουτσουρεύτηκαν τα φτερά των Βορειοηπειρωτών, το μεγαλύτερο μέρος τους μετανάστευσε στην Ελλάδα, επιτάθηκε ο αφελληνισμός των ελληνικών περιοχών και οι Βορειοηπειρώτες πήραν το σκληρό μάθημα που τους έδωσαν, οι «Τουρκαλβανοί» και η μητριά μάνα τους, ταυτόχρονα,
Αφού σίγησαν σταδιακά οι φωνές και οι διαμαρτυρίες της βορειοηπειρωτικής κοινότητας που ακουγόταν στη δεκαετία του 1990 και του 2000, δεν έμενε στους πατριώτες Βορειοηπειρώτες παρά ο δρόμος της φυγής ή της ατομικής αντίστασης.
Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας, ο νεαρός Βορειοηπειρώτης, που γνώρισε σε νεαρή
ηλικία τη δύσκολη ζωή της προσφυγιάς, αποφάσισε, πέντε χρόνια πριν, να
επιστρέψει στα πατρογονικά εδάφη και να προσπαθήσει να αντιστρέψει,
μόνος του ει δυνατόν, το κύμα του οριστικού αφελληνισμού.
Στους Βουλιαράτες, προσπαθούσε να εμψυχώσει τους λίγους μόνιμους συμπατριώτες του και να ενισχύσει τις παραγωγικές δραστηριότητες. Ύψωσε νόμιμα την ελληνική σημαία –διότι η ελληνική μειονότητα είναι αναγνωρισμένη ως εθνική– και είχε βάλει ως στόχο να δημιουργήσει μία νέα ελληνική εκκλησία, γενικότερα να αναζωογονήσει τον τόπο του που ερήμωνε. Γι’ αυτό και ήταν επικίνδυνος για το αλβανικό καθεστώς.
Η τακτική των Αλβανών ήταν να τον προκαλούν διαρκώς, να τον καλούν στο αστυνομικό τμήμα, να τον απειλούν, θέλοντας να τον υποχρεώσουν είτε να σιγήσει είτε να φύγει, είτε, εν τέλει, να τον εξοντώσουν. Έτσι και την ημέρα της εκτέλεσής του, στην εθνική γιορτή των Ελλήνων, την 28η Οκτωβρίου, κατέβασαν προκλητικά από την πλατεία του χωριού την ελληνική σημαία.
Αυτός, μόνος του, μη μετρώντας συσχετισμούς και συμβάσεις, νιώθοντας κυνηγημένος από τη μια και εγκαταλελειμμένος από την ίδια την πατρίδα του, που θα έσπευδε να τον χαρακτηρίσει «εθνικιστή», συγκρούστηκε με την αλβανική εξουσία και εκτελέστηκε.
Καθόλου τυχαία, στην Ελλάδα, τα ΜΜΕ, οι «εχέφρονες» εθνομηδενιστές και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα προσπάθησαν να συσκοτίσουν τα γεγονότα.
Όχι μόνο συκοφάντησαν τον Κατσίφα, αλλά άφησαν αναπάντητες τις προκλήσεις του Ράμα που σκύλευσε τον νεκρό Κατσίφα, και τέλος κατάντησαν να απολογούνται στην αλβανική κυβέρνηση. Ενώ θα έπρεπε να τους έχουν καθίσει στο σκαμνί του κατηγορούμενου, η ελληνική κυβέρνηση άφησε τους δολοφόνους του Κατσίφα να μεταβληθούν από κατηγορούμενοι σε κατηγόρους.
Μπροστά στη μοίρα ενός ελληνισμού που αργοπεθαίνει, ο Κωνσταντίνος Κατσίφας θέλησε να αντισταθεί, μόνος. Και όπως συνέβη με τον Σολωμό Σολωμού στην Κύπρο, ο θάνατός του αποτελεί εν τέλει μία υπόμνηση πως υπάρχουν ακόμα Έλληνες που αντιστέκονται, ακόμα και αν ξέρουν καμιά φορά πως μπορεί οι Τρώες και να διαβούν στο τέλος.
Άραγε ο τραγικός και ηρωικός θάνατός του, θα λειτουργήσει έστω ως μηχανισμός αφύπνισης για την υπνώττουσα συνείδησή μας;
Tου Γιώργου Καραμπελιά
liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου