Γ.Θ : Πίστεψέ με, πρέπει να το διαβάσεις...
῾Η χαραυγὴ τοῦ Γένους
μας ἐκεῖ θ’ ἀνατείλη...
-Εἴμαστε ἄντρες
έμεῖς ό,τι καὶ νὰ πῆς εἴμαστε ἄντρες! εἶπε ὁ ὑποναύκληρος καθισμένος ἀνάμεσα
στὸ πλήρωμα. Ἕλληνας! σοῦ λέει ὁ ἄλλος˙ δὲν εἶναι παῖξε - γέλασε. ῎Εχουμε τὰ
κακά μας - δὲ λέω˙ πήραμε δρόμο στραβό, σὰν τὸ κακοκυβερνημένο πλεούμενο, μὰ
δὲν εἴμαστε καὶ γιὰ πέταμα. Καὶ νὰ εἵμαστε γιὰ πέταμα, πάλι δὲ θὰ χαθοῦμε.
Θέλουμε δέ θέλουμε, θὰ ζήσουμε. Θὰ ζήσουμε καὶ θὰ θεριέψουμε καί θὰ δοξαστοῦμε,
ὅπως
καὶ πρῶτα. Τὸ σιδερόξυλο, σιδερόξυλο εἶναι, ὅσο κι ἂν τὸ κουτσουρέψης˙ ὅσο κι ἂν τοῦ μαδήσης τὴν κορυφή, ἄν τοῦ ζεματίσης τὰ φύλλα, ἄν τοῦ πριονίσης τὰ κλαδιά. ῾Ο λέοντας, λέοντας λέγεται, ὅσο κι ἂν τοῦ ψαλιδίσης τὴ χαίτη, ἂν τοῦ κόψης τὴν οὐρά, ἂν τοῦ βγάλης τὰ νύχια, ἄν τοῦ ξεριζώσης τὰ δόντια. Φτάνει τὸ βρούχημά του νὰ σὲ πάη ριπιτί*. Τὸ ἕχει τὸ σκαρί μας, ναί· τὸ θέλ’ ἡ τύχη μας νὰ εἴμαστε πάντα μεγάλοι. Ὅπου κι ἂν γυρίσης, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες, σὲ νότο καὶ βοριά, σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση θὰ τὸ δῆς γραμμένο. Καὶ γραμμένο ὄχι μὲ ἀνθρώπινο κοντύλι, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο χέρι, τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Εἴμαστε ἄντρες, σοῦ λέω!
καὶ πρῶτα. Τὸ σιδερόξυλο, σιδερόξυλο εἶναι, ὅσο κι ἂν τὸ κουτσουρέψης˙ ὅσο κι ἂν τοῦ μαδήσης τὴν κορυφή, ἄν τοῦ ζεματίσης τὰ φύλλα, ἄν τοῦ πριονίσης τὰ κλαδιά. ῾Ο λέοντας, λέοντας λέγεται, ὅσο κι ἂν τοῦ ψαλιδίσης τὴ χαίτη, ἂν τοῦ κόψης τὴν οὐρά, ἂν τοῦ βγάλης τὰ νύχια, ἄν τοῦ ξεριζώσης τὰ δόντια. Φτάνει τὸ βρούχημά του νὰ σὲ πάη ριπιτί*. Τὸ ἕχει τὸ σκαρί μας, ναί· τὸ θέλ’ ἡ τύχη μας νὰ εἴμαστε πάντα μεγάλοι. Ὅπου κι ἂν γυρίσης, σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες, σὲ νότο καὶ βοριά, σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση θὰ τὸ δῆς γραμμένο. Καὶ γραμμένο ὄχι μὲ ἀνθρώπινο κοντύλι, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο χέρι, τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Εἴμαστε ἄντρες, σοῦ λέω!
Νά, κοίταξε στὴν
᾽Ανατολή. ᾽Εκεῖ βγαίνει ὁ ἥλιος, ἥλιος λαμπρὸς καὶ ἀβασίλευτος - ὁ ἥλιος τοῦ
Γένους μας. ῞Οποιος δὲν ἕχει μάτια, ἐκεῖνος δὲ βλέπει τὴ χαραυγή˙ ἐθνικὴ
χαραυγή, πόθος καὶ καημὸς αἰ-ώνων ὅλων, ὄχι κουραφέξαλα.
Κοίταξε γύρω μας:
Θάλασσα φουρτουνιασμένη, οὐρανὸς κατα-σκότεινος, στεριὲς σκουντουφλιασμένες,
φορτωμένες δάκρυα καὶ φαρ-μάκι. Θεριὰ τὰ κύματα χτυπᾶνε τὸ καράβι μας. Λύσσα
καὶ χολὴ μᾶς πολεμᾶ. Τὸ νερὸ δέρνει τὴ στεριά, τὴν τρώει, τὴν ξεσχίζει, τὴν
πε-τσοκόβει ἅπονα, ὅσο νὰ κάμη τὰ πάντα θάλασσα καὶ ν’ ἁπλωθῆ ἀχόρταγος
ρούφουλας στὸν παράνομο κόσμο.
Μὰ γύρισε κατὰ τὴν
῾Ηρακλειά. Καιρὸς διαμάντι· νερὸ τρισάγιο. Τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ἔπεσε. ῎Εχεις
ἀρρώστια; πήγαινε νὰ γιατρευτῆς. ῎Εχεις πονόματο; ἄλειψε τὰ ματόφυλλά σου ν’
ἀγναντέψης κόσμους. Εἶσαι κουφός; θ’ ἀκούσης ἁρμονίες.
Βερέμης εἶσαι;
Διγενὴς έγινες. ῾Η κολυμπήθρα τοῦ Σιλωὰμ ἐκεῖ βρίσκεται γιὰ μᾶς. Κολυμπήθρα
σωματική, κολυμπήθρα ψυχική, ἐθνικὴ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα. Εἶναι ἡ ῞Αγια Τράπεζα τῆς
῾Αγια - Σοφιᾶς, τὸ προσκυνητάρι τοῦ Γένους μας.
Τὴν ἄπαρτη Πόλη
μας ξένου πόδι τὴν πάτησε ποδάρι Βενετσάνου. ῾Ο τυφλὸς Δάνδολος μάρανε τὰ
ρόδα τοῦ προσώπου της˙ ρούφηξε τὸ τρισάγιο αἶμα της. ᾽Εννιακοσίων χρόνων ἔνδοξη
ζωὴ τὴν ἔσβησε. ῾Ο Λάσκαρης, φαρμακωμένης ὣρας βασιλιάς, φεύγει μακριὰ
συνεπαίρνοντας τοῦ Γένους τὴν ἐλπίδα, πὼς θὰ γυρίση πάλι μιὰ μέρα θεριεμένος
ἐκδικητής. Καὶ ὁ καταχτητής, Φράγκοι καὶ Βενετσάνοι καὶ Γερμανοὶ ἀδέσποτοι, σὰν
τὸ ἁψὺ πουλάρι, ποὺ τσαλαπατεῖ μὲ τὰ πέταλά του τ’ ἁβρὰ λούλουδα, χύνονται ἀπάνω
της ἀχόρταγοι. Μέ τὸ σταυρό τους συντρίβουν τὸ σταυρό μας· μὲ τὴ θρησκεία τους
πελεκοῦν τὴ θρησκεία μας. Γκρεμίζουν ἐκκλησιές, ποδοπατοῦν καλλιτεχνήματα,
μολύνουν ἁγιάσματα, ἀποτεφρώνουν πνευματικὰ ἀριστουργήματα. Καὶ σφάζουν
γέροντες, πατοῦν ἀρχόντων μέγαρα, ξαπλώνονται σὲ βασιλικὰ κλινάρια˙ νεκροὺς
γυμνώνουν ἔνδοξους, ποδοκυλοῦνε στέμματα θαυμαστά. Στενάζει ἡ Βασιλεύουσα˙
μοιρολογᾶ ἡ Σιών μας! Καὶ ὁ Δάνδολος, γιὸς κουρσάρων, δὲ λησμονεῖ τὴν τέχνη τῶν
πατέρων του. Κουρσεύει καὶ θέλει μὲ ξένα καὶ ἀταίριαστα στολίδια νὰ στολίση τὴ λιμνογέννητη
πατρίδα του.
Γαλέρες φεύγουν
καὶ γαλέρες ἔρχονται, Παίρνουν τὸν πλοῦτο μας τὸν ἀδαπάνητο, τὴ δόξα μας τὴν
ἀβασίλευτη, τὴ λάμψη, τὴ σοφία, τὰ ἱερά μας. ῾Η Βενετιὰ τὰ δέχεται περίχαρη,
στολίζεται καὶ καμαρώνει σὰν ξιπασμένη καὶ ἄμυαλη τσὶγγάνα. Ζώνεται τὸ σπαθὶ
τοῦ Κωνσταντίνου μας τὸ βλογημένο, ποὺ ἔχει στὸ θηκάρι του τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ
ἄστρα, τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβὶα, τὴ γῆ μὲ τὰ κάστρα της - ἱστορία χρυσόγλυπτη
τοῦ ἀπέραντου Κράτους μας. Παίρνει τὴν κολυμπήθρα, ποὺ τόσοι βαφτιστῆκαν πορφυρογέννητοι,
καὶ βαφτίζει μέσα τῶν ἐμπόρων τὰ παιδιά. Μὲ τὶς χρυσόπορτες τοῦ ναοῦ μας
στολίζει τὸν ῞Αγιο Πέτρο της˙ στήνει στοὺς πύργους της τὸ Ρολόγι, θαῦμα τοῦ
κόσμου, μὲ τοὺς Μάγους ποὺ χαιρετοῦν ταπεινοὶ τοῦ Χριστοῦ μας τὴ Γέννηση στήνει
στὶς πλατεῖες της τ’ ἄλογα τ’ ἀνεμοπόδαρα, ἀκράτητου λαοῦ συμβολικὴ παράσταση.
Γαλέρες φεύγουν
καὶ γαλέρες ἔρχονται. Παίρνουν τὰ πλούτη μας, τὴ δόξα, τὰ ἱερά μας. ᾽Αλλοῦ τὰ
πᾶνε, στὴ Δύση τὴν τρισβάρβαρη, νὰ ἡμερέψουν κι ἐκείνους τοὺς λαούς, νὰ
δοξάσουν κι ἐκείνης τὰ χώματα.
῾Η ῾Αγιοτράπεζα
ὅμως δὲν ἀκολουθεῖ. ῾Η πλάκα ἡ πολύτιμη, ποὺ τὴν ἔστησε ὁ ᾽Ιουστινιανὸς στὴ
μέση τοῦ Ναοῦ, λαμπρὸ ζαφείρι στὴ χρυσὴ σφεντόνα του· ἡ πλάκα ποὺ ἄκουσε τόσα
Νικητήρια καὶ θυσίασε ἐπάνω της ὁ Φώτιος, δὲν πάει νὰ κλειστῆ σκλάβα στὰ δολερὰ
τείχη, στ’ ἁρπαχτικὰ χέρια τοῦ ᾽Ιννοκέντιου. ῎Οχι· δὲν πάει. ῎Ανοιξε ἡ καρίνα
στὰ δυὸ καὶ γλίστρησε ἡ ῾Αγιατράπεζα στὰ νερὰ τοῦ Μαρμαρᾶ. ῾Ο βοῦρκος ἔφυγε ἀπὸ
κοντά της, ὅπως φεύγει ἡ ἁμαρτία τὸ Σταυρό, καὶ ὁ χρυσὸς ἄμμος στρώθηκε, κλίνη
πάναγνη ἀπὸ κάτω της. Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ μάτι, τοῦ δικαιοκρίτη καὶ παντοδύναμου,
στάθηκε ἐπάνω της ἄγρυπνο, ὅπως μάνας μάτι στὴν κούνια τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ
της.
Καὶ ἀπὸ τότε εἶναι
ἐκεῖ καιρὸς διαμάντι, ἥλιος κατάργυρος, νερὸ τρισάγιο. Μύρο ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ
βυθὸ καὶ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο τῆς θάλασσας καὶ κάθεται χρίσμα σωματικό, χρίσμα
ψυχικό, ἐθνικὸ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα! ῞Οπως ἀπὸ τὸ Δισκοπότηρο βγαίνει ἡ σωτηρία τοῦ
χρὶστιανοῦ, θὰ ἔβγη ἀπὸ κεῖ καὶ ἡ δική μας ἀπολύτρωση. ῾Η χαραυγὴ τοῦ Γένους
μας ἐκεῖ θ’ ἀνατείλη˙ ναί, ἐκεῖ θ’ ἀνανείλη. Προβαίνει ὁλοένα ἡ ῾Αγιατράπεζα
καὶ βούλεταὶ νὰ πιάση τὴ στεριά. ᾽Αργὰ ἢ γρήγορα θὰ τὴν πιάση τὴ στεριά. Καὶ τότε
σ’ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ γῆ ἀπὸ ἄκρη σ’ ἄκρη, ἀπὸ νότο καὶ βοριά, χαρούμενος ὁ ἥλιος
θὰ πυρώση τοὺς δούλους, καμπάνα θὰ σημάνη σὲ κάθε μιναρὲ καὶ τὰ τζαμιὰ θὰ
ἠχολογήσουν τὴ χριστιανική, τὴν ἐθνική μας λειτουργία. Καὶ τότε πάλε ἡ
Χρυσόπορτα θὰ στολίση ῾Ελλήνων βασιλιάδων τὰ τρόπαια.
Τότε θὰ πάρουμε
καὶ τὰ κουρσεμένα πίσω. Τὰ πλούτη μας, τὶς δόξες, τὰ ἱερά μας. Θὰ πάρουμε τὸ
σπαθὶ τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τὴν κολυμπήθρα τοῦ Πορφυρογέννητου˙ τὶς πόρτες τοῦ
Ναοῦ μας, τὸ Ρολόγι τῶν Μάγων, τ’ ἄλογα τ’ ἀράθυμα. Καὶ θὰ μείνη πάλι φτωχὴ καὶ
ταπεινὴ ψαρούδισσα ἡ Βενετιά, καὶ ἡ Πόλη μας θὰ γίνη καύχημα καὶ στολίδι τῆς
Οἰκουμένης, ὅπως ἦταν πρὶν τὴ μαράνη τοῦ Βενετσάνου τὸ ἀγκάλιασμα καὶ τὸ
βάρβαρο ποδάρι τοῦ Τούρκου.
Ναί· θὰ ζήσουμε
καὶ θὰ θεριέψουμε καὶ θὰ δοξαστοῦμε πάλι. Εἴμαστε ἄντρες ἐμεῖς˙ μωρ’ εἴμαστε
῞Ελληνες!...
Καὶ ὀρθὸς τώρα
ἔριξε τὰ μάτια φλογερὰ στὶς σκοτεινὲς στεριές, σὰν προφήτης τοῦ ᾽Ισραήλ,
ὑμνώντας τὴ Γῆ τῆς ᾽Επαγγελίας, ὁ ὑποναύκληρος. Καὶ δὲν ἦταν, ὄχι, ὁ ναύτης ὁ
ταπεινός. ῏Ηταν ὁ ῾Ελληνισμὸς ὁλόκληρος, μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη στὶς παραδόσεις
καὶ τοὺς θρύλους του.
Απόσπασμα από τα
«Λόγια τῆς Πλώρης»
του Ἀνδρέα Καρκαβίτσα
επιμελεία
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγουhttp://yiorgosthalassis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου