Η Τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Επικρατείας, Νίκη Κ. Κεραμέως,
συμμετείχε ως ομιλήτρια στην παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης 2016 του
ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ για την Εκπαίδευση «13 χρόνια έρευνας για την παιδεία».
Ξεκίνησε εκφράζοντας τον προβληματισμό της για το
γεγονός ότι με βάση την έρευνα, οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν τα
τελευταία χρόνια είχαν μία δυσκολία – άλλες μικρότερη και άλλες
μεγαλύτερη – όσον αφορά τη βελτίωση της απόδοσης της εκπαίδευσης.
Οι βασικές αιτίες είναι, κατά τη γνώμη της, δυο:
«Πρώτον, το γεγονός ότι στη χώρα μας οι
μεταρρυθμίσεις τείνουν – με κάποιες εξαιρέσεις βεβαίως – να εστιάζουν
στην αλλαγή μιας βαθμίδας της εκπαίδευσης, κυρίως στην αλλαγή του τρόπου
εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και όχι στην βελτίωση της
αποτελεσματικότητας και απόδοσης του συστήματος εν συνόλω. Αυτό που
χρειάζεται, το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι μια αλλαγή, μία βελτίωση
που θα προκύψει μέσα από τον ενιαίο στρατηγικό σχεδιασμό που θα ξεκινά
από τη προσχολική εκπαίδευση και θα φτάνει μέχρι την τριτοβάθμια
εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση.
Δεύτερον, η εκπαίδευση στην Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα ακόμα ζήτημα, πιο βαθύ και δομικό: αρκετές από τις προτάσεις για αλλαγή και νομοθέτηση, στην σωστή ή όχι κατεύθυνση, είτε δεν έχουν εφαρμοστεί, είτε δεν έχουν εφαρμοστεί επαρκώς και αποτελεσματικά από τις διαδοχικές κυβερνήσεις. Είμαστε δηλαδή καλοί στο “νομοθετείν” αλλά όχι τόσο καλοί στο “εφαρμόζειν”.»
Δεύτερον, η εκπαίδευση στην Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα ακόμα ζήτημα, πιο βαθύ και δομικό: αρκετές από τις προτάσεις για αλλαγή και νομοθέτηση, στην σωστή ή όχι κατεύθυνση, είτε δεν έχουν εφαρμοστεί, είτε δεν έχουν εφαρμοστεί επαρκώς και αποτελεσματικά από τις διαδοχικές κυβερνήσεις. Είμαστε δηλαδή καλοί στο “νομοθετείν” αλλά όχι τόσο καλοί στο “εφαρμόζειν”.»
Η κυρία Κεραμέως συνέχισε με αναφορά σε
2 από τις μεγάλες απειλές για την χώρα, «αφενός η χαμηλή γεννητικότητα
με την ταυτόχρονη γήρανση του πληθυσμού, αφετέρου η ανεργία των
πτυχιούχων -το ποσοστό των άνεργων πτυχιούχων στην Ελλάδα να σκαρφαλώνει
περίπου στο 20%, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ- που
οδηγεί χιλιάδες προσοντούχους νέους, λαμπρά μυαλά, εκτός των συνόρων της
χώρας, εκεί που τα προσόντα τους μπορούν να αξιοποιηθούν, με το
φαινόμενο του brain drain να αυξάνεται εκθετικά.», είπε χαρακτηριστικά.
Και προχώρησε, «εμείς βλέπουμε την αναστροφή αυτής της
κατάστασης ως τον βασικό στόχο για την εκπαιδευτική και κοινωνική μας
πολιτική και κατ’ επέκταση την αναπτυξιακή μας πολιτική. Το όραμά μας
είναι να επιτραπεί στους μορφωμένους νέους να βρίσκουν θέσεις εργασίας
στον τόπο τους. Και προς αυτή την κατεύθυνση, εργαζόμαστε σκληρά για την
εκπόνηση του προγράμματός μας για ένα σύστημα εκπαίδευσης το οποίο θα
ενισχύει την οικονομία της γνώσης και θα ανταποκρίνεται αποτελεσματικά
στις απαιτήσεις της μεταβαλλόμενης κοινωνίας και αγοράς εργασίας,
βελτιώνοντας τις δεξιότητες και το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας μας και
συμβάλοντας στην οικονομική ανάπτυξη. Η απόλυτη προτεραιότητα για εμάς
είναι η παροχή υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικού προϊόντος, βασισμένου στις
αρχές της αυτονομίας, της αξιοκρατίας και της αριστείας. Εντός αυτού
του αξιακού πλέγματος, θα προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις και
στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης.»
Έκλεισε συγχαίροντας το ΚΑΝΕΠ για το σημαντικό έργο,
«μας παραδίδετε ένα εργαλείο πολιτικής, και εμείς ως υπεύθυνες πολιτικές
δυνάμεις οφείλουμε, να το μελετήσουμε και κυρίως να το αξιοποιήσουμε
μέσα από έναν συνεχή και εποικοδομητικό διάλογο. Και με το βλέμμα
πάντοτε στραμμένο στον κοινό στόχο: ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά
μας.», είπε χαρακτηριστικά.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας :
Κυρίες και κύριοι,
Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως για την πρόσκληση, και σας
συγχαίρω για την αξιέπαινη προσπάθεια εκπόνησης της συγκεκριμένης
έρευνας. Δεν έχουμε ακόμη την πλήρη εικόνα, δεδομένου ότι η Έκθεση ήρθε
στα χέρια μας μόλις σήμερα, αλλά από αυτά που ακούσαμε και είδαμε προ
ολίγου, είναι νομίζω σαφές ότι σήμερα μοιράζεστε μαζί μας ένα σημαντικό
εργαλείο εκπαιδευτικής πολιτικής.
Για πρώτη φορά, φαίνεται πως έχουμε την «ακτινογραφία»,
θα έλεγα, του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όπως εξελίχθηκε σε ένα
χρονικό συνεχές 12 ετών (2002-2014). Πρόκειται για πορίσματα που σαφώς
προβληματίζουν, αλλά δεν πρέπει να μείνουμε εκεί. Οφείλουμε αυτά τα
πορίσματα να τα αξιοποιήσουμε στην κατεύθυνση της αλλαγής. Και επίτηδες
χρησιμοποιώ τη λέξη αλλαγή και όχι τη λέξη μεταρρύθμιση. Γιατί; Γιατί σε
αυτή τη 12ετία είδαμε ότι επιχειρήθηκαν πολλές εκπαιδευτικές
μεταρρυθμίσεις. Είδαμε όμως κιόλας ότι, με βάση την έρευνα, οι
μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν μία δυσκολία – άλλες μικρότερη και άλλες
μεγαλύτερη – όσον αφορά τη μεταβολή της απόδοσης της εκπαίδευσης.
Ποιες είναι οι βασικές αιτίες, κατά τη γνώμη μου, γι’ αυτή την κατάσταση;
Πρώτον, το γεγονός ότι στη χώρα μας οι
μεταρρυθμίσεις τείνουν – με κάποιες εξαιρέσεις βεβαίως – να εστιάζουν
στην αλλαγή μιας βαθμίδας της εκπαίδευσης, κυρίως στην αλλαγή του τρόπου
εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και όχι στην βελτίωση της
αποτελεσματικότητας και απόδοσης του συστήματος εν συνόλω.
Παρακολουθούμε τις αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση να διαδέχονται η μία την άλλη, αλλά σπανίως βλέπουμε να
γίνεται κάποια παρέμβαση για την βελτίωση της απόδοσης των μαθητών στο
Γυμνάσιο. Πώς περιμένουμε έναν μαθητή να προχωρήσει και να εισαχθεί στην
3βάθμια, αν δεν έχουμε ασχοληθεί μαζί του σοβαρά από το Δημοτικό και το
Γυμνάσιο; Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, το εκπαιδευτικό μας σύστημα
είναι μια αλλαγή, μία βελτίωση που θα προκύψει μέσα από τον ενιαίο
στρατηγικό σχεδιασμό που θα ξεκινά από τη προσχολική εκπαίδευση και θα
φτάνει μέχρι την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση. Δεν
είναι όμως μόνο η έλλειψη ενιαίου σχεδιασμού η αιτία του προβλήματος.
Δεύτερον, η εκπαίδευση στην Ελλάδα
αντιμετωπίζει ένα ακόμα ζήτημα, πιο βαθύ και δομικό, θα έλεγα: αρκετές
από τις προτάσεις για αλλαγή και νομοθέτηση, στην σωστή ή όχι
κατεύθυνση, είτε δεν έχουν εφαρμοστεί, είτε δεν έχουν εφαρμοστεί επαρκώς
και αποτελεσματικά από τις διαδοχικές κυβερνήσεις. Είμαστε δηλαδή καλοί
στο “νομοθετείν”, αλλά όχι στο “εφαρμόζειν”.
Τι φταίει γι’ αυτό; Τι λείπει; Απουσιάζει η πίστη στην
αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, απουσιάζει η επιμονή και η υπομονή
απέναντι στις δυνάμεις που κάθε φορά ανθίστανται, απουσιάζει η δύναμη
για να υπερβούμε τα ατομικά και προσωρινά συμφέροντα.
Κυρίες και κύριοι, ποιες είναι οι μεγαλύτερες απειλές
για τη χώρα, όπως αποτυπώνονται στις έρευνες που διεξάγονται τα
τελευταία χρόνια της κρίσης; Θα εστιάσω στις 2 από τις κατά τη γνώμη μου
σημαντικότερες: Αφενός, η χαμηλή γεννητικότητα με την ταυτόχρονη γήρανση του πληθυσμού, αφετέρου
η ανεργία των πτυχιούχων -το ποσοστό των άνεργων πτυχιούχων στην Ελλάδα
να σκαρφαλώνει περίπου στο 20%, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών – μελών
του ΟΟΣΑ- που οδηγεί χιλιάδες προσοντούχους νέους, λαμπρά μυαλά, εκτός
των συνόρων της χώρας, εκεί που τα προσόντα τους μπορούν να
αξιοποιηθούν, με το φαινόμενο του brain drain να αυξάνεται εκθετικά.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, περίπου 430.000 νέοι
πτυχιούχοι έχουν φύγει από τη χώρα από το 2008 έως σήμερα.
Εμείς βλέπουμε την αναστροφή αυτής της κατάστασης ως τον
βασικό στόχο για την εκπαιδευτική και κοινωνική μας πολιτική και κατ’
επέκταση την αναπτυξιακή μας πολιτική. Το όραμά μας είναι να επιτραπεί
στους μορφωμένους νέους να βρίσκουν θέσεις εργασίας στον τόπο τους. Και
προς αυτή την κατεύθυνση, εργαζόμαστε σκληρά για την εκπόνηση του
προγράμματός μας για ένα σύστημα εκπαίδευσης το οποίο θα ενισχύει την
οικονομία της γνώσης και θα ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις
απαιτήσεις της μεταβαλλόμενης κοινωνίας και αγοράς εργασίας,
βελτιώνοντας τις δεξιότητες και το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας μας και
συμβάλοντας στην οικονομική ανάπτυξη.
Κυρίες και κύριοι, η δική μας λογική, η δική μας επιλογή
για το σχολείο και πανεπιστήμιο, συνοψίζεται στο δίπτυχο «ελεύθερο
σχολείο» – «αυτόνομο Πανεπιστήμιο». Σχολεία και Πανεπιστήμια, τα οποία
δεν ελέγχονται ασφυκτικά, από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά που
εποπτεύονται παραγωγικά και με κριτήρια ποιότητας. Σχολεία και
Πανεπιστήμια των οποίων τα στελέχη θα μπορούν να αναλαμβάνουν
πρωτοβουλίες, να διαφοροποιούνται και να αυτενεργούν.
Η απόλυτη προτεραιότητα για εμάς είναι η παροχή υψηλής
ποιότητας εκπαιδευτικού προϊόντος, βασισμένου στις αρχές της αυτονομίας,
της αξιοκρατίας και της αριστείας. Επιτρέψτε μου να γίνω πιο
συγκεκριμένη ως προς τις έννοιες αυτές:
Αυτονομία, γιατί μπορεί η σχετικά
αυτόνομη λειτουργία των σχολικών μονάδων και το αυτοδιοίκητο των
ακαδημαϊκών ιδρυμάτων να έχουν θεσμική κατοχύρωση, ωστόσο, το ελληνικό
εκπαιδευτικό σύστημα είναι από τα πιο συγκεντρωτικά στην Ευρώπη. Οι
περισσότερες ουσιαστικές λεπτομέρειες σε όλες τις πτυχές της
εκπαιδευτικής διαδικασίας καθορίζονται από το Υπουργείο: η οργανωτική
δομή και λειτουργία, η διοίκηση, η εποπτεία και η παιδαγωγική καθοδήγηση
της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λαμβάνουν εντολές, με
τη μορφή νόμων, προεδρικών διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων και
εγκυκλίων, επί της ουσίας από τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας.
Η ενίσχυση της αυτονομίας δεν αναβαθμίζει μόνο το ρόλο των μονάδων/ιδρυμάτων και του εκπαιδευτικού – διοικητικού προσωπικού, αλλά και την ανάγκη για μεγαλύτερη υπευθυνότητα απέναντι στους εκπαιδευόμενους και την κοινωνία ευρύτερα.
Η ενίσχυση της αυτονομίας δεν αναβαθμίζει μόνο το ρόλο των μονάδων/ιδρυμάτων και του εκπαιδευτικού – διοικητικού προσωπικού, αλλά και την ανάγκη για μεγαλύτερη υπευθυνότητα απέναντι στους εκπαιδευόμενους και την κοινωνία ευρύτερα.
Αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα, και προς
διττή κατεύθυνση, από πάνω προς τα κάτω και αντίστροφα. Οργανωμένα,
χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές και με κυρίαρχο στόχο την διασφάλιση
της ορθής και αποδοτικής λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά
και της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Η αξιολόγηση δεν μπορεί να είναι προαιρετική, ούτε απογυμνωμένη από παρεμβάσεις ενθάρρυνσης και επιβράβευσης της πρόσθετης προσπάθειας.
Αλλά ούτε και από διορθωτικές παρεμβάσεις – μέσω επιμόρφωσης – όταν και όπου παρατηρούνται υστερήσεις.
Η αξιολόγηση δεν μπορεί να είναι προαιρετική, ούτε απογυμνωμένη από παρεμβάσεις ενθάρρυνσης και επιβράβευσης της πρόσθετης προσπάθειας.
Αλλά ούτε και από διορθωτικές παρεμβάσεις – μέσω επιμόρφωσης – όταν και όπου παρατηρούνται υστερήσεις.
Αριστεία, η οποία δεν αφορά στους
λίγους, αλλά στους πολλούς. Αφορά στο σχολείο και το Πανεπιστήμιο ως
μηχανισμούς κοινωνικής κινητικότητας και μηχανισμούς ατομικής προόδου
και προκοπής. Δεν θέλουμε να εξισωθούν όλοι προς τα κάτω, αλλά να
σκαρφαλώσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι προς τα επάνω.
Εντός αυτού του αξιακού πλέγματος, θα προχωρήσουμε σε
συγκεκριμένες παρεμβάσεις και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Κάποιες κατευθύνσεις, ενδεικτικές των προθέσεών μας, είναι μεταξύ άλλων:
Στην Πρωτοβάθμια/ Δευτεροβάθμια εκπαίδευση:
• Ουσιαστική ενίσχυση της προσχολικής εκπαίδευσης.
• Άμεση επαναφορά των πρότυπων-πειραματικών σχολείων ως νησίδων αριστείας, καινοτόμων παιδαγωγικών προσεγγίσεων και συνεχούς αξιολόγησης και προόδου.
• Αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων εντός ενός διαθεματικού πλαισίου μάθησης, με κίνητρα για διερευνητική μάθηση.
• Αναβάθμιση και ενίσχυση του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, ώστε οι κλίσεις και οι δεξιότητες των μαθητών να συνδυάζονται με την ζήτηση στην αγορά εργασίας.
• Ενίσχυση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης.
• Δημιουργία πρότυπων επαγγελματικών λυκείων σε αντιπροσωπευτικές περιοχές τα οποία θα συνεργάζονται με επιχειρήσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
• Διδασκαλία της επιχειρηματικότητας στα σχολεία.
• Ουσιαστική ενίσχυση της προσχολικής εκπαίδευσης.
• Άμεση επαναφορά των πρότυπων-πειραματικών σχολείων ως νησίδων αριστείας, καινοτόμων παιδαγωγικών προσεγγίσεων και συνεχούς αξιολόγησης και προόδου.
• Αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων εντός ενός διαθεματικού πλαισίου μάθησης, με κίνητρα για διερευνητική μάθηση.
• Αναβάθμιση και ενίσχυση του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, ώστε οι κλίσεις και οι δεξιότητες των μαθητών να συνδυάζονται με την ζήτηση στην αγορά εργασίας.
• Ενίσχυση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης.
• Δημιουργία πρότυπων επαγγελματικών λυκείων σε αντιπροσωπευτικές περιοχές τα οποία θα συνεργάζονται με επιχειρήσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
• Διδασκαλία της επιχειρηματικότητας στα σχολεία.
Στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση:
• Σύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με την παραγωγική διαδικασία. Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και νεοφυών επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και εφαρμοσμένης έρευνας.
• Καλύτερη αξιοποίηση, αλλά και διεύρυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων για την επίλυση χρόνιων ζητημάτων. προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ενισχυθούν οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
• Ενίσχυση της ανώτερης και ανώτατης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και η δημιουργία ενός μηχανισμού για τη διάγνωση των αναγκών της αγοράς εργασίας σε συγκεκριμένες δεξιότητες.
• Ενίσχυση της εξωστρέφειας των Πανεπιστημίων και των συνεργασιών με ιδρύματα του εξωτερικού. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ξενόγλωσσων προγραμμάτων τόσο σε προπτυχιακό, όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
• Σύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με την παραγωγική διαδικασία. Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και νεοφυών επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και εφαρμοσμένης έρευνας.
• Καλύτερη αξιοποίηση, αλλά και διεύρυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων για την επίλυση χρόνιων ζητημάτων. προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ενισχυθούν οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
• Ενίσχυση της ανώτερης και ανώτατης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και η δημιουργία ενός μηχανισμού για τη διάγνωση των αναγκών της αγοράς εργασίας σε συγκεκριμένες δεξιότητες.
• Ενίσχυση της εξωστρέφειας των Πανεπιστημίων και των συνεργασιών με ιδρύματα του εξωτερικού. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ξενόγλωσσων προγραμμάτων τόσο σε προπτυχιακό, όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
Κυρίες και κύριοι,
Είναι προφανές ότι τα πορίσματα της σημαντικής αυτής
έρευνας, δεν μπορούν ούτε να μελετηθούν, ούτε να αναλυθούν σε βάθος στο
πλαίσιο και στον διαθέσιμο χρόνο μιας παρουσίασης, όπως η σημερινή. Μας
παραδίδετε ένα εργαλείο πολιτικής, και εμείς ως υπεύθυνες πολιτικές
δυνάμεις οφείλουμε, να το μελετήσουμε και κυρίως να το αξιοποιήσουμε
μέσα από έναν συνεχή και εποικοδομητικό διάλογο. Και με το βλέμμα
πάντοτε στραμμένο στον κοινό στόχο: ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά
μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου