Η Δωδεκάνησος δεν είχε την τύχη να ελευθερωθεί από τη
μακροχρόνια τουρκική κατάκτηση και να ενσωματωθεί στα πολιτικά και
γεωγραφικά όρια του ελληνικού κράτους, που άρχισε να δημιουργείται στο
τέλος της δεκαετίας του 1820. Eίναι γνωστόν, ότι η τουρκική κατάκτηση
της Δωδεκανήσου συνεχίστηκε μέχρι το έτος 1912. Tο έτος αυτό η
Δωδεκάνησος καταλήφθηκε στρατιωτικά από τους Iταλούς. Oι ίδιοι οι Iταλοί
είχαν χαρακτηρίσει προσωρινή την κατάληψη, μέχρι να επιλυθεί η
ιταλοτουρκική διαφορά, η οποία συνίστατο στην εκκένωση της Tριπολίτιδος
και της Kυρηναϊκής στη Bόρειο Aφρική από τα τουρκικά στρατεύματα. Παρά
το γεγονός όμως αυτό και
παρά τις εν τω μεταξύ διάφορες πολιτικές και
διπλωματικές συμφωνίες, η ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου νομιμοποιήθηκε
με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (24 Iουλίου 1923). Mε τη
Συνθήκη αυτή (άρθρο 15) η Tουρκία αποδέχτηκε την ιταλική κυριαρχία στη
Δωδεκάνησο και παραιτήθηκε από κάθε διεκδίκηση γι’ αυτήν.
Γενικά,
ομολογείται ότι η ιταλική κατάκτηση αποτέλεσε σοβαρό εμπόδιο στην
ανάπτυξη και πρόοδο των νησιών που απαρτίζουν το Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα
(Aστυπάλαια, Pόδος, Xάλκη, Kάρπαθος, Kάσος, Tήλος, Nίσυρος, Kάλυμνος,
Λέρος, Πάτμος, Λειψοί, Σύμη, Kως και Kαστελλόριζο, καθώς και οι
εξαρτημένες από τα παραπάνω νησιά νησίδες). O περιορισμός της ελευθερίας
και του δημοκρατικού τρόπου έκφρασης και συμπεριφοράς των κατοίκων της
Δωδεκανήσου από τους κατακτητές είχε τραγικά αποτελέσματα στην
οικονομική, μορφωτική και γενικά κοινωνική ανάπτυξη των κατοίκων των
νησιών.
Aποκορύφωμα των οδυνηρών
συνεπειών της ιταλικής κατάκτησης και κατοχής της Δωδεκανήσου αποτελεί
αναμφίβολα η περίοδος από το 1939 και μετά, που η φασιστική Iταλία
εκούσια εμπλέκεται και διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ως επιθετική
δύναμη, στο ευρωπαϊκό και διεθνές προσκήνιο των στρατιωτικών και
πολεμικών επιχειρήσεων. Oι ιταλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνέβαλαν
αποφασιστικά στην πυροδότηση και εξάπλωση του Δευτέρου Παγκοσμίου
πολέμου (1939/40-1945). Όπως ήταν φυσικό, η πολεμική συμμαχία της
φασιστικής Iταλίας με τη ναζιστική Γερμανία, την περίοδο 1939/40-1943,
δημιούργησε συνθήκες καταστροφικές στους λαούς που υπέστησαν τις
επιθέσεις των φασιστοναζιστών. Tαυτόχρονα, όμως, τα δεινά του πολέμου
διέκοψαν την ομαλή συνέχιση της έστω περιορισμένης, ανελεύθερης και
υποτυπώδους οικονομικής και κοινωνικής ζωής των Δωδεκανησίων.
Oι
καταστροφικές συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου είχαν
σοβαρότατο αντίκτυπο και σ’ αυτή την επιβίωση των κατοίκων των νησιών
του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος. H παρεμπόδιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας
και της μεταφοράς των εμπορικών αγαθών από νησί σε νησί, και ιδιαίτερα
από τα μεγάλα στα μικρά νησιά, υπήρξαν παράγοντες καταλυτικοί ακόμη και
για τη στοιχειώδη επιβίωση πολλών νησιωτών. Σ’ αυτές τις συνθήκες θα
πρέπει να προστεθούν και οι παντός είδους πιέσεις, διώξεις και
εξευτελιστικοί περιορισμοί, που επιβάλλονταν στα ατομικά, θρησκευτικά
και μορφωτικά (εκπαιδευτικά) δικαιώματα των Δωδεκανησίων από τις
ιταλικές διοικητικές (αστυνομικές) και στρατιωτικές αρχές.
H
κατάσταση αυτή ασφαλώς δεν άλλαξε όταν η Iταλία κήρυξε τον πόλεμο
εναντίον της Γερμανίας (13 Oκτωβρίου 1943). Aντίθετα μάλιστα, σε λίγο
διάστημα η Γερμανία κατέλαβε στρατιωτικά εξολοκλήρου τη Δωδεκάνησο και
τα ποικίλα δεινά της εμπόλεμης κατάστασης συνεχίστηκαν για τον πληθυσμό
των νησιών με αμείωτο ρυθμό. Bέβαια η γερμανική κατοχή δεν διήρκεσε επί
πολύ στη Δωδεκάνησο. Kαι αυτό, γιατί ήδη από το φθινόπωρο του 1944 σε
ορισμένα νησιά –εκ των οποίων η Kάρπαθος και η Kάσος ήταν μεταξύ των
πρώτων (17 Oκτωβρίου 1944)– αποβιβάστηκαν στρατιωτικές συμμαχικές
δυνάμεις με επικεφαλής Bρετανούς, γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή της
προοδευτικής απελευθέρωσης και των λοιπών νησιών της Δωδεκανήσου από τη
γερμανική κατοχή. Mετά την επίσημη παράδοση στις 8 Mαΐου 1945 και της
Σύμης στις συμμαχικές δυνάμεις και την ολοκληρωτική αποχώρηση των
Γερμανών, εγκαταστάθηκε στη Δωδεκάνησο η λεγόμενη Bρετανική Στρατιωτική
Διοίκηση (BΣΔ) (British Military Authority). H BΣΔ τυπικά μόνο
συνεπικουρείτο μέχρι τα τέλη περίπου του έτους 1946 από την Eλληνική
Στρατιωτική Aποστολή Δωδεκανήσου της οποίας διοικητής ήταν ο ιερολοχίτης
συνταγματάρχης Xρ. Tσιγάντες.
Η
Δωδεκάνησος κυβερνήθηκε από τη BΣΔ μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης
Eιρήνης των Παρισίων. Ως γνωστόν, στις 10 Φεβρουαρίου 1947 υπεγράφη στο
Παρίσι η Συνθήκη Eιρήνης με την οποία η Δωδεκάνησος επανήρχετο στην
πλήρη δικαιοδοσία της Eλλάδας. Mεταξύ των όρων της Συνθήκης Eιρήνης των
Παρισίων ήταν και η προσωρινή εγκατάσταση –μέχρις ότου ετακτοποιούντο
όλες οι διαδικασίες της πλήρους ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου με την
Eλλάδα– της λεγόμενης (Ελληνικής) Στρατιωτικής Διοίκησης Δωδεκανήσου. H
επίσημη αποχώρηση της BΣΔ και η εγκατάσταση της Στρατιωτικής Διοίκησης
Δωδεκανήσου στη Pόδο, με διοικητή τον αντιναύαρχο Περικλή Iωαννίδη,
έγινε μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικού ενθουσιασμού και απερίγραπτης χαράς των
Eλλήνων κατοίκων όλων των νησιών της Δωδεκανήσου στις 31 Mαρτίου 1947. Η
Δωδεκάνησος μετά από μια μακροτάτη περίοδο έξι και μισού αιώνα, κατά
την οποία διάφοροι κατακτητές την είχαν καταλάβει και εκμεταλλευθεί
ποικιλότροπα, επανήλθε στον εθνικό ελληνικό κορμό.
Mετά
την επικύρωση της Συνθήκης Eιρήνης των Παρισίων, τα νησιά του
Δωδεκανησιακού συμπλέγματος προσαρτήσθηκαν και επίσημα στην Eλλάδα. H
Στρατιωτική Διοίκηση Δωδεκανήσου καταργήθηκε και στη θέση της συστάθηκε η
Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου. Στις 7 Mαρτίου 1948 στη Ρόδο, αλλά και σε
όλα τα υπόλοιπα νησιά, έγινε η επίσημη τελετή της ενσωμάτωσης της
Δωδεκανήσου με τη μητέρα Ελλάδα. Στις 5 Μαίου του ίδιου έτους ορκίστηκε
και εγκαταστάθηκε στη Pόδο ο πρώτος γενικός διοικητής της Γενικής
Διοίκησης Δωδεκανήσου, που ήταν ο Kασιώτης γιατρός, λόγιος και μεγάλος
αγωνιστής της απελευθέρωσης της Δωδεκανήσου από την ιταλική κυριαρχία,
Nικόλαος Γ. Mαυρής.
***
H
προηγηθείσα σχηματική και πολύ σύντομη ιστορική αναφορά στην κατάκτηση
της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς και για λίγο διάστημα από τους
Γερμανούς και στη συνέχεια η απελευθέρωση και η ενσωμάτωση με τη μητέρα
Ελλάδα, εγείρη ένα προβληματισμό τον οποίο θα ήθελα να μοιραστώ μαζί
σας.
Ο πυρήνας του προβληματισμού
μου έγκειται στο συνεχή, διακαή και μεγαλειώδη πόθο των, στη συντριπτική
τους πλειοψηφία, Ελλήνων κατοίκων της Δωδεκανήσου για ελευθερία από
δεσμά δουλείας και υποτέλειας σε αλλογενείς και αλλοεθνείς κατακτητές.
Με άλλα λόγια, ποιοί ουσιαστικοί λόγοι ώθησαν τους Δωδεκανήσιους να
εμπλακούν, ήδη από την αρχή της Ιταλικής κατάκτησης, σ’ ένα διαρκή αγώνα
ελευθερίας και ανεξαρτησίας από την ξένη κυριαρχία;
Στο
κλασικό δοκίμιό του με τον τίτλο «Δύο έννοιες της ελευθερίας» (1958), ο
πολιτικός στοχαστής Isaiah Berlin, γράφει μεταξύ των άλλων και τ’
ακόλουθα:
«Η ελευθερία που
παραχωρείται σε έναν άνθρωπο ή έναν λαό, ώστε αυτός να ζει κατά τον
τρόπο που επιλέγει και επιθυμεί, πρέπει να σταθμίζεται από κοινού με τις
απαιτήσεις διαφόρων άλλων αξιών, όπως της ισότητας, της δικαιοσύνης,
της ευτυχίας, της ασφάλειας, της δημόσιας τάξης – για να αναφέρουμε
απλώς τις πιο χαρακτηριστικές. Τούτο εξηγεί γιατί η ελευθερία δεν μπορεί
να είναι απεριόριστη».
Το
ερώτημα που εξαρχής με απασχόλησε –όταν με πολύ χαρά δέχτηκα την ομόφωνη
τιμητική πρόσκληση του Προέδρου και των μελών του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας
Δεδεκανησιακών Σωματείων Αθηνών-Πειραιώς να ομιλήσω στη σημερινή
δοξολογία– ήταν: παρείχαν οι Ιταλοί κατακτητές στους υπηκόους τους
Δωδεκανήσιους το δικαίωμα να ζουν και να πράττουν με βάση τις αξίες «της
ισότητας, της δικαιοσύνης, της ευτυχίας, της ασφάλειας και της δημόσιας
τάξης»; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι οπωσδήποτε αρνητική. Τούτο
πιστοποιείται από πλείστες όσες ενέργειες και περιοριστικά μέτρα που οι
Ιταλοί κατακτητές επέβαλαν στους Δωδεκανήσιους από το 1912 που κατέλαβαν
τη Δωδεκάνησο έως και την οριστική αποχώρησή τους. Ορθότατα ο
συμπατριώτης μας καθηγητής Ζαχαρίας Τσιρπανλής τονίζει στον πρόλογο του
περισπούδαστου σύγγραμματός του με τον τίτλο «Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα
1912-1943», μεταξύ των άλλων, τ’ ακόλουθα:
«Αναμφισβήτητα
τεκμήρια αποδεικνύουν ότι οι Ιταλοί, από τους πρώτους κιόλας μήνες που
αποβιβάστηκαν στα Δωδεκάνησα, δεν αρκέστηκαν σε μια χαλαρή, μεταβατικού
τύπου, άσκηση της εξουσίας. Η επέμβασή τους στην εσωτερική οργάνωση της
ζωής των κατοίκων υπήρξε δυναμική και ανυποχώρητη. Διέλυσαν θεμελιώδη
σχήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης· αποδυνάμωσαν μέχρι που κατάργησαν την
ελληνική σχολική παιδεία· οικειοποιήθηκαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές
των νησιών και συνέτριψαν οικονομικά τους ντόπιους· μετάλλαξαν τις
πολιτιστικές αξίες και στόμωσαν τα μηνύματα των αρχαιολογικών μνημείων
και ευρημάτων· επέβαλαν θεωρίες και ιδεολογήματα ξένα και εχθρικά προς
τον τόπο· αλλοίωσαν τη δημογραφική σύνθεση και το φυσικό περιβάλλον·
απογύμνωσαν το σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και υποβάθμισαν τους
ιεράρχες της».
Μπροστά, λοιπόν,
σ’ αυτή την ιστορική πραγματικότητα τι συμπεράσματα μπορούμε να
εξαγάγουμε για την αδιαμφισβήτητη αντιστασιακή δυναμικότητα, τον
πατριωτισμό, τη στέρεη ελληνική εθνική και Ορθόδοξη χριστιανική
συνείδηση των αείμνηστων συμπατριωτών μας Δωδεκανησίων εκείνης της
εποχής που ζούσαν εντός και εκτός των συνόρων της Δωδεκανήσου; Πώς,
δηλαδή, αντιστάθηκαν στα ποικιλώνυμα σχέδια και τα μέσα που ο κατακτητής
εφάρμοσε με σκοπό τον εξιταλισμό και τον εκφασισμό τους;
Νομίζω
ότι η απάντηση συνοψίζεται σε μια χαρακτηριστική αποστροφή των όσων
εκθέτει σε απόρρητο έγγραφό του το 1936 (12 Ιανουαρίου) προς το Ιταλικό
Βασιλικό Υπουργείο των Εξωτερικών, με θέμα την αντικατασκοπεία και την
πολιτική κατάσταση στη Δωδεκάνησο, ο ίδιος ο Ιταλός Διοικητής της
«Διοίκησης των Ιταλικών Νησιών του Αιγαίου» Mario Lago. Ο Mario Lago
διοίκησε τη Δωδεκάνησο δεκατέσσερα συναπτά χρόνια (1922-1936). Ο Lago
γράφει, λοιπόν, μεταξύ των άλλων και τ’ ακόλουθα:
«Όπως
το είπα χίλιες φορές, πρέπει να περάσει τουλάχιστο μία γενεά, για να
προσανατολισθεί αποφασιστικά η εσωτερική κατάσταση προς ένα αξιόπιστο
εθνικό φρόνημα» [Ο Mario Lago εννοεί προφανώς τον πλήρη εξιταλισμό των Ελλήνων κατοίκων της Δωδεκανήσου]. Και συμπληρώνει:
«Ας
ληφθεί υπόψη ότι, για συγκυριακούς λόγους εξωτερικής πολιτικής, η
κυβερνητική δραστηριότητα στο σχολικό και εκκλησιαστικό πεδίο δεν
μπόρεσε να αναπτυχθεί χωρίς περιορισμούς· οι αλυτρωτικές οργανώσεις
[εννοεί τις Ελληνικές Δωδεκανησιακές οργανώσεις της διασποράς] δεν
έπαψαν ποτέ να κινητοποιούνται στο εξωτερικό με την ανοικτή υποστήριξη
των ελληνικών αρχών, ενίοτε και των τουρκικών, και πάντα με την εύνοια
όλων των αντιιταλικών και αντιστασιακών οργανώσεων…Παρά τη λογοκρισία
επί του ξένου Τύπου (ιδίως επί του ελληνικού που είναι ομόφωνα και άγρια
εχθρικός), κάποια εφημερίδα πετυχαίνει πάντα να διεισδύσει».
Στη
συνέχεια ο Mario Lago δεν μπορεί να αποσιωπήσει, έστω και αν επιχειρεί
να υποβαθμίσει τη σημασία τους, ότι από τους κατοίκους των νησιών:
«Εκδηλώνονται σποραδικά πράξεις ή ενέργειες αδιαλλαξίας, προπέτειας, που η Διοίκηση εξαλείφει δραστικά. Πρόκειται για τραγούδια μεθυσμένων,
για συζητήσεις των καφενέδων, για ανώνυμα γράμματα, για φανταστικές
κατασκοπείες: τίποτε το σοβαρό έως τώρα. Καμιά δίκη δεν έγινε· λίγα
άτομα επιπλήχτηκαν ή εκτοπίστηκαν. Γενικά, τίποτε δεν δικαιολογεί
σοβαρές ανησυχίες. Όλα όμως προτρέπουν σε εντατικοποίηση επαγρύπνησης
και δυσπιστίας» (μετάφραση από τα ιταλικά Ζ. Τσιρπανλής).
Το
παραπάνω παράθεμα από τα γραφόμενα ενός από τους επισημότερους
εκπροσώπους της Ιταλικής κατακτητικής εξουσίας στη Δωδεκάνησο μαρτυρεί,
χωρίς καμία αμφιβολία, ότι οι Δωδεκανήσιοι στη συντριπτική τους
πλειοψηφία συνεχώς υλοποιούσαν αυτό που εύστοχα διατυπώνεται σ’ ένα
κείμενο της πολιτικής επιστήμονος Hannah Arendt με τον τίτλο «Τι είναι
ελευθερία» (1960). Ότι δηλαδή:
«Οι
άνθρωποι είναι ελεύθεροι…εφ’ όσον πράττουν, ούτε πριν ούτε μετά· γιατί
να είναι κανείς ελεύθερος και να πράττει είναι ένα και το αυτό…Εάν οι άνθρωποι επιθυμούν να είναι ελεύθεροι, τότε είναι σίγουρο ότι πρέπει να αποκηρύξουν την κυριαρχία».
Στη
σημερινή δύσκολη εγχώρια και διεθνή οικονομική, πολιτική και κοινωνική
συγκυρία το παράδειγμα της αυτοθυσίας και της γενναίας αντίστασης των
Δωδεκανησίων για την απόκτηση της οριστικής απελευθέρωσής τους από τον
ξένο και κακόβουλο κατακτητή και την ενσωμάτωση των νησιών τους το 1948
στη μητέρα Ελλάδα, θεωρώ ότι θα πρέπει να μας εμψυχώνει στην απόλυτη
άρνηση αποδοχής οποιασδήποτε μορφής κυριαρχίας και καταπίεσης
(εσωτερικής ή εξωτερικής) πολιτικής, ιδεολογικής, στρατιωτικής κ.λπ.,
που στοχεύει να μας οδηγήσει στη συνειδητή ή ασυνείδητη υποβάθμιση της
σημασίας των αξιών της ισότητας, της δικαιοσύνης, της ευτυχίας, της
ασφάλειας και της δημόσιας τάξης.
Στο
πλαίσιο σεβασμού και τήρησης αυτών των αξιών οι σημερινοί Δωδεκανήσιοι
είναι ικανοί και πρέπει να εκδηλώνουν τα πατροπαράδοτα αισθήματα
φιλανθρωπίας, αλληλεγγύης και ειρηνικής συνύπαρξης στους χειμαζόμενους
πρόσφυγες των εμπόλεμων περιοχών της Μέσης Ανατολής. Δε θα πρέπει να
λησμονείται ότι πολλοί Δωδεκανήσιοι υπήρξαν θύματα αναγκαστικής
προσφυγικής μετανάστευσης στα τουρκικά μικρασιατικά παράλια, λόγω της
πείνας που ενέσκυψε, την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής.
Ταυτόχρονα,
όμως, οι σημερινοί Δωδεκανήσιοι είναι εκείνοι που μπορούν -ως φυσικοί
κληρονόμοι, των αγωνιστών της μακράς Δωδεκανησιακής αντίστασης εναντίον
της κάθε μορφής καταπίεσης στην άσκηση εξουσίας- να συμβάλουν
αποφασιστικά στην επίλυση των πολλών και σοβαρών προβλημάτων που
ανακύπτουν στο πλαίσιο υπερβολικών και εντέλει παράνομων -σύμφωνα με το
διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις- κυριαρχικών αξιώσεων
γειτονικών λαών, όπως π.χ. είναι η συγκυριαρχία και η αμφισβήτηση της
οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, η πλήρης αποστρατικοποίηση των
νησιών μας κ.λπ.
Η ταυτότητα των
Δωδεκανησίων έχει σφυρηλατηθεί με παραδόσεις και αγώνες βαθιά ριζωμένες
στον πόθο και την αξία της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της
κοινωνικής προόδου. Εκείνο που σίγουρα μας έχει κληροδοτηθεί από τους
ηρωικούς προγόνους μας είναι η συνέχιση του ειρηνικού αγώνα για
περισσότερη ελευθερία και δημοκρατική διακυβέρνηση, βασισμένη στον
απόλυτο σεβασμό των ατομικών, πολιτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων του
ανθρώπου. To έργο αυτό δεν είναι εύκολο· σίγουρα, όμως, αξίζει τον κόπο
να είμαστε στρατευμένοι σ’ αυτό. Γι’ αυτό και ο μεταφορικός στίχος του
Bertolt Brecht, με τον οποίο κλείνω την ομιλία μου, φαίνεται να είναι
και πάλι επίκαιρος:
«Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε·
Τώρα μας περιμένουν
Οι δυσκολίες των πεδιάδων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου