Με συμπληρωμένες πλέον τις
100 πρώτες ημέρες της νέας κυβέρνησης, που προέκυψε από τη συνεργασία
τριών κομμάτων μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, οι δημοσκοπήσεις που
έχουν δημοσιευτεί φαίνεται να αποτυπώνουν περισσότερο μια τάση
προσδοκίας-προσμονής των πολιτών για την επιτυχή έκβαση της «ευρωπαϊκής
πορείας» που αποφάσισαν οι εκλογές, παρά τα σκληρά μέτρα που αναμένεται
να ληφθούν, χωρίς να παραγνωρίζεται επίσης ότι η συζήτηση για τα
οικονομικά αυτά μέτρα έχει περίπου μονοπωλήσει τη δημοσιότητα όλης αυτής
της περιόδου και επομένως έχει αντίστοιχα «τρομάξει» την κοινή γνώμη.
Τάσεις ανακατατάξεων
Συγκρίνοντας τα στοιχεία της εταιρίας MRB
(η μόνη που δημοσίευσε απαντήσεις σε ερώτηση πρόθεσης ψήφου τόσο τον
Ιούλιο, λίγο μετά τις εκλογές, όσο και τον Σεπτέμβριο, με τη συμπλήρωση
τριών μηνών από την ορκωμοσία της κυβέρνησης), προκύπτει ότι σε γενικές
γραμμές διατηρούνται ακόμα οι αναλογίες των εκλογών, με διαφαινόμενες
όμως επίσης τάσεις ανακατατάξεων σ’ ένα πλαίσιο που δείχνει να ωφελεί
για την ώρα κυρίως τη Χρυσή Αυγή.
Τα τρία
κόμματα που μετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα υφίστανται απώλειες, που
όμως μόνο αυτές του ΠΑΣΟΚ (-2,2%) μπορούν να θεωρηθούν άξιες λόγου.
Αντίθετα, οι απώλειες που καταγράφονται για Ν.Δ. (-0,6%) και ΔΗΜ.ΑΡ.
(-0,9%) είναι μικρότερες της μονάδας και μικρότερες π.χ. από την απώλεια
που εμφανίζουν οι Ανεξάρτητοι Ελληνες (-1,3%). Οριακά αρνητικό
ισολογισμό εμφανίζει και το ΚΚΕ, όπως και το σύνολο όλων των άλλων
κομμάτων που αναφέρονται στην πρόθεση ψήφου (εκτός από τα επτά κόμματα
που εκπροσωπούνται στη Βουλή).
Κοντολογίς,
σε σχέση με τον Ιούλιο, κερδισμένη εμφανίζεται η απροσδιόριστη στάση
(αναποφάσιστοι, αποχή) κατά +1,6% και από τα κόμματα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ
(+0,7%) και η Χρυσή Αυγή (+2,9%), χωρίς να παραγνωρίζεται φυσικά ότι όλα
αυτά είναι ακόμα πολύ πρώιμα για να αξιολογηθούν ως αποτυπώσεις
μονιμότερου χαρακτήρα.
Εμπιστοσύνη σε Σαμαρά
Από τη
γενική αποτύπωση των στοιχείων είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση
εξακολουθεί να διαθέτει τη στοιχειώδη προσδοκία-υποστήριξη που της
επιτρέπει να προχωρήσει τις επιλογές της. Παρά την ακραία κατάσταση στην
οποία βρίσκεται η χώρα, αυτοί που θεωρούν ότι η κατεύθυνσή της είναι
«σωστή» εμφανίζονται με διπλάσιο ποσοστό απ’ ό,τι το φετινό Μάιο (25%
έναντι 13%), ενώ το 52% πιστεύει ότι η Ελλάδα θα αποφύγει τη χρεοκοπία
έναντι του 44% που απαντά το αντίθετο, με χαρακτηριστικό ότι στις αρχές
του χρόνου, τον Φεβρουάριο, οι ίδιες απαντήσεις αποτύπωναν την ακριβώς
αντίστροφη εικόνα (41% θα αποφύγουμε τη χρεοκοπία και 52% όχι).
Παράλληλα, η θετική γνώμη για την κυβέρνηση μετριέται στο 34%, με 36% θετική γνώμη για τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος προηγείται επίσης με σημαντική διαφορά (11 μονάδων) στο ερώτημα του καταλληλότερου πρωθυπουργού έναντι του Αλέξη Τσίπρα.
Υπολογίζοντας μάλιστα ότι η αποδοχή βασικών απόψεων του αρχηγού της
αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως η «κατάργηση του Μνημονίου» και «θα
ήταν καλύτερα να είχαμε γίνει Αργεντινή» συγκεντρώνουν την υποστήριξη
μόλις του 21% (λιγότερο και από την πρόθεση ψήφου που συγκεντρώνει ο
ΣΥΡΙΖΑ), καταλαβαίνει κανείς ότι, σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση
συγκεντρώνει τις (ομολογημένες ή όχι) προσδοκίες μιας κοινωνίας η οποία
δεν φαίνεται να διαθέτει εναλλακτική λύση στην οποία θα μπορούσε να
πιστέψει. Γι’ αυτό και εμφανίζονται εντυπωσιακά ευρήματα (έρευνα Rass), όπως το 61% που θα επιθυμούσε η σημερινή κυβέρνηση να εξαντλήσει την τετραετία.
Δύο εκλογικά σώματα
Παρ’
όλα αυτά, έχει σημασία να επισημάνει κανείς το σαφή διαχωρισμό που
καταγράφεται ανάμεσα σε όσους δηλώνουν χαμηλή ως μηδενική εμπιστοσύνη
στο πολιτικό σύστημα της χώρας και σε όσους δηλώνουν αντίθετα ότι το
εμπιστεύονται ή τουλάχιστον το ανέχονται. Η καταγραφή αυτή γίνεται από
την εταιρία MetronAnalysis
με το λεγόμενο δείκτη «πολιτικής εμπιστοσύνης», που αποτυπώνεται σε
κλίμακα από το 0 μέχρι το 10, ανάλογα με τη βαθμολογία που δίνεται στην
ερώτηση «βαθμός εμπιστοσύνης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο».
Είναι
ομολογουμένως συνταρακτικό, σύμφωνα με τα ευρήματα του Σεπτεμβρίου, ότι ο
1 στους 3 (33%) επέλεξε το μηδέν, ενώ, συνολικά, λίγο λιγότεροι από 2
στους 3 (62%) περιόρισαν τη βαθμολογία τους μέχρι το 3. Το σύνολο αυτών
των ψηφοφόρων επιλέγει τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου κατά 23,4%,
αναδεικνύοντας δεύτερο κόμμα τη Χρυσή Αυγή με 12,4%, ενώ η Ν.Δ.
περιορίζεται στην τρίτη θέση με μόλις 11,1%.
Στην
άλλη ομάδα όμως του εκλογικού σώματος, που απαντά με τιμές μέτριας ή
υψηλής πολιτικής εμπιστοσύνης και αποτελεί το 38% του συνολικού
εκλογικού σώματος, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ προηγείται η
Ν.Δ. με 33,5% έναντι μόλις 16,6% που συγκεντρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ,
ακολουθούμενος από το ΠΑΣΟΚ με 12,7%, ενώ η Χρυσή Αυγή περιορίζεται σε
μη εκλόγιμο ποσοστό (2,9%).
Πρόκειται
ασφαλώς για μια καθοριστικής σημασίας καταγραφή που διαχωρίζει το
εκλογικό σώμα σε δύο ομάδες οι οποίες φαίνεται να μην έχουν σχεδόν
κανένα σημείο επαφής. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους, με ποιο
σημαντικό χαρακτηριστικό ότι στην ομάδα της «άρνησης» πλειοψηφούν οι
νέες ηλικίες. Αναδεικνύεται δηλαδή μια κοινωνία -και κυρίως η νέα γενιά
της- που δείχνει να ασφυκτιά απέναντι στους πολιτικούς εκπροσώπους της,
γεγονός που εν κατακλείδι ερμηνεύει και την επιλογή στην πρόθεση ψήφου
κομμάτων όπως η Χρυσή Αυγή.
Με άλλα
λόγια -και ας είναι αυτό το συμπέρασμα της παρούσας σύντομης ανάλυσης-,
πέρα από τα Μνημόνια και τα οικονομικά μέτρα, τα δημοσκοπικά στοιχεία
αναδεικνύουν ολοένα πιο έντονα μια επείγουσα ανάγκη αποκατάστασης της
εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα, για το οποίο χτυπάει το
«καμπανάκι» της αυτοκάθαρσης.
Του Πάνου Σταθόπουλου
Εκλογικού αναλυτή
Εκλογικού αναλυτή
Δημοσιεύεται στον Τύπο της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου