Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη
είναι ένα από τα αρχαιότερα ιπποτικά τάγματα. Συγκροτήθηκε περί το 1120
στην Ιερουσαλήμ και αρχικά διατηρούσε νοσοκομείο στην Αγία Πόλη. Για
αυτό και τα μέλη του ονομάστηκαν “Οσπιταλιέροι”. Μετά την κατάληψη των
Αγίων Τόπων από τους μουσουλμάνους το Τάγμα κατέφυγε στην Κύπρο και
κατόπιν στη Ρόδο. Από τη Ρόδο εκδιώχθηκαν από τον Σουλεϊμάν τον λεγόμενο
“μεγαλοπρεπή”, το 1522, ύστερα από μια επική σύγκρουση.
Μέχρι και το Τούρκος σουλτάνος εκτίμησε τον ηρωισμό των Ιπποτών και τους επέτρεψε να αποχωρήσουν από τη Ρόδο. Μετά από περιπλανήσεις ο Αψβούργος αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ παραχώρησε τη Μάλτα και τα νησιά του αρχιπελάγους της στο Τάγμα. Από εκεί οι Ιππότες συνέχισαν να μάχονται κατά του Ισλάμ καθιστάμενοι ο φόβος και ο τρόμος των Μπερμπερίνων πειρατών και των Τούρκων.
Το 1551 ο Τουργκούτ Ρέις, πρώην πειρατής και αρχιναύαρχος του
Σουλεϊμάν επέδραμε στο νησί Γκόντζο, βόρεια της Μάλτα και αιχμαλώτισε
όλον τον πληθυσμό – περίπου 5.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Το γεγονός αυτό όμως δεν αποθάρρυνε τους Ιππότες που συνέχισαν τη δράση
τους. Σύμφωνα με Τούρκο πλοίαρχο “δεν υπήρξε φορά που να επιτέθηκαν σε
ένα πλοίο μας και να μην το βύθισαν ή δεν το κυρίευσαν”…
Το 1564 πλοίο των Ιπποτών κυρίευσε ένα μεγάλο τουρκικό σκάφος που μετέφερε χρήματα και εμπορεύματα της κόρης του Σουλεϊμάν. Αυτό υπήρξε η αφορμή για να αποφασίσει ο σουλτάνος την επίθεση. Στην πραγματικότητα η Μάλτα αποτελούσε το κλειδί της Μεσογείου. Αν οι Τούρκοι την κυρίευαν θα μπορούσαν, εκμεταλλευόμενοι τα εξαιρετικά της φυσικά λιμάνια, να χτυπήσουν κατά το δοκούν στην Ευρώπη και κυρίως στην Σικελία και την Ιταλική χερσόνησο.
Στη Μάλτα
Το φθινόπωρο του 1564 η απόφαση είχε ληφθεί. Ο Σουλεϊμάν συγκέντρωσε επιβλητικές δυνάμεις, πάνω από 200 πλοία κάθε τύπου θα μετέφεραν 40.000 άνδρες στη Μάλτα. Από αυτούς 6.000 ήταν γενίτσαροι, 9.000 σπαχήδες ιππείς και πεζομάχοι, 4.000 φανατικοί μουσουλμάνοι πολεμιστές, 6.000 άτακτοι Αζάπηδες και άλλους 15.000 ατάκτους από την Ανατολία, επιβάτες του στόλου και πυροβολητές. Οι Τούρκοι διέθεταν και πολλά και βαριά πυροβόλα. Επίσης ενισχύθηκαν από Τυνήσιους, Αιγύπτιους και Αλγερινούς πειρατές και εθελοντές.
Απέναντι στις δυνάμεις αυτές το Τάγμα μπορούσε να παρατάξει περί τους 500 Αδελφούς Ιππότες, 800 Ιταλούς, 400 Ισπανούς και 200 Έλληνες τακτικούς στρατιώτες, κυρίως αρκεβουζιοφόρους, μουσκετοφόρους, σαρισσοφόρους και αλαβαρδιέρους, 1.000 ναύτες του στόλου, 100 υπηρέτες των Ιπποτών και περίπου 3.000 άτακτους Μαλτέζους εθελοντές.
Στη Μάλτα το τάγμα διέθετε τέσσερα οχυρά στην παλαιά πρωτεύουσα Μντίνα, στη Σένγκλια, όπου και το φρούριο του Αγίου Μιχαήλ, στο Μπίργκου, όπου και το φρούριο του Αγίου Αγγέλου και το μικρό οχυρό του Αγίου Έλμου, στο όρος Σκίμπερας. Το τελευταίο ήταν ένα μικρό αστεροειδές οχυρό με φρουρά 100 ανδρών, που ήλεγχε την είσοδο στο μεγάλο λιμάνι, και κάλυπτε από δυτικά την Σένγκλια και το Μπίργκου. Η Μντίνα βρισκόταν στο εσωτερικό του νησιού.
Οι Ιππότες, υπό την ηγεσία του μεγάλου μαγίστρου Ζαν Περισό ντε Λα Βαλέτ, διαθέτοντας πολύ λίγους άνδρες, δεν μπορούσαν φυσικά ούτε να διανοηθούν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στον αιγιαλό απόβασης. Μοιραία αποφάσισαν να κλειστούν στα οχυρά τους και να περιμένουν εκεί τον εχθρό. Άλλωστε ο Λα Βαλέτ, χάρη στο εκτεταμένο δίκτυο κατασκοπείας που είχε δημιουργήσει, γνώριζε ευθύς εξαρχής τις αποφάσεις του Σουλεϊμάν και τις δυνάμεις που θα εξαπέλυε εναντίον της Μάλτας.
Η τουρκική αρμάδα αναχώρησε από την Πόλη και στις 19 Μαΐου 1565 εμφανίστηκε στη Μάλτα. Το πρόβλημα των Τούρκων ήταν ότι ο Σουλεϊμάν είχε διορίσει δύο διοικητές, τον Μουσταφά πασά επικεφαλής του στρατού και του γαμβρού του εξ εγγονής, τον εξισλαμισμένο Πιαλί πασά αρχηγό του στόλου. Οι δύο άνδρες βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση κάτι που είχε επίπτωση στο αποτέλεσμα.
Απόβαση και πρώτες συγκρούσεις
Οι Τούρκοι αγκυροβόλησαν αρχικά στον κόλπο Μαρσασιρόκο, στα νοτιοανατολικά και ξεκίνησαν την απόβαση. Απέναντί τους βρήκαν μόνο μικρά αποσπάσματα ιππικού των Ιπποτών που είχαν σταλεί προς επιτήρηση. Σε μια από τις συγκρούσεις αυτές αιχμαλωτίσθηκε ο νεαρός ιππότης Αντριέν ντε Λα Ριβιέρ. Ο ιππότης, κατόπιν αγρίων βασανιστηρίων, “αποκάλυψε” στους Τούρκους το πλέον αδύνατο σημείο της άμυνας στο Μπίργκου. Ήταν η πύλη της Καστίλης. Αμέσως ο Μουσταφά εξαπέλυσε στο σημείο τους γενιτσάρους του, αλλά εκεί ήταν το ισχυρότερο σημείο της άμυνας. Ο ιππότης τους είχε παραπλανήσει…
Οι Τούρκοι αποκρούστηκαν υφιστάμενοι άνω των 300 νεκρών και πολλών εκατοντάδων τραυματιών… Οι χριστιανοί είχαν μόλις 21 νεκρούς. Αμέσως ο Μουσταφά διέταξε την θανάτωση του ντε Λα Ριβιέρ διά ξυλοκοπήματος με ξύλινους στειλεούς. Οι Τούρκοι τσάκισαν, κυριολεκτικά, το κορμί του γενναίου που τους παραπλάνησε.
Το μοιραίο μικρό οχυρό
Μετά το γεγονός σοβαρή σύγκρουση ξέσπασε μεταξύ Μουσταφά και Πιαλί. Ο πρώτος ήθελε να επιτεθεί στη Μντίνα και να εκκαθαρίσει τα νώτα του. Ο δεύτερος ζητούσε επίθεση στο οχυρό του Αγίου Έλμου ώστε να ανοίξει για τα πλοία του το ασφαλές λιμάνι του Μάρσαμουτσέτο. Τελικά επικράτησε η γνώμη του ναυάρχου και στις 29 Μαΐου οι Τούρκοι ξεκίνησαν την πολιορκία του μικρού οχυρού που στο μεταξύ η φρουρά του είχε ενισχυθεί και αριθμούσε 564 άνδρες, εκ των οποίων 64 Ιππότες και οι λοιποί στρατιώτες υπό τον συνταγματάρχη Μας.
Οι λίγοι αυτοί δέχτηκαν τις επιθέσεις της τουρκικής μάζας αλλά δεν κάμφθηκαν, ακόμα και όταν τμήμα του τείχους κατέρρευσε. Σε μια επίθεση οι αμυνόμενοι, χρησιμοποιώντας εμπρηστικά βλήματα και χειροβομβίδες έψησαν ζωντανούς εκατοντάδες γενιτσάρους. Κάθε βράδυ, με βάρκες οι τραυματίες μεταφέρονταν στα άλλα οχυρά και στέλνονταν ενισχύσεις. Παρόλα αυτά η κατάσταση στο οχυρό κατέστη απελπιστική και Ιππότες που βρισκόταν σε αυτό ζήτησαν από τον μεγάλο μάγιστρο να εγκαταλειφθεί το οχυρό.
Ο ντε Λα Βαλέτ είχε καταλάβει ότι όσο περισσότερο κρατούσε το οχυρό του Αγίου Έλμου, τόσο περισσότερες πιθανότητες νίκης είχε καθώς κέρδιζε χρόνο την ώρα που ανέμενε ενισχύσεις από τον Ισπανό αντιβασιλιά της Σικελίας. Έτσι αρνήθηκε την εισήγηση. Είπε όμως στους Ιππότες πως όποιος ήθελε μπορούσε να μην επιστρέψει στο καταδικασμένο οχυρό. Επέστρεψαν όλοι και μαζί τους αρκετοί εθελοντές, στρατιώτες, Μαλτέζοι πολίτες και δύο Εβραίοι.
Στο μεταξύ είχε φτάσει στη Μάλτα ο Τοργκούτ Ρέις για να αναλάβει την ανώτατη διοίκηση. Αυτός απέκοψε εντελώς τον ανεφοδιασμό διά θαλάσσης του οχυρού και διέταξε γενική επίθεση. Οι απομονωμένου αμυνόμενοι όμως πέραν πάσης προσδοκίας άντεξαν. Ο δε Τουργκούτ Ρέις επλήγη από θραύσμα οβίδας πυροβόλου των Ιπποτών και τραυματίσθηκε θανάσιμα.
Μέχρις εσχάτων
Οι αμυνόμενοι γνώριζαν πως έρχεται το τέλος. Εξομολογήθηκαν όλοι, κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν έσκαψαν και έθαψαν την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου του οχυρού για να “μην την μαγαρίσουν” οι Τούρκοι. Κατόπιν ο ιερέας του οχυρού άρχισε να χτυπά πένθιμα την καμπάνα. Συνέχισε μέχρι που έπεσε, αργότερα, νεκρός από το μαχαίρι των ισλαμιστών.
Στις 23 Ιουνίου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν την τελική επίθεση κατά του οχυρού. Έριξαν στη μάχη σχεδόν 20.000 άνδρες έναντι λιγότερων των 400 υπερασπιστών που μπορούσαν ακόμα να σταθούν στα πόδια τους. Οι Ιππότες ντε Γκουράς και ντε Μιράντα που δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι από τα τραύματα, δέθηκαν σε καρέκλες ενώπιον ρήγματος του τείχους μέσω του οποίου εξόρμησαν οι Τούρκοι.
Εκεί πολέμησαν μέχρις εσχάτων και αφού σκότωσαν πολλούς Τούρκους, κομματιάστηκαν κυριολεκτικά από τους αντιπάλους τους. Την ίδια τύχη είχε και ο γενναίος συνταγματάρχης Μας, διοικητής του οχυρού, που πέθανε μαχόμενος με το σπαθί του κατά πλήθος εχθρών. Οι τελευταίοι υπερασπιστές, αφού άναψαν την πυρά – σινιάλο ότι το οχυρό έπεσε, πολέμησαν μέχρις ενός μπροστά από το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου, στο οχυρό. Γλίτωσαν μόνο πέντε Μαλτέζοι που την τελευταία στιγμή βούτηξαν στη θάλασσα από τα τείχη και σώθηκαν κολυμπώντας.
Εννέα Ιππότες, πολύ βαρά τραυματισμένοι, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Αυτοί τους έγδυσαν, τους κάρφωσαν σε σταυρούς που έφτιαξαν και τους έριξαν στη θάλασσα για να τους δουν οι υπερασπιστές των άλλων φρουρίων. Ο ντε Λα Βαλέτ απάντησε άμεσα. Διέταξε να αποκεφαλιστούν όλοι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι και εκτόξευσε τα κεφάλια του με τα κανόνια στο τουρκικό στρατόπεδο. Η μάχη είχε στοιχίσει στους Τούρκους 8.000 απώλειες. Οι απώλειες των Ιπποτών ήταν περίπου 1.500. Ο ίδιος ο Μουσταφά αναφώνησε απεγνωσμένα: “Αλλάχ… Αν ένας τόσο μικρός γιος μας κόστισε τόσο ακριβά, τι θα πληρώσουμε για τον πατέρα;”, εννοώντας τα άλλα μεγαλύτερα οχυρά. Ο Τουργκούτ Ρείς επίσης έμαθε την πτώση του οχυρού και ξεψύχησε.
Μέχρι και το Τούρκος σουλτάνος εκτίμησε τον ηρωισμό των Ιπποτών και τους επέτρεψε να αποχωρήσουν από τη Ρόδο. Μετά από περιπλανήσεις ο Αψβούργος αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ παραχώρησε τη Μάλτα και τα νησιά του αρχιπελάγους της στο Τάγμα. Από εκεί οι Ιππότες συνέχισαν να μάχονται κατά του Ισλάμ καθιστάμενοι ο φόβος και ο τρόμος των Μπερμπερίνων πειρατών και των Τούρκων.
Το 1564 πλοίο των Ιπποτών κυρίευσε ένα μεγάλο τουρκικό σκάφος που μετέφερε χρήματα και εμπορεύματα της κόρης του Σουλεϊμάν. Αυτό υπήρξε η αφορμή για να αποφασίσει ο σουλτάνος την επίθεση. Στην πραγματικότητα η Μάλτα αποτελούσε το κλειδί της Μεσογείου. Αν οι Τούρκοι την κυρίευαν θα μπορούσαν, εκμεταλλευόμενοι τα εξαιρετικά της φυσικά λιμάνια, να χτυπήσουν κατά το δοκούν στην Ευρώπη και κυρίως στην Σικελία και την Ιταλική χερσόνησο.
Το φθινόπωρο του 1564 η απόφαση είχε ληφθεί. Ο Σουλεϊμάν συγκέντρωσε επιβλητικές δυνάμεις, πάνω από 200 πλοία κάθε τύπου θα μετέφεραν 40.000 άνδρες στη Μάλτα. Από αυτούς 6.000 ήταν γενίτσαροι, 9.000 σπαχήδες ιππείς και πεζομάχοι, 4.000 φανατικοί μουσουλμάνοι πολεμιστές, 6.000 άτακτοι Αζάπηδες και άλλους 15.000 ατάκτους από την Ανατολία, επιβάτες του στόλου και πυροβολητές. Οι Τούρκοι διέθεταν και πολλά και βαριά πυροβόλα. Επίσης ενισχύθηκαν από Τυνήσιους, Αιγύπτιους και Αλγερινούς πειρατές και εθελοντές.
Απέναντι στις δυνάμεις αυτές το Τάγμα μπορούσε να παρατάξει περί τους 500 Αδελφούς Ιππότες, 800 Ιταλούς, 400 Ισπανούς και 200 Έλληνες τακτικούς στρατιώτες, κυρίως αρκεβουζιοφόρους, μουσκετοφόρους, σαρισσοφόρους και αλαβαρδιέρους, 1.000 ναύτες του στόλου, 100 υπηρέτες των Ιπποτών και περίπου 3.000 άτακτους Μαλτέζους εθελοντές.
Στη Μάλτα το τάγμα διέθετε τέσσερα οχυρά στην παλαιά πρωτεύουσα Μντίνα, στη Σένγκλια, όπου και το φρούριο του Αγίου Μιχαήλ, στο Μπίργκου, όπου και το φρούριο του Αγίου Αγγέλου και το μικρό οχυρό του Αγίου Έλμου, στο όρος Σκίμπερας. Το τελευταίο ήταν ένα μικρό αστεροειδές οχυρό με φρουρά 100 ανδρών, που ήλεγχε την είσοδο στο μεγάλο λιμάνι, και κάλυπτε από δυτικά την Σένγκλια και το Μπίργκου. Η Μντίνα βρισκόταν στο εσωτερικό του νησιού.
Οι Ιππότες, υπό την ηγεσία του μεγάλου μαγίστρου Ζαν Περισό ντε Λα Βαλέτ, διαθέτοντας πολύ λίγους άνδρες, δεν μπορούσαν φυσικά ούτε να διανοηθούν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στον αιγιαλό απόβασης. Μοιραία αποφάσισαν να κλειστούν στα οχυρά τους και να περιμένουν εκεί τον εχθρό. Άλλωστε ο Λα Βαλέτ, χάρη στο εκτεταμένο δίκτυο κατασκοπείας που είχε δημιουργήσει, γνώριζε ευθύς εξαρχής τις αποφάσεις του Σουλεϊμάν και τις δυνάμεις που θα εξαπέλυε εναντίον της Μάλτας.
Η τουρκική αρμάδα αναχώρησε από την Πόλη και στις 19 Μαΐου 1565 εμφανίστηκε στη Μάλτα. Το πρόβλημα των Τούρκων ήταν ότι ο Σουλεϊμάν είχε διορίσει δύο διοικητές, τον Μουσταφά πασά επικεφαλής του στρατού και του γαμβρού του εξ εγγονής, τον εξισλαμισμένο Πιαλί πασά αρχηγό του στόλου. Οι δύο άνδρες βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση κάτι που είχε επίπτωση στο αποτέλεσμα.
Οι Τούρκοι αγκυροβόλησαν αρχικά στον κόλπο Μαρσασιρόκο, στα νοτιοανατολικά και ξεκίνησαν την απόβαση. Απέναντί τους βρήκαν μόνο μικρά αποσπάσματα ιππικού των Ιπποτών που είχαν σταλεί προς επιτήρηση. Σε μια από τις συγκρούσεις αυτές αιχμαλωτίσθηκε ο νεαρός ιππότης Αντριέν ντε Λα Ριβιέρ. Ο ιππότης, κατόπιν αγρίων βασανιστηρίων, “αποκάλυψε” στους Τούρκους το πλέον αδύνατο σημείο της άμυνας στο Μπίργκου. Ήταν η πύλη της Καστίλης. Αμέσως ο Μουσταφά εξαπέλυσε στο σημείο τους γενιτσάρους του, αλλά εκεί ήταν το ισχυρότερο σημείο της άμυνας. Ο ιππότης τους είχε παραπλανήσει…
Οι Τούρκοι αποκρούστηκαν υφιστάμενοι άνω των 300 νεκρών και πολλών εκατοντάδων τραυματιών… Οι χριστιανοί είχαν μόλις 21 νεκρούς. Αμέσως ο Μουσταφά διέταξε την θανάτωση του ντε Λα Ριβιέρ διά ξυλοκοπήματος με ξύλινους στειλεούς. Οι Τούρκοι τσάκισαν, κυριολεκτικά, το κορμί του γενναίου που τους παραπλάνησε.
Το μοιραίο μικρό οχυρό
Μετά το γεγονός σοβαρή σύγκρουση ξέσπασε μεταξύ Μουσταφά και Πιαλί. Ο πρώτος ήθελε να επιτεθεί στη Μντίνα και να εκκαθαρίσει τα νώτα του. Ο δεύτερος ζητούσε επίθεση στο οχυρό του Αγίου Έλμου ώστε να ανοίξει για τα πλοία του το ασφαλές λιμάνι του Μάρσαμουτσέτο. Τελικά επικράτησε η γνώμη του ναυάρχου και στις 29 Μαΐου οι Τούρκοι ξεκίνησαν την πολιορκία του μικρού οχυρού που στο μεταξύ η φρουρά του είχε ενισχυθεί και αριθμούσε 564 άνδρες, εκ των οποίων 64 Ιππότες και οι λοιποί στρατιώτες υπό τον συνταγματάρχη Μας.
Οι λίγοι αυτοί δέχτηκαν τις επιθέσεις της τουρκικής μάζας αλλά δεν κάμφθηκαν, ακόμα και όταν τμήμα του τείχους κατέρρευσε. Σε μια επίθεση οι αμυνόμενοι, χρησιμοποιώντας εμπρηστικά βλήματα και χειροβομβίδες έψησαν ζωντανούς εκατοντάδες γενιτσάρους. Κάθε βράδυ, με βάρκες οι τραυματίες μεταφέρονταν στα άλλα οχυρά και στέλνονταν ενισχύσεις. Παρόλα αυτά η κατάσταση στο οχυρό κατέστη απελπιστική και Ιππότες που βρισκόταν σε αυτό ζήτησαν από τον μεγάλο μάγιστρο να εγκαταλειφθεί το οχυρό.
Ο ντε Λα Βαλέτ είχε καταλάβει ότι όσο περισσότερο κρατούσε το οχυρό του Αγίου Έλμου, τόσο περισσότερες πιθανότητες νίκης είχε καθώς κέρδιζε χρόνο την ώρα που ανέμενε ενισχύσεις από τον Ισπανό αντιβασιλιά της Σικελίας. Έτσι αρνήθηκε την εισήγηση. Είπε όμως στους Ιππότες πως όποιος ήθελε μπορούσε να μην επιστρέψει στο καταδικασμένο οχυρό. Επέστρεψαν όλοι και μαζί τους αρκετοί εθελοντές, στρατιώτες, Μαλτέζοι πολίτες και δύο Εβραίοι.
Στο μεταξύ είχε φτάσει στη Μάλτα ο Τοργκούτ Ρέις για να αναλάβει την ανώτατη διοίκηση. Αυτός απέκοψε εντελώς τον ανεφοδιασμό διά θαλάσσης του οχυρού και διέταξε γενική επίθεση. Οι απομονωμένου αμυνόμενοι όμως πέραν πάσης προσδοκίας άντεξαν. Ο δε Τουργκούτ Ρέις επλήγη από θραύσμα οβίδας πυροβόλου των Ιπποτών και τραυματίσθηκε θανάσιμα.
Μέχρις εσχάτων
Οι αμυνόμενοι γνώριζαν πως έρχεται το τέλος. Εξομολογήθηκαν όλοι, κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν έσκαψαν και έθαψαν την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου του οχυρού για να “μην την μαγαρίσουν” οι Τούρκοι. Κατόπιν ο ιερέας του οχυρού άρχισε να χτυπά πένθιμα την καμπάνα. Συνέχισε μέχρι που έπεσε, αργότερα, νεκρός από το μαχαίρι των ισλαμιστών.
Στις 23 Ιουνίου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν την τελική επίθεση κατά του οχυρού. Έριξαν στη μάχη σχεδόν 20.000 άνδρες έναντι λιγότερων των 400 υπερασπιστών που μπορούσαν ακόμα να σταθούν στα πόδια τους. Οι Ιππότες ντε Γκουράς και ντε Μιράντα που δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι από τα τραύματα, δέθηκαν σε καρέκλες ενώπιον ρήγματος του τείχους μέσω του οποίου εξόρμησαν οι Τούρκοι.
Εκεί πολέμησαν μέχρις εσχάτων και αφού σκότωσαν πολλούς Τούρκους, κομματιάστηκαν κυριολεκτικά από τους αντιπάλους τους. Την ίδια τύχη είχε και ο γενναίος συνταγματάρχης Μας, διοικητής του οχυρού, που πέθανε μαχόμενος με το σπαθί του κατά πλήθος εχθρών. Οι τελευταίοι υπερασπιστές, αφού άναψαν την πυρά – σινιάλο ότι το οχυρό έπεσε, πολέμησαν μέχρις ενός μπροστά από το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου, στο οχυρό. Γλίτωσαν μόνο πέντε Μαλτέζοι που την τελευταία στιγμή βούτηξαν στη θάλασσα από τα τείχη και σώθηκαν κολυμπώντας.
Εννέα Ιππότες, πολύ βαρά τραυματισμένοι, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Αυτοί τους έγδυσαν, τους κάρφωσαν σε σταυρούς που έφτιαξαν και τους έριξαν στη θάλασσα για να τους δουν οι υπερασπιστές των άλλων φρουρίων. Ο ντε Λα Βαλέτ απάντησε άμεσα. Διέταξε να αποκεφαλιστούν όλοι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι και εκτόξευσε τα κεφάλια του με τα κανόνια στο τουρκικό στρατόπεδο. Η μάχη είχε στοιχίσει στους Τούρκους 8.000 απώλειες. Οι απώλειες των Ιπποτών ήταν περίπου 1.500. Ο ίδιος ο Μουσταφά αναφώνησε απεγνωσμένα: “Αλλάχ… Αν ένας τόσο μικρός γιος μας κόστισε τόσο ακριβά, τι θα πληρώσουμε για τον πατέρα;”, εννοώντας τα άλλα μεγαλύτερα οχυρά. Ο Τουργκούτ Ρείς επίσης έμαθε την πτώση του οχυρού και ξεψύχησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου