Αφιέρωμα στις ηρωικές Δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα
Από τότε που ο πατρο-Κοσμάς με τις διδαχές
του έκανε φανερό ότι το ποθούμενο δεν θα ερχόταν όσο το Γένος παράδερνε
στην αμάθει αφ΄ οτου απέδειξε ότι άνδρας και γυναίκα είναι πλάσματα του
Θεού ισότιμα, τα Παρθεναγωγεία άρχισαν αν ιδρύονται και οι απόφοιτές
τους να προσφέρουν το έργο τους στον ελληνισμό ,που άρχισε να αποτινάζει
από πάνω του τις αλυσίδες της σκλαβιάς. Στην Μακεδονία ιδιαίτερα
άνθισαν μετά τα 1870 και την απόσχιση της βουλγαρικής εκκλησίας από το
Πατριαρχείο , οπότε και άρχισε άγριος ο θρησκευτικός προσηλυτισμός. Τότε
ο ελληνισμός αφυπνίστηκε και με το όπλο της παιδείας αγωνίστηκε να
προασπίσει τα ελληνικά συμφέροντα έναντι της βουλγαρικής απειλής.
Και όταν ξέσπασε ο ένοπλος μακεδονικός
αγώνας, οι δασκάλες των δεκαεπτά με είκοσι ετών επιτέλεσαν το χρέος
τους ακέραια. Με την πένα στο χέρι και το περίστροφο κρυμμένο στον
κόρφο, αντιμετώπισαν τους κομιτατζήδες που θέλανε να τις εξοντώσουν
γιατί θαρρούσαν πως, αν αποκεφάλιζαν πνευματικά τον τόπο, η Μακεδονία θα
έπεφτε στα χέρια τους. Οι δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα ήταν
πραγματικά ανδρείες και την αντρειοσύνη αυτή μετάγγισαν και στις ψυχές
όχι μόνο των μικρών μαθητών τους, αλλά και των φοβισμένων Ελλήνων. Και
πήραν θάρρος οι κατατρεγμένοι από τους Βουλγάρους χωρικοί και
αντιστάθηκαν στον κομιτατζή.Και ήρθε, με αγώνες και θυσίες από πολλούς
γνωστούς και αφανείς ήρωες, η πολυπόθητη λευτεριά στην μακεδονική γη…
Η ηρωίδα δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα, Βελίκα Τράικου
Νεαρή δασκάλα Μακεδονομάχος εἶναι ἡ
Βελίκα Τράικου ἀπό τό Γραδεμπόρι, σημερινό Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Δέν
εἶναι τυχαία ἐκπαιδευτικός. ῎Εχει ἀποφοιτήσει ἀπό τό ξακουστό
ἐκπαιδευτήριο, τό ᾿Ανώτερο Παρθεναγωγεῖο Θεσσαλονίκης. Σ᾿ ἐκεῖνο τό
πνευματικό φυτώριο πυροδοτήθηκε ἡ καρδιά της κι ἄναψαν οἱ μεγάλοι πόθοι
νά ὑπηρετήσει τή χειμαζόμενη μακεδονική γῆ, ὅπου καί νά τή στείλουν. Καί
νά την, ἕτοιμη δασκαλίτσα, διορίζεται, στά 1900, σ᾿ ἕνα χωριό κυκλωμένο
ἀπό κομιτατζῆδες, στήν Καρατζόβα, στά βόρεια τῆς ῎Εδεσσας. ῎Εχει
ὑπεράνθρωπο ἔργο νά ἐπιτελέσει. Πόσο στενοχωριέται πού βλέπει τά μικρά
῾Ελληνόπουλα, τά μαθητούδια της, νά μή γνωρίζουν τήν ἑλληνική γλώσσα,
τήν ἱστορία τῶν προγόνων τους! Συνειδητοποιεῖ γιά ἄλλη μιά φορά πώς ἡ
ἀγαπημένη της Μακεδονία ψυχορραγεῖ, πώς ἡ βουλγαρική ἐξαρχία ἔχει βάλει
στόχο νά τήν ἀποκόψει ἀπό τίς θαλερές της ρίζες, τόν ῾Ελληνισμό καί τήν
᾿Ορθοδοξία. ῾Η Βελίκα ἀνασκουμπώνεται. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας πρέπει νά
διαλυθεῖ. Στίς παιδικές ὑπάρξεις μέ τά σπινθηροβόλα ματάκια ἐμφυσᾶ τά
ἰδανικά τῆς φυλῆς μας. Σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τή φωλιά τῶν
κομιτατζήδων ἡ ἀτρόμητη δασκάλα ἐπιτελεῖ ἄλλου εἴδους μάχες,
ἀφυπνίζοντας πνευματικά τά Μακεδονόπουλα. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια
πού εἶχε ξεστομίσει σ᾿ ἐκεῖνο τό συνέδριο τῶν Μακεδονομάχων, πού ἔγινε
στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τόν Αὔγουστο τοῦ 1901·
«῾Οπλίστε τούς χωρικούς!.. Κι ὅταν ἐμεῖς προετοιμάσουμε τό ἔδαφος, ἀπό παντοῦ θ᾿ ἀνάψει ὁ ἀγώνας!…».
᾿Αλλ᾿ ὁ ἡρωισμός μιᾶς τέτοιας ψυχωμένης
δασκάλας παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, πού μᾶς ἀφήνει
ἔκθαμβους. Εἶναι φθινόπωρο τοῦ 1901. ῾Ο διπλωμάτης στό ἑλληνικό
Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου, ὁ ῎Ιων Δραγούμης, ἔχει κάνει ἔκκληση στό
«Κέντρο» τῆς Θεσσαλονίκης νά τοῦ στείλουν ἕνα ταλαντοῦχο πρόσωπο γιά μιά
πολύ σοβαρή, ἐχέμυθη καί ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Θά ἀποτελοῦσε τό σύνδεσμο
τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου ἀνάμεσα στό Μοναστήρι – Καστοριά – Θεσσαλονίκη.
᾿Αναρωτιέται ποιόν ἄραγε θά τοῦ στείλουν. Μένει βουβός, σάν ἀντικρύζει
μπροστά του τή δεκαοκτάχρονη Βελίκα ἕτοιμη ν᾿ ἀναλάβει καθήκοντα. Κι
ὅμως, ἡ γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς. Ποιά εἶναι
ἐκείνη ἡ ἀξιολύπητη μές στά κουρέλια, δίχως παπούτσια, πού μιλᾶ τούρκικα
κι ἀφήνει τό Μοναστήρι, διασχίζει δυσκολοδιάβατα μέρη, βουνά, ρεματιές,
φαράγγια, λαγκάδια μέ προορισμό τήν ῎Εδεσσα ἤ τήν Καστοριά, τά
Γιαννιτσά ἤ τή Θεσσαλονίκη; Κανείς δέν τῆς δίνει σημασία. ῞Ολοι τήν
ἀποστρέφονται καί τήν οἰκτείρουν. Μέ μιά τρελή Τουρκάλα θά ἀσχοληθοῦν;
῾
Ο φακός τῆς ἱστορίας φωτογραφίζει καί μία
ἄλλη. Εἶναι μιά φτωχή Βουλγάρα, πού ρίχνεται καθημερινά στόν ἀγώνα τῆς
βιοπάλης. Τριγυρνάει στή φύση καί συνεχῶς σκυμμένη μαζεύει ραδίκια.
῎Επειτα πάει στά παζάρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Βουλγάρων νά πουλήσει τίς
λιγοστές της πραμάτειες, χόρτα ἤ γάλα, γιά νά βγάλει «τόν
ἐπιούσιον». Στ᾿ ἀλήθεια, τί παράξενο! Εἶναι πολλές φορές πού ὁ φακός
συλλαμβάνει τήν τρελή Τουρκάλα ἤ τή βουλγάρα ραδικοῦ ἤ γαλατοῦ ἔξω ἀπό
Προξενεῖα, Μητροπόλεις, Διοικητήρια, ᾿Αστυνομίες, στρατόπεδα. Τί γυρεύει
ἐκεῖ; Κι ὅμως, ποιός θά τό ὑποπτευόταν; ῾Η τραγική αὐτή φιγούρα γίνεται
ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στόν ῎Ιωνα Δραγούμη, στόν Δεσπότη Καστοριᾶς Γερμανό
Καραβαγγέλη καί στόν Πρόξενο τῆς Θεσσαλονίκης. Τί κι ἄν οἱ περαστικοί
κουνοῦν τό κεφάλι τους καί τήν ἐλεεινολογοῦν; ῾Η Βελίκα ἔχει πλήρη
συναίσθηση τῶν πράξεών της. ῾Υπηρετεῖ τό χειμαζόμενο ἔθνος της. Χαλάλι
γιά τήν πατρίδα της νά κάνει τρομερές ὑπερβάσεις, νά χάσει καί τήν
ὑπόληψή της. Παριστάνοντας τήν Τουρκάλα ἤ τή Βουλγάρα, μέσα στίς πυκνές
πλεξοῦδες της ἤ κάτω ἀπό τόν ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα
πολύτιμα ἔγγραφα τοῦ ᾿Αγώνα. Σκιαγμένη συνεχῶς μήπως τ᾿ ἁρπάξει ὁ
ἐχθρός, τά μεταφέρει στούς κατά τόπους ὑπευθύνους τοῦ ἑλληνικοῦ
κομιτάτου. Τούς ἐνημερώνει γιά ὅ,τι ἅρπαξε τό αὐτί της ἀπό τούς
Βουλγάρους καί τούς Τούρκους, ἀφοῦ γνωρίζει καλά καί τίς δύο γλῶσσες. Κι
ὅταν καταφθάνει στή μακεδονική γῆ ὁ σταυραετός τοῦ ᾿Αγώνα, ὁ Παῦλος
Μελᾶς, κι οἱ μάχες πιότερο ἀνάβουν, ἡ λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει,
παρ᾿ ὅλους τούς κινδύνους, νά «μεταμορφώνεται» καί νά ἀποτελεῖ «τό μάτι
καί τό αὐτί τοῦ ᾿Αγώνα».
Ξαφνικά, στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1904, τό
ἐθνικό ἔργο τῆς ἡρωίδας ἀνακόπτεται. ῞Ενας βούλγαρος κομιτατζής τήν
ἀνταμώνει στά Γιαννιτσά καί μπήγει τό μαχαίρι του στό στῆθος της. Τή
βασανίζει ἄγρια. Θέλει ν᾿ ἁρπάξει τά μυστικά της. Μά ἡ τρελή Τουρκάλα τά
παίρνει μαζί της στήν αἰωνιότητα. Θρηνεῖ γοερά στήν κηδεία της ἡ
Θεσσαλονίκη τό ἄξιο βλαστάρι της καί καταγράφει τό ὄνομά της στό πάνθεο
τῶν ἡρώων.
Αγγελική Φιλιππίδου:Η ηρωική δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα
Η Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου, άξια Ελληνίδα δασκάλα, ὑπηρετοῦσε–διακονοῦσε, τὸ 1906, στὴν Ἀγριανὴ Σερρῶν.
Μέ τόν ἐρχομό τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀνενόχλητες
οἱ βουλγαρικές συμμορίες δροῦν σέ χωριά καί πόλεις τῆς Μακεδονίας.
Στυγερά τά καθημερινά τους ἐγκλήματα. Μέ τό σύνθημα «Ἡ Μακεδονία στή
Βουλγαρία» καί μέ τό τραγούδι «Μακεδονία, παλαιά Βουλγαρία» σφάζουν
ἀνελέητα. Τό αἷμα ἀθώων Ἑλλήνων ρουφᾶ διαρκῶς ἡ πολύπαθη μακεδονική γῆ.
Ἕνα πλῆθος Μακεδονομάχων τοῦ ἑλληνικοῦ βορρᾶ καί τοῦ νότου ἀντιστέκεται
προσπαθώντας ν᾿ ἀναχαιτίσει τό σλαβικό σμῆνος. Στό στόχαστρο τοῦ ἐχθροῦ ὁ
παπάς κι ὁ δάσκαλος. Ἀπό τά δικά τους μετερίζια ὁ καθένας κρατᾶ ψηλά
Ὀρθοδοξία καί πατρίδα. Αὐτούς τούς τρελούς Ἕλληνες, τούς Γραικομάνους
-ἔτσι τούς ἀποκαλοῦν οἱ βούλγαροι κομιτατζῆδες-, ἐποφθαλμιοῦν νά
ἐξοντώσουν. Ἀσφυκτιᾶ ἡ Καρατζόβα (σημερινή Ἀριδαία). Ὁ βούλγαρος τή
θέλει δική του. Ὀνειρεύεται νά ἱδρύσει βουλγαρικό σχολεῖο καί νά
δηλητηριάσει τίς παιδικές ψυχές μέ τήν προπαγάνδα του. Τί συνέβη ὅμως
καί ξαφνικά ὁ σκιαγμένοςἝλληνας ἀναθάλλει; Ὁ διορισμός τῆς νέας δασκάλας
ἀπό τή Θεσσαλονίκη φτερώνει τίς ἐλπίδες του. Τί κι ἄν εἶναι
λεπτεπίλεπτη καί μόλις εἴκοσι χρονῶν ἡ Ἀγγελική Φιλιππίδου; Ἡ εὐγενική
αὐτή φυσιογνωμία κρύβει μέσα της μιά ἀτρόμητη καρδιά. Τρίβουν τά μάτια
τους οἱ κάτοικοι τῆς Καρατζόβας ἀπό τά ἀνέλπιστα πού θωροῦν νά γίνονται
στόν τόπο τους. Πῶς νά μήν τῆς πλέξουν τό ἐγκώμιο, ὅταν μαζί μέ τά
γράμματα, πού ὑπομονετικά μαθαίνει στά βλαστάρια τους, ἁπλώνει τή
δραστηριότητά της καί πέρα ἀπό τά ἐκπαιδευτικά της καθήκοντα; Στ᾿
ἀλήθεια, ἡ νεαρή δασκάλα μέ τή χαρούμενη ὄψη ἀκάματα δουλεύει.
Συνεργάζεται μ᾿ ἕναν γνωστό της γιατρό κι ἐξασφαλίζει δωρεάν τίς
ἰατρικές ἐξετάσεις τῶν μαθητῶν καί τή φαρμακευτική περίθαλψη τῶν
χωρικῶν. Καί οἱ μητέρες, πού εἶχαν πλήρη ἄγνοια ἀπό παιδαγωγική, δέν
χορταίνουν ν᾿ ἀκοῦν τίς συμβουλές της γιά μιά πετυχημένη ἀνατροφή τῶν
παιδιῶν τους. Μ᾿ ἕναν τέτοιο στυλοβάτη πῶς νά μήν ἀλλάξει ἡ ποιότητα
ζωῆς τῶν ἀνθρώπων; Τέτοιες ὅμως ἐπιτυχίες ἀνάβουν τή μοχθηρία τοῦ
κομιτατζῆ καί στεριώνουν τήν ἀπόφασή του νά ἐξοντώσει αὐτή πού τοῦ
ἀνακόπτει ὅλα του τά προγράμματα. Εὐτυχῶς τό Ἑλληνικό Προξενεῖο
Θεσσαλονίκης προλαβαίνει καί τή μεταθέτει ἐγκαίρως στήν Κλεπούσνα
(σημερινή Ἀγριανή) Σερρῶν. Σφίγγεται ἡ καρδιά τῆς ἑλληνίδας δασκάλας,
σάν διαπιστώνει πώς τό χωριό κινδυνεύει νά ἐκβουλγαριστεῖ, ἀφοῦ οἱ μισές
ἀπό τίς 180 οἰκογένειες ἀναγκάστηκαν νά προσχωρήσουν στή βουλγαρική
ἐξαρχία. Ἡ ἀποστολή της βαρειά ἀλλά κι ἡ φλόγα ἄσβηστη στά σωθικά της.
Δίδεται ὁλόψυχα στήν προσφορά, στήν περιπέτεια. Κερδίζει τή συμπάθεια
μικρῶν καί μεγάλων. Ἀμέριστο συμπαραστάτη στό ριψοκίνδυνο ἔργο της ἔχει
τόν σύζυγο καί συνάδελφό της Δημήτριο Φιλιππίδη.
Ὀνομαστή στήν ἱστορία ἡ ὁμαδική σφαγή
τῆς Κλεπούσνας στίς 12 Δεκεμβρίου 1906. Τό χωριό βάφεται στό αἷμα.
Κάλλιο ν᾿ ἀφανιστεῖ παρά νά γίνει βουλγάρικο. Τό σπίτι τοῦ παπα-Φίλιππου
τυλίγεται στίς φλόγες. Ἡ πρεσβυτέρα Φωτεινή ἀπανθρακώνεται. Πιστεύει ὁ
Βούλγαρος πώς, ἄν ἐξαφανίσει τήν «ἀφρόκρεμα», κατέκτησε τήν περιοχή.
Μετά τό φόνο τῶν προκρίτων ἔχει σειρά τό σπίτι τῆς δασκάλας. Ἀπό
παράθυρο σέ παράθυρο οἱ δυό σύζυγοι πολεμοῦν τόν ἐχθρό χωρίς σταματημό.
Δέν κάμπτονται οὔτε κι ὅταν μία σφαίρα θρυμματίζει τό γόνατο τῆς
Ἀγγελικῆς. Μόνο σάν ἄρχισαν νά τούς ἀπειλοῦν οἱ φωτιές, ὁ ἄνδρας της τή
μεταφέρει καψαλισμένη σέ γειτονικό σπίτι. Ρημάχτηκε ἡ Κλεπούσνα, μά ὁ
πάνοπλος Βούλγαρος μέ συντριμμένα τά ὄνειρά του ὀπισθοχωρεῖ. Τήν ἄλλη
μέρα τό δοκιμασμένο χωριό παιανίζει τή νίκη του. Νά πῶς καλωσορίζει τόν
πρόξενο Σερρῶν Ἀντώνη Σαχτούρη πού κατέφθασε νά τούς συμπαρασταθεῖ- ἕνας
πού τήν περασμένη νύχτα ὀρφάνεψε ἀπό μάνα καί πατέρα: «Δέν ἤλθομεν νά
δεχθῶμεν συλλυπητήρια ἀλλά συγχαρητήρια. Μᾶς ἠξίωσεν ὁ Θεός νά
προσφέρωμεν τούς οἰκείους μας καί τάς περιουσίας μας εἰς τόν βωμόν τῆς
πατρίδος καί νά καταστήσωμεν τό χωρίον μας ἀθάνατον. Οἱ οἰκεῖοι μας δέν
ἀπέθανον, ἀφοῦ ὑπέρ τῆς πατρίδος ἐθυσιάσθησαν…». Μέ τόν πόνο
ζωγραφισμένο στό πρόσωπό της πλησιάζει τόν πρόξενο ἡ τραυματισμένη
δακάλα. Τί ἄραγε γυρεύει; Ὅλοι τήν ἀκοῦν δακρύβρεχτοι. Τόν παρακαλεῖ νά
μήν τή μεταφέρουν ἀμέσως στό νοσοκομεῖο Σερρῶν, ἀλλά νά τή βάλουν ἐπάνω
σέ φορεῖο καί νά σταματοῦν γιά λίγο σ᾿ ὅλα τά χωριά πού θά διασχίσουν
μέχρι τίς Σέρρες. Ἐκεῖ, στήν πλατεία κάθε χωριοῦ, θέλει νά μιλήσει στούς
συναγμένους κατοίκους καί νά τούς ἀφήσει κάποιες ὑποθῆκες. Ὑποκλίνονται
οἱ χωρικοί μπροστά στήν ἡρωίδα. Παραμερίζει τό ἐπεῖγον θέμα, τήν ὑγεία
της. Πνίγει τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης. Προέχει ἡ ἑλληνικότητα τῆς
Μακεδονίας. «Τό αἷμα της στήν τραγική ἐκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα
ἔβαφε τή μακεδονική γῆ καί γινόταν ἀρραβώνας μέ τή λευτεριά», σημειώνει ἡ
ἱστορικός Ἀθηνᾶ Τζινίκου. Τό θέαμα τῆς μαρτυρικῆς ἐκπαιδευτικοῦ
ἐντυπωσιάζει, ἐμπνέει. Μέ τίς προτροπές της ξεσηκώνει ὅλους σέ ἐθνικό
συναγερμό κατά τῶν κομιτατζήδων. Τούς ἐκφράζει τά αἰσθήματά της. Εἶναι
εὐτυχισμένη πού χύνει τό αἷμα της γιά τήν πατρίδα. Κι εἶναι τό τελευταῖο
μάθημα τῆς δασκάλας ἀλλιώτικο ἀπό τ᾿ ἄλλα, τό πιό πετυχημένο, τό πιό
ζωντανό. Εἶναι μοναδικό, γιατί το διαποτίζει μέ τό αἷμα τῆς θυσίας της.
Σίγουρα θά καρποφορήσει. Στίς Σέρρες πλῆθος κόσμου τῆς φιλᾶ τά χέρια,
πού σιγά-σιγά κρυώνουν. Ἀργοσβήνει, μά πρόλαβε νά πυροδοτήσει καρδιές.
Τή μεταφέρουν στή Θεσσαλονίκη. Παθαίνει ἐμβολή καί παραδίδει τό πνεῦμα
της τόν Ἰανουάριο τοῦ 1907. Οἱ Θεσσαλονικεῖς θρηνοῦν τήν ἡρωική
συμπατριώτισσά τους. Ντύνουν τό φέρετρό της μέ τήν ἑλληνική σημαία πού
ὑπεραγαποῦσε.
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου: η δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα που έκαψαν ζωντανή οι κομιτατζήδες
Μιά μόλις μέρα μετά την δολοφονία του
Παύλου Μελά, στις 14 Οκτωβρίου του 1904… και η ελληνική παράδοση
καταγράφει με το παράκάτω δημώδες και γλαφυρό ποιήμα την θυσία της:
Παιδιά μου , γιατί χύνεται δάκρυα με τόση λαύρα
κι όλα φοράτε μαύρα στο έρμο αυτό σχολειό ;
– Έκαψαν τη δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι έχουμε μείνει μόνοι , χωρίς μανούλα πλειό
Γιατί από μάνα πιο πολύ μας αγαπούσε εκείνη
η δόλια Αικατερίνη από τη Γευγελή
Της είπαν να παραδοθεί τα τέρατα εκείνα
Μ’ αυτή σαν Μπουμπουλίνα, ενώ πυροβολεί, τους λέει
” Δεν παραδίνεται ποτέ της μια Ελληνίδα “
Κι ως λύκαινα ηρωίδα τρεις ώρες τους κρατεί
Μα τέλος την εκάψανε κι επέταξε στα ουράνια
κι εμάς σε μαύρη ορφάνια μας άφησε στη γη
Η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου υπήρξε ένα
κορίτσι, το οποίο άφησε τον μάταιο ετούτο κόσμο μόλις στα είκοσι της
χρόνια μιας και είχε μπεί στο μάτι του βουλγαρικού κομιτάτου, το οποίο
την είχε “προγράψει” για την αγάπη που έτρεφε στην Ελλάδα και για το οτι
κρατούσε την φλόγα της ελπίδας για λευτεριά ζωντανή στα σκλαβωμένα
εδάφη της Μακεδονίας των αρχών του 20ου αιώνα. Πριν όμως καεί ζωντανή,
πήρε μαζί τις στον τάφο αρκετές ψυχές Βουλγάρων κομιτατζήδων δια μέσου
του πιστολιού της, αν και εγκλωβισμένη στο σπίτι στο οποίο έβαλαν τελικά
φωτιά καίγοντας την μαζί με όσους βρίσκονταν μαζί της εκείνο το κρύο
βράδυ του 1904. Στις 14 Οκτωβρίου 1904 στην Μακεδονία βασιλεύει ο
τρόμος, διότι μια μέρα πριν οι τούρκοι στρατιώτες σε συνεργασία με τους
βούλγαρους κομιτατζήδες δολοφόνησαν τον Παύλο Μελά (Μίκη Ζέζα) στο χωριό
Στάτιστα (το οποίο σήμερα ονομάζεται Παύλος Μελάς προς τιμήν του ήρωα).
Η Μακεδονία θρηνεί έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της. Όλοι είναι
λυπημένοι μα και αισιόδοξοι συνάμα, γιατί ξέρουν πως με το αίμα ενός
τέτοιου παλληκαριού θα ποτιστεί το δέντρο της ελευθερίας και θα
καρπίσει.
Κάπου πιο μακριά σ’ ένα χωριό της
σκλάβας Μακεδονίας, στην Γρίτσιστα (Ελληνικό) της περιοχής Γευγελής
(νότια Σκόπια), ζει μια κοπέλα, η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Είναι η
μόλις 21 ετών δασκάλα του χωριού, η οποία, αν και μικρή στην ηλικία
είναι μεγάλη στην ψυχή. Η Κατερίνα διδάσκει με ζέση τους μαθητές της σαν
να πρόκειται για δικά της παιδιά. Διδάσκει την ιστορία αυτής της
χιλιοβασανισμένης, μα πάντα Ελληνικής γης, που τόσοι και τόσοι βάρβαροι
προσπάθησαν να αφελληνίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όλοι στο χωριό την γνωρίζουν σαν το
καλόκαρδο κορίτσι που βοηθάει πάντα τους Μακεδονομάχους αγωνιστές με
όποιον τρόπο μπορεί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες την έχουν βάλει στο μάτι
γιατί κρατάει άσβεστη την φλόγα της Ελληνικότητας στα μικρά παιδιά και
στο χωριό. Την παρενοχλούν συνεχώς, την βρίζουν, την απειλούν, της
περιγράφουν τι θα της κάνουν όταν θα πέσει στα χέρια τους. Την Κατερίνα
όμως, δεν την νοιάζει η ζωή της παρά μόνο να μην χάσει η Μακεδονία την
ελληνικότητά της. Οι βούλγαροι μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά έχουν
αποθρασυνθεί και θέλουν να τελειώνουν με κάθε εστία Ελληνικής
αντίστασης.
Όταν οι κομιτατζήδες καταφτάνουν στο
χωριό, τα παράθυρα και οι πόρτες των σπιτιών κλείνουν. Οι χωριανοί
κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τις γρίλιες τους κομιτατζήδες να
κατευθύνονται στο σπίτι της δασκάλας. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του
σπιτιού της, της φωνάζουν να βγει έξω. Η Κατερίνα τους ακούει από μέσα
και αποκρίνεται πως «δεν παραδίδεται ποτέ της μια Ελληνίδα». Η ατρόμητη
ψυχή της δεν τους φοβάται. Μαζί της βρίσκονται ακόμη έξι Μακεδονομάχοι
έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους για την πατρίδα. Η περήφανη Ελληνίδα λέει
πως δεν παραδίδεται και με το όπλο της ρίχνει μια βολή εναντίον των
αιμοβόρων κομιτατζήδων και η μάχη ξεκινάει.
Οι σφαίρες των βουλγάρων χτυπάνε τους
τοίχους του σπιτιού γεμίζοντάς το τρύπες. Μετά από τρεις ώρες
αναποτελεσματικών πυροβολισμών κι ενώ φαίνεται ότι το σπίτι της δασκάλας
είναι άπαρτο κάστρο, ένας κομιτατζής δίνει την ιδέα να το κάψουν. Όλοι
συμφωνούν, μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταβάλουν τους Έλληνες
αγωνιστές. Ένας κομιτατζής τρέχει με αναμμένο πυρσό, σπάει το παράθυρο
και τον ρίχνει μέσα. Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ξύλινο και
λαμπαδιάζει αμέσως. Οι αγωνιστές όμως δεν βγαίνουν έξω. Προτιμούν να
καούν ζωντανοί παρά να πέσουν στα χέρια των βουλγάρων. Οι φλόγες
λαμπαδιάζουν το σπίτι, δημιουργώντας μια κόλαση πυρός. Η Κατερίνα όπως
και οι άλλοι αγωνιστές συνεχίζουν να πυροβολούν μέχρι να σωθούν οι
σφαίρες τους και να τους καταπιούν οι φλόγες.
Οι βούλγαροι πανηγυρίζουν για το φοβερό
«κατόρθωμά» τους, καθώς από το σπίτι έχουν πια μείνει μόνο στάχτη και
καπνισμένα ντουβάρια. Ένα ακόμη ολοκαύτωμα, πήρε την θέση του δίπλα στο
Κούγκι, στο Σούλι, στα Σάλωνα, στο Αρκάδι της Κρήτης και σε όλα τα
ολοκαυτώματα του Ελληνισμού για την ελευθερία της πατρίδας από τον
βάρβαρο ζυγό.
Το 1939 βρέθηκε στο νεκροταφείο της Γευγελής ο τάφος της ηρωικής Ελληνίδας δασκάλας. Ο σταυρός, έγραφε:
«Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζομένη,
πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα, ενθάδε κείμαι,
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904».
Λίλη Βλάχου: μια ηρωική δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα
Η Λίλη Βλάχου, αδελφή του Μακεδονομάχου
Ιωάννου Βλάχου ή Τσίσκα ,που σκοτώθηκε το 1906 σε μάχη έξω από το
Μοναστήρι, σπούδασε στο Αρσάκειο με δαπάνη του ελληνικού δημοσίουκαι
ανέλαβε τη Διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Εδέσσης. Και από την πρώτη
στιγμή μπήκε στον αγώνα. Έτσι πέρα από τα άλλα της καθήκοντα,εμψύχωνε με
ομιλίες τους Εδεσσαίους και οι μαθήτριές της, ακολουθώντας τα δικά της
χνάρια, μεταμορφώθηκαν σε θαυμάσιους συνδέσμους των αγωνιστών.
Κι έλαμψε τόσο σύντομα σα δασκάλα και
Μακεδονομάχος, ώστε ο πρόξενος Κορομηλάς την κάλεσε στη Θεσσαλονίκη,
τάχα να ενισχύσει το προσωπικό του διδασκαλείου,στην πραγμαικότητα όμως
να την έχει άμεσο συνεργάτη του.Εκεί η Βλάχου μύησε στον αγώνα όλες τις
δασκάλες,ενώ ανελάμβανε με επιτυχία πολλές δύσκολες αποστολές εκτός
Θεσσαλονίκης.Οι Βούλγαροι θορυβημένοι πλήρωσαν αδρά έναν δήμιο
τουρκαλβανό και την δολοφόνησαν μέσα στο ίδιο της το σχολείο το 1907.
Φωτεινή Αλατά-Παπαδημητρίου.Η 16χρονη δασκάλα
Για την ηρωική αυτή δασκάλα που 16
χρονών πήγε να διδάξει στους σλαβόφωνους Έλληνες ενός χωριού της άνω
κοιλάδας του Στρυμώνα, δεν έχουν γραφτεί πολλά. Την ανακάλυψα μέσα από
μια αναζήτηση φωτογραφιών για τις δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα και
έμεινα άναυδη για την μεγάλη προσφορά της. Η Φωτεινή δεν έδωσε την ζωή
της για την πατρίδα, όπως άλλες δασκάλες που αναφερθήκαμε σε
προηγούμενες αναρτήσεις (δες στο τέλος του άρθρου τους συνδέσμους), είχε
όμως μια σημαντικότατη δράση στο χωριό που διορίστηκε. Ας δούμε
περισσότερα για αυτή την άξια Ελληνίδα δασκάλα και ας τιμήσουμε την
μνήμη της, με αυτή την ελάχιστη αναφορά στο έργο της…
Ξεχωριστή θέση στην ιστορία του
Σταρτσόβου(βλέπε παρακάτω για το ηρωικό χωριό) , κατέχει η ηρωίδα
δασκάλα Φωτεινή Αλατά Παπαδημητρίου.
Στις 13-11-1901 διορίστηκε μέσω του
Μητροπολίτη Μελενίκου, σε ηλικία μόλις 16 ετών η Φωτεινή Αλατά στη θέση
της δασκάλας του χωριού. Η ίδια της επέλεξε αυτή τη θέση αν και ήταν
παράτολμη αυτή της η κίνηση. Οι κάτοικοι τη δέχτηκαν με ενθουσιασμό
καθώς ένα μικρό κοριτσάκι δέχτηκε να διδάξει τα παιδιά τους και κατ’
επέκταση και τους ίδιους τα Ελληνικά. Οι κάτοικοι του χωριού αν και
είχαν έντονα ριζωμένα μέσα τους Ελληνικά πιστεύω μιλούσαν μια σλαβόφωνη
διάλεκτο που είχε ως βάση τη βουλγαρική γλώσσα. Πρώτη κίνηση της μικρής
Φωτεινής ήταν να κάνει το χωριό καθαρά ελληνόφωνο.Έτσι το πρωί δίδασκε
στα παιδιά και το απόγευμα στους γονείς την Ελληνική γλώσσα, τα ήθη και
τα έθιμα. Σ’ αυτό της το έργο τη βοήθησε η μητέρα της, Ευδοκία, καθώς
ήταν γνώστης της βουλγάρικης γλώσσας.
Το έργο της δεν το περιόρισε στη
γλώσσα, αλλά παράλληλα δίδαξε με πολύ μεράκι τα Ελληνικά δημοτικά
τραγούδια, χορούς, βοηθούσε στην κατανόηση του Κυριακάτικου Ευαγγελίου,
ενώ φρόντιζε οι γυναίκες να εμπλουτίζουν τα εργόχειρα τους με ελληνικές
παραστάσεις. Έμεινε στο χωριό εννέα ολόκληρα χρόνια σε αντίθεση με κάθε
συνάδελφο της που εγκατέλειπε τη θέση του μετά από ένα χρόνο
διδασκαλίας. Από το 1901 μέχρι 1911 εργάστηκε σκληρά για τους
Σταρτσοβήτες και αυτοί με τη σειρά τους την αγάπησαν και της παρείχαν
ότι χρειαζόταν.
Για την πλούσια εθνικοπατριωτική της
δράση, η δασκάλα έγινε στόχος, και κυνηγήθηκε πολλές φορές, απ’ τους
κομιτατζήδες. Το 1911 έφυγε από το Στάρτσοβο καθώς παντρεύτηκε τον
Αθανάσιο Παπαδημητρίου και μαζί απέκτησαν έξι παιδιά. Έτσι δεν κατάφερε
να δει την απελευθέρωση του χωριού και την είσοδο του ελληνικού στρατού
(Ιούλιος 1913), αλλά και την τραγική συνέχεια. Tην προσφυγιά των
κατοικων του. μετά την παραχωρηση της γύρω περιοχής στη Βουλγαρία, μετά
την υπογραφή της “Συνθήκης του Βουκουρεστίου” (Αύγουστος 1913). Οι
Σταρτσοβίτες, αφού έκαψαν τα νεκροταφεία, τα σπίτια και όλα τα αρχεία
του χωριού, άφησαν μόνο την εκκλησία του Αγίου Μηνά, εγκατέλειψαν με
δάκρυα στα μάτια το μικρό χωριό τους και κατηφόρισαν για την Πατρίδα.
Περιπλανώμενοι στη βόρεια Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν τελικά στο Νέο
Πετρίτσι, για να αποτελέσουν στη συνέχεια κύριο συστατικό της τοπικής
κοινωνίας.
Η Φωτεινή Αλατά τιμήθηκε από την
Ακαδημία Αθηνών (βραβεύει ανθρώπους του πνεύματος και των γραμμάτων) για
την προσφορά της στο Μακεδονικό Αγώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου