Η
απελευθέρωση του Αγίου Όρους κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο- Η προσπάθεια
διεθνοποίησης του θέματος από Ρωσία, Βουλγαρία και Αυστρία- Η
αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στον Άθω και η οριστική παραχώρηση
του Αγίου Όρους στην Ελλάδα.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912- 1913 έχουμε ασχοληθεί αρκετές φορές με άρθρα μας στο protothema.gr. Ξεχωριστή ιστορία με ξεχωριστή σημασία όμως, έχουν η απελευθέρωση του Αγίου Όρους τον Νοέμβριο του 1912 από τα ελληνικά στρατεύματα, όσο και η προσπάθεια που έγινε από Ρώσους και Βούλγαρους κυρίως, αλλά και Αυστριακούς να μην ενταχθεί ο Άθως στο ελληνικό κράτος.
Το Άγιο Όρος τον 19ο αιώνα
Ήδη από τον 19ο αιώνα η Ρωσία και η Βουλγαρία προσπαθούσαν ν' αποκτήσουν ερείσματα στο Άγιο Όρος με την οικονομική ενίσχυση των μοναστηριών και την αποστολή εκατοντάδων μοναχών.
Η Ρωσία στόχευε παράλληλα, στην ίδρυση νέων μοναστηριών. Επειδή όμως αυτό απαγορευόταν από τους αρχαίους κανονισμούς οι Ρώσοι σχεδίασαν και πέτυχαν την επάνδρωση παλαιών κελιών και στη συνέχεια στην ανύψωσή τους σε κοινοβιακές σκήτες με τελικό στόχο να αναγνωριστούν ως μονές.
Έτσι το 1839 κατέλαβαν την ερημωμένη σκήτη του Προφήτη Ηλία και το 1849 το κελί του Αγίου Ανδρέα κοντά στις Καρυές και τα μετέτρεψαν σε κοινοβιακές σκήτες υψώνοντας γύρω τους τεράστια και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα που δεν είχαν όμως καμία σχέση με την αρχιτεκτονική των μοναστηριών. Παράλληλα εγκαταστάθηκαν στο παλαιό ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, η ηγουμενία του οποίου πέρασε στον έλεγχό τους το 1870.
Είχαν προηγηθεί οι Βούλγαροι, οι οποίοι το 1833 εγκαταστάθηκαν στη μονή Ζωγράφου και το 1835 κατέλαβαν το παλαιό κελί του Ξυλουργού και το μετέτρεψαν σε κοινοβιακή σκήτη με το όνομα Μπογκορόντιτσα. Στα μέσα του 19ου αιώνα έκαναν αισθητή την παρουσία τους και στη Μονή Χιλανδαρίου. Όταν την επισκέφθηκε το 1896 ο βασιλιάς της Σερβίας Αλέξανδρος βρήκε αποκλειστικά Έλληνες και Βούλγαρους μοναχούς. Γρήγορα όμως με την εξόφληση των χρεών της μονής, την υψηλή ετήσια επιχορήγηση και την αποστολή πολλών Σέρβων μοναχών άλλαξε ο εθνολογικός χαρακτήρας της Μονής.
Η απελευθέρωση του Αγίου Όρους (2/15 Νοεμβρίου 1912)
Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης οι Βούλγαροι έδειξαν ξεκάθαρα τις βλέψεις τους και για το Άγιο Όρος. Καταλυτική ήταν τότε η παρέμβαση του Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίου. Ο Ειρηναίος καταγόταν από το Μελένικο (σημαντικό κέντρο του ελληνισμού άλλοτε, που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία). Υπήρξε διευθυντής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και προαλειφόταν για Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, όμως η εκλογή του δεν έγινε λόγω σφοδρών αντιδράσεων από τους Τούρκους. Το 1912 ο Ειρηναίος απευθύνθηκε στους Οθωμανούς αξιωματούχους τους οποίους έπεισε να παραδώσουν την Κασσάνδρεια Χαλκιδικής λέγοντάς τους ότι δήθεν φτάνουν σύντομα στην περιοχή ισχυρότατες ελληνικές δυνάμεις. Έτσι η χερσόνησος παραδόθηκε αναίμακτα στους Έλληνες, οι οποίοι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν είχαν επαρκείς δυνάμεις. Αμέσως μετά ο Ειρηναίος ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο την αποστολή ναυτικών αγημάτων στη Χαλκιδική, κάτι που έγινε πολύ σύντομα. Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος στο δίτομο έργο του '' Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833- 1949'' και προέρχονται από το αρχείο του Ειρηναίου που βρίσκεται σήμερα στην ''Εταιρεία των Φίλων του Λαού''.
Οι Βούλγαροι είχαν βλέψεις και για το Άγιο Όρος. Ο Κωνσταντίνος κινήθηκε αστραπιαία. Έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο:
Πρωθυπουργόν Βενιζέλον- Αθήνας
Ανάγκη καταληφθεί υπό Αγήματος Στόλου Άγιον Όρος και υψωθεί σημαία διότι μανθάνω ταύτην την στιγμήν ότι Βούλγαροι θα προβώσι εις την κατάληψιν αυτού διά ξηράς.
Παρακαλώ δοθώσιν επειγόντως διαταγαί εις Στόλον.
Θεσσαλονίκη 1.11.1912. Κωνσταντίνος
Ο Βενιζέλος ανταποκρίθηκε θετικά. Την επόμενη μέρα μία ναυτική μοίρα με επικεφαλής τον «Αβέρωφ» απέπλευσε από τον Μούδρο της Λέσβου κατευθυνόμενη προς τον Άθω. Οι μοναχοί αντιλήφθηκαν τα ελληνικά πλοία και ξέσπασαν σε ''πρωτοφανείς εκδηλώσεις χαράς ενώ οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα'' (Ι. Σ. Παπαφλωράτος ''Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833- 1949).
Στις 11:30 π.μ. ο «Αβέρωφ» έριξε 21 βολές ανταποδίδοντας τους χαιρετισμούς. Στη συνέχεια το αντιτορπιλικό ''Θύελλα'' κατέπλευσε στη Δάφνη και αποβίβασε ένα άγημα 40 ναυτών με επικεφαλής τον Ανθυποπλοίαρχο Παπαγεωργίου που απελευθέρωσε την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους τις Καρυές. Λίγο αργότερα ο «Αβέρωφ» με τα ανιχνευτικά ''Ιέραξ'' και ''Πάνθηρ'' έφτασε στον όρμο του Πρόβλακα, όπου αποβίβασε 200 άνδρες που κατέλαβαν τη διώρυγα του Ξέρξη. Στις 3 Νοεμβρίου 1912 συνεδρίασαν οι αντιπρόσωποι όλων των μονών εκτός της ρωσικής (του Αγίου Παντελεήμονος) και υπέγραψαν στον κώδικα των πρακτικών μία πράξη με την οποία επικυρωνόταν η κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας.
Η επίσημη ανακήρυξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912.
Η Ιερά Κοινότητα έστειλε και ευχαριστήριο τηλεγράφημα προς της ηγεσία της Ελλάδας.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος απάντησε ως εξής:
Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου
Εν Αθήναις, τη 25η Νοεμβρίου 1912
Πανοσιολογιότατοι
Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως αποδεχόμενος τον φιλόστοργον υμών ασπασμόν ευχαριστώ από μέσης καρδίας επί ταις τιμητικαίς εκφράσεσι δι' ων με περιβάλλουσι αι υμέτεραι Αγιότητες.
Αντισυγχαίρων δε επί τις νίκαις, αίτινες θεία συνάρσει στέψασαι τα ελληνικά όπλα απελύτρωσαν και τους της Αθωνιάδος τόπους, επικαλούμαι τας προς τον Ύψιστον υμετέρας δεήσεις υπέρ της κατά τους κοινούς πόθους περατώσεως του Ιερού αγώνος.
Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
Τα γεγονότα του 1913
Ωστόσο, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και στο χρονικό διάστημα ως την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου έγινε προσπάθεια διεθνοποίησης του Αγίου Όρους, το έδαφος του οποίου θα γινόταν ουδέτερο και θα τελούσε υπό την προστασία της Ελλάδας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ρουμανίας.
Μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους οι Βούλγαροι ζήτησαν από τις ελληνικές αρχές την άδεια να επισκεφθεί ένας λόχος τους τη μονή Ζωγράφου. Η άδεια τους δόθηκε, αλλά ο λόχος όχι απλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μονή, αλλά ύψωσε και τη βουλγαρική σημαία. Να θυμίσουμε απλά ότι κάτι ανάλογο είχε γίνει και στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Αρχιστράτηγος δέχθηκε μετά την απελευθέρωσή της να μπουν δύο βουλγαρικά τάγματα οι γείτονες κατάφεραν να μπει στη συμπρωτεύουσα μια ολόκληρη μεραρχία.
Μετά την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου ένα ελληνικό πλοίο έφτασε στην ακτή μπροστά από τη Μονή Ζωγράφου και απαίτησε την παράδοση των Βούλγαρων, οι οποίοι αρνήθηκαν και οχυρώθηκαν πίσω από τα τείχη της μονής αναμένοντας την άφιξη του στρατού τους. Οι Έλληνες στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί στις Καρυές με τη βοήθεια ανδρών της Χωροφυλακής και Ελλήνων μοναχών πολιόρκησαν τη Μονή Ζωγράφου, ενώ το ελληνικό σκάφος έριξε τρεις άσφαιρες βολές για εκφοβισμό. Οι Βούλγαροι άρχισαν σταδιακά να χάνουν το ηθικό τους, καθώς δεν ήρθαν ποτέ οι συμπατριώτες τους όπως ανέμεναν. Τελικά παραδόθηκαν και μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στον Πειραιά (Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσάτος ''Αγιορείτικη Ιστορία 55 ετών'' στην ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΑΔΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ (1966) ). Προσπάθεια διεθνοποίησης του Αγίου Όρους όμως έγινε και στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου από τη Ρωσία. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Βιέννης και του Λονδίνου, που ζήτησαν επίσης τη συμμετοχή τους στη διοίκηση του Αγίου Όρους, καθώς οι οι υπήκοοί τους (Βόσνιοι και Κύπριοι) διαβιούσαν στις Μονές. Θυμίζουμε ότι από το 1905 η Βοσνία- Ερζεγοβίνη ανήκε στην Αυστροουγγαρία ενώ η Κύπρος βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή.
Στις 12 Μαΐου 1913 ο Ρώσος αντιπρόσωπος έφερε το ζήτημα του καθεστώτος του Αγίου Όρους στη Διάσκεψη του Λονδίνου παρουσιάζοντας και υπόμνημα των Ρώσων μοναχών ζητώντας τα εξής:
i) να αναγνωριστεί το Άγιο Όρος έδαφος αυτόνομο και ουδέτερο υπό την προστασία της Ρωσίας και των πέντε βαλκανικών ορθόδοξων χωρών.
ii) οι αντιπρόσωποι των χωρών αυτών να καθορίσουν τις αρχές διοίκησης του Αγίου Όρους.
iii) η εκλογή των μελών της Κοινότητας να γίνεται από όλους τους μοναχούς με βάση έναν αντιπρόσωπο για κάθε 200 ή 250 μοναχούς, μοναστηριακούς ή κελιώτες και
iv) κατάργηση της ιδιοκτησίας του Άθω από τις είκοσι μονές, πλέον κάθε ίδρυμα (μοναστήρι, σκηνή ή κελί) θα κατέχει το έδαφός του κυριαρχικά.
(Το όλο έγγραφο δημοσιεύει ο αρχιμανδρίτης Βησσαρίων ηγούμενος της μονής Γρηγορίου στη μελέτη του ''Οι Αγώνες του Αγίου όρους κατά της Διεθνοποιήσεως αυτού'', Χρονικά της Χαλκιδικής 6, 1963, σελ. 179- 180). Η εφαρμογή των όρων αυτών κατέλυε τον αρχαίο τρόπο διοίκησης της Αθωνικής Πολιτείας και άφηνε το Άγιο Όρος στην απόλυτη κυριαρχία των Ρώσων, ενώ η κατακερμάτιση της ιδιοκτησίας θα έφερνε τη διάλυση του μοναχισμού στον Άθω. Μετά την αντίδραση των άλλων κρατών το ζήτημα του Αγίου Όρους παραπέμφθηκε σε πρεσβευτική διάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία και Ρωσία). Στη διάσκεψη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) δεν λύνεται οριστικά το θέμα. Ωστόσο, το Άγιο Όρος περιήλθε κατά κάποιον τρόπο σε ελληνική κυριαρχία, καθώς βρίσκεται εντός των ορίων του νέου ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα στο άρθρο 5 της Συνθήκης του Βουκουρεστίου καθορίζονται τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα με την οροθετική γραμμή να ξεκινά ''από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες και καταληγούσης εις τας εις το Αιγαίον Πέλαγον εκβολάς του ποταμού Νέστου''.
Με αυτό τον τρόπο το Άγιο Όρος παραχωρήθηκε σιωπηρά στην Ελλάδα. Καθώς όμως δεν γινόταν ρητή και ονομαστική αναφορά σ' αυτό, δημιουργήθηκαν προβλήματα όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Στο Βουκουρέστι, δόθηκε μεγάλη μάχη για την Καβάλα που, πέρα από όλα τ’ άλλα, έχει και λόγω του λιμανιού της, τεράστια σημασία. Οι Βούλγαροι, με τη συνδρομή των Ρώσων, επιδίωξαν να δοθεί σ’ αυτούς η Καβάλα. Τελικά μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις η Καβάλα δόθηκε στην Ελλάδα. Αυτό έκανε τους πανσλαβιστικούς κύκλους, να ασχοληθούν με μεγαλύτερη θέρμη με το Άγιο Όρος. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας «Ρουσκάγια Σνάμια» («Ρωσική Σημαία»), της 12/10/1913:
«Η Ρωσία υπολόγιζεν να αποκτήσει ίδιον (δικό της) λιμένα εις Καβάλαν παραχωρημένην εις Βουλγαρίαν. Μετά την υπό των Ελλήνων κατάκτησιν αυτής, είδε εαυτήν και πάλι εν τη ανάγκη να σκεφθεί περί βάσεων εν Μεσογείω, τοιαύτη δε δεν υπολείπεται άλλη πλην του όρμου Καρυών (Δάφνης) εις τους πρόποδες του Αγίου Όρους. Προς κατάληψιν αυτής εχρειάζετο αφορμή, ταύτη δε εδημιουργήθη δια της αιτήσεως ενός Μοναστηρίου του Άθω (ενν. της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος), ζητήσαντος την προστασίαν της Ρωσίας».
Την αίτηση αυτή, υπέβαλλαν 20 Ρώσοι κελιώτες μοναχοί που συνέταξαν ένα υπόμνημα προς την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη (12 Μαΐου 1913).
Οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις (εκτός της Ρωσίας), δεν πήραν επίσημα μέρος στις διαπραγματεύσεις, αλλά κινήθηκαν παρασκηνιακά. Αλλά και η ρωσική κυβέρνηση μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου άρχισε να δείχνει πιο διαλλακτική, καθώς έβλεπε ότι τα άλλα βαλκανικά κράτη, έστω και σιωπηρά, αναγνώριζαν την ελληνική κυριαρχία στον Άθω, προσπάθησε να διαπραγματευθεί διμερώς με την Ελλάδα, θέλοντας να επιβληθεί στο Άγιο Όρος ένα είδος ελληνορωσικής συγκυριαρχίας.
Η χώρα μας, που χρειαζόταν τη ρωσική στήριξη, δεν αρνήθηκε κατ’ αρχάς να συνομιλήσει. Αποφασίστηκε μάλιστα οι συζητήσεις να γίνουν στην Κωνσταντινούπολη, για να εκφέρει τη γνώμη του, αν χρειαζόταν και ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών στην Κωνσταντινούπολη (1914), ο Ρώσος πρεσβευτής de Giers έδωσε στον Έλληνα συνάδελφό του ένα υπόμνημα που περιείχε 7 φανερά άρθρα και 6 μυστικά και επαναλάμβανε τις γνωστές ρωσικές απαιτήσεις. Σύμφωνα με τα φανερά άρθρα, προτεινόταν συγκυριαρχία Ελλάδας – Ρωσίας, ενώ σύμφωνα με τα εμπιστευτικά, άνοιγε ο δρόμος για την απόλυτη εξουσία των Ρώσων στον Άθω. Το υπόμνημα στάλθηκε και στο Άγιο Όρος, αλλά η Ιερά Κοινότητα αρνήθηκε να το εξετάσει.
Στο μεταξύ, το πρωτόκολλο της πρεσβευτικής συνδιάσκεψης που υπογράφτηκε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1913, περιείχε μια συμβιβαστική λύση: το Άγιο Όρος θα ήταν αυτόνομο, ανεξάρτητο και ουδέτερο (ικανοποιώντας έτσι τα ρωσικά αιτήματα), θα διευθυνόταν από το Συμβούλιο των είκοσι αντιπροσώπων και τα μοναστήρια παρέμεναν ιδιοκτήτες του εδάφους (ικανοποίηση αιτημάτων των Αγιορειτών).
Προβλεπόταν επίσης, ότι το Άγιο Όρος θα είχε δική του αστυνομική δύναμη, θα απαγορευόταν η στάθμευση πολεμικών πλοίων στον Άθω, ενώ μπορούσαν να εγκατασταθούν ελεύθερα σε νοικιασμένα εδάφη ορθόδοξοι μοναχοί.
Όλα αυτά όμως, και ιδιαίτερα οι ρωσικές ενέργειες, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Αγιορειτών μοναχών.
Στις 19 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου 1913, η Ιερά Κοινότητα απηύθυνε προς τον πρόεδρο της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου ένα υπόμνημα από έξι κεφάλαια υπογεγραμμένο από τους είκοσι αντιπροσώπους των Μονών (μεταξύ των οποίων και ο Ρώσος), το οποίο υποδείκνυε ότι σύμφωνα με αποστολικούς κανόνες και πολιτικούς νόμους η συγκυριαρχία είναι αδύνατη και προσβάλλει τα δίκαια των άλλων Δυνάμεων. Παράλληλα, στο υπόμνημα αναλυόταν η λειτουργία του καθεστώτος, τόσο της Κοινότητας και της Επιστασίας, όσο και κάθε μονής και των εξαρτημάτων της. Επίσης, με εγκύκλιό της, στις 24 Σεπτεμβρίου, καλούσε σε Έκτακτη Σύναξη στις 2 Οκτωβρίου 1913.
Στη συνεδρίαση αυτή, αποφασίστηκε ομόφωνα να συνταχθεί ένα έγγραφο με το όνομα «Ιερόν Ψήφισμα» και να υπογραφτεί στο ναό του Πρωτάτου μπροστά στην εικόνα «Άξιον Εστί». Το ψήφισμα υπογράφτηκε την επομένη, 3 Οκτωβρίου 1913, παρουσία 500 μοναχών και εκατοντάδων λαϊκών, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν αξιωματικοί και οπλίτες του Ελληνικού Στρατού.
Το υπογράφουν 19 μέλη (εκτός του Ρώσου) της Τακτικής Σύναξης και τα 19 της Έκτακτης. Περιέχει 19 άρθρα. Μετά την έκφραση ευγνωμοσύνης στον Ύψιστο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο (ο πατέρας του Γεώργιος είχε δολοφονηθεί στις 5 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά), «διατάσσει» ότι η ελληνική σημαία θα εξακολουθήσει να κυματίζει σε όλα τα ιδρύματα του Άθω, κηρύσσει το αυτοδιοίκητο του μοναστηριακού πολιτεύματος, κάτω από την πνευματική δικαιοδοσία του Πατριάρχη στα πλαίσια των Γενικών Κανονισμών και αναγνωρίζει ότι όλα τα δικαιώματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας στο Άγιο Όρος έχουν μεταβιβαστεί στο ελληνικό βασίλειο. Αποκρούει κάθε ιδέα «διεθνοποιήσεως ή ουδετεροποιήσεως ή συγκυριαρχίας ή συμπροστασίας» και θεωρεί το Άγιο Όρος αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού εδάφους. Το ψήφισμα καθαρογράφτηκε σε μεμβράνη, σφραγίσθηκε από την Ιερά Κοινότητα και τις μονές και στάλθηκε (μέσω των πρεσβειών τους στην Αθήνα), σε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις (και την Ρωσία).
Στις 17/30 Οκτωβρίου, επιτροπή αντιπροσώπων έγινε δεκτή από τον Κωνσταντίνο στα ανάκτορα. Ο επικεφαλής της επιτροπής κρατούσε τη ράβδο του κατά το παλαιό τυπικό των βυζαντινών αυτοκρατόρων και της βυζαντινής αυλής. Στο ψήφισμα, αφού εγκωμιαζόταν ο Κωνσταντίνος, γινόταν αναφορά στην προσπάθεια απόσπασης του Αγίου Όρους από την Ελλάδα. Και κατέληγε ως εξής:
«Όχι, Βασιλεύ Ευσεβέστατε, δεν ανεχόμεθα την αδικίαν ταύτην, διότι αντιβαίνει εις το θέλημα του Θεού και απεφασίσαμεν προ της Σεπτής Εικόνος της Αειπαρθένου Μαρίας, ότι ούτε ζωή, ούτε θάνατος δύναται να χωρίσει ημάς από Σου, του απεσταλμένου προς ημάς υπό του Θεού. Την απόφασιν ημών ταύτην καταθέτομεν γραπτήν εις τας Βασιλικάς Σου Χείρας».
Ο Κωνσταντίνος, μεταξύ άλλων, είπε και τα εξής:
«Παρακολουθώ το ζήτημα του Αγίου Όρους μετά μεγίστης προσοχής και επιμελείας. Ας ελπίζομεν όλα εις τον Θεόν. Εστέ ήσυχοι εν πάση περιπτώσει»
Ρώτησε αν υπάρχουν Έλληνες μοναχοί στη ρωσική μονή. «Υπάρχουν αρκετοί, Μεγαλειότατε, συμβιούν δε εν αγάπη και ομονοία με τους Ρώσους», απάντησε ο Πρόεδρος.
Στο τέλος της συνάντησης, ο Κωνσταντίνος υποσχέθηκε ότι θα επισκεφθεί σύντομα τον Άθω.
Η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Αύγουστος 1914) και η Ρωσική Επανάσταση του 1917, τερμάτισαν τη ρωσική «απειλή» για το Άγιο Όρος.
Η χώρα μας συνέχισε ν’ ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα στον Άθω, χωρίς να περιορίζεται από καμία διεθνή σύμβαση. Το 1918, μετά από αίτηση της Ιεράς Κοινότητας πήγε στο Άγιο Όρος ως νομικός σύμβουλος ο Ι. Στεφανίδης. Υπό την προεδρία του και με τη συνεργασία του συντάχθηκε από επιτροπή Αγιορειτών ο λεγόμενος «Θεμελιώδης Χάρτης του Άγιου Όρους». Με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 και τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, αναγνωρίστηκε οριστικά η ελληνική επικυριαρχία στο Άγιο Όρος, με μόνη προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα σέβεται και θα αναγνωρίζει τις ελευθερίες των μη ελληνικής καταγωγής μοναχών.
Όλα όσα κέρδισαν, με πολλές δυσκολίες, οι πρόγονοί μας, δεν θα πρέπει να τα απεμπολούμε. Ανεύθυνες και αβασάνιστες ενέργειες και υπογραφές, με τις οποίες αναγνωρίζονται ως (Βορειο)Μακεδόνες, με μακεδονική γλώσσα και ιθαγένεια, κάποιοι που ως τα τέλη του 6ου μ. Χ. αιώνα κατοικούσαν βόρεια του Δούναβη, είναι απαράδεκτες και εθνικά επιζήμιες. Ελπίζουμε κι ευχόμαστε να μην είναι και μοιραίες…
Πηγές:
Δρ Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949», εκδόσεις Σάκκουλα 2014. Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, «Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ (1600-1927), ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1999
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Γ. ΜΥΛΩΝΑΚΟΣ, «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΣΛΑΥΟΙ», ΑΘΗΝΑ 1960
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912- 1913 έχουμε ασχοληθεί αρκετές φορές με άρθρα μας στο protothema.gr. Ξεχωριστή ιστορία με ξεχωριστή σημασία όμως, έχουν η απελευθέρωση του Αγίου Όρους τον Νοέμβριο του 1912 από τα ελληνικά στρατεύματα, όσο και η προσπάθεια που έγινε από Ρώσους και Βούλγαρους κυρίως, αλλά και Αυστριακούς να μην ενταχθεί ο Άθως στο ελληνικό κράτος.
Το Άγιο Όρος τον 19ο αιώνα
Ήδη από τον 19ο αιώνα η Ρωσία και η Βουλγαρία προσπαθούσαν ν' αποκτήσουν ερείσματα στο Άγιο Όρος με την οικονομική ενίσχυση των μοναστηριών και την αποστολή εκατοντάδων μοναχών.
Η Ρωσία στόχευε παράλληλα, στην ίδρυση νέων μοναστηριών. Επειδή όμως αυτό απαγορευόταν από τους αρχαίους κανονισμούς οι Ρώσοι σχεδίασαν και πέτυχαν την επάνδρωση παλαιών κελιών και στη συνέχεια στην ανύψωσή τους σε κοινοβιακές σκήτες με τελικό στόχο να αναγνωριστούν ως μονές.
Έτσι το 1839 κατέλαβαν την ερημωμένη σκήτη του Προφήτη Ηλία και το 1849 το κελί του Αγίου Ανδρέα κοντά στις Καρυές και τα μετέτρεψαν σε κοινοβιακές σκήτες υψώνοντας γύρω τους τεράστια και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα που δεν είχαν όμως καμία σχέση με την αρχιτεκτονική των μοναστηριών. Παράλληλα εγκαταστάθηκαν στο παλαιό ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, η ηγουμενία του οποίου πέρασε στον έλεγχό τους το 1870.
Είχαν προηγηθεί οι Βούλγαροι, οι οποίοι το 1833 εγκαταστάθηκαν στη μονή Ζωγράφου και το 1835 κατέλαβαν το παλαιό κελί του Ξυλουργού και το μετέτρεψαν σε κοινοβιακή σκήτη με το όνομα Μπογκορόντιτσα. Στα μέσα του 19ου αιώνα έκαναν αισθητή την παρουσία τους και στη Μονή Χιλανδαρίου. Όταν την επισκέφθηκε το 1896 ο βασιλιάς της Σερβίας Αλέξανδρος βρήκε αποκλειστικά Έλληνες και Βούλγαρους μοναχούς. Γρήγορα όμως με την εξόφληση των χρεών της μονής, την υψηλή ετήσια επιχορήγηση και την αποστολή πολλών Σέρβων μοναχών άλλαξε ο εθνολογικός χαρακτήρας της Μονής.
Η απελευθέρωση του Αγίου Όρους (2/15 Νοεμβρίου 1912)
Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης οι Βούλγαροι έδειξαν ξεκάθαρα τις βλέψεις τους και για το Άγιο Όρος. Καταλυτική ήταν τότε η παρέμβαση του Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίου. Ο Ειρηναίος καταγόταν από το Μελένικο (σημαντικό κέντρο του ελληνισμού άλλοτε, που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία). Υπήρξε διευθυντής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και προαλειφόταν για Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, όμως η εκλογή του δεν έγινε λόγω σφοδρών αντιδράσεων από τους Τούρκους. Το 1912 ο Ειρηναίος απευθύνθηκε στους Οθωμανούς αξιωματούχους τους οποίους έπεισε να παραδώσουν την Κασσάνδρεια Χαλκιδικής λέγοντάς τους ότι δήθεν φτάνουν σύντομα στην περιοχή ισχυρότατες ελληνικές δυνάμεις. Έτσι η χερσόνησος παραδόθηκε αναίμακτα στους Έλληνες, οι οποίοι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν είχαν επαρκείς δυνάμεις. Αμέσως μετά ο Ειρηναίος ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο την αποστολή ναυτικών αγημάτων στη Χαλκιδική, κάτι που έγινε πολύ σύντομα. Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτει ο Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος στο δίτομο έργο του '' Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833- 1949'' και προέρχονται από το αρχείο του Ειρηναίου που βρίσκεται σήμερα στην ''Εταιρεία των Φίλων του Λαού''.
Οι Βούλγαροι είχαν βλέψεις και για το Άγιο Όρος. Ο Κωνσταντίνος κινήθηκε αστραπιαία. Έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο:
Πρωθυπουργόν Βενιζέλον- Αθήνας
Ανάγκη καταληφθεί υπό Αγήματος Στόλου Άγιον Όρος και υψωθεί σημαία διότι μανθάνω ταύτην την στιγμήν ότι Βούλγαροι θα προβώσι εις την κατάληψιν αυτού διά ξηράς.
Παρακαλώ δοθώσιν επειγόντως διαταγαί εις Στόλον.
Θεσσαλονίκη 1.11.1912. Κωνσταντίνος
Ο Βενιζέλος ανταποκρίθηκε θετικά. Την επόμενη μέρα μία ναυτική μοίρα με επικεφαλής τον «Αβέρωφ» απέπλευσε από τον Μούδρο της Λέσβου κατευθυνόμενη προς τον Άθω. Οι μοναχοί αντιλήφθηκαν τα ελληνικά πλοία και ξέσπασαν σε ''πρωτοφανείς εκδηλώσεις χαράς ενώ οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα'' (Ι. Σ. Παπαφλωράτος ''Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833- 1949).
Στις 11:30 π.μ. ο «Αβέρωφ» έριξε 21 βολές ανταποδίδοντας τους χαιρετισμούς. Στη συνέχεια το αντιτορπιλικό ''Θύελλα'' κατέπλευσε στη Δάφνη και αποβίβασε ένα άγημα 40 ναυτών με επικεφαλής τον Ανθυποπλοίαρχο Παπαγεωργίου που απελευθέρωσε την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους τις Καρυές. Λίγο αργότερα ο «Αβέρωφ» με τα ανιχνευτικά ''Ιέραξ'' και ''Πάνθηρ'' έφτασε στον όρμο του Πρόβλακα, όπου αποβίβασε 200 άνδρες που κατέλαβαν τη διώρυγα του Ξέρξη. Στις 3 Νοεμβρίου 1912 συνεδρίασαν οι αντιπρόσωποι όλων των μονών εκτός της ρωσικής (του Αγίου Παντελεήμονος) και υπέγραψαν στον κώδικα των πρακτικών μία πράξη με την οποία επικυρωνόταν η κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας.
Η επίσημη ανακήρυξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912.
Η Ιερά Κοινότητα έστειλε και ευχαριστήριο τηλεγράφημα προς της ηγεσία της Ελλάδας.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος απάντησε ως εξής:
Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου
Εν Αθήναις, τη 25η Νοεμβρίου 1912
Πανοσιολογιότατοι
Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως αποδεχόμενος τον φιλόστοργον υμών ασπασμόν ευχαριστώ από μέσης καρδίας επί ταις τιμητικαίς εκφράσεσι δι' ων με περιβάλλουσι αι υμέτεραι Αγιότητες.
Αντισυγχαίρων δε επί τις νίκαις, αίτινες θεία συνάρσει στέψασαι τα ελληνικά όπλα απελύτρωσαν και τους της Αθωνιάδος τόπους, επικαλούμαι τας προς τον Ύψιστον υμετέρας δεήσεις υπέρ της κατά τους κοινούς πόθους περατώσεως του Ιερού αγώνος.
Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
Τα γεγονότα του 1913
Ωστόσο, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και στο χρονικό διάστημα ως την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου έγινε προσπάθεια διεθνοποίησης του Αγίου Όρους, το έδαφος του οποίου θα γινόταν ουδέτερο και θα τελούσε υπό την προστασία της Ελλάδας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας, του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ρουμανίας.
Μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους οι Βούλγαροι ζήτησαν από τις ελληνικές αρχές την άδεια να επισκεφθεί ένας λόχος τους τη μονή Ζωγράφου. Η άδεια τους δόθηκε, αλλά ο λόχος όχι απλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μονή, αλλά ύψωσε και τη βουλγαρική σημαία. Να θυμίσουμε απλά ότι κάτι ανάλογο είχε γίνει και στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Αρχιστράτηγος δέχθηκε μετά την απελευθέρωσή της να μπουν δύο βουλγαρικά τάγματα οι γείτονες κατάφεραν να μπει στη συμπρωτεύουσα μια ολόκληρη μεραρχία.
Μετά την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου ένα ελληνικό πλοίο έφτασε στην ακτή μπροστά από τη Μονή Ζωγράφου και απαίτησε την παράδοση των Βούλγαρων, οι οποίοι αρνήθηκαν και οχυρώθηκαν πίσω από τα τείχη της μονής αναμένοντας την άφιξη του στρατού τους. Οι Έλληνες στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί στις Καρυές με τη βοήθεια ανδρών της Χωροφυλακής και Ελλήνων μοναχών πολιόρκησαν τη Μονή Ζωγράφου, ενώ το ελληνικό σκάφος έριξε τρεις άσφαιρες βολές για εκφοβισμό. Οι Βούλγαροι άρχισαν σταδιακά να χάνουν το ηθικό τους, καθώς δεν ήρθαν ποτέ οι συμπατριώτες τους όπως ανέμεναν. Τελικά παραδόθηκαν και μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στον Πειραιά (Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσάτος ''Αγιορείτικη Ιστορία 55 ετών'' στην ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΑΔΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ (1966) ). Προσπάθεια διεθνοποίησης του Αγίου Όρους όμως έγινε και στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου από τη Ρωσία. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Βιέννης και του Λονδίνου, που ζήτησαν επίσης τη συμμετοχή τους στη διοίκηση του Αγίου Όρους, καθώς οι οι υπήκοοί τους (Βόσνιοι και Κύπριοι) διαβιούσαν στις Μονές. Θυμίζουμε ότι από το 1905 η Βοσνία- Ερζεγοβίνη ανήκε στην Αυστροουγγαρία ενώ η Κύπρος βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή.
Στις 12 Μαΐου 1913 ο Ρώσος αντιπρόσωπος έφερε το ζήτημα του καθεστώτος του Αγίου Όρους στη Διάσκεψη του Λονδίνου παρουσιάζοντας και υπόμνημα των Ρώσων μοναχών ζητώντας τα εξής:
i) να αναγνωριστεί το Άγιο Όρος έδαφος αυτόνομο και ουδέτερο υπό την προστασία της Ρωσίας και των πέντε βαλκανικών ορθόδοξων χωρών.
ii) οι αντιπρόσωποι των χωρών αυτών να καθορίσουν τις αρχές διοίκησης του Αγίου Όρους.
iii) η εκλογή των μελών της Κοινότητας να γίνεται από όλους τους μοναχούς με βάση έναν αντιπρόσωπο για κάθε 200 ή 250 μοναχούς, μοναστηριακούς ή κελιώτες και
iv) κατάργηση της ιδιοκτησίας του Άθω από τις είκοσι μονές, πλέον κάθε ίδρυμα (μοναστήρι, σκηνή ή κελί) θα κατέχει το έδαφός του κυριαρχικά.
(Το όλο έγγραφο δημοσιεύει ο αρχιμανδρίτης Βησσαρίων ηγούμενος της μονής Γρηγορίου στη μελέτη του ''Οι Αγώνες του Αγίου όρους κατά της Διεθνοποιήσεως αυτού'', Χρονικά της Χαλκιδικής 6, 1963, σελ. 179- 180). Η εφαρμογή των όρων αυτών κατέλυε τον αρχαίο τρόπο διοίκησης της Αθωνικής Πολιτείας και άφηνε το Άγιο Όρος στην απόλυτη κυριαρχία των Ρώσων, ενώ η κατακερμάτιση της ιδιοκτησίας θα έφερνε τη διάλυση του μοναχισμού στον Άθω. Μετά την αντίδραση των άλλων κρατών το ζήτημα του Αγίου Όρους παραπέμφθηκε σε πρεσβευτική διάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία και Ρωσία). Στη διάσκεψη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) δεν λύνεται οριστικά το θέμα. Ωστόσο, το Άγιο Όρος περιήλθε κατά κάποιον τρόπο σε ελληνική κυριαρχία, καθώς βρίσκεται εντός των ορίων του νέου ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα στο άρθρο 5 της Συνθήκης του Βουκουρεστίου καθορίζονται τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα με την οροθετική γραμμή να ξεκινά ''από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες και καταληγούσης εις τας εις το Αιγαίον Πέλαγον εκβολάς του ποταμού Νέστου''.
Με αυτό τον τρόπο το Άγιο Όρος παραχωρήθηκε σιωπηρά στην Ελλάδα. Καθώς όμως δεν γινόταν ρητή και ονομαστική αναφορά σ' αυτό, δημιουργήθηκαν προβλήματα όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Στο Βουκουρέστι, δόθηκε μεγάλη μάχη για την Καβάλα που, πέρα από όλα τ’ άλλα, έχει και λόγω του λιμανιού της, τεράστια σημασία. Οι Βούλγαροι, με τη συνδρομή των Ρώσων, επιδίωξαν να δοθεί σ’ αυτούς η Καβάλα. Τελικά μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις η Καβάλα δόθηκε στην Ελλάδα. Αυτό έκανε τους πανσλαβιστικούς κύκλους, να ασχοληθούν με μεγαλύτερη θέρμη με το Άγιο Όρος. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας «Ρουσκάγια Σνάμια» («Ρωσική Σημαία»), της 12/10/1913:
«Η Ρωσία υπολόγιζεν να αποκτήσει ίδιον (δικό της) λιμένα εις Καβάλαν παραχωρημένην εις Βουλγαρίαν. Μετά την υπό των Ελλήνων κατάκτησιν αυτής, είδε εαυτήν και πάλι εν τη ανάγκη να σκεφθεί περί βάσεων εν Μεσογείω, τοιαύτη δε δεν υπολείπεται άλλη πλην του όρμου Καρυών (Δάφνης) εις τους πρόποδες του Αγίου Όρους. Προς κατάληψιν αυτής εχρειάζετο αφορμή, ταύτη δε εδημιουργήθη δια της αιτήσεως ενός Μοναστηρίου του Άθω (ενν. της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος), ζητήσαντος την προστασίαν της Ρωσίας».
Την αίτηση αυτή, υπέβαλλαν 20 Ρώσοι κελιώτες μοναχοί που συνέταξαν ένα υπόμνημα προς την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη (12 Μαΐου 1913).
Οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις (εκτός της Ρωσίας), δεν πήραν επίσημα μέρος στις διαπραγματεύσεις, αλλά κινήθηκαν παρασκηνιακά. Αλλά και η ρωσική κυβέρνηση μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου άρχισε να δείχνει πιο διαλλακτική, καθώς έβλεπε ότι τα άλλα βαλκανικά κράτη, έστω και σιωπηρά, αναγνώριζαν την ελληνική κυριαρχία στον Άθω, προσπάθησε να διαπραγματευθεί διμερώς με την Ελλάδα, θέλοντας να επιβληθεί στο Άγιο Όρος ένα είδος ελληνορωσικής συγκυριαρχίας.
Η χώρα μας, που χρειαζόταν τη ρωσική στήριξη, δεν αρνήθηκε κατ’ αρχάς να συνομιλήσει. Αποφασίστηκε μάλιστα οι συζητήσεις να γίνουν στην Κωνσταντινούπολη, για να εκφέρει τη γνώμη του, αν χρειαζόταν και ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Στην διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών στην Κωνσταντινούπολη (1914), ο Ρώσος πρεσβευτής de Giers έδωσε στον Έλληνα συνάδελφό του ένα υπόμνημα που περιείχε 7 φανερά άρθρα και 6 μυστικά και επαναλάμβανε τις γνωστές ρωσικές απαιτήσεις. Σύμφωνα με τα φανερά άρθρα, προτεινόταν συγκυριαρχία Ελλάδας – Ρωσίας, ενώ σύμφωνα με τα εμπιστευτικά, άνοιγε ο δρόμος για την απόλυτη εξουσία των Ρώσων στον Άθω. Το υπόμνημα στάλθηκε και στο Άγιο Όρος, αλλά η Ιερά Κοινότητα αρνήθηκε να το εξετάσει.
Στο μεταξύ, το πρωτόκολλο της πρεσβευτικής συνδιάσκεψης που υπογράφτηκε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1913, περιείχε μια συμβιβαστική λύση: το Άγιο Όρος θα ήταν αυτόνομο, ανεξάρτητο και ουδέτερο (ικανοποιώντας έτσι τα ρωσικά αιτήματα), θα διευθυνόταν από το Συμβούλιο των είκοσι αντιπροσώπων και τα μοναστήρια παρέμεναν ιδιοκτήτες του εδάφους (ικανοποίηση αιτημάτων των Αγιορειτών).
Προβλεπόταν επίσης, ότι το Άγιο Όρος θα είχε δική του αστυνομική δύναμη, θα απαγορευόταν η στάθμευση πολεμικών πλοίων στον Άθω, ενώ μπορούσαν να εγκατασταθούν ελεύθερα σε νοικιασμένα εδάφη ορθόδοξοι μοναχοί.
Όλα αυτά όμως, και ιδιαίτερα οι ρωσικές ενέργειες, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Αγιορειτών μοναχών.
Στις 19 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου 1913, η Ιερά Κοινότητα απηύθυνε προς τον πρόεδρο της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου ένα υπόμνημα από έξι κεφάλαια υπογεγραμμένο από τους είκοσι αντιπροσώπους των Μονών (μεταξύ των οποίων και ο Ρώσος), το οποίο υποδείκνυε ότι σύμφωνα με αποστολικούς κανόνες και πολιτικούς νόμους η συγκυριαρχία είναι αδύνατη και προσβάλλει τα δίκαια των άλλων Δυνάμεων. Παράλληλα, στο υπόμνημα αναλυόταν η λειτουργία του καθεστώτος, τόσο της Κοινότητας και της Επιστασίας, όσο και κάθε μονής και των εξαρτημάτων της. Επίσης, με εγκύκλιό της, στις 24 Σεπτεμβρίου, καλούσε σε Έκτακτη Σύναξη στις 2 Οκτωβρίου 1913.
Στη συνεδρίαση αυτή, αποφασίστηκε ομόφωνα να συνταχθεί ένα έγγραφο με το όνομα «Ιερόν Ψήφισμα» και να υπογραφτεί στο ναό του Πρωτάτου μπροστά στην εικόνα «Άξιον Εστί». Το ψήφισμα υπογράφτηκε την επομένη, 3 Οκτωβρίου 1913, παρουσία 500 μοναχών και εκατοντάδων λαϊκών, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν αξιωματικοί και οπλίτες του Ελληνικού Στρατού.
Το υπογράφουν 19 μέλη (εκτός του Ρώσου) της Τακτικής Σύναξης και τα 19 της Έκτακτης. Περιέχει 19 άρθρα. Μετά την έκφραση ευγνωμοσύνης στον Ύψιστο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο (ο πατέρας του Γεώργιος είχε δολοφονηθεί στις 5 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά), «διατάσσει» ότι η ελληνική σημαία θα εξακολουθήσει να κυματίζει σε όλα τα ιδρύματα του Άθω, κηρύσσει το αυτοδιοίκητο του μοναστηριακού πολιτεύματος, κάτω από την πνευματική δικαιοδοσία του Πατριάρχη στα πλαίσια των Γενικών Κανονισμών και αναγνωρίζει ότι όλα τα δικαιώματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας στο Άγιο Όρος έχουν μεταβιβαστεί στο ελληνικό βασίλειο. Αποκρούει κάθε ιδέα «διεθνοποιήσεως ή ουδετεροποιήσεως ή συγκυριαρχίας ή συμπροστασίας» και θεωρεί το Άγιο Όρος αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού εδάφους. Το ψήφισμα καθαρογράφτηκε σε μεμβράνη, σφραγίσθηκε από την Ιερά Κοινότητα και τις μονές και στάλθηκε (μέσω των πρεσβειών τους στην Αθήνα), σε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις (και την Ρωσία).
Στις 17/30 Οκτωβρίου, επιτροπή αντιπροσώπων έγινε δεκτή από τον Κωνσταντίνο στα ανάκτορα. Ο επικεφαλής της επιτροπής κρατούσε τη ράβδο του κατά το παλαιό τυπικό των βυζαντινών αυτοκρατόρων και της βυζαντινής αυλής. Στο ψήφισμα, αφού εγκωμιαζόταν ο Κωνσταντίνος, γινόταν αναφορά στην προσπάθεια απόσπασης του Αγίου Όρους από την Ελλάδα. Και κατέληγε ως εξής:
«Όχι, Βασιλεύ Ευσεβέστατε, δεν ανεχόμεθα την αδικίαν ταύτην, διότι αντιβαίνει εις το θέλημα του Θεού και απεφασίσαμεν προ της Σεπτής Εικόνος της Αειπαρθένου Μαρίας, ότι ούτε ζωή, ούτε θάνατος δύναται να χωρίσει ημάς από Σου, του απεσταλμένου προς ημάς υπό του Θεού. Την απόφασιν ημών ταύτην καταθέτομεν γραπτήν εις τας Βασιλικάς Σου Χείρας».
Ο Κωνσταντίνος, μεταξύ άλλων, είπε και τα εξής:
«Παρακολουθώ το ζήτημα του Αγίου Όρους μετά μεγίστης προσοχής και επιμελείας. Ας ελπίζομεν όλα εις τον Θεόν. Εστέ ήσυχοι εν πάση περιπτώσει»
Ρώτησε αν υπάρχουν Έλληνες μοναχοί στη ρωσική μονή. «Υπάρχουν αρκετοί, Μεγαλειότατε, συμβιούν δε εν αγάπη και ομονοία με τους Ρώσους», απάντησε ο Πρόεδρος.
Στο τέλος της συνάντησης, ο Κωνσταντίνος υποσχέθηκε ότι θα επισκεφθεί σύντομα τον Άθω.
Η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Αύγουστος 1914) και η Ρωσική Επανάσταση του 1917, τερμάτισαν τη ρωσική «απειλή» για το Άγιο Όρος.
Η χώρα μας συνέχισε ν’ ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα στον Άθω, χωρίς να περιορίζεται από καμία διεθνή σύμβαση. Το 1918, μετά από αίτηση της Ιεράς Κοινότητας πήγε στο Άγιο Όρος ως νομικός σύμβουλος ο Ι. Στεφανίδης. Υπό την προεδρία του και με τη συνεργασία του συντάχθηκε από επιτροπή Αγιορειτών ο λεγόμενος «Θεμελιώδης Χάρτης του Άγιου Όρους». Με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 και τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, αναγνωρίστηκε οριστικά η ελληνική επικυριαρχία στο Άγιο Όρος, με μόνη προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα σέβεται και θα αναγνωρίζει τις ελευθερίες των μη ελληνικής καταγωγής μοναχών.
Όλα όσα κέρδισαν, με πολλές δυσκολίες, οι πρόγονοί μας, δεν θα πρέπει να τα απεμπολούμε. Ανεύθυνες και αβασάνιστες ενέργειες και υπογραφές, με τις οποίες αναγνωρίζονται ως (Βορειο)Μακεδόνες, με μακεδονική γλώσσα και ιθαγένεια, κάποιοι που ως τα τέλη του 6ου μ. Χ. αιώνα κατοικούσαν βόρεια του Δούναβη, είναι απαράδεκτες και εθνικά επιζήμιες. Ελπίζουμε κι ευχόμαστε να μην είναι και μοιραίες…
Πηγές:
Δρ Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949», εκδόσεις Σάκκουλα 2014. Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, «Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ (1600-1927), ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1999
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Γ. ΜΥΛΩΝΑΚΟΣ, «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΣΛΑΥΟΙ», ΑΘΗΝΑ 1960
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου