Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Μάχη Σαρανταπόρου (9-10 Οκτ 1912)

Σαραντάπορο, 1η μέρα της μάχης. Ο ελιγμός της 4ης Μεραρχίας από τα αριστερά, που έκρινε την μάχη.
(Πριν από 101 χρόνια σαν σήμερα. Απόσπασμα από το βιβλίο "Εμπρός δια της λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση 1912-1913)
Τρίτη 9 του Οκτώβρη 1912 – Σαραντάπορο – 4η Μεραρχία
(Διήγηση του Αριστείδη)
Αξημέρωτα σήμαναν οι σάλπιγγες εγερτήριο. Συσσίτιο στις 6.00, βραστό κρέας και ζωμός. Να πάρουν δυνάμεις οι φαντάροι για την πορεία και τις μάχες που έρχονταν. Οι Λόχοι συντάχθηκαν για πορεία. Η Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου με αριθμό 323 , που ήρθε λίγο μετά τα μεσάνυχτα από την 3η Μεραρχία έλεγε ότι έπρεπε να κινήσουμε στις 6 πμ, να προελάσουμε προς το Μόκρο και Μεταξάδες. Αλλά ο Μέραρχος, έδωσε εντολή να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα και να πιάσουμε το Ράχωβο πριν πέσει ο ήλιος, κλείνοντας έτσι τα Στενά, έστω κι αν αυτό γίνει από ένα μόνο Σύνταγμα. Το σύνθημα «Κωνσταντίνος», το παρασύνθημα «Κωνσταντινούπολη». Στην εμπροσθοφυλακή ήταν το Μεραρχιακό Ιππικό και δύο Λόχοι του 3/8 τάγματος, με τον Λοχαγό Πραντούνα. Σε πρώτο κλιμάκιο κινήθηκε πάλι το 8ο Σύνταγμα του Συνταγματάρχη Αντωνίου Καμπάνη , με μία ορειβατική Πυροβολαρχία. Ύστερα το 11ο με τα υπόλοιπα ορειβατικά πυροβόλα και τελευταίο το δικό μας, το 9ο, με τα μεταγωγικά μάχης. Πλαγιοφυλακή, μία Διλοχία του ΙΙ/8 Τάγματος με τον Ταγματάρχη Παπαδήμα.

Μας ξεπροβόδισαν οι χωριάτες με ευχές για τη νίκη και τα κοριτσόπουλα με εικονίσματα που τα δίνανε στους στρατιώτες να τα φιλήσουν.
«Η Χάρη Της να δώσ’ να νικήστι τουν Αγαρηνό»
«Σαν φιλήσω το μαγουλάκι σου το ρόδινο, θα με φυλάει καλύτερα κι από την Παναγιά»
«Φίλα την Παναγιά Λιοδήμο, και ξέχνα τα μαγουλάκια της κοπελιάς, γιατί σε αγριοκοιτάει ο κύρης της και κρατάει και μαγκούρα …»
«Αχ, νάχα την κοτσίδα σου για φυλαχτό … θα την έβαζα στο στήθος μέσα από το αμπέχωνο να μη με πιάνουν οι σφαίρες …»
«Οι σφαίρες πιάνουν παντού, δεν τη βάζεις στη σκελέα σου καλύτερα Βασιλάκη, γιατί σε βλέπω ανήσυχο πρωί πρωί …»
Και τραβήξαμε μπροστά τραγουδώντας:
«Αλανιάρηδες κάν’τε μας τη χάρη, απ’ τα Στενά να πάρετε ποδάρι
Γιατί έρχεται το ένατο, ο καθένας παλληκάρι».
Από το βράδυ της 8ης Οκτωβρίου, η στρατιά Θεσσαλίας είχε πάρει «θέσεις εξορμήσεως». Η 2η, η 3η και η 6η Μεραρχία που θα έκαναν επίθεση κατά μέτωπο είχαν παραταχθεί από το χωριό Κοκκινόγι μέχρι το χωριό Λυκούδι. Η 2η και η 3η Μεραρχία θα είχαν το κύριο βάρος της επίθεσης, κινούμενες η 2η κατά του δεξιού του Στενού και η 3η κατά του αριστερού, ενώ η 6η, που δεν είχε ακόμη φτάσει ολόκληρη, θα ήταν η εφεδρεία τους. Η 1η Μεραρχία, του Υποστράτηγου Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη είχε το δεξιό και θα έκανε επίθεση από τα υψώματα που είναι στα δεξιά πλευρά του Στενού . Δεξιότερά της ήταν το απόσπασμα Ευζώνων του Κωνσταντινόπουλου, που είχε σαν αποστολή την πλαγιοκόπηση από δεξιά των εχθρικών θέσεων. Η δική μας 4η Μεραρχία ήταν στα αριστερά, στα Γιαννωτά, με σκοπό να ανέβουμε τα Καμβούνια όρη μέσω Μόκρου. Πιο αριστερά μας, στο χωριό Λουτρό, ήταν η 5η Μεραρχία του Συνταγματάρχη Ματθαιόπουλου, με κατεύθυνση προς Λαζαράδες. Η Ταξιαρχία Ιππικού ήταν στη Δεσκάτη και χρονοτριβούσε εκεί, ενώ είχε σαφείς οδηγίες να κινηθεί την άλλη μέρα ταχύτατα προς τα Σέρβια για να καταλάβει τις γέφυρες και να αποκλείσει την οδό υποχώρησης των Τούρκων . Στην Δεσκάτη ήταν και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, που έδωσε μεγάλη μάχη για να την κυριεύσει και τώρα έπρεπε να κινηθεί και αυτό μαζί με την Ταξιαρχία Ιππικού και να καταλάβει το πέρασμα Ζάβουρδα, εξασφαλίζοντας τη διάβαση του Αλιάκμονα. Το Πεδινό Πυροβολικό όλων των Μεραρχιών είχε συγκεντρωθεί ως «Πυροβολικό Στρατιάς», για να υποστηρίξει την μετωπική επίθεση της 2ης Μεραρχίας, υπό την Διοίκηση του Συνταγματάρχη Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, που ήταν ο Διοικητής Πυροβολικού της 2ης Μεραρχίας. Το Γενικό Στρατηγείο ήταν στην Ελασσώνα. Συνολικά, είχαμε 49 Τάγματα Πεζικού, 6 Τάγματα Ευζώνων, 60 πολυβόλα, 26 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 5 Ορειβατικές Πυροβολαρχίες, 8 Ίλες Ιππικού, 6 Ημιλαρχίες, 7 Λόχους Μηχανικού, 2 Λόχους Τηλεγραφητών και 2 Λόχους Γεφυροποιών. Μέχρι και αεροπλάνα είχαμε …
Η Διαταγή προς την 4η Μεραρχία ήταν ασαφής, αφήνοντας την πρωτοβουλία στον Μέραρχό μας. Έλεγε να κινηθούμε προς τα Σέρβια αλλά να έχουμε και το νου μας μήπως χρειαστεί να βοηθήσουμε από αριστερά τη μετωπική επίθεση που θα έκανε δίπλα μας η 3η Μεραρχία. Και έπρεπε λέει να κρατάμε συνεχή επαφή με την 3η Μεραρχία, με συνδέσμους και οπτικό τηλέγραφο. Ας είναι καλά ο Μέραρχός μας ο Μοσχόπουλος, και ας είναι αιώνια η τιμή του, αυτός έστρεψε τολμηρά και ολοταχώς τη Μεραρχία προς τα βόρεια, θεωρώντας βέβαιη την έκβαση της μετωπικής επίθεσης, με σκοπό να εξασφαλίσει την κύκλωση του εχθρού. Ευτυχώς, γιατί η Ταξιαρχία Ιππικού που είχε αυτό το ρόλο, καθυστέρησε αδικαιολόγητα. Μπροστά μας υπήρχαν μόνο ασθενείς εχθρικές δυνάμεις, χωρίς πολυβόλα και χωρίς ορειβατικά πυροβόλα.
Η διάταξη των Τούρκων είχε ως εξής: Μία Μεραρχία φυλούσε τα αριστερά υψώματα του στενού και μία Μεραρχία τα δεξιά υψώματα. Δύο Ίλες Ιππικού κάλυπταν το δεξιό τους στο Μόκρο . Και τέσσερα Τάγματα Πεζικού με Λόχο πολυβόλων, κάλυπταν την τοποθεσία Λαζαράδων – Βογκόπετρας, στο δρόμο που θα ακολουθούσε η 5η Μεραρχία. Δηλαδή, το πέρασμα από το Μόκρο, η οδός προώθησης της 4ης Μεραρχίας, ήταν σχεδόν αφύλακτη, δύο Ίλες Ιππικού απέναντι σε ολόκληρη τη Μεραρχία μας.
«Και τούτος ο ανήφορος, ανήφορος θα φέρει …» ο χωρατατζής της Διμοιρίας, ο Μπάκας …
«Πώς γίνεται και έχει τόσα βουνά η Ελλάδα κυρ Ανθυπολοχαγέ; Έτσι είναι κι οι άλλες χώρες;»
«Όχι Κωνσταντόπουλε, υπάρχουν χώρες που είναι όλο κατηφόρα …»
Από το πρωί ανεβοκατεβαίναμε υψώματα και χαράδρες, δύσκολους δρόμους και κακοτράχαλα μονοπάτια. Όλοι βιάζονταν, θαρρείς και θέλανε να προλάβουν το ραντεβού με το θάνατο. Όμως δεν ήταν αυτό. Βιάζονταν να ξεμπερδεύουν μιαν ώρα αρχύτερα, να δώσουν ένα τέλος στην ταλαιπωρία, να γυρίσουν στα σπίτια τους και τις ειρηνικές ασχολίες τους. Αλλά θέλανε να γυρίσουν νικητές και βιάζονταν για τη νίκη. Όλοι βαδίζανε γοργά, και οι οπισθοφυλακές τρέχανε κι αυτές μην ξεμείνουν πίσω. Όλα τούτα τα γκρεμνά, οι στενωσιές και τα γεφύρια που περνάγαμε δημιουργούσαν ένα αίσθημα αισιοδοξίας:
«Τόσα μέρη κατάλληλα για ενέδρες και είναι αφύλακτα, θα πει ότι οι Τούρκοι είναι λίγοι …»
«Κι αν μας περιμένουν σε ακόμη καλύτερες θέσεις;»
«Μην σκέπτεσαι πού θα ήθελες να είναι ο εχθρός, αλλά πού θα μπορούσε να είναι …»
Κακές σκέψεις, που ξεπηδούσαν μόνες τους σε τέτοιες ώρες … Η αισιοδοξία γινόταν επιφυλακτικότητα και φόβος δικαιολογημένος, αλλά ο φόβος αυτός είναι ο καλύτερος φύλακας του στρατιώτη. Γιατί τον κάνει πιο προσεκτικό. Και μετά επέστρεφε πάλι η αισιοδοξία:
«Αυτοί μας βλέπουν και κρύβονται, υποχωρούνε …»
«Και σιγά μην κάνουν παντού και πάντα το πιο σωστό ...»
Κατά τις 10 ακούστηκαν μακρινές ομοβροντίες και κανονιές.
«Ακούω κανονιές κυρ Ανθυπολοχαγέ … άρχισε το πανηγύρι στο στενό …»
«Πού μάχονται;» ρώτησε ένας Δεκανέας.
«Πού αλλού; Στο Σαραντάπορο»
Τέσσερεις βροντές σε ίσα χρονικά διαστήματα, μετά σιγή και ξανά οι τέσσερεις βροντές.
«Πυρά Πυροβολαρχίας …»
Τι περίεργο αίσθημα. Εμείς βαδίζαμε σαν σε εκδρομή, κάτω από έναν λαμπρό φθινοπωριάτικο ήλιο, περνώντας ρυάκια και μυρωμένα λαγκάδια, και δεξιότερα χόρευε ο θάνατος. Πριν λίγο πέρασε ο 8ος Λόχος του 8ου Συντάγματος στην εμπροσθοφυλακή. Σταμάτησαν να πάρουν ανάσα και να πιούν μια γουλιά νερό, όταν έφτασε καλπάζοντας ένας Υπαξιωματικός του Ιππικού. Το Μεραρχιακό Ιππικό συνάντησε αντίσταση στο Μόκρο και πεζομαχούσε από ώρα. Η εμπροσθοφυλακή απείχε τρία τέταρτα με γρήγορο βήμα, από εκεί που γινόταν η μάχη.
«Γυλιούς αναλάβατε !!!»
«Κύριε Ανθυπολοχαγέ, να συνταχθεί αμέσως η Διμοιρία σας!»
Η Διλοχία της εμπροσθοφυλακής του 8ου ανασυντάχθηκε και ρίχτηκε από την πλαγιά στη ρεματιά, σκαρφάλωσε την απέναντι πλαγιά και όρμησε να ενισχύσει το μαχόμενο Ιππικό. Το υπόλοιπο Σύνταγμα ανέβηκε με βήμα γοργό σε ένα χλοερό οροπέδιο που δέσποζε του χωριού. Ο 9ος Λόχος αναπτύχθηκε ήδη σε θέσεις μάχης. Ο 12ος, αναπτυσσόταν δεξιά του δρόμου σε χωράφια οργωμένα και περνούσε μπροστά από τον 9ο, από την πλευρά που συνέχιζε ο δρόμος από τον Μόκρο για Μεταξάδες, για να προσβάλλει τον εχθρό από τα αριστερά. Ο 8ος προχωρούσε πολεμώντας προς το Μόκρο ενώ ο 9ος δέχτηκε πυρά από τους Μεταξάδες, από 1.800 μέτρα απόσταση.
«Εδώ!» ακούστηκε η φωνή του έφεδρου Ανθυπολοχαγού Ζωιόπουλου.
«Εδώ … σ’ αυτό το μικρό κτίριο πίσω … εδώ χτυπάτε …»
«Τους είδα … χτυπάτε παιδιά το τέρας της Ασίας …» αποκρίθηκε έξαλλος ένας Λοχίας.
Με τα πρώτα πυρά ο εχθρός άρχισε να λυγίζει. Αισθάνθηκε την κύκλωση και άρχισε να υποχωρεί και να σκορπίζεται. Κάποιοι Τούρκοι προσπάθησαν να διαφύγουν προς τους Μεταξάδες αλλά πέσανε πάνω στο καρτέρι του 12ου Λόχου, που τους υποδέχτηκε με «πυρά ομαδόν». Οι εχθροί προσπάθησαν να αμυνθούν σε ένα ανάχωμα αλλά μία Διμοιρία του 12ου τους κύκλωσε, χωρίς να φοβάται τα πυρά τους. Ο κλοιός στένευε και τελικά παραδόθηκαν … πέταξαν κάτω τα όπλα φωνάζοντας «τεσλίιιμ !!!» . Η Διμοιρία, όλο καμάρι, συνόδεψε τους αιχμαλώτους πίσω.
Από την άλλη, οι φαντάροι του 9ου Λόχου, ξαναμμένοι, όρμησαν αλαλάζοντας και βρίζοντας, με «εφ’ όπλου λόγχη». Αυτό δεν ήταν επίθεση ούτε μάχη. Δεν μπορεί να είναι έτσι ο πόλεμος. Αυτό ήταν γιουχάισμα, μαζί με πυροβολισμούς. Αλλά ήταν πόλεμος αληθινός, με σφαίρες και αίμα …
«Ένας νοσοκόμος εδώ! Ένας νοσοκόμος, γρήγορα!»
Ένας φαντάρος είχε πέσει χτυπημένος στο πόδι. Ο νοσοκόμος έτρεξε δίπλα, του έδεσε το τραύμα με ατομικό επίδεσμο, πήρε τον γυλιό και το όπλο για να τον ξελαφρώσει και προσπαθούσε σκυφτά και κούτσα κούτσα να τον πάρει προς τα πίσω.
«Άιντε, μπαλώθηκες, το πήρες το παράσημο …»
Ο φαντάρος, δεν άκουγε τίποτα. Ξαναμμένος ακόμη από την μάχη, ξέχειλος από αδρεναλίνη, ήθελε να μείνει να πολεμήσει. Με το ζόρι τον πείσανε να πάει πίσω, σαν να τον χωρίζανε από καυγά ... Και αυτός, κάθε τόσο σταματούσε, γύριζε το κεφάλι προς τους εχθρούς που υποχωρούσαν και τους έβριζε, συμμετέχοντας με τον τρόπο του στη μάχη.
Οι Τούρκοι το βάλανε στα πόδια, οι φαντάροι μας ξεθάρρεψαν και όρμησαν κατά ομάδες, τρέχοντας. Σταματούσαν μόνο για να πυροβολήσουν τους φυγάδες, να γεμίσουν το όπλο και να συνεχίσουν. Τέτοιες στιγμές δεν σκέπτεσαι. Τρέχεις γιατί τρέχουν όλοι, πυροβολείς γιατί πυροβολούν όλοι, φωνάζεις και βρίζεις γιατί έτσι κάνουν όλοι. Δεν είσαι πια ο εαυτός σου, δε θυμάσαι τι θα πει ένστικτο αυτοσυντήρησης. Αυτή, ευτυχώς, λειτουργεί υποσυνείδητα. Σου υπαγορεύει στάσεις και τεχνάσματα, σου θυμίζει όλα όσα έμαθες στην εκπαίδευση, οδηγώντας σε στον μόνο δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία σου: Στην επικράτηση. Να ρίξεις πριν σου ρίξουν, να σκοτώσεις πριν σε σκοτώσουν. Δίπλα σου κάποιος πέφτει ματωμένος. Είναι ο συνάδελφος που παίρνατε μαζί συσσίτιο το πρωί. Αλλά τώρα δεν τον γνωρίζεις. Δεν είσαι εσύ … Αυτός μπορεί και να πεθάνει, αλλά εσύ είσαι αθάνατος. Οι σφαίρες σημαδεύουν τους άλλους όχι εσένα. Εσύ προχωράς προς τα εμπρός. Στέκεσαι λαχανιασμένος και κοιτάς τα πτώματα των εχθρών, με μάτια γυάλινα, και μετά συνεχίζεις ξανά με το όπλο στο χέρι, φωνάζοντας «Εμπρός !!!»
Ο μανδύας ενός Τούρκου Αξιωματικού ήταν παρατημένος κάτω στο χώμα. Μέσα είχε ένα μεταξωτό μαντηλάκι
που φύλαγε τον καπνό του. Το κράτησε ενθύμιο ο Μανιάτης ο Μπρεζεράκος, ενώ ένας άλλος φαντάρος, ο «υπηρέτης» μου ο Λεκάκος, κράτησε τον μανδύα, γιατί είχε χάσει τον δικό του και τις νύχτες πάγωνε …
Η εμπροσθοφυλακή συνέχισε για τους Μεταξάδες, την ίδια ώρα που το Επιτελείο της Μεραρχίας μαζί με το υπόλοιπο του 8ου Συντάγματος μπαίνανε στο Μόκρο, που ήταν ακόμη ζαλισμένο από τη μάχη. Τα σπίτια ήταν κλειστά και μονάχα εδώ κι εκεί άνοιγε στα κλεφτά ένα παράθυρο και εμφανιζόταν μια κοπέλα δακρυσμένη, που χαμογελούσε στους Στρατιώτες.
Λίγο πιο κάτω, στη βρύση του χωριού, γυναίκες παραδομένες στα κλάματα. Φεύγοντας οι Τούρκοι πήρανε μαζί τους, τάχα για ομήρους, πενήντα δύο χωριάτες. Οι παρηγόριες ότι σύντομα θα τους λευτερώσουμε δεν πείθουν. Μια ζωή κάτω από τον Τούρκο, έμαθαν να μην τους εμπιστεύονται και ο θρήνος τους γέμιζε τα λαγκάδια, καθώς εμείς συνεχίζαμε την πορεία μας .
Τα μπροστινά τμήματα πέρασαν και τους Μεταξάδες και συνέχισαν ολοταχώς για το Ράχωβο, διαβαίνοντας κατά μήκος τα Καμβούνια Όρη, που οι Τούρκοι τα λέγανε Αμάρμπεη, ακολουθώντας έναν μουλαρόδρομο που έβγαζε στη «Σιδηρά Πύλη», τα ονομαστά Στενά της Πόρτας. Φοβερό μονοπάτι, όλο στουρναρόπετρα, σε μεγάλο ύψος, στενό, σε μερικά σημεία του ίσα που μπορούν να βαδίζουν σε δυάδες οι φαντάροι μας. Δέκα χιλιάδες άνδρες, ολόκληρη Μεραρχία, βάδιζε σε αυτό το απόκρημνο μονοπάτι, σαν ένα τεράστιο φίδι με μήκος αρκετών χιλιομέτρων. Η πλαγιοφύλαξη ήταν αδύνατη, δεξιά μας ήταν γκρεμός, αριστερά τόσο απόκρημνο που δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν περίπολοι. Τρεις βαθιές ρεματιές κόβανε την πορεία, η πρώτη λίγο μετά τους Μεταξάδες, η δεύτερη πριν το Δέλινο και η τρίτη πριν το Ράχωβο. Και πολλές άλλες μικρότερες ρεματιές ανάμεσά τους.
Και προχωρούσαμε γοργά, βαφτίζοντας την αποκοτιά μας «ταχεία προέλαση» και «καταδίωξη», όταν κατά τις 1.30 μμ ήρθε η πληροφορία ότι το Μεραρχιακό Ιππικό βρήκε αντίσταση πριν το Ράχοβο. Ο Διοικητής του ο Μάνος άφησε τα άλογα στη ρεματιά και πεζή επιτέθηκε προς τον εχθρό που ήταν αριθμητικά ισχυρότερος. Το τουφεκίδι έκανε τις προφυλακές να τρέχουν να συνδράμουν τους Ιππείς. Ένα Τούρκικο Τάγμα είχε πιάσει θέσεις σε μια δασωμένη πλαγιά μπροστά στο Ράχοβο και άλλο ένα αμυνόταν σε ένα φρύδι στα αριστερά. Και πιο πίσω τους, για την περίπτωση που χρειαστεί να υποχωρήσουν, οι Τούρκοι είχαν φτιάξει «ταχύσκαπτα προχώματα».
Κατά τις 3 η ώρα, η Διλοχία του 8ου, ο 9ος και ο 12ος Λόχος, πέρασαν τη ρεματιά σε «τάξη μάχης», προσπέρασαν τα άλογα και το «καταφύγιο τραυματιών» του Ιππικού, και ρίχτηκαν στην επίθεση, ο 9ος Λόχος στο ένα Τάγμα, ο 12ος στο άλλο.
«Εφ’ όπλου λόγχη !!!»
«Τι είναι; Τι τρέχει; Θα κάνουμε έφοδο πριν ρίξουμε;»
«Βάζουμε τις λόγχες, γιατί ο εχθρός είναι κοντά και δεν ξέρεις από πού μπορεί να σου πεταχτεί …»
Οι άνδρες προχωρούσαν με «άλματα». Σηκώνανε το κεφάλι, βλέπανε το επόμενο κοτρώνι ή ανάχωμα, πυροβολούσαν και αμέσως τρέχανε προς αυτό. Οι σφαίρες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια, σκάβανε το χώμα, πετούσαν πέτρες και τσάκιζαν κλαριά, δαίμονες που θέλανε το κακό μας. Φτάσανε για ενίσχυση το υπόλοιπο 3ο τάγμα του 8ου, καθώς και οι πρώτοι Λόχοι του ΙΙ/8 Τάγματος. Απλώνονταν μεθοδικά ενώ ο Υπασπιστής του 8ου Λοχαγός Τσολακόπουλος, έφιππος, έδινε διαταγές χωρίς να φοβάται τις σφαίρες.
«Έχει Τίμιο Ξύλο αυτός δεν φοβάται …»
«Μωρέ τι Τίμιο Ξύλο, καρδιά γενναία έχει, φοβάται αλλά δεν δειλιάζει …»
«Πάμε παιδιά … όρθιοι κι εμείς … δεν θα αφήσουμε το Λοχαγό μονάχο του … εμπρός δια της λόγχης … εμπρός παιδιά !!!»
Αλαλαγμός υψώθηκε από τις γραμμές μας. Οι Τούρκοι υποχωρούσαν κάτω από τα θεριστικά πυρά μας προς τα προχώματα. Εκεί αντιστάθηκαν για άλλες δύο ώρες, αλλά όταν οι Λόχοι μας άρχισαν την πλαγιοκόπηση, παράτησαν τις θέσεις τους, στις αρχή δυο δυο και μετά τρεις τρεις και στο τέλος Διμοιρίες ολόκληρες και φεύγανε άτακτα να σώσουν το κεφάλι τους.
Οι δικοί μας ορμήσανε από πίσω να πιάσουν αιχμαλώτους. Μια ομάδα του 9ου Λόχου, εκεί που έτρεχε, έπεσε πάνω σε Τούρκους που είχαν οχυρωθεί σε ένα βαθούλωμα και θέριζαν με τα πυρά τους.
«Πολυμερόπουλε … πού είσαι μωρέ; Έλα δω ρε Πολυμερόπουλε …»
Καλός σκοπευτής ο Πολυμερόπουλος τον είχαν ξεχωρίσει οι άλλοι …
«Τι είναι ρε παιδιά; Τι τρέχει;»
«Εκεί ρε Πολυμερόπουλε … πίσω από το δέντρο … εκείνος ο Τούρκος μας αφάνισε …»
«Βαστάτε μια στιγμή να τον σχολάσω …»
Προχώρησε προς τα πλάγια ο Πολυμερόπουλος, γονάτισε, σημάδεψε, και με μία σφαίρα ξάπλωσε κάτω τον Τούρκο. Αναθάρρησαν οι φαντάροι, όρμησαν στο βαθούλωμα, σαστίσανε οι Νιζάμηδες και σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Τους τα δένανε οι δικοί μας με τις ζώνες τους.
Τέτοιες μάχες δίνονταν σε όλα τα μέρη μέχρι που έπεσε ο ήλιος και κρύφτηκε πίσω από το βουνό.
«Το μάτι μου … πάει το μάτι μου»
Ήταν ο Δεκανέας Γεωργόπουλος του 9ου, Πρωτοδίκης στην πολιτική του ζωή, που βογγούσε καθώς τον φέρνανε πίσω οι τραυματιοφορείς, με το πρόσωπο μέσα στα αίματα, από την σφαίρα που τον χτύπησε στο μάτι.
Πιο πίσω, η πλαγιοφυλακή, μία Διλοχία με τον Ταγματάρχη Αγησίλαο Παπαδήμα από το Ναύπλιο, Διοικητή του ΙΙ/8 Τάγματος, καθώς πλησίαζε τη ρεματιά πριν το Ράχοβο, εντόπισε μέσα στο σκοτάδι περιγράμματα ανθρώπων. Ξάφνου ακούστηκε ένας πυροβολισμός και έπειτα ολόκληρη ομοβροντία.
«Ποιοι πυροβολούν;»
«Κάποιοι θα φοβήθηκαν στο σκοτάδι …»
«Όχι, μάουζερ είναι … Τούρκικα …»
«Μα πώς είναι δυνατόν, ολόκληρη Μεραρχία πέρασε από εδώ …»
Και από τη ρεματιά ξεχωρίσανε λάμψεις από όπλα. Τούρκοι φυγάδες από το Μόκρο και τους Μεταξάδες, είχαν κρυφτεί στη ρεματιά, ελπίζοντας ότι με τον ερχομό της νύχτας θα μπορέσουν να περάσουν το ποτάμι και να σωθούν προς την Κοζάνη. Επί ώρες έμειναν κουρνιασμένοι και σιωπηλοί, βλέποντας το Στρατό μας να περνάει από δίπλα τους χωρίς να φανερώνουν την παρουσία τους. Αλλά φαίνεται ότι τρόμαξαν, ότι νόμισαν πως τους είδαμε, και φοβούμενοι ότι θα κυκλωθούν, αποφάσισαν να πολεμήσουν. Αλλά μετά τους πρώτους πυροβολισμούς τους, μην παίρνοντας απάντηση, σταμάτησαν ξανά και κούρνιασαν, ελπίζοντας ότι θα μας γελάσουν, με την εντύπωση ότι πυροβόλησαν κάποιοι δικοί μας που τρόμαξαν.
Ο Ταγματάρχης Παπαδήμας, που ήταν πιο πίσω, έτρεξε μπροστά να δει τι γίνεται.
«Τι συμβαίνει κύριε Λοχαγέ; Γιατί δεν προχωρείτε;»
«Ευρίσκω αντίστασιν κύριε Ταγματάρχα»
«Τίποτε απ’ αυτά … εμπρός δια της λόγχης!»
Και με το περίστροφο στο χέρι, προχώρησε μπροστά για να δώσει θάρρος στους φαντάρους. Ξάφνου είδε έναν ίσκιο να κινείται και φώναξε:
«Στον τόπο !!!»
Πυροβόλησε και ο ίσκιος διπλώθηκε κι έπεσε στα χαλίκια. Οι άλλοι φυγάδες απάντησαν με πυροβολισμούς και μια σφαίρα πέτυχε τον Παπαδήμα που έπεσε στην αγκαλιά του έφεδρου Σπύρου Γεωργούλη που τον ακολουθούσε.
«Εμπρός !!! Εμπρός δια της λόγχης …» έβγαλε μια σβησμένη φωνή ο Παπαδήμας, ενώ αίμα κυλούσε από το στόμα του … και ξεψύχησε, ενώ η μάχη φούντωνε και η πλαγιοφυλακή εξουδετέρωνε τους φυγάδες .
Και συνεχίστηκε η καταδίωξη, ώσπου ξετρυπώθηκαν όλοι οι εχθροί από τις κρυψώνες τους και βγήκαν σε ανοιχτό έδαφος, στη δημοσιά που πάει από το Προσήλιο στα Στενά, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι και τους κάλυψε στη φυγή τους.
Την ίδια ώρα που ο 12ος καταδίωκε, ο 1ος Λόχος με επί κεφαλής τον Λοχαγό Σκύρο έπιασε θέσεις ανάμεσα Προσήλιο και Ράχωβο, καλύπτοντας το πλευρό των άλλων Λόχων που είχαν παραταχθεί πρηνείς προς το χείλος των Στενών, σκεπασμένοι με τα αντίσκηνα καθώς άρχισε ψιχάλα. Μια ομάδα ανθρώπων φάνηκε στην κορυφή. Χωριάτες αρματωμένοι που παραλίγο να ρίξουν σε μας, νομίζοντάς μας για Τούρκους. Για καλή μας τύχη, ένας απ’ αυτούς έβλεπε καλύτερα …
«Έεεε … Νικόλα … Δημήτρ’ … Γιάννακα … Θ’κά μας παιδιά είνι … μη τ’φεκάτιι …»
Πιο πίσω, την ώρα που το 9ο Σύνταγμα περνούσε τους Μεταξάδες και πλησίαζε το Ράχωβο, ο καιρός χάλαγε … Μεγάλα μαύρα σύννεφα σκοτείνιασαν τον τόπο και ξάφνου άνοιξε ο ουρανός … Αστραπές και βροντές κάλυψαν τους πυροβολισμούς και οι φαντάροι δεν βλέπανε μπροστά τους. Τα μεταγωγικά της Μεραρχίας ήταν αδύνατο να προχωρήσουν άλλο, μερικά μουλάρια τσακίστηκαν μαζί με το φορτίο τους … κάσες πυρομαχικών. Ο Διοικητής της Συζυγαρχίας των Μεταγωγικών, Λοχαγός Ζερβός , διέταξε μεταβολή και γύρισαν πίσω στους Μεταξάδες. Το Πεζικό συνέχιζε … Ο γυλιός μούσκεμα, ασήκωτος, το έδαφος γλιστερό και το Ράχωβο δεν φαινόταν ακόμη.
«Κύριε Ανθυπολοχαγέ, σας ζητούν να πάτε στο Επιτελείο σαν σύνδεσμος» μου φωνάζει ένας Λοχίας.
Και εγώ χάρηκα μέσα μου, γιατί έτσι μου δινόταν η ευκαιρία να ανέβω σε άλογο και να φτάσω πιο γρήγορα σε χώρο σκεπασμένο, γλυτώνοντας λίγη βροχή.
Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα σε πεζούς, προσπέρασα τη φάλαγγα και μετά από μια επικίνδυνη πορεία βρέθηκα σε ένα εκκλησάκι που μου υπόδειξαν ότι εκεί ήταν το Επιτελείο της Μεραρχίας. Έξω δεμένα σε ένα μεγάλο δέντρο, να τα δέρνει ο άνεμος και η βροχή, στριμωγμένα για να ζεσταίνονται, ήταν τα άλογα του Επιτελείου. Και δίπλα τους σκοπός, ένας Ιππέας ιπποκόμος, κουρνιασμένος κι αυτός πίσω από το δέντρο, προσπαθώντας να αποφύγει τον κατακλυσμό και το κρύο. Του έδωσα το άλογό μου να το δέσει, και έτρεξα κατά το εκκλησάκι.
Ανοίγοντας την πόρτα, με έπνιξε ένα σύννεφο καπνού και άρχισα να βήχω. Είχαν ανάψει φωτιά
για να ζεσταθούν, αλλά τα ξύλα ήταν βρεγμένα και ο καπνός είχε γεμίσει το χώρο. Μου φάνηκε ότι έφτασα αργά, γιατί όλοι ήταν ξαπλωμένοι. Ξαπλωμένοι … μια κουβέντα είναι … μόνο ο Μέραρχος είχε απλωμένα τα πόδια του, όλοι οι άλλοι ήταν μαζεμένοι, ανάλογα με τον … βαθμό τους και την αρχαιότητα … Ο Επιτελάρχης είχε κι’ αυτός τεντωμένα τα πόδια του, αλλά λιγότερο από τον Μέραρχο, οι Λοχαγοί τα είχαν μαζεμένα, Υπολοχαγοί και Ανθυπολοχαγοί τα είχαν διπλωμένα … Και πιο πέρα, ένα κακόγουστο σύμπλεγμα, οι απλοί Οπλίτες, σύνδεσμοι και γραφείς, ο ένας επάνω στον άλλο, προσπαθώντας να κλέψουν λίγον ύπνο και ζεστασιά. Φαίνεται ότι έφτασα σε ώρα ανάπαυσης, κι έτσι αποφάσισα να στριμωχτώ κι εγώ κάπου να ξαποστάσω …
«Ε, φιλαράκο … σαν πολύ χώρο πιάνεις για Ανθυπολοχαγός …»
Καθώς μαζευόμουν αναγκαστικά, βάζοντας κάτω από τη μέση μου τον γυλιό και πάνω μου το αντίσκηνο, άρχισα να νοιώθω μια απέραντη ευχαρίστηση, που με έκανε να ξεχνάω τα βρεγμένα ρούχα, το κρύο, την πείνα, το στρίμωγμα. Να ήταν το αίσθημα ασφάλειας που έδινε ο στεγασμένος χώρος; Να ήταν το πέρας της έντασης από τις περιπέτειες της ημέρας; Ένα ήταν σίγουρο: Ότι κάθε στιγμή και κάθε αίσθημα αυτών των ημερών θα έμεναν για πάντα στη μνήμη μου. Οι σκέψεις μου κόπηκαν από χτυπήματα στην πόρτα.
«Εμπρός …»
Τα χτυπήματα συνεχίστηκαν
«Εμπρός διάολε … ανοιχτά είναι …»
Τίποτα … κανείς δεν άνοιξε για να μπει αλλά και κανείς δεν νοιάστηκε να σηκωθεί να ανοίξει. Ήρεμοι όλοι και εξαντλημένοι, ο εχθρός δεν χτυπάει την πόρτα, δικός μας θα ήταν.
Όντας κοντά στην πόρτα, σηκώθηκα τελικά εγώ. Τυλίχτηκα με το αντίσκηνο, πήρα μαζί μου και τον γυλιό, γιατί ποιος ξέρει αν επιστρέφοντας θα έβρισκα ξανά την ίδια θέση ή τα πράγματά μου. Και τι να δω; Αυτός που χτυπούσε ήταν ένα άλογο που είχε λυθεί και ζητούσε να μπει μέσα, να έχει κι αυτό μια σκεπή πάνω από το κεφάλι του …
«Χαχαχαχα … άδικα κακομοίρη μου … δεν χωράς εδώ μέσα …»
Το άλογο με πλησίασε άφοβα και έτριψε το κεφάλι του στο στήθος μου. Και σαν να έπιασε τη μυρουδιά της κουραμάνας έσπρωχνε το σακίδιο με την μουσούδα του …
«Άδικα φουκαρά μου, κάτι τρίμματα έχουν μείνει …»
Υπέκυψα στα καλοπιάσματα και του έδωσα ότι είχα, και αυτό τα έφαγε ευχαριστημένο γλύφοντας την χούφτα μου … Το πήρα από το χαλινάρι να το ξαναδέσω στο δέντρο.
Μέσα στη βροχή και το βαθύ σκοτάδι, είδα τον σκοπό και από κάτω του διέκρινα κάτι … σάκκους …
«Ε, σκοπέ, τι σάκκους φυλάς εδώ;»
«Δεν είναι σάκκοι κύριε Ανθυπολοχαγέ, οι άντρες του 11ου είναι που κοιμούνται κουκουλωμένοι με τα αντίσκηνά τους»
Δεν ζήλεψα την «τύχη» τους. Ξαναμπήκα γρήγορα στο εκκλησάκι, να γείρω στα ζεστά και πάλι. Οι περισσότεροι ροχάλιζαν.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησε κάποιος.
«Έντεκα και μισή» αποκρίθηκε ένας άλλος.
«Ε, ρε, να ’χαμε λίγο τσίπουρο να ζεσταθούμε …»
Αλλά πού να βρεθεί τσίπουρο τέτοιες ώρες …
Αποκοιμήθηκα, αλλά ύστερα από λίγο με ξύπνησαν φωνές και πυροβολισμοί.
«Κύριε Μέραρχε … μάχη στα Στενά … κύριε Μέραρχεεε !!!»
Ο Μέραρχος τινάχτηκε αμέσως από τον σύντομο ύπνο του.
«Μάχη στα Στενά; Τι ώρα είναι;»
«Δώδεκα και τέταρτο κύριε Μέραρχε»
«Πολύ καλά …» απάντησε ατάραχος ο Μέραρχος και μετά από λίγο μίλησε ξανά, απλώνοντας τα χέρια του προς τη φωτιά. Οι ήχοι που έφταναν, θύμιζαν ομοβροντίες από μάνλιχερ …
«Αλλά βλέπουν άραγε στόχο μ’ αυτή την ομίχλη; Ζήτημα είναι … άδικα χαλάνε τα πυρομαχικά τους και θα τους λείψουν αύριο … τα μεταγωγικά είναι ακόμη στους Μεταξάδες …»
«Ο ήχος όμως, σαν να μην έρχεται από τα Στενά … σαν να είναι από αριστερά οι πυροβολισμοί …» παρατήρησε ο Ταγματάρχης Δημητρακόπουλος.
Αυτό ήταν … τα λόγια του σκόρπισαν ανησυχία … επιτέθηκε ο εχθρός από τα πλάγια ερχόμενος από την Δεσκάτη; Οι Αξιωματικοί του Επιτελείου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, διστάζοντας να δεχθούν ή να απορρίψουν αυτή την πιθανότητα.
Ο Δημητρακόπουλος βγήκε έξω για να ακούσει καλύτερα.
«Ακούτε και μάουζερ ή μόνο μάνλιχερ;» ψιθύρισε κάποιος …
Τα μάουζερ των Τούρκων είχαν έναν πιο βαρύ ήχο από τα δικά μας μάνλιχερ.
«Ακούσατε και μάουζερ κύριε Ταγματάρχα;»
«Βεβαιότατα … βάλλουν και οι Τούρκοι, αλλά τα δικά τους πυρά είναι πιο αραιά … νομίζω πάντως πως ο ήχος δεν έρχεται από τα Στενά …»
Ο Μέραρχος τράβηξε από δίπλα του τον τοπογραφικό χάρτη του τομέα και τον μελέτησε στην λάμψη της φωτιάς. Και μετά εξήγησε σε όλους, κάνοντας τεχνική ανάλυση, γιατί ήταν αδύνατο να γίνει εχθρική επίθεση από την Δεσκάτη. Και ότι ο ήχος δεν μπορεί παρά να ήταν από την πλευρά των Στενών. Αλλά σε λίγο το τουφεκίδι σταμάτησε και έτσι ησύχασαν όλοι, μη δίνοντας σημασία στο γεγονός, μέσα στην εξάντλησή τους.
Τι είχε συμβεί; Στην έξοδο των Στενών, η προφυλακή του 8ου Συντάγματος είχε τοποθετήσει διπλοσκοπιές, με «κινητούς διπλοσκοπούς» ανάμεσά τους. Ένας τέτοιος κινητός διπλοσκοπός ήταν και ο στρατιώτης Λύρης τους 9ου Λόχου. Το στομάχι του Λύρη μας έφερε στους Τούρκους συμφορά τη νύχτα εκείνη. Άδειο καθώς ήταν από το πρωί, δεν τον άφηνε ήσυχο στο καθήκον του. Τον έκανε να ονειρεύεται φούρνους με καρβέλια. Και τότε άκουσε να έρχονται από τα Στενά ήχοι από κάρα, ποδοπατήματα ζώων, φωνές ημιονηγών, όλους τους ήχους που κάνει μία φάλλαγα μεταγωγικών σε πορεία.
Στομάχι πεινασμένο, κακός σύμβουλος. Και ο Λύρης που αγνοούσε την «τακτική κατάσταση» της νύχτας εκείνης, άκουσε το στομάχι του που του έλεγε ότι επρόκειτο για μεταγωγικά κάποιας άλλης Μεραρχίας που περνούσαν τα Στενά. Πράγμα απίθανο φυσικά, γιατί για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε πρώτα να υποχωρήσουν οι Τούρκοι από τα Στενά. Και αυτό ακριβώς συνέβαινε την ώρα εκείνη. Υποχωρούσαν οι Τούρκοι! Αλλά, ο Λύρης ήταν αλλού … Κοίταξε την απόσταση μέχρι κάτω τον δρόμο, δεν ήταν μεγάλη, ούτε τριακόσια βήματα. Και το πήρε απόφαση. Παράτησε τη θέση του, αποφασισμένος να πάει να ζητήσει λίγο ψωμί … κάποιος πατριώτης θα του έδινε λίγη κουραμάνα … Λίγο έλειψε να γκρεμοτσακιστεί στα βράχια κατεβαίνοντας, αλλά όταν πλησίασε στα 20-30 βήματα, άκουσε ομιλίες Τούρκικες. Πάγωσε στη θέση του και μετά, με σιγανά βήματα άρχισε να υποχωρεί. Γύρισε λοιπόν πίσω και ειδοποίησε τον Λόχο του ότι στα Στενά περνούσαν Τούρκοι.
Τα φυλάκια ετοιμάστηκαν και υποδέχτηκαν την φάλαγγα με ομοβροντίες. Τα μάουζερ των Τούρκων απάντησαν για λίγη ώρα, μέχρι που σώπασαν εντελώς. Πανικόβλητη η εχθρική φάλαγγα διαλύθηκε, άλλοι γύρισαν πίσω και άλλοι έλυσαν τα άλογα των μεταγωγικών, και τα καβάλησαν για να σωθούν μέσα στη νύχτα.

Εμπρός δια της Λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση (1912-1913) Σαραντόπουλος Φώτης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου