Ορισμένες φορές τα σχέδια που φαντάζουν
καλά «επί χάρτου» αποδεικνύονται ανεπαρκή στην πράξη, ιδίως όταν η
πραγματικότητα παίρνει αναπάντεχες τροπές.
Είναι σαφές ότι στο κυβερνητικό επιτελείο ήδη από τα τέλη του 2017, πιθανώς και νωρίτερα, είχε μπει ένας ορισμένος πολιτικός και εκλογικός σχεδιασμός και προγραμματισμός που στόχο είχε να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την εκλογική μάχη με τους καλύτερους όρους.
Ο αμιγώς εκλογικός στόχος δεν ήταν η πρωτιά, καθώς ήταν γνωστό ότι από πολύ νωρίς, λίγο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η Νέα Δημοκρατία απέκτησε ένα εκλογικό προβάδισμα που έκτοτε δεν το απώλεσε.
Εκλογικός στόχος ήταν η κατοχύρωση στη δεύτερη θέση, με ένα ποσοστό αρκετά πάνω από 20% που θα κατοχύρωνε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και θα έδινε τη δυνατότητα, σε επόμενη φάση, να διεκδικήσει ξανά τη διακυβέρνηση.
Εκτίμηση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένει ότι ένα τέτοιο ποσοστό θα εξασφάλιζε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο βασικός δεύτερος πόλος στον υπό διαμόρφωση μεταμνημονιακό δικομματισμό και η ηγετική δύναμη στον ευρύτερο προοδευτικό, κεντροαριστερό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο.
Πρώτον αποφάσισε, ήδη από την αξιολόγηση του 2017 ότι θα πέρναγε όλα τα μέτρα και θα ικανοποιούσε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών με στόχο να εξασφαλίσει ότι θα μπορούσε τον Αύγουστο του 2018 να ανακοινώσει την «έξοδο από τα μνημόνια», έτσι ώστε να πάει σε εκλογές με τον Αλέξη Τσίπρα να διακηρύσσει ότι τα κατάφερε εκεί όπου απέτυχαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό που έκανε η κυβέρνηση ήταν να εκμεταλλευτεί την υποχώρηση των κοινωνικών διαμαρτυριών και την κόπωση από τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις των προηγούμενων ετών και να περάσει όσα δεν μπόρεσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Δεύτερον, προσπάθησε να οικοδομήσει στενότερους δεσμούς με τμήματα του εκλογικού σώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους. Παρά τις συγκρούσεις σε συγκεκριμένα υπουργεία, όπως για παράδειγμα η μόνιμη αντιπαράθεση της ΠΟΕΔΗΝ με τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη, η κυβέρνηση επένδυσε ιδιαίτερα στο ότι επί των ημερών της δεν επιδεινώθηκε ούτε διακυβεύτηκε η θέση των δημοσίων υπαλλήλων. Μπορεί να μην βελτιώθηκε ιδιαίτερα, αλλά δεν αντιμετώπισαν μέτρα όπως οι διαθεσιμότητες ή το ενδεχόμενο απολύσεων, την ώρα που ο κυβερνητικός μηχανισμός συχνά υπενθυμίζει το πέρασμα του Κυριάκου Μητσοτάκη από το υπουργείο Εσωτερικών και τα μέτρα με τα οποία συνδέθηκε η παρουσία του εκεί.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα διάφορα επιδοματικού χαρακτήρα που πήρε η κυβέρνηση σε σχέση με διάφορες ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού. Παρότι επί των ημερών οι δείκτες ανισότητας και κοινωνικής προστασίας δεν βελτιώθηκαν, η κυβέρνηση επέμεινε σε μέτρα όπως η κάρτα αλληλεγγύης και η αναμόρφωση των οικογενειακών επιδομάτων.
Με ανάλογο τρόπο η κυβέρνηση επένδυσε και εκλογικά σε μέτρα που αφορούσαν το οικογενειακό δίκαιο, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την επέκταση των προβλέψεων του συμφώνου συμβίωσης και στα ζευγάρια ατόμων του ιδίου φύλου και την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Στόχος εδώ η προσέλκυση δυναμικών και σχετικά νεανικών κοινωνικών στρωμάτων που έλκονται ιδιαίτερα από τέτοια βήματα θεσμικού εκσυγχρονισμού, την ώρα που η Νέα Δημοκρατία, παρά τη φιλελεύθερη τοποθέτηση του ίδιου του αρχηγού της, παραμένει ένα συντηρητικός οργανισμός σε ορισμένα θέματα.
Το τρίτο βήμα στο οποίο είχε επενδύσει η κυβέρνηση ήταν αυτό της επίλυσης του Μακεδονικού. Εδώ ο σχεδιασμός ήταν διπλός. Από τη μια, να κατοχυρωθεί η φιγούρα του Αλέξη Τσίπρα ως υπεύθυνου και «οραματιστή» ηγέτη που όχι μόνο «βγάζει τη χώρα από τα μνημόνια» αλλά και επιλύει εθνικά θέματα που λίμναζαν από καιρό. Από την άλλη, η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι οι αντιδράσεις που θα υπήρχαν θα περιορίζονταν στο δεξιό άκρο του πολιτικού σκηνικού και ίσως να τροφοδοτούσαν και διεργασίες δημιουργίας πολιτικού φορέα στα δεξιά της ΝΔ που θα ανέκοπτε την ανοδική κοινωνική της δυναμική.
Καταρχάς η κυβέρνηση για να μπορέσει να πετύχει την τυπική έξοδο από τα μνημόνια έπρεπε να δεσμευτεί σε μέτρα που ισοδυναμούσαν –και έτσι γίνονταν αντιληπτά από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα– ως παράταση των μνημονίων. Σημείο κλειδί εδώ τα εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα, οι περικοπές των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου.
Έπειτα δεν υπολόγισαν καθόλου τις αντιδράσεις για το Μακεδονικό. Εδώ τα λάθη χειρισμού και εκτίμησης που έκαναν ήταν διαδοχικά:
Κάνοντας μεγάλο μέρος της διαπραγμάτευσης με όρους μυστικής διπλωματίας και με βασικό κίνητρο την επιμονή των ΗΠΑ να τροποποιήσουν το συσχετισμό στα Δυτικά Βαλκάνια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν άνοιξε το θέμα έγκαιρα ούτε και προετοίμασε την κοινωνία για την ανάγκη ενός αξιοπρεπούς συμβιβασμού, σε ένα θέμα για το οποίο μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος είχε γαλουχηθεί με το σύνθημα «το όνομά μας είναι η ψυχή μας».
Έπειτα, η κυβέρνηση, παρότι διαθέτει στις γραμμές τον ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην ανάλυση πολιτικών τάσεων Χριστόφορο Βερναρδάκη, δεν μπόρεσε έγκαιρα να εκτιμήσει τη συνολική αρνητικότητα που διαπερνά την ελληνική κοινωνία.
Μια κοινωνία ταλαιπωρημένη από τη μνημόνια, που πέρασε πολύ καιρό αναζητώντας τεχνικές επιβίωσης, που βίωσε όλη την προηγούμενη περίοδο ως ταπείνωση, φάνηκε με πλειοψηφικό τρόπο να βλέπει τον «συμβιβασμό» για το όνομα ως απαράδεκτη υποχώρηση που ήρθε να συμπληρώσει ένα ευρύτερο φάσμα πρακτικών συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας.
Αυτό εξηγεί γιατί όλες οι έρευνες κατατείνουν στο ότι το Μακεδονικό είχε αρνητική δημοσκοπική επίπτωση για τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Σε αυτό ας προσθέσουμε και μια παράμετρο ακόμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα με μικρή σχετικά οργανωτική γείωση στην κοινωνία. Απέχει πολύ από τους μεγάλους κομματικούς μηχανισμούς, με την πανελλαδική παρουσία, την συνδικαλιστική και αυτοδιοικητική εκπροσώπηση που διατηρούν χώροι όπως η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής. Με το μεγαλύτερο μέρος του στελεχιακού δυναμικού να έχει απορροφηθεί από το κράτος και τη διακυβέρνηση, δεν έχει καν μια ικανότητα να «λαμβάνει μηνύματα» με τον τρόπο που π..χ το ΚΚΕ εξακολουθεί να διατηρεί. Και αυτό εξηγεί γιατί γίνονται λάθη εκτίμησης για κρίσιμες επιλογές.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στη διακυβέρνηση πατώντας πάνω σε ένα κύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας το οποίο όμως δεν είχε διαμορφώσει, απλώς εκπροσώπησε.
Η προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών, η απροθυμία αυτοκριτικής και παραδοχής λαθών, τα διάφορα επικοινωνιακά τεχνάσματα που επανέφεραν στη μνήμη πολλών τον «στρατηγό άνεμο» και τις «ασύμμετρες απειλές» του Βύρωνα Πολύδωρα, η κυνική προσπάθεια απόδοσης ευθύνης στα ίδια τα θύματα, όλα αυτά διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα.
Αυτό μπορεί να μην έχει ακόμη μετρηθεί δημοσκοπικά, αλλά όλοι εκτιμούν ότι θα καταγραφεί.
Ο λόγος εδώ είναι διπλός. Οι φυσικές καταστροφές και η ικανότητα περιορισμού των επιπτώσεών τους αφορά όχι το «όραμα» ή το «πρόγραμμα» ενός κόμματος, αλλά την ικανότητά του να διαχειριστεί έναν κρίσιμο πυρήνα της κρατικής λειτουργίας που αφορά την προστασία της ζωής.
Αυτό ισχύει περισσότερο, σε καταστροφές όπως οι πυρκαγιές, όπου η κοινωνία θεωρεί δεδομένο ότι η κρατική μηχανή μπορεί να αποτρέψει τα ανθρώπινα θύματα, ακόμη και εάν δεν μπορεί να αποτρέψει την ίδια τη φωτιά.
Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν είναι υποχρεωτικό κάθε φυσική καταστροφή να οδηγήσει σε πολιτική συντριβή μια κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Σημίτη είχε αντιμετωπίσει στην περίοδο 1997-1999 ένα πολύ μεγάλο κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας και μεγάλες κινητοποιήσεις (μπλόκα αγροτών, απεργία διαρκείας ΟΛΜΕ, μαθητικές καταλήψεις, αντιπολεμικές διαδηλώσεις). Όμως, μπόρεσε να κερδίσει τις εκλογές του 2000 εν μέρει και χάρη στην εικόνα αποτελεσματικής διαχείρισης που επέδειξε μετά το μεγάλο σεισμό στην Αττική το 1999.
Όμως, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η εικόνα κατάρρευσης της κρατικής μηχανής και διαχείρισης με επικοινωνιακούς όρους και μόνο μιας τέτοιας εθνικής τραγωδίας, διαμορφώνουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα και οδηγούν στην απώλεια ακόμη και αυτών των εκλογικών στηριγμάτων που μπορεί να είχε διατηρήσει το κυβερνών κόμμα.
Είναι η απόσταση που χωρίζει την ήττα που μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο μιας δυναμικής πολιτικής επιστροφής από την εκλογική συντριβή που ορίζει το «τέλος του δρόμου» για ένα κόμμα και τον ηγέτη του.
tovima.gr
Είναι σαφές ότι στο κυβερνητικό επιτελείο ήδη από τα τέλη του 2017, πιθανώς και νωρίτερα, είχε μπει ένας ορισμένος πολιτικός και εκλογικός σχεδιασμός και προγραμματισμός που στόχο είχε να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την εκλογική μάχη με τους καλύτερους όρους.
Ο αμιγώς εκλογικός στόχος δεν ήταν η πρωτιά, καθώς ήταν γνωστό ότι από πολύ νωρίς, λίγο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η Νέα Δημοκρατία απέκτησε ένα εκλογικό προβάδισμα που έκτοτε δεν το απώλεσε.
Εκλογικός στόχος ήταν η κατοχύρωση στη δεύτερη θέση, με ένα ποσοστό αρκετά πάνω από 20% που θα κατοχύρωνε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και θα έδινε τη δυνατότητα, σε επόμενη φάση, να διεκδικήσει ξανά τη διακυβέρνηση.
Εκτίμηση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένει ότι ένα τέτοιο ποσοστό θα εξασφάλιζε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο βασικός δεύτερος πόλος στον υπό διαμόρφωση μεταμνημονιακό δικομματισμό και η ηγετική δύναμη στον ευρύτερο προοδευτικό, κεντροαριστερό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο.
Ο σχεδιασμός επί χάρτου του ΣΥΡΙΖΑ
Σε αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση έκανε πολύ συγκεκριμένες επιλογές.Πρώτον αποφάσισε, ήδη από την αξιολόγηση του 2017 ότι θα πέρναγε όλα τα μέτρα και θα ικανοποιούσε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών με στόχο να εξασφαλίσει ότι θα μπορούσε τον Αύγουστο του 2018 να ανακοινώσει την «έξοδο από τα μνημόνια», έτσι ώστε να πάει σε εκλογές με τον Αλέξη Τσίπρα να διακηρύσσει ότι τα κατάφερε εκεί όπου απέτυχαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό που έκανε η κυβέρνηση ήταν να εκμεταλλευτεί την υποχώρηση των κοινωνικών διαμαρτυριών και την κόπωση από τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις των προηγούμενων ετών και να περάσει όσα δεν μπόρεσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Δεύτερον, προσπάθησε να οικοδομήσει στενότερους δεσμούς με τμήματα του εκλογικού σώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους. Παρά τις συγκρούσεις σε συγκεκριμένα υπουργεία, όπως για παράδειγμα η μόνιμη αντιπαράθεση της ΠΟΕΔΗΝ με τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη, η κυβέρνηση επένδυσε ιδιαίτερα στο ότι επί των ημερών της δεν επιδεινώθηκε ούτε διακυβεύτηκε η θέση των δημοσίων υπαλλήλων. Μπορεί να μην βελτιώθηκε ιδιαίτερα, αλλά δεν αντιμετώπισαν μέτρα όπως οι διαθεσιμότητες ή το ενδεχόμενο απολύσεων, την ώρα που ο κυβερνητικός μηχανισμός συχνά υπενθυμίζει το πέρασμα του Κυριάκου Μητσοτάκη από το υπουργείο Εσωτερικών και τα μέτρα με τα οποία συνδέθηκε η παρουσία του εκεί.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα διάφορα επιδοματικού χαρακτήρα που πήρε η κυβέρνηση σε σχέση με διάφορες ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού. Παρότι επί των ημερών οι δείκτες ανισότητας και κοινωνικής προστασίας δεν βελτιώθηκαν, η κυβέρνηση επέμεινε σε μέτρα όπως η κάρτα αλληλεγγύης και η αναμόρφωση των οικογενειακών επιδομάτων.
Με ανάλογο τρόπο η κυβέρνηση επένδυσε και εκλογικά σε μέτρα που αφορούσαν το οικογενειακό δίκαιο, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την επέκταση των προβλέψεων του συμφώνου συμβίωσης και στα ζευγάρια ατόμων του ιδίου φύλου και την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Στόχος εδώ η προσέλκυση δυναμικών και σχετικά νεανικών κοινωνικών στρωμάτων που έλκονται ιδιαίτερα από τέτοια βήματα θεσμικού εκσυγχρονισμού, την ώρα που η Νέα Δημοκρατία, παρά τη φιλελεύθερη τοποθέτηση του ίδιου του αρχηγού της, παραμένει ένα συντηρητικός οργανισμός σε ορισμένα θέματα.
Το τρίτο βήμα στο οποίο είχε επενδύσει η κυβέρνηση ήταν αυτό της επίλυσης του Μακεδονικού. Εδώ ο σχεδιασμός ήταν διπλός. Από τη μια, να κατοχυρωθεί η φιγούρα του Αλέξη Τσίπρα ως υπεύθυνου και «οραματιστή» ηγέτη που όχι μόνο «βγάζει τη χώρα από τα μνημόνια» αλλά και επιλύει εθνικά θέματα που λίμναζαν από καιρό. Από την άλλη, η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι οι αντιδράσεις που θα υπήρχαν θα περιορίζονταν στο δεξιό άκρο του πολιτικού σκηνικού και ίσως να τροφοδοτούσαν και διεργασίες δημιουργίας πολιτικού φορέα στα δεξιά της ΝΔ που θα ανέκοπτε την ανοδική κοινωνική της δυναμική.
Η αδυναμία εκτίμησης του πώς σκέφτεται όντως η κοινωνία
Οι σχεδιασμοί αυτοί, όμως, φαίνεται ότι λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο.Καταρχάς η κυβέρνηση για να μπορέσει να πετύχει την τυπική έξοδο από τα μνημόνια έπρεπε να δεσμευτεί σε μέτρα που ισοδυναμούσαν –και έτσι γίνονταν αντιληπτά από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα– ως παράταση των μνημονίων. Σημείο κλειδί εδώ τα εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα, οι περικοπές των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου.
Έπειτα δεν υπολόγισαν καθόλου τις αντιδράσεις για το Μακεδονικό. Εδώ τα λάθη χειρισμού και εκτίμησης που έκαναν ήταν διαδοχικά:
Κάνοντας μεγάλο μέρος της διαπραγμάτευσης με όρους μυστικής διπλωματίας και με βασικό κίνητρο την επιμονή των ΗΠΑ να τροποποιήσουν το συσχετισμό στα Δυτικά Βαλκάνια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν άνοιξε το θέμα έγκαιρα ούτε και προετοίμασε την κοινωνία για την ανάγκη ενός αξιοπρεπούς συμβιβασμού, σε ένα θέμα για το οποίο μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος είχε γαλουχηθεί με το σύνθημα «το όνομά μας είναι η ψυχή μας».
Έπειτα, η κυβέρνηση, παρότι διαθέτει στις γραμμές τον ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην ανάλυση πολιτικών τάσεων Χριστόφορο Βερναρδάκη, δεν μπόρεσε έγκαιρα να εκτιμήσει τη συνολική αρνητικότητα που διαπερνά την ελληνική κοινωνία.
Μια κοινωνία ταλαιπωρημένη από τη μνημόνια, που πέρασε πολύ καιρό αναζητώντας τεχνικές επιβίωσης, που βίωσε όλη την προηγούμενη περίοδο ως ταπείνωση, φάνηκε με πλειοψηφικό τρόπο να βλέπει τον «συμβιβασμό» για το όνομα ως απαράδεκτη υποχώρηση που ήρθε να συμπληρώσει ένα ευρύτερο φάσμα πρακτικών συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας.
Αυτό εξηγεί γιατί όλες οι έρευνες κατατείνουν στο ότι το Μακεδονικό είχε αρνητική δημοσκοπική επίπτωση για τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Σε αυτό ας προσθέσουμε και μια παράμετρο ακόμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα με μικρή σχετικά οργανωτική γείωση στην κοινωνία. Απέχει πολύ από τους μεγάλους κομματικούς μηχανισμούς, με την πανελλαδική παρουσία, την συνδικαλιστική και αυτοδιοικητική εκπροσώπηση που διατηρούν χώροι όπως η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής. Με το μεγαλύτερο μέρος του στελεχιακού δυναμικού να έχει απορροφηθεί από το κράτος και τη διακυβέρνηση, δεν έχει καν μια ικανότητα να «λαμβάνει μηνύματα» με τον τρόπο που π..χ το ΚΚΕ εξακολουθεί να διατηρεί. Και αυτό εξηγεί γιατί γίνονται λάθη εκτίμησης για κρίσιμες επιλογές.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στη διακυβέρνηση πατώντας πάνω σε ένα κύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας το οποίο όμως δεν είχε διαμορφώσει, απλώς εκπροσώπησε.
Οι πυρκαγιές ως αρνητικός καταλύτης
Σε αυτό το φόντο, το πολιτικό πλήγμα από τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική ήταν πολύ μεγάλο. Δεν είναι μόνο το μέγεθος της καταστροφής και των απωλειών, αλλά και ο τρόπος που συμπεριφέρθηκε η κυβέρνηση.Η προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών, η απροθυμία αυτοκριτικής και παραδοχής λαθών, τα διάφορα επικοινωνιακά τεχνάσματα που επανέφεραν στη μνήμη πολλών τον «στρατηγό άνεμο» και τις «ασύμμετρες απειλές» του Βύρωνα Πολύδωρα, η κυνική προσπάθεια απόδοσης ευθύνης στα ίδια τα θύματα, όλα αυτά διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα.
Αυτό μπορεί να μην έχει ακόμη μετρηθεί δημοσκοπικά, αλλά όλοι εκτιμούν ότι θα καταγραφεί.
Ο λόγος εδώ είναι διπλός. Οι φυσικές καταστροφές και η ικανότητα περιορισμού των επιπτώσεών τους αφορά όχι το «όραμα» ή το «πρόγραμμα» ενός κόμματος, αλλά την ικανότητά του να διαχειριστεί έναν κρίσιμο πυρήνα της κρατικής λειτουργίας που αφορά την προστασία της ζωής.
Αυτό ισχύει περισσότερο, σε καταστροφές όπως οι πυρκαγιές, όπου η κοινωνία θεωρεί δεδομένο ότι η κρατική μηχανή μπορεί να αποτρέψει τα ανθρώπινα θύματα, ακόμη και εάν δεν μπορεί να αποτρέψει την ίδια τη φωτιά.
Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν είναι υποχρεωτικό κάθε φυσική καταστροφή να οδηγήσει σε πολιτική συντριβή μια κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Σημίτη είχε αντιμετωπίσει στην περίοδο 1997-1999 ένα πολύ μεγάλο κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας και μεγάλες κινητοποιήσεις (μπλόκα αγροτών, απεργία διαρκείας ΟΛΜΕ, μαθητικές καταλήψεις, αντιπολεμικές διαδηλώσεις). Όμως, μπόρεσε να κερδίσει τις εκλογές του 2000 εν μέρει και χάρη στην εικόνα αποτελεσματικής διαχείρισης που επέδειξε μετά το μεγάλο σεισμό στην Αττική το 1999.
Όμως, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η εικόνα κατάρρευσης της κρατικής μηχανής και διαχείρισης με επικοινωνιακούς όρους και μόνο μιας τέτοιας εθνικής τραγωδίας, διαμορφώνουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα και οδηγούν στην απώλεια ακόμη και αυτών των εκλογικών στηριγμάτων που μπορεί να είχε διατηρήσει το κυβερνών κόμμα.
Είναι η απόσταση που χωρίζει την ήττα που μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο μιας δυναμικής πολιτικής επιστροφής από την εκλογική συντριβή που ορίζει το «τέλος του δρόμου» για ένα κόμμα και τον ηγέτη του.
tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου