Ο τακτικός στρατός της
επαναστατημένης Ελλάδας αποτελεί εν πολλοίς μια άγνωστη παράμετρο του
αγώνα της εθνικής μας παλληγενεσίας, αφού τα άτακτα τμήματα των
φουστανελοφόρων έχουν μονοπωλήσει την προσοχή των ερευνητών. Και όμως η
μικρή Ελλάδα είχε ακόμα και τότε τακτικό στρατό και μάλιστα ιδιαίτερα
αξιόλογο και πάνω από όλα αξιόμαχο, όσο επέτρεπαν οι κυβερνώντες,
τουλάχιστον.
Οι απαρχές συγκροτήσεως των ελληνικών τακτικών δυνάμεων μπορούν να αναζητηθούν εντός της πυράς των Ναπολεοντείων Πολέμων. Χιλιάδες Έλληνες υπηρέτησαν υπό τις σημαίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων και δοξάστηκαν στα πεδία των μαχών.
Με την έκρηξη της επανάστασης στην Μολδοβλαχία ο Αλέξανδρος
Υψηλάντης, αξιωματικός του Ρωσικού Στρατού και ο ίδιος, ήρωας της μάχης
της Λειψίας το 1813, διείδε την ανάγκη συγροτήσεως τακτικού στρατού.
Αποτέλεσμα τούτου ήταν η συγκρότηση του Ιερού Λόχου. Μετά την
καταστροφική μάχη στο Δραγατσάνι, ο αδερφός του Δημήτριος Υψηλάντης
κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα μικρό τακτικό τμήμα στον επαναστατημένο
Μωριά στο οποίο εντάχθηκαν και αρκετοί επιζώντες του Ιερού Λόχου.
Ακολούθως ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση τακτικού τμήματος, το οποίο όμως σχεδόν αφανίστηκε στη μάχη του Πέτα. Μετά την συμφορά το τακτικό επανιδρύθηκε. Όμως οι κυβερνητικές δολοπλοκίες και οι εμφύλιες συγκρούσεις που δυστυχώς ακολούθησαν δεν του επέτρεψαν να ανδρωθεί.
Η κατάσταση μετεβλήθη μετά τον Φεβρουάριο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ πάτησε στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ισχυροτάτων τακτικών αιγυπτιακών δυνάμεων. Τα άτακτα ελληνικά τμήματα δεν είχαν καμία ελπίδα να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους Αιγυπτίους σε αναπτεταμένο πεδίο.
Έπρεπε να συγκροτηθούν τακτικά τμήματα. Πραγματικά τον Ιούλιο του 1825 ανατέθηκε στον Γάλλο συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο η εντολή συγκρότησης τακτικού στρατού. Ο Φαβιέρος, ένδοξος βετεράνος της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντος, κατόρθωσε να αναπτύξει εντυπωσιακά τον ελληνικό τακτικό στρατό.
Στο μέγιστο σημείο ακμής του το Τακτικόν διέθετε τέσσερα τάγματα πεζικού γραμμής, τρείς ίλες ιππικού – η μια πεζομάχος – μια ελαφρά πυροβολαρχία, μια διλοχία ακροβολιστών και στρατιωτική μουσική. Η δύναμη αυτή αριθμούσε περισσότερους από 4.000 άνδρες. Δυστυχώς η αδιαφορία των κρατούντων οδήγησε σε διάλυση το υπέροχο αυτό τμήμα. Όταν το 1828 αφίχθη στην Ελλάδα ο Ι.Καποδίστριας το τακτικό δεν υφίστατο ουσιαστικά.
Ο κυβερνήτης από την πρώτη στιγμή της ελεύσεως του επιχείρησε και κατόρθωσε να ανασυστήσει το Τακτικόν, αλλά και να «τακτικοποιήσει» τα άτακτα σώματα. Το έργο του ανατράπηκε με την δολοφονία του. Γιατί όμως το Τακτικόν ήταν τόσο πολυτιμο για την Ελλάδα στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις; Τα άτακτα τμήματα δεν αρκούσαν για την αντιμετώπιση των Τούρκων και κατόπιν και των Αιγυπτίων;
Δυνατότητες των τακτικών τμημάτων της εποχής
Σε όλα τα κράτη της «πεπολιτισμένης» δύσης εκείνη την εποχή οι στρατοί συγκροτούντο αποκλειστικά πλέον από τακτικά τμήματα πεζικού, ιππικού και πυροβολικού. Τα τμήματα και των τριών αυτών όπλων πολεμούσαν με συγκεκριμένο τρόπο, βάσει των στρατιωτικών κανονισμών. Το πεζικό, το πολυπληθέστερο τμήμα κάθε στρατού, ακολουθούσε αρχικά τη λεγομένη γραμμική τακτική.
Η εμπειρία των Ναπολεοντείων Πολέμων όμως ανάγκασε όλους τους ευρωπαϊκούς, πλην του Βρετανικού, στρατούς να μεταβάλουν άρδην την τακτική του. Ο γαλλικός κανονισμός εκστρατείας του 1791 απετέλεσε το υπόδειγμα επί του οποίου βασίστηκαν και οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί, πλήν του βρετανικού. Επί του αναθεωρημένου, το 1818, γαλλικού κανονισμού βασίστηκε και η εκπαίδευση του ελληνικού τακτικού στρατού.
Το τακτικό πεζικό της εποχής είχε «ανακαταλάβει» τον ρόλο του βασιλιά της μάχης. Ήταν αυτό που διεκδικούσε, αλλά και κρατούσε τον κατακτηθέν έδαφος. Ήταν αυτό που μπορούσε να αντιμετωπίσει ευχερώς το αντίπαλο ιππικό, αρκεί να είχε την κατάλληλη εκπαίδευση και πειθαρχία. Οπλισμένο με το κλασικό εμπροσθογεμές μουσκέτο, με σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο, όφειλε να συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό ανδρών σε περιορισμένο χώρο, ώστε να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό καταστροφικό, για τον αντίπαλο, αποτέλεσμα. Το μουσκέτο ήταν ένα όπλο με λίαν περιορισμένες δυνατότητες.
Πρώτα από όλα το αποτελεσματικό του βεληνεκές δεν ξεπερνούσε τα 100 μέτρα. Δεύτερον η ταχυβολία του δεν ξεπερνούσε τις τέσσερις βολές ανά λεπτό, από καλά εκπαιδευμένα τμήματα. Ο συνήθης ρυθμός βολής μάχης ήταν της τάξης των δύο βολών ανά λεπτό. Για την εκ του συστάδην άμυνα του ο πεζός διέθετε ένα άλλο φονικό όπλο, την ξιφολόγχη, το μήκος της οποίας πλησίαζε τα 50 εκ.
Ένα μουσκέτο με προσαρμοσμένη στην κάννη του της ξιφολόγχη πλησίαζε σε μήκος τα 2 μέτρα –όσο και το μέσο μήκος των αρχαίων ελληνικών δοράτων. Η ξιφολόγη πάντως ήταν ένα όπλο περισσότερο ψυχολογικό παρά πρακτικό. Η απειλή χρήσης της είναι που προκαλεί στον αντίπαλο την διάθεση να στρέψει τα νώτα και να τραπεί σε φυγή. Την πραγματικότητα αυτή κατανόησαν πλήρως οι Έλληνες τακτικοί πεζοί, από το 1825 έως το 1940-41.
Οι τρεις σχηματισμοί μάχης
Τρείς ήσαν οι κύριοι σχηματισμοί μάχης του πεζικού, η γραμμή, η φάλαγγα και το τετράγωνο. Ο σχηματισμός γραμμής ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος σε περιπτώσεις αμύνης έναντι αντιπάλου πεζικού.
Την περίοδο της δεκαετίας του 1820 το βάθος της γραμμής έφτανε τους τρείς, ή συνήθως τους δύο ζυγούς. Το πλεονέκτημα του συγκεκριμένου σχηματισμού ήταν ότι επέτρεπε σε ένα τμήμα πεζικού να χρησιμοποιήσει το σύνολο της ισχύς πυρός του έναντι του αντιπάλου του.
Οι άνδρες τάσσονταν σε πολύ πυκνό διάταξη, με τον αγκώνα του ενός να ακουμπά στον ώμο του διπλανού του. Οι άνδρες του δευτέρου ζυγού τάσσοντο μισό περίπου μέτρο πίσω από αυτούς του πρώτου και με τα μουσκέτα τους να ξεπροβάλουν ανάμεσα στα κεφάλια των ανδρών του πρώτου ζυγού. Ο αντίπαλος αφηνόταν να πλησιάσει σε απόσταση 50 περίπου μέτρων. Τότε το τμήμα έβαλε είτε συγκεντρωτικά, είτε κατά διλοχίες, εναντίον του με καταστροφικά αποτελέσματα.
Τα μουσκέτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι είχαν μεγάλο διαμέτρημα – 17 ως 18,1 χλστ.- και σε τόσο μικρή απόσταση μπορούσαν κυριολεκτικά να κομματιάσουν τους αντιπάλους στρατιώτες. Σε περίπτωση που το τμήμα αναπτυσσόταν σε γραμμή βάθους τριών ζυγών, ο τρίτος ζυγός δεν έβαλε και είτε χρησιμοποιείτο για την επαναγέμιση των όπλων των ανδρών των δύο πρώτων ζυγών, είτε τηρείτο ως εφεδρεία του τμήματος, είτε στην αχή της μάχης αναπτυσσόταν εμπρός από το μέτωπο του τμήματος σε διάταξη ακροβολισμού.
Πυρ και κίνηση
Ο Λοχαγός Χρήστος Βυζάντιος, στο βιβλίο του «Ιστορία του Τακτικού Στρατού της Ελλάδος» του 1837, αναφέρετε συχνά στη χρήση δίζυγου – από τους δύο πρώτους ζυγούς (γραμμές)- πυρός από τα ελληνικά τακτικά τμήματα πεζικού.
Σε κάθε περίπτωση τα απέναντι τους τουρκικά τμήματα είτε αφανίστηκαν, είτε τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Χρειαζόταν θάρρος και πειθαρχία, προϊόντα της σκληρής εκπαίδευσης, για να αντέξει ένα τμήμα τις υλικές, αλλά και ψυχολογικές συνέπειες μιας ομοβροντίας δίζυγου πυρός, και οι Τούρκοι δεν διέθεταν τίποτα από τα παραπάνω.
Ο δεύτερος κύριος σχηματισμός μάχης του πεζικού της εποχής ήταν αυτός της φάλαγγας εφόδου. Υπήρχαν δύο ειδών σχηματισμοί φάλαγγας, η φάλαγγα κατά λόχο και η φάλαγγα κατά διλοχία, που ήταν και ο συνηθέστερος. Στην πρώτη περίπτωση ένα τάγμα των έξι λόχων, όπως ήταν τα ελληνικά, τάσσοντο με μέτωπο 50 και βάθος 18 ανδρών.
Στη δεύτερη περίπτωση το τάγμα τάσσονταν με μέτωπο 100 και βάθος 9 ανδρών. Η φάλάγγα ήταν ο κατ’εξοχήν σχηματισμός προσπελάσεως και εκτελέσεως εφόδου κατά εγκατεστημένου αμυντικά εχθρικού πεζικού ή πυροβολικού, αλλά και κάποτε κατά και ιππικού. Το μειονέκτημα του συγκεκριμένου σχηματισμού ήταν ότι παρουσίαζε ευμεγέθη στόχο στα εχθρικά πυρά και κυρίως στο πυροβολικό.
Στην περίπτωση της Ελλάδος όμως, ευτυχώς οι Τούρκοι δεν διέθεταν επαρκές πεδινό πυροβολικό. Από την άλλη το κύριο πλεονέκτημα της φάλαγγας ήταν η ευκινησία και η ταχυκινησία της. Ένα καλά εκπαιδευμένο τμήμα πεζικού ήταν ικανό να εφοδεύει με ρυθμό 120 βημάτων ανά λεπτό.
Η φάλαγγα ήταν επίσης ένας σχηματισμός άσκησης «ψυχολογικής» πίεσης στον αντίπαλο. Οποιοδήποτε απείθαρχο τμήμα, ήταν μάλλον απίθανο να σταθεί να αντιμετωπίσει την έφοδο ενός κινουμένου δάσους λογχών σε αναπτεταμένο πεδίο.
Κατά πεζικού, μα και ιππικού…
Έτσι στις μάχες γύρω από το Κερατσίνι, το 1827, η έφοδος σε σχηματισμό φάλαγγας 280 μόλις Ελλήνων τακτικών πεζών, υπό τον Ταγματάρχη Ιγγλέζη, ήταν αρκετή για να διαλύσει ένα πολυπληθές τουρκικό σώμα. Τουλάχιστον 500 Τούρκοι εξοντώθηκαν στη σύγκρουση αυτή, μέσα σε ελάχιστα λεπτά και με ελαχιστότατες ελληνικές απώλειες. Ακόμα αξιολογότερο όμως ήταν το επίτευγμα του τακτικού ελληνικού πεζικού απέναντι στο περίφημο τουρκικό ιππικό.
Στις μάχες του Χαϊδαρίου, το 1826, το τακτικό πεζικό αφού απέκρουσε τις επελάσεις του οθωμανικού ιππικού, αντεπετέθη εναντίον του, σε σχηματισμό φάλαγγας και το έτρεψε σε φυγή. Σε μια συμπλοκή μάλιστα επιτέθηκε πάλι σε σχηματισμό φάλαγγας και ανέτρεψε και μια εχθρική πυροβολαρχία. Να πως περιγράφει ο Χρ. Βυζάντιος την έφοδο του Δευτέρου Τάγματος πεζικού κατά των τουρκικών θέσεων:
Υπόδειγμα μάχης…
«Τότε ο Φαβιέρος συνεννοηθείς πάλιν μετά του Καραϊσκάκη, αφού ετοποθέτησε το πυροβολικόν απέναντι του εχθρικού πλησίον του περιβόλου, εκίνησε με τον στρατόν του κατά των εχθρών. Και το μεν Δεύτερο Τάγμα, διοικούμενον παρά του Ταγματάρχου Πίσσα, διέταξε να βαδίσει είς επικουρίαν κατά φάλαγγαν πυκνήν προς το ανατολικόν μέρος.
«Αυτός δε παρέλαβε το Πρώτον Τάγμα, και σχματίσας και αυτό είς φάλαγγαν πυκνήν, διώρισε τον λόχον των Φιλελλήνων και εκείνον των αποστολικών (πεζομάχοι ακροβολιστές ιππείς) είς τας πλευράς της φάλαγγος ως ακροβολιστάς, και ούτω μ’επιβραχίονος όπλα και με βήμα οδοιπορικόν προσέβαλεν από το μεσημβρινόν μέρος τον εχθρόν καθ’ην στιγμήν, το πεζικόν και το ιππικόν του εχθρού επέτεινον τας προσβολάς των κατά των ελαφρών (ατάκτων) στρατευμάτων τόσον, ώστε μ’όλην την καρτερίαν με την οποίαν απέκρουσαν οι Έλληνες, ήτον αδύνατον να ανθέξωσι περιπλέον αμυνόμενοι.
«Πρώτον διότι δεν ήσαν οχυρωμένοι, και έπειτα διότι και το εχθρικόν πυροβολικόν τους ηνώχλει μεγάλως. Εντοσούτω οι ελαφροί στρατιώτες άμα είδον την επικουρίαν (τους τακτικούς) βαδίζουσα κατά του εχθρού αταράχως, και μάλιστα κατά του εχθρικού ιππικού και πυροβολικού, έλαβον τόσην γενναιοψυχίαν και θάρρος, ώστε εξελθόντες από τας θέσεις των, επέπεσον κατά του εχθρικού πεζικού, το οποίον ετράπη αμέσως είς φυγήν. Η δε φάλαγξ εξηκολούθει την κατά του πυροβολικού πορείαν της, μόλον ότι τούτο δεν έπαυε τον κατάυτής πυροβολισμόν με σφαιρίδια (βολιδοφόρα βλήματα), ενταυτώ υπερασπίζετο και από εν πολυάριθμον ιππικόν.
«Αλλά το τάγμα εβάδιζε τόσν ατρόμως κατά των πυρών, ώστε οι εχθροί ηναγκάσθησαν να αφήσωσιν όλα τα πολεμοφόδια και να υποχωρήσουν ατάκτως. Ωσαύτως το Δεύτερον Τάγμα κατεδίωξε με την αυτήν επιτυχίαν την άλλη εχθρικήν μοίραν, μόλον ότι αντί να προσβάλλη τους εχθρούς με βήμα οδοιπορικόν, τους προσέβαλε με βήμα προσβολής (βήμα εφόδου)».
Ένας τρίτος σχηματισμός μάχηςτης εποχής ήταν το γνωστό τετράγωνο. Το τετράγωνο μπορούσε να είναι είτε «ανοικτό», είτε «κλειστό». Το μεν ανοικτό τετράγωνο ονομαζόταν έτσι διότι το εσωτερικό του ήταν ανοικτό, δεν καλύπτονταν δηλαδή από στρατιώτες. Το κλειστό τετράγωνο ήταν ένας εξαιρετικά πυκνός σχηματισμός, κάτι ενδιάμεσο μεταξύ φάλαγγας και τετραγώνου, γνωστότερο ως μάζα.
Οι Έλληνες τακτικοί, ακολουθώντας τον γαλλικό κανονισμό, είχαν εκπαιδευτεί στον σχηματισμό ανοικτών τετραγώνων. Ο σχηματισμός του τεταγώνου εξασφάλιζε ολόπλευρη άμυνα. Χρησιμοποιείτο κυρίως για την αντιμετώπιση εφόδων ιππικού, έτσι ώστε το τμήμα πεζικού που το σχημάτιζε να μην παρουσιάζει ακάλυπτα πλευρά στο αντίπαλο ιππικό. Κατά περίπτωση όμως χρησιμοποιείτο και για την αντιμετώπιση εφόδων, ατάκτων κυρίως τμημάτων πεζικού.
Σε σχηματισμό τετραγώνου πολέμησε κατά των Τούρκων ο Ιερός Λόχος στο Δραγατσάνι και κράτησε επί πολύ ώρα τους οκταπλάσιους Τούρκους. Αντίθετα στην μάχη του Πέτα μέρος του τακτικού και ο λόχος των Φιλελλήνων, περικυκλώθηκαν από τα στίφη των ατάκτων Τούρκων και αφού σχημάτισαν τετράγωνο, αγωνίστηκαν μέχρις εσχάτων, παίρνοντας μαζί τους όμως και εκατοντάδες Οθωμανούς.
Οργάνωση
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναφορά στο οργανωτικό υπόδειγμα των ελληνικών τακτικών δυνάμεων. Ο Ιερός Λόχος του Αλ.Υψηλάντη ήταν οργανωμένος ως τάγμα πεζικού της γραμμής, δυνάμεων πέντε λόχων τυφεκιοφόρων (λόχοι «κεντρικοί»). Το τακτικό σύνταγμα που έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα ήταν επίσης οργανωμένο σε δύο τάγματα, έκαστο των πέντε κεντρικών λόχων, σε έναν λόχο ακροβολιστών (Φιλέλληνες) και σε έναν λόχο πυροβολικού συνοδείας (δύο πυροβόλα).
Μόνο μετά την ανάληψη της διοίκησης από τον Φαβιέρο τα ελληνικά τακτικά τάγματα ακολούθησαν επακριβώς το ισχύων ευρωπαϊκό οργανωτικό υπόδειγμα. Κάθε τάγμα διέθετε,βάσει του γαλλικού κανονισμού, έξι λόχους. Οι τέσσερεις από αυτούς ήταν λόχοι τυφεκιοφόρων (κεντρικοί), ο ένας ήταν λόχος επιλέκτων-γρεναδιέρων (δεξιός πλευρικός λόχος) και ο τελευταίος ήταν ο λόχος ευζώνων-ακροβολιστών (αριστερός πλευρικός λόχος).
Ο λόχος των ακροβολιστών συνήθως τάσσετο μπροστά από το μέτωπο του τάγματος σε απόσταση ως 200 μέτρα από αυτό. Οι ακροβολιστές αποτελούσαν την προκεχωρημένη γραμμή άμυνας του τάγματος, κατά την άμυνα, ή το πρωτο κλιμάκιο εφόδου του, κατά την επίθεση. Ο λόχος των γρεναδιέρων είτε τασσόταν ως κλιμάκιο υποαστήριξης των ακροβολιστών, είτε ως εφεδρεία του τάγματος. Όταν το τάγμα αμύνετο οι ακροβολιστές και οι γρεναδιέροι άρχιζαν τη μάχη και σταδιακά συμπτήσσονταν στα δύο άκρα του τάγματος. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο πολεμούσαν και ο Γαλλικός, Πρωσικός και εν μέρη και ο Αυστριακός στρατός της εποχής.
Ιππικό και πυροβολικό
Όσον αφορά το ελληνικό τακτικό ιππικό, αυτό στην μέγιστη ακμή του παρέτασσε μία ίλη λογχοφόρων, μια ίλη εφίππων κυνηγών και μια πεζομάχο, ελλείψη ίππων, ίλη. Ο πατέρας του ελληνικού ιππικού ήταν ο Πορτογάλος Αλμέιδα, βετεράνος και αυτός των Ναπολεοντείων Πολέμων. Τακτικό ιππικό βεβαίως πρωτοσυγκρότησε ο Αλ.Υψηλάντης στην Μολδοβλαχία. Το τμήμα ιππικού του Υψηλάντη όμως, υπό τις διαταγές του μάλλον μετρίων δυνατοτήτων Β.Καραβιά.
Ενδεδυμένοι με ρωσικές στολές κοζάκων και ουσσάρων, οι 100 περίπου τακτικοί – μαζί τους πολέμησαν και 800 περίπου άτακτοι – ιππείς διαλύθηκαν, υπαιτιότητα του ηγέτη τους, στην μάχη του Δραγατσανίου. Το ιππικό του Αλμέιδα αντίθετα επρόκειτο να ευδοκιμήσει και να αποτελέσει τον πυρήνα του όπλου του Ιππικού – Τεθωρακισμένων. Αν και ο Αλμέιδα ποτέ δεν είχε στη διάθεση του περισσότερους από 160 εφίππους πολεμιστές, εντούτοις τους εκπαίδευσε και τους αξιοποιήσε το δυνατόν καλύτερα.
Λόγο του μικρού αριθμού τους, οι Έλληνες ιππείς εκπαιδεύτηκαν σε τακτικές ίλης μόνο. Παρόλα αυτά η ελληνική ιλαρχία (δύο ίλες) έδρασε και συντονισμένα όταν χρειάστηκε. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1825 η ιλαρχία με τον Συνταγματάρχη Αλμέιδα επικεφαλής, περιπολούσε στην πεδιάδα των Μήλων της Αργολίδος. Κατά την διάρκεια της περιπολίας εντόπισε ένα τακτικό αιγυπτιακό τάγμα του στρατού του Ιμπραήμ.
Αμέσως ο Αλμέιδα διέταξε τους άνδρες του να σχηματίσουν γραμμή δύο ζυγών και να επιπέσουν κατά των Αιγυπτίων. Οι τελευταίοι είχαν επίσης δεί το ελληνικό ιππικό να λαμβάνει θέσεις για την εξαπόλυση εφόδου και έσπευσαν να σχηματίσουν τετράγωνο. Δεν πρόλαβαν όμως. Η ταχύτατη επέλαση των Ελλήνων ιππέων «έσπασε τους ζυγούς» των Αιγυπτίων.
Οι στρατιώτες έχασαν κάθε οργανικό δεσμό και τράπηκαν ανεξάρτητα σε φυγή, με αποτέλεσμα να κατακοπούν όλοι από τις λόγχες και τις σπάθες των Ελλήνων ιππέων. Περισσότεροι από 400 Αιγύπτιοι σκοτώθηκαν, χωρίς καμιά ελληνική απώλεια.
Το πυροβολικό αποτελούσε το τρίτο όπλο των τακτικών στρατών της εποχής. Στην επαναστατημένη Ελλάδα όμως δεν υπήρχαν οι δυνατότητες ανάπτυξής του. Στην καλύτερη περίπτωση ο τακτικός στρατός βρέθηκε να διαθέτει μια μόλις πυροβολαρχία των τεσσάρων ελαφρών πυροβόλων. Και αυτά όμως συχνά καθίσταντο άχρηστα λόγω βλαβών, οι οποίες όμως δεν ήταν έυκολο να ξεπεραστούν, λόγω της έλλειψης τεχνικών μέσων.
Οι απαρχές συγκροτήσεως των ελληνικών τακτικών δυνάμεων μπορούν να αναζητηθούν εντός της πυράς των Ναπολεοντείων Πολέμων. Χιλιάδες Έλληνες υπηρέτησαν υπό τις σημαίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων και δοξάστηκαν στα πεδία των μαχών.
Ακολούθως ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση τακτικού τμήματος, το οποίο όμως σχεδόν αφανίστηκε στη μάχη του Πέτα. Μετά την συμφορά το τακτικό επανιδρύθηκε. Όμως οι κυβερνητικές δολοπλοκίες και οι εμφύλιες συγκρούσεις που δυστυχώς ακολούθησαν δεν του επέτρεψαν να ανδρωθεί.
Η κατάσταση μετεβλήθη μετά τον Φεβρουάριο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ πάτησε στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ισχυροτάτων τακτικών αιγυπτιακών δυνάμεων. Τα άτακτα ελληνικά τμήματα δεν είχαν καμία ελπίδα να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους Αιγυπτίους σε αναπτεταμένο πεδίο.
Έπρεπε να συγκροτηθούν τακτικά τμήματα. Πραγματικά τον Ιούλιο του 1825 ανατέθηκε στον Γάλλο συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο η εντολή συγκρότησης τακτικού στρατού. Ο Φαβιέρος, ένδοξος βετεράνος της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντος, κατόρθωσε να αναπτύξει εντυπωσιακά τον ελληνικό τακτικό στρατό.
Στο μέγιστο σημείο ακμής του το Τακτικόν διέθετε τέσσερα τάγματα πεζικού γραμμής, τρείς ίλες ιππικού – η μια πεζομάχος – μια ελαφρά πυροβολαρχία, μια διλοχία ακροβολιστών και στρατιωτική μουσική. Η δύναμη αυτή αριθμούσε περισσότερους από 4.000 άνδρες. Δυστυχώς η αδιαφορία των κρατούντων οδήγησε σε διάλυση το υπέροχο αυτό τμήμα. Όταν το 1828 αφίχθη στην Ελλάδα ο Ι.Καποδίστριας το τακτικό δεν υφίστατο ουσιαστικά.
Ο κυβερνήτης από την πρώτη στιγμή της ελεύσεως του επιχείρησε και κατόρθωσε να ανασυστήσει το Τακτικόν, αλλά και να «τακτικοποιήσει» τα άτακτα σώματα. Το έργο του ανατράπηκε με την δολοφονία του. Γιατί όμως το Τακτικόν ήταν τόσο πολυτιμο για την Ελλάδα στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις; Τα άτακτα τμήματα δεν αρκούσαν για την αντιμετώπιση των Τούρκων και κατόπιν και των Αιγυπτίων;
Δυνατότητες των τακτικών τμημάτων της εποχής
Σε όλα τα κράτη της «πεπολιτισμένης» δύσης εκείνη την εποχή οι στρατοί συγκροτούντο αποκλειστικά πλέον από τακτικά τμήματα πεζικού, ιππικού και πυροβολικού. Τα τμήματα και των τριών αυτών όπλων πολεμούσαν με συγκεκριμένο τρόπο, βάσει των στρατιωτικών κανονισμών. Το πεζικό, το πολυπληθέστερο τμήμα κάθε στρατού, ακολουθούσε αρχικά τη λεγομένη γραμμική τακτική.
Η εμπειρία των Ναπολεοντείων Πολέμων όμως ανάγκασε όλους τους ευρωπαϊκούς, πλην του Βρετανικού, στρατούς να μεταβάλουν άρδην την τακτική του. Ο γαλλικός κανονισμός εκστρατείας του 1791 απετέλεσε το υπόδειγμα επί του οποίου βασίστηκαν και οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί, πλήν του βρετανικού. Επί του αναθεωρημένου, το 1818, γαλλικού κανονισμού βασίστηκε και η εκπαίδευση του ελληνικού τακτικού στρατού.
Το τακτικό πεζικό της εποχής είχε «ανακαταλάβει» τον ρόλο του βασιλιά της μάχης. Ήταν αυτό που διεκδικούσε, αλλά και κρατούσε τον κατακτηθέν έδαφος. Ήταν αυτό που μπορούσε να αντιμετωπίσει ευχερώς το αντίπαλο ιππικό, αρκεί να είχε την κατάλληλη εκπαίδευση και πειθαρχία. Οπλισμένο με το κλασικό εμπροσθογεμές μουσκέτο, με σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο, όφειλε να συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό ανδρών σε περιορισμένο χώρο, ώστε να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό καταστροφικό, για τον αντίπαλο, αποτέλεσμα. Το μουσκέτο ήταν ένα όπλο με λίαν περιορισμένες δυνατότητες.
Πρώτα από όλα το αποτελεσματικό του βεληνεκές δεν ξεπερνούσε τα 100 μέτρα. Δεύτερον η ταχυβολία του δεν ξεπερνούσε τις τέσσερις βολές ανά λεπτό, από καλά εκπαιδευμένα τμήματα. Ο συνήθης ρυθμός βολής μάχης ήταν της τάξης των δύο βολών ανά λεπτό. Για την εκ του συστάδην άμυνα του ο πεζός διέθετε ένα άλλο φονικό όπλο, την ξιφολόγχη, το μήκος της οποίας πλησίαζε τα 50 εκ.
Ένα μουσκέτο με προσαρμοσμένη στην κάννη του της ξιφολόγχη πλησίαζε σε μήκος τα 2 μέτρα –όσο και το μέσο μήκος των αρχαίων ελληνικών δοράτων. Η ξιφολόγη πάντως ήταν ένα όπλο περισσότερο ψυχολογικό παρά πρακτικό. Η απειλή χρήσης της είναι που προκαλεί στον αντίπαλο την διάθεση να στρέψει τα νώτα και να τραπεί σε φυγή. Την πραγματικότητα αυτή κατανόησαν πλήρως οι Έλληνες τακτικοί πεζοί, από το 1825 έως το 1940-41.
Οι τρεις σχηματισμοί μάχης
Τρείς ήσαν οι κύριοι σχηματισμοί μάχης του πεζικού, η γραμμή, η φάλαγγα και το τετράγωνο. Ο σχηματισμός γραμμής ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος σε περιπτώσεις αμύνης έναντι αντιπάλου πεζικού.
Την περίοδο της δεκαετίας του 1820 το βάθος της γραμμής έφτανε τους τρείς, ή συνήθως τους δύο ζυγούς. Το πλεονέκτημα του συγκεκριμένου σχηματισμού ήταν ότι επέτρεπε σε ένα τμήμα πεζικού να χρησιμοποιήσει το σύνολο της ισχύς πυρός του έναντι του αντιπάλου του.
Οι άνδρες τάσσονταν σε πολύ πυκνό διάταξη, με τον αγκώνα του ενός να ακουμπά στον ώμο του διπλανού του. Οι άνδρες του δευτέρου ζυγού τάσσοντο μισό περίπου μέτρο πίσω από αυτούς του πρώτου και με τα μουσκέτα τους να ξεπροβάλουν ανάμεσα στα κεφάλια των ανδρών του πρώτου ζυγού. Ο αντίπαλος αφηνόταν να πλησιάσει σε απόσταση 50 περίπου μέτρων. Τότε το τμήμα έβαλε είτε συγκεντρωτικά, είτε κατά διλοχίες, εναντίον του με καταστροφικά αποτελέσματα.
Τα μουσκέτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι είχαν μεγάλο διαμέτρημα – 17 ως 18,1 χλστ.- και σε τόσο μικρή απόσταση μπορούσαν κυριολεκτικά να κομματιάσουν τους αντιπάλους στρατιώτες. Σε περίπτωση που το τμήμα αναπτυσσόταν σε γραμμή βάθους τριών ζυγών, ο τρίτος ζυγός δεν έβαλε και είτε χρησιμοποιείτο για την επαναγέμιση των όπλων των ανδρών των δύο πρώτων ζυγών, είτε τηρείτο ως εφεδρεία του τμήματος, είτε στην αχή της μάχης αναπτυσσόταν εμπρός από το μέτωπο του τμήματος σε διάταξη ακροβολισμού.
Πυρ και κίνηση
Ο Λοχαγός Χρήστος Βυζάντιος, στο βιβλίο του «Ιστορία του Τακτικού Στρατού της Ελλάδος» του 1837, αναφέρετε συχνά στη χρήση δίζυγου – από τους δύο πρώτους ζυγούς (γραμμές)- πυρός από τα ελληνικά τακτικά τμήματα πεζικού.
Σε κάθε περίπτωση τα απέναντι τους τουρκικά τμήματα είτε αφανίστηκαν, είτε τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Χρειαζόταν θάρρος και πειθαρχία, προϊόντα της σκληρής εκπαίδευσης, για να αντέξει ένα τμήμα τις υλικές, αλλά και ψυχολογικές συνέπειες μιας ομοβροντίας δίζυγου πυρός, και οι Τούρκοι δεν διέθεταν τίποτα από τα παραπάνω.
Ο δεύτερος κύριος σχηματισμός μάχης του πεζικού της εποχής ήταν αυτός της φάλαγγας εφόδου. Υπήρχαν δύο ειδών σχηματισμοί φάλαγγας, η φάλαγγα κατά λόχο και η φάλαγγα κατά διλοχία, που ήταν και ο συνηθέστερος. Στην πρώτη περίπτωση ένα τάγμα των έξι λόχων, όπως ήταν τα ελληνικά, τάσσοντο με μέτωπο 50 και βάθος 18 ανδρών.
Στη δεύτερη περίπτωση το τάγμα τάσσονταν με μέτωπο 100 και βάθος 9 ανδρών. Η φάλάγγα ήταν ο κατ’εξοχήν σχηματισμός προσπελάσεως και εκτελέσεως εφόδου κατά εγκατεστημένου αμυντικά εχθρικού πεζικού ή πυροβολικού, αλλά και κάποτε κατά και ιππικού. Το μειονέκτημα του συγκεκριμένου σχηματισμού ήταν ότι παρουσίαζε ευμεγέθη στόχο στα εχθρικά πυρά και κυρίως στο πυροβολικό.
Στην περίπτωση της Ελλάδος όμως, ευτυχώς οι Τούρκοι δεν διέθεταν επαρκές πεδινό πυροβολικό. Από την άλλη το κύριο πλεονέκτημα της φάλαγγας ήταν η ευκινησία και η ταχυκινησία της. Ένα καλά εκπαιδευμένο τμήμα πεζικού ήταν ικανό να εφοδεύει με ρυθμό 120 βημάτων ανά λεπτό.
Η φάλαγγα ήταν επίσης ένας σχηματισμός άσκησης «ψυχολογικής» πίεσης στον αντίπαλο. Οποιοδήποτε απείθαρχο τμήμα, ήταν μάλλον απίθανο να σταθεί να αντιμετωπίσει την έφοδο ενός κινουμένου δάσους λογχών σε αναπτεταμένο πεδίο.
Κατά πεζικού, μα και ιππικού…
Έτσι στις μάχες γύρω από το Κερατσίνι, το 1827, η έφοδος σε σχηματισμό φάλαγγας 280 μόλις Ελλήνων τακτικών πεζών, υπό τον Ταγματάρχη Ιγγλέζη, ήταν αρκετή για να διαλύσει ένα πολυπληθές τουρκικό σώμα. Τουλάχιστον 500 Τούρκοι εξοντώθηκαν στη σύγκρουση αυτή, μέσα σε ελάχιστα λεπτά και με ελαχιστότατες ελληνικές απώλειες. Ακόμα αξιολογότερο όμως ήταν το επίτευγμα του τακτικού ελληνικού πεζικού απέναντι στο περίφημο τουρκικό ιππικό.
Στις μάχες του Χαϊδαρίου, το 1826, το τακτικό πεζικό αφού απέκρουσε τις επελάσεις του οθωμανικού ιππικού, αντεπετέθη εναντίον του, σε σχηματισμό φάλαγγας και το έτρεψε σε φυγή. Σε μια συμπλοκή μάλιστα επιτέθηκε πάλι σε σχηματισμό φάλαγγας και ανέτρεψε και μια εχθρική πυροβολαρχία. Να πως περιγράφει ο Χρ. Βυζάντιος την έφοδο του Δευτέρου Τάγματος πεζικού κατά των τουρκικών θέσεων:
Υπόδειγμα μάχης…
«Τότε ο Φαβιέρος συνεννοηθείς πάλιν μετά του Καραϊσκάκη, αφού ετοποθέτησε το πυροβολικόν απέναντι του εχθρικού πλησίον του περιβόλου, εκίνησε με τον στρατόν του κατά των εχθρών. Και το μεν Δεύτερο Τάγμα, διοικούμενον παρά του Ταγματάρχου Πίσσα, διέταξε να βαδίσει είς επικουρίαν κατά φάλαγγαν πυκνήν προς το ανατολικόν μέρος.
«Αυτός δε παρέλαβε το Πρώτον Τάγμα, και σχματίσας και αυτό είς φάλαγγαν πυκνήν, διώρισε τον λόχον των Φιλελλήνων και εκείνον των αποστολικών (πεζομάχοι ακροβολιστές ιππείς) είς τας πλευράς της φάλαγγος ως ακροβολιστάς, και ούτω μ’επιβραχίονος όπλα και με βήμα οδοιπορικόν προσέβαλεν από το μεσημβρινόν μέρος τον εχθρόν καθ’ην στιγμήν, το πεζικόν και το ιππικόν του εχθρού επέτεινον τας προσβολάς των κατά των ελαφρών (ατάκτων) στρατευμάτων τόσον, ώστε μ’όλην την καρτερίαν με την οποίαν απέκρουσαν οι Έλληνες, ήτον αδύνατον να ανθέξωσι περιπλέον αμυνόμενοι.
«Πρώτον διότι δεν ήσαν οχυρωμένοι, και έπειτα διότι και το εχθρικόν πυροβολικόν τους ηνώχλει μεγάλως. Εντοσούτω οι ελαφροί στρατιώτες άμα είδον την επικουρίαν (τους τακτικούς) βαδίζουσα κατά του εχθρού αταράχως, και μάλιστα κατά του εχθρικού ιππικού και πυροβολικού, έλαβον τόσην γενναιοψυχίαν και θάρρος, ώστε εξελθόντες από τας θέσεις των, επέπεσον κατά του εχθρικού πεζικού, το οποίον ετράπη αμέσως είς φυγήν. Η δε φάλαγξ εξηκολούθει την κατά του πυροβολικού πορείαν της, μόλον ότι τούτο δεν έπαυε τον κατάυτής πυροβολισμόν με σφαιρίδια (βολιδοφόρα βλήματα), ενταυτώ υπερασπίζετο και από εν πολυάριθμον ιππικόν.
«Αλλά το τάγμα εβάδιζε τόσν ατρόμως κατά των πυρών, ώστε οι εχθροί ηναγκάσθησαν να αφήσωσιν όλα τα πολεμοφόδια και να υποχωρήσουν ατάκτως. Ωσαύτως το Δεύτερον Τάγμα κατεδίωξε με την αυτήν επιτυχίαν την άλλη εχθρικήν μοίραν, μόλον ότι αντί να προσβάλλη τους εχθρούς με βήμα οδοιπορικόν, τους προσέβαλε με βήμα προσβολής (βήμα εφόδου)».
Ένας τρίτος σχηματισμός μάχηςτης εποχής ήταν το γνωστό τετράγωνο. Το τετράγωνο μπορούσε να είναι είτε «ανοικτό», είτε «κλειστό». Το μεν ανοικτό τετράγωνο ονομαζόταν έτσι διότι το εσωτερικό του ήταν ανοικτό, δεν καλύπτονταν δηλαδή από στρατιώτες. Το κλειστό τετράγωνο ήταν ένας εξαιρετικά πυκνός σχηματισμός, κάτι ενδιάμεσο μεταξύ φάλαγγας και τετραγώνου, γνωστότερο ως μάζα.
Οι Έλληνες τακτικοί, ακολουθώντας τον γαλλικό κανονισμό, είχαν εκπαιδευτεί στον σχηματισμό ανοικτών τετραγώνων. Ο σχηματισμός του τεταγώνου εξασφάλιζε ολόπλευρη άμυνα. Χρησιμοποιείτο κυρίως για την αντιμετώπιση εφόδων ιππικού, έτσι ώστε το τμήμα πεζικού που το σχημάτιζε να μην παρουσιάζει ακάλυπτα πλευρά στο αντίπαλο ιππικό. Κατά περίπτωση όμως χρησιμοποιείτο και για την αντιμετώπιση εφόδων, ατάκτων κυρίως τμημάτων πεζικού.
Σε σχηματισμό τετραγώνου πολέμησε κατά των Τούρκων ο Ιερός Λόχος στο Δραγατσάνι και κράτησε επί πολύ ώρα τους οκταπλάσιους Τούρκους. Αντίθετα στην μάχη του Πέτα μέρος του τακτικού και ο λόχος των Φιλελλήνων, περικυκλώθηκαν από τα στίφη των ατάκτων Τούρκων και αφού σχημάτισαν τετράγωνο, αγωνίστηκαν μέχρις εσχάτων, παίρνοντας μαζί τους όμως και εκατοντάδες Οθωμανούς.
Οργάνωση
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναφορά στο οργανωτικό υπόδειγμα των ελληνικών τακτικών δυνάμεων. Ο Ιερός Λόχος του Αλ.Υψηλάντη ήταν οργανωμένος ως τάγμα πεζικού της γραμμής, δυνάμεων πέντε λόχων τυφεκιοφόρων (λόχοι «κεντρικοί»). Το τακτικό σύνταγμα που έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα ήταν επίσης οργανωμένο σε δύο τάγματα, έκαστο των πέντε κεντρικών λόχων, σε έναν λόχο ακροβολιστών (Φιλέλληνες) και σε έναν λόχο πυροβολικού συνοδείας (δύο πυροβόλα).
Μόνο μετά την ανάληψη της διοίκησης από τον Φαβιέρο τα ελληνικά τακτικά τάγματα ακολούθησαν επακριβώς το ισχύων ευρωπαϊκό οργανωτικό υπόδειγμα. Κάθε τάγμα διέθετε,βάσει του γαλλικού κανονισμού, έξι λόχους. Οι τέσσερεις από αυτούς ήταν λόχοι τυφεκιοφόρων (κεντρικοί), ο ένας ήταν λόχος επιλέκτων-γρεναδιέρων (δεξιός πλευρικός λόχος) και ο τελευταίος ήταν ο λόχος ευζώνων-ακροβολιστών (αριστερός πλευρικός λόχος).
Ο λόχος των ακροβολιστών συνήθως τάσσετο μπροστά από το μέτωπο του τάγματος σε απόσταση ως 200 μέτρα από αυτό. Οι ακροβολιστές αποτελούσαν την προκεχωρημένη γραμμή άμυνας του τάγματος, κατά την άμυνα, ή το πρωτο κλιμάκιο εφόδου του, κατά την επίθεση. Ο λόχος των γρεναδιέρων είτε τασσόταν ως κλιμάκιο υποαστήριξης των ακροβολιστών, είτε ως εφεδρεία του τάγματος. Όταν το τάγμα αμύνετο οι ακροβολιστές και οι γρεναδιέροι άρχιζαν τη μάχη και σταδιακά συμπτήσσονταν στα δύο άκρα του τάγματος. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο πολεμούσαν και ο Γαλλικός, Πρωσικός και εν μέρη και ο Αυστριακός στρατός της εποχής.
Ιππικό και πυροβολικό
Όσον αφορά το ελληνικό τακτικό ιππικό, αυτό στην μέγιστη ακμή του παρέτασσε μία ίλη λογχοφόρων, μια ίλη εφίππων κυνηγών και μια πεζομάχο, ελλείψη ίππων, ίλη. Ο πατέρας του ελληνικού ιππικού ήταν ο Πορτογάλος Αλμέιδα, βετεράνος και αυτός των Ναπολεοντείων Πολέμων. Τακτικό ιππικό βεβαίως πρωτοσυγκρότησε ο Αλ.Υψηλάντης στην Μολδοβλαχία. Το τμήμα ιππικού του Υψηλάντη όμως, υπό τις διαταγές του μάλλον μετρίων δυνατοτήτων Β.Καραβιά.
Ενδεδυμένοι με ρωσικές στολές κοζάκων και ουσσάρων, οι 100 περίπου τακτικοί – μαζί τους πολέμησαν και 800 περίπου άτακτοι – ιππείς διαλύθηκαν, υπαιτιότητα του ηγέτη τους, στην μάχη του Δραγατσανίου. Το ιππικό του Αλμέιδα αντίθετα επρόκειτο να ευδοκιμήσει και να αποτελέσει τον πυρήνα του όπλου του Ιππικού – Τεθωρακισμένων. Αν και ο Αλμέιδα ποτέ δεν είχε στη διάθεση του περισσότερους από 160 εφίππους πολεμιστές, εντούτοις τους εκπαίδευσε και τους αξιοποιήσε το δυνατόν καλύτερα.
Λόγο του μικρού αριθμού τους, οι Έλληνες ιππείς εκπαιδεύτηκαν σε τακτικές ίλης μόνο. Παρόλα αυτά η ελληνική ιλαρχία (δύο ίλες) έδρασε και συντονισμένα όταν χρειάστηκε. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1825 η ιλαρχία με τον Συνταγματάρχη Αλμέιδα επικεφαλής, περιπολούσε στην πεδιάδα των Μήλων της Αργολίδος. Κατά την διάρκεια της περιπολίας εντόπισε ένα τακτικό αιγυπτιακό τάγμα του στρατού του Ιμπραήμ.
Αμέσως ο Αλμέιδα διέταξε τους άνδρες του να σχηματίσουν γραμμή δύο ζυγών και να επιπέσουν κατά των Αιγυπτίων. Οι τελευταίοι είχαν επίσης δεί το ελληνικό ιππικό να λαμβάνει θέσεις για την εξαπόλυση εφόδου και έσπευσαν να σχηματίσουν τετράγωνο. Δεν πρόλαβαν όμως. Η ταχύτατη επέλαση των Ελλήνων ιππέων «έσπασε τους ζυγούς» των Αιγυπτίων.
Οι στρατιώτες έχασαν κάθε οργανικό δεσμό και τράπηκαν ανεξάρτητα σε φυγή, με αποτέλεσμα να κατακοπούν όλοι από τις λόγχες και τις σπάθες των Ελλήνων ιππέων. Περισσότεροι από 400 Αιγύπτιοι σκοτώθηκαν, χωρίς καμιά ελληνική απώλεια.
Το πυροβολικό αποτελούσε το τρίτο όπλο των τακτικών στρατών της εποχής. Στην επαναστατημένη Ελλάδα όμως δεν υπήρχαν οι δυνατότητες ανάπτυξής του. Στην καλύτερη περίπτωση ο τακτικός στρατός βρέθηκε να διαθέτει μια μόλις πυροβολαρχία των τεσσάρων ελαφρών πυροβόλων. Και αυτά όμως συχνά καθίσταντο άχρηστα λόγω βλαβών, οι οποίες όμως δεν ήταν έυκολο να ξεπεραστούν, λόγω της έλλειψης τεχνικών μέσων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου