Κάθε χρόνο, στις 30 Ιανουαρίου, η Χριστιανική Εκκλησία τιμά από
κοινού τους τρεις Μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Δασκάλους, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομοο.
Στην Ελλάδα τιμώνται ως προστάτες της εκπαίδευσης και των γραμμάτων.
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών εισήχθη στην εκκλησία στα μέσα του 11ο αιώνα από τον λόγιο και μητροπολίτη Ευχαίτων Ιωάννη Μαυρόποδα (1000-1070), επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου (1000-1055). Σκοπός του Μαυρόποδα ήταν να παρουσιάσει τις τρεις εξέχουσες αυτές προσωπικότητες της Χριστιανοσύνης ως τους κατ’ εξοχήν υπερμάχους του τριαδικού δόγματος και να δώσει τέλος
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών, εκτός από τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, έχει και εκπαιδευτικό στα καθ’ ημάς. Θεωρείται ως η εορτή των ελληνικών γραμμάτων, καθόσον οι τρεις ιεράρχες συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της χριστιανική διδασκαλίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων.
Ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας
της εορτής των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε στις 9 Αυγούστου του 1841 από
το ακαδημαϊκό συμβούλιο του Οθωνείου Πανεπιστημίου (νυν Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών) και πρωτογιορτάστηκε στις 30
Ιανουαρίου του 1842. Τα επόμενα χρόνια, ο εορτασμός επεκτάθηκε σ’ όλες
τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
329 – 390
Σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα και ένας από τους Τρεις
Ιεράρχες. Η μνήμη του γιορτάζεται σε Ανατολή και Δύση στις 25
Ιανουαρίου.
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της
Καππαδοκίας, γι’ αυτό λέγεται και Ναζιανζηνός. Έλαβε χριστιανική αγωγή
από τον πατέρα του Γρηγόριο, που ήταν επίσκοπος στη Ναζιανζό, αν και
αρχικά ανήκε στην ιουδαΐζουσα αίρεση των Υψισταρίων, και τη μητέρα του
Νόννα. Σπούδασε στα πιο ονομαστά πνευματικά κέντρα της εποχής του, στην
Καισάρεια, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, όπου είχε συμμαθητή τον Μέγα
Βασίλειο.
Μετά τις σπουδές του γύρισε στη Ναζιανζό, σε ηλικία 30 ετών. Αφού
βαπτίστηκε, έφυγε για την έρημο, όπου έγινε μοναχός. Από την έρημο το
κάλεσε ο γέρος πατέρας του για να τον βοηθήσει στο ποιμαντικό του έργο
και κατ’ απαίτηση των χριστιανών και παρά τη θέλησή του χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος. Αργότερα, ο Μέγας Βασίλειος, που ήταν αρχιεπίσκοπος στην
Καισάρεια, τον χειροτόνησε επίσκοπο, παρά τη θέλησή του και πάλι.
Ο Γρηγόριος δεν έμεινε για πολύ στη θέση αυτή. Μετά τον θάνατο του
πατέρα του προτίμησε να φύγει και πάλι στην έρημο. Ήταν, όμως, γνωστός
για την αρετή, τη σοφία και την ορθή πίστη του, ώστε οι χριστιανοί της
Κωνσταντινούπολης τον κάλεσαν να αναλάβει τον αγώνα εναντίον των
Αρειανών, οι οποίοι με τις αιρετικές διδασκαλίες τους είχαν διχάσει το
ποίμνιο της Εκκλησίας.
Ο Γρηγόριος δέχτηκε, μετέβη στην πρωτεύουσα κι έστησε το πνευματικό
στρατηγείο του στο μικρό ναό της Αγίας Αναστασίας. Εκεί εκφώνησε τους
περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους του ενάντια στους αρειανόφρονες, για
τους οποίους ονομάστηκε Θεολόγος. Το 381 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη
Β' Οικουμενική Σύνοδος για να καταδικάσει τους οπαδούς του Μακεδονίου,
οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, για ακόμη μία
φορά τον Άρειο και να συμπληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως. Τα μέλη της
συνόδου τον ανακήρυξαν πρόεδρό της και ταυτόχρονα τον εξέλεξαν
αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Όμως, ορισμένα μέλη της Συνόδου, που
εμφανίστηκαν καθυστερημένα στις εργασίες της, αμφισβήτησαν την εκλογή
του και ο Γρηγόριος δεν δίστασε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στην
έρημο, αφού προηγουμένως εκφώνησε τον περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» του.
Εκεί πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του, με προσευχή, μελέτη και
συγγραφή.
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο χωρίζεται σε:
Λόγους (αντιαιρετικούς, εόρτιους, εγκωμιαστικούς κλπ)
Επιστολές (διασώζονται 246)
Ποιήματα (θεολογικά και ιστορικά)
Το θρησκευτικό δράμα «Χριστός Πάσχων», που αποδιδόταν σ’ αυτόν, είναι έργο αρκετά μεταγενέστερο.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κοιμήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 390, σε ηλικία 61 ετών.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
347 – 407
Εξέχουσα προσωπικότητα της Χριστιανοσύνης, Μέγας Πατέρας της
Εκκλησίας, Οικουμενικός Δάσκαλος κι ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, μαζί
με τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Η Εκκλησία τον
ονόμασε Χρυσόστομο για την ωραιότητα των λόγων του, ενώ για τη ρητορική
δεινότητα ονομάστηκε «Δημοσθένης του Χριστιανισμού».
Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Αντιόχεια (σημερινή Αντάκια Τουρκίας) το
347. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία και ανατράφηκε με τη
φροντίδα της μητέρας του Ανθούσας. Σπούδασε ρητορική κοντά στον
φημισμένο δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο. Ο δάσκαλός του τον εκτιμούσε τόσο
πολύ για την ευφυΐα και τη ρητορική του δεινότητα, που έλεγε πως θα τον
άφηνε διάδοχό του στη σχολή, αν δεν τον είχαν κερδίσει οι Χριστιανοί.
Μετά τις σπουδές του δικηγόρησε για λίγο στην Αντιόχεια και στη
συνέχεια έφυγε για την έρημο, όπου ασκήτευσε. Το 381 επανήλθε στην
Αντιόχεια για να χειροτονηθεί διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Κατά τη
διάρκεια της ιεροσύνης του διακρίθηκε για την ερμηνεία των Γραφών, το
κήρυγμα και την ποιμαντική του δράση. Σύντομα, η φήμη του ξεπέρασε τα
στενά όρια της Αντιόχειας και στα τέλη του 397 κλήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Στις 15
Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, η Ενδημούσα Σύνοδος των επισκόπων τον
εξέλεξε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, παρά την
αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, που προωθούσε τον
δικό του υποψήφιο. Ενθρονίστηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 398.
Πρώτος του στόχος ήταν η αναδιοργάνωση της Εκκλησίας, καθώς πίστευε
ότι η ηθική εξυγίανση της κοινωνίας προϋπέθετε την εξυγίανση του κλήρου
και των αρχόντων. Τα κηρύγματά του επισήμαναν τις εκτροπές όλων των
κοινωνικών τάξεων και διακήρυσσαν την ανάγκη επιστροφής στο αυθεντικό
περιεχόμενο της χριστιανικής ζωής, ιδιαίτερα των κληρικών και των
αρχόντων. Έτσι, ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο ότι θα ερχόταν σε σύγκρουση
με πολλούς από τους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες της εποχής
του. Δεν δίστασε να αντιταχθεί και προς την αυτοκράτειρα Ευδοξία, με
αποτέλεσμα να εξοριστεί δύο φορές. Στη δεύτερη εξορία του, καθ’ οδόν
προς τα Κόμανα του Πόντου πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407, σε ηλικία
60 ετών.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναδείχθηκε σε μέγιστο εκκλησιαστικό
συγγραφέα. Το έργο του είναι εντυπωσιακό, τόσο σε έκταση, όσο και σε
θεολογική πληρότητα. Αποτελείται από ομιλίες, πραγματείες και επιστολές.
Το πιο γνωστό έργο του στον πολύ κόσμο είναι η Θεία Λειτουργία
(Λειτουργία του Χρυσοστόμου), που τελείται κατά κύριο λόγο κάθε Κυριακή
στις Εκκλησίες.
Η μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου εορτάζεται στις 13
Νοεμβρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 13 Σεπτεμβρίου από την
Καθολική Εκκλησία. Επιπλέον, η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την Ανακομιδή των
Λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου και μαζί με την Καθολική Εκκλησία τους
Τρεις Ιεράρχες στις 30 Ιανουαρίου.
Εξέχουσα προσωπικότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας, σπουδαίος ιεράρχης
και κορυφαίος θεολόγος, γι’ αυτό και ανακηρύχτηκε Άγιος και Μέγας. Είναι
ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες. Η
μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου από τους Ορθοδόξους (14
Ιανουαρίου απ’ όσους ακολουθούν το Ιουλιανό Ημερολόγιο) και στις 2
Ιανουαρίου από τους Καθολικούς. Η μνήμη του συνεορτάζεται στις 30
Ιανουαρίου, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τους δύο άλλους
μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη
τον Χρυσόστομο.
Ο Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας (νυν Καϊσερί
Τουρκίας) και ήταν γιος του ποντίου ρήτορα (δικηγόρου της εποχής)
Βασιλείου και της Εμμέλειας, η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη
Εκκλησία μαζί με του υιού της Βασιλείου. Στην οικογένεια εκτός από το
Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Γρηγόριος, ο
μετέπειτα σπουδαίος θεολόγος, γνωστός ως Γρηγόριος Νύσσης. Η γιαγιά του
Μακρίνα ήταν κόρη χριστιανού μάρτυρα και μαζί με τη μητέρα του Εμμέλεια
έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χριστιανικού χαρακτήρα του
Βασιλείου.
Μετά τα εγκύκλια μαθήματα που πήρε στην πατρίδα του, στάλθηκε στο
Βυζάντιο για ευρύτερες σπουδές. Το 351 πήγε στην Αθήνα, όπου ανθούσαν
ακόμη τα γράμματα και οι τέχνες. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία,
αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φυσική κ.ά. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με
τον Ιουλιανό,
μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου και αργότερα μεγάλο πολέμιο του
Χριστιανισμού, και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με τον οποίο τον
συνέδεσε μια ιερή και ισόβια φιλία.
Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα επέστρεψε το 351 στην Καισάρεια, όπου
άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, όπως και ο πατέρας του. Πολύ γρήγορα
ξεκίνησε ένα πνευματικό ταξίδι στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη
Μεσοποταμία και τη Συρία, για να γνωρίσει τους ασκητές και να σπουδάσει
τον μοναχισμό. Τόσο πολύ γοητεύτηκε από την αυστηρή ασκητική ζωή, ώστε
πήγε στον Πόντο και έζησε μοναχός στην έρημο για μια πενταετία
(357-362).
Σκόπευε να μείνει οριστικά εκεί, αν δεν επισυνέβαινε ο θάνατος του
επισκόπου Καισαρείας Ευσέβιου. Ο λαός της Καισαρείας ζήτησε να τον
διαδεχθεί ο Βασίλειος και μετά την εκλογή του αναγκάστηκε να επιστρέψει
στην Καισάρεια. Παρέμεινε για εννέα χρόνια επίσκοπος Καισαρείας και
άφησε σπουδαίο έργο, που αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για τις
επόμενες γενιές. Ίδρυσε μια σειρά από φιλανθρωπικά ιδρύματα, που έγιναν
γνωστά ως «Βασιλειάδα», η οργάνωση των οποίων για την περίθαλψη των
φτωχών και των ασθενών αποτέλεσε υπόδειγμα πνευματικής προσφοράς και
κοινωνικής δράσης.
Ο Βασίλειος ήταν αλύγιστη ψυχή μπροστά σε κάθε είδους κοσμική εξουσία.
Κάποτε, ο αυτοκράτορας Ουάλης, που υποστήριζε τους Αρειανούς, του
έστειλε τον επίτροπό του Μόδεστο. Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος τον
φοβέρισε με δήμευση της περιουσίας του, εξορία και μαρτυρικό θάνατο.
Ατάραχος, ο Βασίλειος απάντησε:
– «Λίγα τριμμένα ρούχα και κάμποσα βιβλία αποτελούν όλη μου την περιουσία· επομένως δεν φοβάμαι τη δήμευση. Την εξορία δεν τη λογαριάζω, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο είμαι παρεπίδημος. Ούτε τα μαρτύρια φοβούμαι, γιατί τον θάνατο θεωρώ ως ευεργέτη, επειδή θα με οδηγήσει πιο γρήγορα στον Θεό.»
– «Κανένας άλλος επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι», είπε θυμωμένος ο Μόδεστος.
– «Δεν θα μίλησες ποτέ με πραγματικό επίσκοπο», του ανταπάντησε ο Βασίλειος.
– «Λίγα τριμμένα ρούχα και κάμποσα βιβλία αποτελούν όλη μου την περιουσία· επομένως δεν φοβάμαι τη δήμευση. Την εξορία δεν τη λογαριάζω, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο είμαι παρεπίδημος. Ούτε τα μαρτύρια φοβούμαι, γιατί τον θάνατο θεωρώ ως ευεργέτη, επειδή θα με οδηγήσει πιο γρήγορα στον Θεό.»
– «Κανένας άλλος επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι», είπε θυμωμένος ο Μόδεστος.
– «Δεν θα μίλησες ποτέ με πραγματικό επίσκοπο», του ανταπάντησε ο Βασίλειος.
Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, με καθοριστική
συνεισφορά στη διατύπωση του δόγματος της Αγίας Τριάδας, ενώ συνέταξε
και Θεία Λειτουργία («Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου»). Τα έργα του
διακρίνονται σε δογματικά, αντιαιρετικά, ασκητικά, πρακτικά, ομιλίες και
επιστολές.
Σε όλη τη σύντομη ζωή του αγωνίστηκε για την ενότητα της Χριστιανικής
Εκκλησίας, που μαστιζόταν στην εποχή του από θεολογικές έριδες σχετικά
τις δοξασίες του Αρείου. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 49
ετών και τάφηκε με μεγάλες τιμές.
ΣΤΟ 2ο λεπτό αρχίζει η διήγηση (μεχρι εκείνη την στιγμή έχει ψαλμωδίες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου